Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Έθιμα Δωδεκαήμερου ( Β΄)

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Παραμονή:
1.      Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα. Ήταν το «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά». Τα ίδια όπως τα ξέρουμε και   σήμερα.
2.      Οι γυναίκες το πρωί ζύμωναν τη «Βασ’λόκ’λουρα». Ήταν ψωμί κανονικό που το κεντούσαν με το πιρούνι και μέσα έβαζαν σε διάφορα σημεία της στρογγυλής κουλούρας κομματάκια από άχυρο, ελιά, πουρνάρι, αμπέλι. Έβαζαν και το νόμισμα «τουν παρά», ανάλογα με την ευμάρεια του κάθε σπιτιού. Από πάνω το άλειφαν με κρόκο αυγού ή λάδι για να «γυαλίσ’». Το αλεύρι ήταν από τη σοδειά εκείνης της χρονιάς.
3.      Έσφαζαν την κότα , τη ζεμάτιζαν και τη μαδούσαν. Τη γέμιζαν με ψημένα κάστανα, καρύδια, τα εντόσθια της κότας, λίγο ρύζι και τα τσιγάριζαν όλα μαζί. Τη ράβανε με κλωστή και την έβραζαν. ‘Έτσι περίμενε έτοιμη ως ανήμερα το πρωί που έβαζαν ρύζι και έφτιαχναν την κοτόσουπα. Γνωστή είναι η φράση: Σουπίτσα μι(ε) την κουτίτσα που τρώνι(ε) του Χριστού.
4.      Το βράδυ οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά (31), σφουρλάκι (πάρτα όλα). Οι μικρότεροι έπαιζαν με κέρματα -συνήθως δεκάρες- στριφτό (κορώνα-γράμματα). Περίμεναν να χτυπήσουν οι καμπάνες που δήλωναν την αρχή και υποδοχή νέου του χρόνου. Οι χωριάτες τουφεκούσανε με τον ερχομό του Νέου χρόνου για να «βασιλέψουν» τα όπλα τους. 
Μετά πήγαιναν για ύπνο, αφού το πρωί τους περίμενε η εκκλησία.
5.      Επίσης το βράδυ γινότανε από το νοικοκύρη του κάθε σπιτιού το «πάντριμα τ’ς φουτιάς». Έπαιρνε δυο ξύλα από θηλυκά -κάρπιμα δέντρα (κερασιά, αχλαδιά, ελιά κ.ά.) και δυο ξύλα από αρσενικά -δέντρα του δάσους (πλάτανο, πουρνάρι, αρπάκι κ,ά) και τα έβαζε στο τζάκι. Από κάτω έβαζε το θηλυκό και από πάνω το αρσενικό και τα «πάντριυει». Τη στάχτη πάλι, τη σκορπούσε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού για να γίνει εμπόδιο στην είσοδο των μυρμηγκιών το καλοκαίρι.
Ανήμερα:
1. Το φίλεμα της βρύσης: Μόλις ξημέρωνε πήγαινε κάποιος απ’ το σπίτι και «φίλευε» τη βρύση (για ευχαριστία που δίνει νερό). Έπρεπε να πάει πριν προλάβει άλλος γείτονας. Έριχνε στη βρύση πεντάρες, ρύζι, σιτάρι ή καλαμπόκι.
2. Το ποδαρικό: Ένα μικρό παιδί πήγαινε πρωί-πρωί πριν από άλλον/η στο σπίτι όπου υπήρχε νέος ή κοπέλα της παντρειάς. Στην κοπέλα πήγαινε αγόρι και στο νεαρό κορίτσι και «έκανι πουδαρ’κό». Ευχόταν «Καλή χρουνιά κι φέτου διπλή/ός». Οι σπιτικοί φίλευαν το παιδί.
3.Το σπάσιμο του ροδιού: Ο γεροντότερος του σπιτιού έριχνε ένα «ρόιδου» με δύναμη μέσα από την «γκλαβανή» στο «κατώι» για να υπάρχει αφθονία καρπών το Νέο χρόνο, όπως το πλήθος των σποριών του ροδιού.
4.Η πέτρα: Πριν ξεκινήσουν για την πρωτοχρονιάτικη λειτουργία, έριχναν «κάτ’ απ’ του κριβάτ’» μια πέτρα για να είναι όλοι υγιείς. «Γιροί στου σπίτ’» όπως η πέτρα.
5.Μετά τη λειτουργία και τη δοξολογία στο Ναό η οικογένεια καθόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι.  «Ι γιρουντότιρους» παππούς ή πατέρας έκοβε τη «Βασ’λόκ’λουρα».    Τα πρώτα κομμάτια ήταν «τ’ Αγίου κι τ’ σπιτχιού» αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα μοιράζονταν σύμφωνα με την αρχαιότητα των σπιτικών έπειτα από «μετάνοια» που έβαζαν στον παππού ή πατέρα.   
Όποιος/α εύρισκε το φλουρί«τουν παρά», ήταν ο ταμίας, ο πλουσιότερος. Όποιος/α εύρισκε «του πουρνάρι» θα «έκουβι κλαδί για τα πράματα ούλουν του χρόνου» ή θα γινόταν «τσιουμπάνους».  Όποιος/α εύρισκε «του κλήμα» θα «φρόντ’ζει τ’ αμπ΄λι κι θα ήπ’νι(ε) κρασί». Όποιος/α την ελιά «θα φρόντ’ζ' τ’ς ελιές κι θα ήταν ηυτυχής» Όποιος/α εύρισκε το άχυρο «θα φρόντ’ζ' τα πράματα».
6.Τη μέρα αυτή δεν έπρεπε κάποιος μικρός/η να «φάει ξύλου απού μιγαλύτιρουν» γιατί θα τον έδερναν όλο το χρόνο.
7.Όταν έτρωγαν την κότα κοίταζαν «του καράβ’ τ’ς» κι έκαναν προβλέψεις. Έτσι αν ήταν τρύπιο θα πέθαινε κάποιος από το σπίτι τη χρονιά αυτή. Αν ήταν γεμάτο ή άδειο (σκούρο ή ανοιχτόχρωμο) αντίστοιχα θα ήταν και το σπίτι αγαθά.
8.Όταν τελείωναν το φαγητό πήγαιναν στα «πράματα κι τα κιρνούσαν» Τους έδιναν ψωμιά ή γλυκά.
9.Το απόγευμα έφτιαχναν κούνιες στην πλατεία ή αλλού και κουνιόντουσαν τα κορίτσια. Εκεί βέβαια, πήγαιναν και τ΄ αγόρια.

Και κάτι νεότερο: Μια συνταγή βασιλόπιτας του 1936
Εφημερίδα Βόλου "ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ"
 25-12-1936

Μετατροπή:  Δράμια σε Γραμμάρια

  • 1 Δράμι -=3,2 γραμμάρια
  • 10 Δράμια = 32 γραμμάρια
  • 100 Δράμια = 320 γραμμάρια
  • 200 Δράμια = 640 γραμμάρια
  • 300 Δράμια -=960 γραμμάρια
  • 1 οκά = 400 Δράμια = 1280 γραμμάρια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου