Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Ζαγορά-Καλοκαιρινός

Από το ιστολόγιο του φίλτατου Αντώνη Ζ.
(http://volosmagnisia.wordpress.com/)
Ο καθηγητής και λογοτέχνης Κων-νος Χρηστομάνος (Αθήνα 1867-1911) επισκέφτηκε κι αυτός -όπως κι άλλοι πολλοί- το Πήλιο στις αρχές του 20ου αιώνα. Στη λογοτεχνία εμφανιζόταν και με το ψευδώνυμο Κάλχας
Έφτασε ως το ζαγοριανό ποτάμι τον «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ» απ' όπου κι οι εντυπώσεις του. 
Απολαύστε τον!

ΖΑΓΟΡΑ  «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ» 
Κάλχα, κύττα τον κισσό πώς σκαρφαλωμένος στον κορμό της πανύψηλης αυτής καστανιάς, προσπαθεί να την αγκαλιάσει λες κι είναι ερωτευμένος; …..
Έτσι εξεδήλωνε ό,τι αισθάνονταν τη στιγμή εκείνη, μια δεσποινίς από την παρέα μας, σαν φθάσαμε στον «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ» που απέχει από τη Ζαγορά μόλις 3/4 της ώρας.
Βυθισμένος όπως ήμουνα σε σκέψεις απορροφημένος από την μαγευτική εκείνη τοποθεσία δεν απήντησα στη δεσποινίδα καίτοι ένιωσα καλά τα λόγια της ....
Αυτός λοιπόν είναι ο Καλοκαιρινός; Ω! μα είναι να μη θαυμάση κανείς μια τέτοια τοποθεσία, είναι να μη την απολαύση και να μη γονατίση μπροστά στο μεγάλο ζωγράφο μιας τέτοιας φαντασμαγορικής εικόνας, και να μη ψάλλη ύμνους ευχαριστίας, και αιωνίας ευγνωμοσύνης.
Ξεφωνητά διαπεραστικά, της ευχάριστης συντροφιάς την οποίαν αποτελούσαν Μαργαρίτα, Σμαράγδα, Άννα, Νίτσα, Λούλα, και ο υποφαινόμενος, με αποσπούν από τον ρεμβασμό, στον οποίον άθελα έπεσα και με επιβάλουν ν’ ακούσω το τραγούδι των τσιτζιριών.
Γατζωμένοι στα θεόρατα πλατάνια στις πανύψηλες γέρικες καστανιές και στις λιγερές κορφές τον ασημένιων οξυών, οι τροβαδούροι αυτοί, εξακολουθούν να τραγουδούν τα θαύματα της δημιουργίας. Ένα αλαφρό αγεράκι τής απόκρυμνης εκείνης ρεματιάς πολύ δροσερό λούζει τα ιδρωμένα σχεδόν πρόσωπά μας και μια ανταύγεια των μαρμαριγών νερών που κυλούν σιγοτραγοδούντα, μας γίνηται ο καλλίτερος καθρέφτης για την τουαλέτα μας.
Πάνω από το βράχο, τα δεσποινάρια στεκόνταν στα νύχια, σαν αχνόασπρες πεταλούδες, βύθιζαν τ’ αχόρταγο μάτι τους στο διάφανο αυτόν καθρέφτη και με περισσή λαχτάρα (λες κ’ ήταν δεύτερες Αφροδίτες) χτενίζονταν και φρεσκαρίζονταν για να γίνουν πιο δροσερές κι από αυτή τη φτέρη που λίγιζε απαλά και χάριζε με την δροφαντάδα της περίσια όμορφιά.
Βαθύς ίσκιος απλωνόταν παντού. Πουθενά δεν βλέπαμε ουρανό. Το χρυσό δίχτι των ακτίδων του ήλιου φάνταζε περήφανα επάνω από τα πυκνά φυλλώματα του δάσους και που και πού άφηνε μερικές αχτίδες να χώνωνται κρυφά ανάμεσα στα πράσινα φύλλα, για ν’ αγκαλιάζουν λίγο τον κισσό για να φιλούν την περήφανη φτέρη και να χαϊδεύουν απαλά τα βρύα που σκέπαζαν το γερο-βράχο και τα οποία έμοιαζαν με ολοπράσινο βελούδινο χαλί στους επισκέπτας.
 Επάνω στο βράχο αυτόν, που ποιος ξέρει πόσοι να τον ύμνησαν, ξαπλωμένοι και μεις τρώγαμε με πρωτοφανή όρεξι τις νηστείσιμες προμηθείες μας (Εληές κρεμμίδι, ντομάτες και ένα καρβέλι ψωμί ). Οι  οποίες σε πέντε λεπτά εξηφανίστηκαν από προσώπου του βράχου. Τι ανορεξιά αλήθεια! ύστερα τραγουδήσαμε, είπαμε όσες ανοησίες μπορούσαμε να ειπούμε, γελάσαμε περισσότερο ν’ από όσο επιθυμεί ο ποιητής Γκαίτε κι’ αυτά όλα γιατί είμαστε στην έξοχή, γιατί ζούσαμε στα δροσιά στο μαγικό εκείνο άλσος του «Καλοκαιρινού» και ολοπράσινο φόντο του που μας αγκάλιασε τρεις ώρες σχεδόν και του οποίου το τραγούδι νιώσαμε βαθειά, γιατί τραγουδούσε αυτό την εσωτερική μιλιά.
Ω, πόσο ώμορφα θα ζούσε ο άνθρωπος αν μπορούσε η αν ήθελε να περνά τις ώρες της αναπαύσεώς του ανάμεσα στα δροσερά κλαριά των δένδρων, δίπλα σε ρεματιές από τις όποιες αναβρίζαν «τα της χάριτος ρείθρα» κάτω από παχύσκια πλατάνια και άγριες βαλανιδιές, από πελώριες καστανιές και τσακπίνικες οξυές από έλατα και λεβεντόκορμα πεύκα, αναπνέοντας το άσωτο οξυγόνο και ρουφώντας το άρωμα το θειο που σκορπιέται στον αιθέρα του φυσικού αυτού βασιλείου! Πλούσιο, πλουσιώτατο !
Πότε λοιπόν θα μεθάει από τον ενθουσιασμό του πίνοντας μόνο το γάργαρο νερό των αστείρευτων πηγών και αρωματιζόμενος με μυρα των πεύκων και των ελάτων;....
--------------------
Ο ήλιος είχε μεσουρανίσει, τα γέλοια μας και τραγούδια μας συνεχίζονταν αβίαστα. Απέναντί μας είχαμε Ένα βράχο που φάνταζε περήφανος σαν παραμυθένιος Δράκοντας. Ποιος ξέρει πόσα να είδε και πόσα ν’ άκουσε κι’ αυτός. Αμίλητος όμως, βουβός έκαμνε την ηλιοθεραπεία του την οποία πολλοί θα ζήλευαν.
Δίπλα μας ο κάναλος που μετέφερε το νερό στο μύλο: φαινότανε σαν νάκλαιε γιατί του κόψανε σήμερα το νερό. Περίλυπος και με το στόμα ανοιχτό έχασκε χωρίς μιλιά. Η αχτίδες του ήλιου σκορπιόντουσαν σαν αναμένες σπίθες πάνω στο φαντασμογορικό ταμπλώ και τα φύλλα των δένδρων δείχνανε πως ήθελαν να γείρουν. Μερικά αγριολούλουδα έκλειναν απαλά τα πέταλά τους σα βλέφαρα κουρασμένα και δείχνανε την επιθυμίαν να ξαναγυρίσουν στον εαυτό τους για ν’ ανακτήσουν τη δύναμι που σπατάλησαν στο φως και στη ζωή.
----------------
Από σεβασμό προς την ησυχίαν τους και για να μη ταράξουμε το μεσημεριάτικο ύπνο τους φύγαμε. Μόνο τσιτζίρια εξακολουθούσαν την αδιάκριτή τους φλυαρία. Με μια περίπου ώρα ευρισκόμαστε πάλι στη Ζαγορά. 
----------------
Μεσ’ την ψυχή μας όμως μπήκε σαν από αντιφεγγιά του μέρους εκείνου, ένα συγκλονιστικό αίσθημα λύπης και χαράς μαζύ, μια πνοή κάποιου αιθέριου πράγματος που άνοιξε τα φτερά του πάνω μας κ' ύστερα έσβυσε…
----------------
« Μήπως δεν είναι άρπες και τα πεύκα που βουίζουν όταν ο αγέρας με το μάνητα του θεϊκού του πόθου τα σφίγγει στην αγκαλιά του και όλο το δάσος κ’ η θάλασσα κάτω μαγεμένα από ηδονή συγκρατούν τον ανασασμό τους; Γιατί μόνον ημείς ακοή νάχωμε και να μην ακούμε;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου