Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Πεταλωτής-πέταλα

Γλωσσάρι του πεταλωτή (επαγγέλματος που χάνεται ) :
--Αλμπάνης= πεταλωτής (τουρκική nalbant)
--Αλτσιάς = είδος πέταλου (ημικυκλικό) με ελαφρά χωνευτές τρύπες καρφιών. Συνήθως πετάλωναν τα άλογα και σε περιοχές χωρίς δύσκολες διαδρομές και βαριά φορτία. Ήταν γνωστά και ως γερμανικά.
--Αμόν’= το αμόνι κατασκευής πετάλων.
--Γιαβάσ’κου= το ήσυχο ζώο (τουρκική yavas).
--Γιαβασιά ή διαβασιά = τρόπος δεσίματος (από τη μουσούδα) των δύστροπων ζώων για να πονούν και να μένουν ακίνητα την ώρα του πεταλώματος.
--Ζουμπάς= εργαλείο ανοίγματος τρυπών στα πέταλα.
--Κα(γ)ιάρ’ (το) (τουρκ. kayar ) = πετάλωμα με τα ίδια χρησιμοποιημένα πέταλα. Αυτό γινόταν όταν έφευγαν κάποια καρφιά ή έχανε (λόγω χρήσης) το πέταλο την αρχική του θέση. ( Το θύμισε ο φίλτατος Theodoros Gavardinas )
--Καλ’βουκάρφχια= τα καρφιά πεταλώματος. Είναι ειδικά καρφιά (σε διάφορα νούμερα-μεγέθη)με μεγάλο κεφάλι σχήματος τετραγωνικής πυραμίδας.
--Καλ’βουτής= πεταλωτής
--Καλιβουσφύρ’= το σφυρί του καλιβώματος
--Καλιβώνου-καλ’γώνου= πεταλώνω
--Καμίν’ =το καμίνι (πυρακτώσεως μετάλλων) θέρμανσης του σίδερου (κλίβανος κατεργασίας) για την κατασκευή, ανακατασκευή ή προσαρμογή των πετάλων.
--Κατράν’ ή κατράμ’ (το) (ιταλ. Catrame & τουρκ. katran) = κατράμι, ρευστή αραιή υγρό σαν πίσσα. Είναι δηλ. η φυτική πίσσα. Φτιαχνόταν από ξύλο πεύκου γι’ αυτό και η ιδιαίτερη μυρουδιά του (όπως του δαδιού που καίγεται). Το χρησιμοποιούσαν για επάλειψη σε «μαγ’λάδι(ε)ς», σε πληγές ζώων, στην «γλαμπάτσα» (καταρροϊκός πυρετός) των προβάτων. Στο πετάλωμα άλοιφαν την οπλή των αλογομούλαρων για επούλωση όταν είχαν πληγωθεί. ( Μας το θύμισε ο φίλτατος Theodoros Gavardinas )
--Λόρθα = το καρφί που περισσεύει και κόβεται. Μετά κτυπιέται (προς τα έξω της οπλής) για να κάνει κόντρα και να μην ξεκαρφώνεται το πέταλο και λιμάρεται.
--Ματρακάς= βαρύ σφυρί για το «σφύρ’σμα» των πετάλων στο αμόνι.
--Μπαγάς (ο) = η φούσκα κοντά στο νύχι των αλογομούλαρων.
--Μπαγλάρουμα=δέσιμο (τουρκική παγλάρουμ)
--Μπλαρ’νό πέταλου= πέταλο μουλαριού
--Ντανάλια= τανάλια για κράτημα του πέταλου, αλλά και κόψιμο των καρφιών που περισσεύουν.
--Νύχ’= το νύχι των ζώων, αλλά και το γύρισμα της άκρης των πετάλων για να «πχιάν’νι(ε)» στα «καλντρίμνια».
--Ξι(ε)καλίβουτου= ζώο χωρίς πέταλα
--Ξυστρί= εργαλείο για το καθάρισμα των νυχιών-οπλών.
--Παϊβάνια= σχοινιά ή αλυσίδες δεσίματος των ποδιών των ζώων για να μην μετακινούνται την ώρα του πεταλώματος.
--Πι(ε)ταλουκάρφχια= επίσης τα καρφιά πεταλώματος.
--Πι(ε)ταλουτάδ΄κου= χώρος πεταλώματος (συνήθως υπόστεγο ή χώρος από κάποιο χάνι). Πολλές φορές και εξωτερικός χώρος, όπως πχ στο βουνό σε υλοτομίες ή ανθρακοποιεία (καμίνια) ή σε νταμάρι όπου πήγαινε ο πεταλωτής.
--Πλάκα = είδος πέταλου (πλακέ) από έλασμα (χοντρή λαμαρίνα). Συνήθως με αυτά πετάλωναν στο Πήλιο. Ήταν αντοχής και προστάτευαν τα ζώα στους δύσκολους δρόμους του βουνού. Όπως οι αλτσιάδι(ε)ς κι αυτά τα πέταλα είχαν νούμερα ανάλογα με το μέγεθος της οπλής, όπου έπρεπε να προσαρμοστούν ακριβώς.
--Ράσπα= λίμα με χοντρά δόντια για «λιμάρ’σμα» των νυχιών.
--Σιατράν’ το)= επίπεδο με ελαφριά καμπύλη κοφτερό εργαλείο-ξύστρα νυχιών-οπλών.
--Φυσι(ε)ρό= εργαλείο που φυσούσε (αέριζε) τα κάρβουνα στο καμίνι, ώστε να πυρακτωθούν τα σιδερένια πέταλα και να «σφυρ’στούν» στο αμόνι.
Παροιμίες και φράσεις:
-Άλλους του καρφί κι άλλους του πέταλου( άλλος φταίει, άλλος τιμωρείται)
-Είν’ τους γάτα μι(ε) πέταλα! (επιδέξιος, πανέξυπνος, ικανότατος)
-Καλιβών’ τουν ψύλλου στουν αέρα. (είναι ευφυής)
-Μνια στου καρφί κι μνια στου πέταλου! (πληρωμένη απάντηση ή λόγια αληθινά προς όλες τις κατευθύνσεις)
-Όπχιους λύπατι(ε) του καρφί, χάν’ κι του πέταλου. ( η «οικονομική» αγορά πολλάκις είναι ζημιογόνα)
-Τ’ φτουχού του εύρημα καρφί ή πέταλου. ( φτωχός κι άτυχος)
-Τα τίναξι(ε) τα πέταλα! (πέθανε) [Tα ιπποειδή όταν πεθαίνουν, πέφτουν ανάσκελα με τα πόδια τα πάνω, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα πέταλα (είναι απόδειξη ότι πέθαναν) ].
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ακούστε (οπωσδήποτε οι νεότεροι) :
Τραγούδι «Τα πεταλάκια» (1950) που ακόμη χορεύεται σε γάμους, πανηγύρια και γλέντια στο Πήλιο:
https://www.youtube.com/watch?v=jTa9YCh9SFk

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου