Κάποτε, έλεγαν οι παλιοί, ήταν μια φτωχιά γρια που είχε τρεις προβατίνες. Επειδή έκανε πολύ κρύο και γεννήσανε και οι προβατίνες, προσπαθούσε η γρια να ζεσταθεί και να ζεστάνει και τ’ αρνάκια της. Ο Μάρτης, ως «γδάρτ’ς κι παλουκουκάφτ’ς» έκανε παλιόκαιρο με παγωνιές και κρύα. Τελικά η γρια τα κατάφερε και ξεχειμώνιασε καίγοντας όλα τα ξύλα της. Από εκεί βγήκε η φράση: «Πριτς Μαρτάκη μ’, τα ξιχ’μώνιασα τ’ αρνάκια μ’».
Τα έθιμα του Μάρτη:
- Τα παιδιά έδεναν στον καρπό ή στο δάκτυλο του χεριού τους, τη γνωστή σ’ όλην την Ελλάδα, ασπροκόκκινη στριφτή κλωστή, το «Μάρτ’». Τον είχαν φορεμένο για σαράντα μέρες. Μετά τον έβγαζαν και τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιά για να γίνουν τα τριαντάφυλλα και να μην μαυρίσουν, όπως και τα πρόσωπα των παιδιών απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο.
- Δεν έκοβαν ξύλα γιατί θα τα «φάει του σαράκι».
- Δεν έφτιαχναν πίτες από κολοκύθα.
- Δεν άφηναν τις κολοκύθες μέσα στο σπίτι, γιατί φοβούνταν πως θα πάθαιναν «θερμασιά».
- Μαζεύανε τα «φουκαλίδια» και τα σκορπίζανε σε κάποιο σταυροδρόμι.
Ομως στη Μακρυνιτσα την ιστορια της γριας την ξερουμε αλλιως. Δηλαδη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ γρια πραγματι ειπε αυτη τη φραση προς το τελος του Μαρτη. Ομως επειδη ο Μαρτης εχει παρει, αδικως, μερες απο τον Φεβρουαριο (Χειμωνιατικο μηνα) λεγοντας αυτη τη φραση η γρια εκανε τετοια βαρυχειμωνια που ξεπαγιασε και η γρια και τα προβατακια της.
Δεκτή η ...συνέχεια. Μήπως δε λέμε "Κάθε τόπος και ζοκόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη";
Διαγραφή