Για τον αρχιμανδρίτη Ευγένιο (Δάγκου) έγραψε και ο επίσης ιερομόναχος +Ματθαίος
Βατοπαιδινός στη μονογραφία του για το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα Προμυρίου.
( Ουδεμία σχέση έχει με τον άλλο εκ Νεοχωρίου αρχιμανδρίτη Στροφίλου- Ευγένιο
Ευσταθίου, ένα αντιπαράδειγμα κληρικού)
Από εκεί και η σημερινή δημοσίευση –αντιγραφή σε μονοτονικό:
Ο Ευστάθιος Σουρούβιλος (Ευγένιος) εγεννήθη εις Προμύριον κατά το έτος
1811, εδιδάχθη τα πρώτα γράμματα εις την Μονήν του Αγίου Σπυρίδωνος, παρά τινι
Διονυσίω ως αναφέρεται εις την αυτοβιογραφίαν του, επιπροσθέτως δε μυείται και
εις τον Μοναχισμόν. Εις ηλικίαν 16 ετών εισέρχεται εις την εν Αγίω Όρει Μονή του Ξηροποτάμου κατά το έτος 1837,
όπου προ ετών είχε εγκαταβιώσει ομοχώριός του Παΐσιος. Προσλαμβάνεται
υποτακτικός υπό του Αρχιμ. Διονυσίου Αγιομαμίτου.
Εδώ θα ασχοληθώμεν επ’ ολίγον με το πρόσωπον του Διονυσίου ο οποίος δεν
πρέπει να συγχέεται με τον Γέρο-Διονύσιο του Αγ. Σπυρίδωνος. Ούτος εισήλθεν εις
την Μονήν Ξηροποτάμου ιερεύς ων την 1ην Ιανουαρίου 1830, προήχθη εις
Προϊστάμενον την 23ην Σεπτεμβρίου 1887 και απεβίωσεν την 5ην Ιουλίου 1877. Ο
ανήρ ούτος καίπερ μετρίας μορφώσεως, ρέκτης όμως και μεγαλοπράγμων, νους
πρακτικός, χαρακτήρ δε κατ’ εξοχήν επιβλητικός, συμβοηθούντος εις τούτο και του
μεγαλοπρεπούς αναστήματός του, κατώρθωσε χωρίς φαινομενικώς και κατά τύπους να
προσβάλη το κρατούν εν ταις ιδιορρύθμοις Μοναίς διοικητικόν σύστημα της ολιγαρχίας,
να συγκεντρώση κατ’ ουσίαν εις τας χείρας του πάσαν την εξουσίαν της Μονής και
να επιβληθή ευθύς εξ αρχής κατά τοιούτον τρόπον είς συναδέλφους αυτού Προϊσταμένους,
εξ ων πολλοί εστερούντο διοικητικών προσόντων, ώστε ου μόνον να αποκαλήται αλλά
και πραγματικώς να είναι ο «Γέροντας», ο «Ηγούμενος», ο «Απόλυτος Μονάρχης» της
Μονής.
Περί της τοιαύτης επιβολής του, ουκ ολίγα ανέκδοτα διηγούντο παλαιότερον οι
ενθυμούμενοι αυτόν. Ούτος άμα τη αναμίξει του εις τα διοικητικά της Μονής, εις
δύο κυρίως σημεία έστρεψε την προσοχήν του: Αον) Εις την οικονομικήν της Μονής
εξυγίανσιν και Βον) Εις τον καταρτισμόν προσωπικού μορφωμένου. Προσλαμβάνει
ευθύς άμα τη προαγωγή του εις Προϊστάμενον, υποταχτικούς τους Ευγένιον, Ναθαναήλ,
άγοντας τότε το 16ον έτος της ηλικίας των, ως και τους Αγαθάγγελον Θράκα, Γρηγόριον
Χίον κλπ. παιδεύει αυτούς εις την εντός της Μονής υπάρχουσαν τότε Σχολήν και εκτός,
ήτοι εν Θεσσαλονίκη και Κων/πόλει και προάγει αυτούς εις Προϊσταμένους. Κατά τα
έτη 1840-1842 εχρημάτισε Γενικός Επίτροπος του Αγίου Όρους εις Θεσσαλονίκην.
Παρέλαβε μεθ’ εαυτόν και τον Ευγένιον, όστις διήκουσε μαθήματα παρά τινι
Αστερίω. Βραδύτερον ο Διονύσιος αποστέλλεται ως Γεν. Επίτρ. Αγ. Όρους και πάλιν
εις Κων/πολιν από το 1844-45. Ο Ευγένιος εγγράφεται και φοιτά εις την Μεγάλην
του Γένους Σχολήν επί μίαν τετραετίαν, και κατά το έτος 1846 και εις ηλικίαν 25
ετών, άμα τη αποπερατώσει των σπουδών του επανήλθεν εις την Ιεράν Μονήν της
Μετανοίας (του Ξηροποτάμου) προς ανακούφισιν του κατεπεπονημένου σώματός του και
συγχρόνως όπως ενεργήση, ίνα το επόμενον έτος μεταβή εις Εσπερίαν προς
συνέχισιν των σπουδών του, αφού εν τω μεταξύ εγένετο κάτοχος της Λατινικής
γλώσσης και της Γαλλικής. Παυθέντος όμως εν τω μεταξύ του Επισκόπου Χαριουπόλεως
Ανθίμου έν. της Ηγουμενίας της εν Ιασίω Μονής του Δάγκου, εκλέγεται ούτος
νεαρώτατος και εις ηλικίαν μόλις 26 ετών ως Ηγούμενος αυτής. Μεταβάς τον Αύγουστον
του 1847 παρέμεινεν επί 12ετίαν υπό την ιδιότητα του Ηγουμένου ήτοι μέχρι του
έτους 1859.
Ως ευφυής και λόγιος ανήρ ο Αρχιμανδρίτης Εύγένιος, εύθύς μετά την εις
Βλαχίαν μετάβασίν του κατέστη ο πραγματικός Ηγούμενος, ου μόνον της Μονής Δάγκου
και της εν Βουκουρεστίω Μονής της Πλομποΐτας, όπου παλαιότερον υπηρέτησεν ως
Ηγούμενος ο ομοχώριός του Παΐσιος. Επίσης διωρίσθη και Επόπτης της εν Βρασσοβώ
Εκκλησίας, πάσα δε αναφυομένη σοβαρά υπόθεσις εν τη Βλαχία, σχέσιν έχουσα με
τας εκεί κτήσεις της Μονής Ξηροποτάμου εις αυτόν και μόνον ανετίθετο, η δε εν
γένει δράσις του Ευγενίου υπήρξε πολλαχώς επωφελής διά την Μονήν Ξηροποτάμου.
Μέχρι της σήμερον οι Ξηροποταμινοί λέγουν ότι, ο Ευγένιος είναι ο μόνος ο
οποίος ειργάσθη τόσον εποικοδομητικώς διά την
Μονήν τής Μετανοίας του.
Κατά τό 1854 απενεμήθη εις τον Ευγένιον παρά της Ελληνικής
Κυβερνήσεως ο αργυρούς Σταυρός των Ιπποτών του Σωτήρος. Περί τούτου έγραψε εξ Ιασίου
προς την Μονήν την 29ην Ιανουαρίου 1854, «Η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Ελλάδος εκτιμών
προσφοράς τας οποίας κατά καιρούς έκαμον προς τα εκπαιδευτικά του Έθνους ημών
Καταστήματα, ηυδόκησε δι’ επισήμου Βασιλικού Διατάγματος της από 4ης Ιανουαρίου
ε.ε. να μοι απονείμη τον αργυρούν των Ιπποτών του Σωτήρος Σταυρόν του Βασιλικού
Τάγματος».
Κατά το έτος 1859 παραιτηθείς εκ της Ηγουμενίας του Δάγκου
κλπ. κατήλθεν εις Κων/πολιν και εκεί σχετίζεται με την ακμάζουσαν παροικίαν των
Πηλιορειτών, και εν συνεχεί α την 12ην Αυγούστου του αυτού έτους ευρίσκεται εις
Αλεξάνδρειαν κατόπιν προσκλήσεως της επίσης ακμαζούσης παροικίας των
Πηλιορειτών, «Έμελλον εκ Κωνσταντινουπόλεως να επιστρέψω αυτόθι (την Μονήν
Ξηροποτάμου) ευθύς δε και εν προκειμένου να μεταβή η Α.Μ. ο Πατριάρχης
Αλεξανδρείας εις Κων/πολιν χάριν του Μοναστηριακού ζητήματος και της υγείας αυτού,
δεν ηδυνήθην να αντισταθώ εις αιτήσεις της Α. Μακαριώτητός Του και της ενταύθα
Κοινότητος, του ν’ αντιπροσωπεύσω τον Πατριάρχην εν τη απουσία του. Τέλος
γενομένων όλων των προτάσεών μου δεκτών έδωκα την σνγκατάθεσίν μου. Διωρίσθην
λοιπόν Γενικός Διευθυντής των υποθέσεων εν γένει του θρόνου, οσάκις ο
Πατριάρχης είναι παρών, τοποτηρητής δε αυτού οσάκις είναι απών», επιστολή
Ευγενίου προς την Μονήν.
Υπό τας ως άνω ιδιότητας διηύθυνε το Πατριαρχείον
Αλεξανδρείας μέχρι του 1867 ο Ευγένιος. Τον Πατριαρχικόν Θρόνον τότε εκόσμει ο
Νικάνωρ, Βολιώτης την καταγωγήν, του οποίου ο Ευγένιος κατέστη ο σύμβουλος,
κηδεμών, αλλά και τοποτηρητής. Κατά το 1859-69 χρονικόν διάστημα, ο Ευγένιος
διαπραγματευθείς εμπιστευτικάς τινάς υποθέσεις μετά των κορυφαίων της τότε
Συνόδου, ήτοι των Μητροπολιτών Αμφιλοχίου Πηλοσίου και Σπυρίδωνος Κυρήνης και
ικανού αριθμού λαϊκών παραγόντων, οι οποίοι έπαιξον σπουδαίον ρόλον εις την εν
γένει ζωήν των Πατριαρχείων παλαιότερον.
Κατά το έτος 1867 παυθείς υπό της αντιφροσυνης φατρίας,
καθαιρεθείς και αντικατασταθείς υπό του Αρχιμ. Νείλου Εσφιγμενίτου, του μετέπειτα
Μητροπολίτου Δεκαπόλεως του επιλεγομένου Σ π α ν ο ύ, αποτυχών και ως υποψήφιος
Πατριάρχης του Αλεξανδρινού θρόνου, επανήλθε εις Κων/πολιν εγκατεστάθη εις
Πρίγκιπον, ένθα αγοράσας ωραίαν οικίαν αντί 1200 χρυσών εικοσοφράγγων το 1878,
έζησεν εν αυτή και απεβίωσεν το 1876 την 4ην Μαρτίου εις ήλικίαν 55 ετών. Κατά
την εποχήν των διαξιφισμών με το ποίος θα ανέλθη εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, ο
Ευγένιος ή ο Νείλος; Ελέχθη, ούτε ο Εύγένιος, ούτε ο αγένιος.
Αι τελευταίαι του λέξεις ήσαν: Πολλά προσέφερον εις την Εκκλησίαν
και την κοινωνίαν· διατί με πότισαν με το ποτήρι της αδικίας;
Αφήκε εις την Μονήν μικράν περιουσίαν, καθ’ ότι το μείζον
της περιουσίας του περιήλθεν εις τους συγγενείς του και προς τα εκπαιδευτικά
του Έθνους καταστήματα τόσον της ιδιαιτέρας του πατρίδος, όσον και αλλαχού.
Πολύτιμος και ωραία βιβλιοθήκη ως και τινα πολύτιμα άμφια ιερατικά κλπ.
περιήλθον εις την δικαιοδοσίαν της Μονής, ως επίσης και η εν Πριγκίπω οικία του
αντί 1200 χρ. εικοσοφράγκων αγορασθείσα υπ’ αυτού τούτου του Εύγενίου, ως
μαρτυρεί το εν τω αρχείω της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου εναποκείμενον Χοντζέτι,
(Τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας) υπ’ αριθ. 265.
[…] Επί δε της καθαιρέσεως του Ευγενίου παραθέτομεν και τα
κατωτέρω.
Κατά το έτος 1868 τόση μεγάλη διάστασις επήλθε ες το
ορθόδοξον πλήρωμα της Αλεξανδρείας, πράγμα απίθανο διά τους Έλληνας! Προ της διαμορφωθείσης καταστάσεως ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ'. ηναγκάσθη να ανακαλέση τον Ευγένιον
εις Κων/πολιν, οπωσδήποτε καθαιρεθέντα υπό του Νικάνορος. Και την μεν
καθαίρεσιν δεν ανεγνώρισεν τότε ο Ευγενιος, απειθήσας και εις την πρόσκλησιν
του Πατριάρχου Γρηγορίου. Πλην επαναλαμβάνων την απειλήν εντονωτέρα ο Πατριάρχης
Γρηγόριος τον προσκάλεσεν εις Κωνσταντινούπολιν. Και τότε αντελήφθη ότι ο
κλήρος του εξιλαστηρίου θύματος της διαμάχης έπεσε εις αυτόν, και εκών άκων επανήλθεν
εις Κων/πολιν.
Τέλος χάριν της Ιστορίας αναφέρομεν και το εν τω αρχείω της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου αποκείμενον και υπ’ αριθ. 168 Συνοδικόν επιτίμιον, (αφοριστικόν γράμμα) εκδοθέν επί Πατριάρχου Ιωακείμ Β'. κατά των διαρπασάντων την περιουσίαν του εν Πριγκίπω αποβιώσαντος Αρχιμ. Ευγενίου Ξηροποταμινού (Δάγκου).