(Με αφορμή τη σπουδαία εκδήλωση του Λ.Ε.Β. για την Τοπική Ιστορία,
της 1ης Αυγούστου 2012 στο σπίτι Μπορλότου)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΠΗΛΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (330
μ.Χ. - 1423 μ.Χ.)
του
δικηγόρου, ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα κ. Απόστολου Παπαθανασίου.
Αντιγραφή από το δίγλωσσο βιβλίο
«Ο Βόλος και η περιοχή του στην ιστορική τους
διαδρομή» 2004
Α.
ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (330
μ.Χ. - 1204 μ.Χ.)
Κύρια χαρακτηριστικά της αρχής του
Μεσαίωνα στον ελλαδικό χώρο, μέσα στον οποίο περιλαμβάνεται και ο Μαγνησιακός
με τη Δnμnτριάδα, είναι η διάδοση της χριστιανικής θρησκείας και οι επιδρομές
βαρβαρικών (αλλοεθνών) λαών.
Απαρχές του Μεσαιωνικού βίου της Δημητριάδας.
Ειδικότερα,
για την περιοχή και χώρα της Δnμnτριάδας, της οποίας διάδοχος είναι n σημερινή
πόλη του Βόλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι απαρχές της μεσαιωνικής της
Ιστορίας ανάγονται σε πολύ προγενέστερους ακόμα χρόνους. Ανάγονται στην
περίοδο της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία
επιχειρείται μια εκ βάθρων διοικητική, στρατιωτική και πολιτική αναδιοργάνωση
του ρωμαϊκού κράτους, στο οποίο υπάγονταν τότε και ο ελλαδικός ευρύτερος χώρoς.
Η αναδιοργάνωση αυτή των διοικητικών δομών του ρωμαϊκού κράτους την περίοδο εκείνη,
είχε ως αναπότρεπτο αποτέλεσμα τη διάλυση του «Κοινού των Μαγνητών». Το«Κοινό
των Μαγνητών» ήταν από τους παλαιοτέρους ακόμα χρόνους μια συμπολιτεία
(Σύνδεσμος) των Μαγνητικών πόλεων με επικεφαλής ένα Μαγνητάρχη. Το «Κοινό των
Μαγνήτων» καταργήθηκε, για πρώτη φορά, το έτος 191 π.Χ. από τους Μακεδόνες
βασιλείς και ανασυστήθηκε και πάλι στον Μαγνησιακό χώρο με έδρα τη Δημητριάδα
το έτος 168 π.Χ., μετά την ήττα του Περσέα τον ίδιο χρόνο στην Πύδνα από τους
Ρωμαίους και την κατεδάφιση των τειχών της Δημητριάδας (167 π.Χ.).
Με την πιο πάνω
αναδιοργάνωση των δομών της διοικήσεως
του ρωμαϊκού κράτους των αρχών του Δ' μ.Χ. αιώνα, ολόκληρη η Θεσσαλία
αποτελεί ρωμαϊκή επαρχία, διοικείται από ηγεμόνα και υπάγεται στην κεντρική
(πολιτική, στρατιωτική, φορολογική και εκκλησιαστική) διοίκηση του Ιλλυρικού. Η
Μαγνησία, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η Δημητριάδα, ως μέρος της
επαρχίας της Θεσσαλίας, υπάγεται και αυτή στη διοίκηση του Ιλλυρικού.
Στη διάρκεια
των ετών 320-370 μ.Χ. η
κεντρική διοίκηση του Ιλλυρικού διχοτομείται σε δυο διοικήσεις, της Δακίας και
Μακεδονίας. Στην τελευταία, εντάσσεται και ο γαιοπολιτικός χώρος της Μαγνησίας
με τη Δημητριάδα, που αποτελεί την πιο αξιόλογη πόλη της περιοχής.
Η
Δημητριάδα στη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου (167 π.χ. - 330 μ.Χ.)
Η Δημητριάδα,
στη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής, χάνει τη λαμπρότητα που είχε στην περίοδο
των Μακεδόνων βασιλέων (294-168 π.Χ.) και παρουσιάζει έκδηλα φαινόμενα
παρακμής. Δεν παύει όμως στη διάρκεια των χρόνων που ακολουθούν να διατηρεί την
εμπορικής αξία ως εμπορικό κέντρο και σταθμός εξαγωγικός για τα προϊόντα της
θεσσαλικής ενδοχώρας (παρ' όλον ότι τον πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή έχει η
πόλη των Φθιώτιδων Θηβών κατά την περίοδο των Δ'-Ζ' μ.Χ. αιώνων), και τη
στρατηγική της αξία ως λιμάνι επίκαιρης γαιοπολιτικής θέσεως. Για την αιτία
αυτή ο γεωγράφος του Α' μ.Χ. αιώνα, Στράβων, Χαρακτηριστικά για τη Δημητριάδα
αναφέρει «... νυν δέ συνέσταλται, απασών δέ των λοιπών διαφέρει...».
Η Δημητριάδα στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών
χρόνων (Δ'-ΣΤ' αιώνες)
Η ρωμαϊκή
περίοδος κράτησε για τη Δημητριάδα και την ευρύτερη περιοχή της από το 167 π..Χ.
μέχρι το έτος 330 μ.Χ., οπότε αρχίζει η πρώιμη (παλαιοχριστιανική) βυζαντινή
περίοδος για ολόκληρη την περιοχή του θεσσαλικού Μαγνησιακού χώρου. Ειδικότερα
για τη Δημητριάδα της παλαιοχριστιανικής (πρώιμης βυζαντινής) περιόδου, έχουμε
την πρώτη επίσημη από πηγές μαρτυρία το έτος 431, έτος κατά το οποίο αναφέρεται
ως πρώτος γνωστός επίσκοπος Δημητριάδος, ο επίσκοπος Μάξιμος, που μνημονεύεται
μεταξύ των επισκόπων οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της
Εφέσου.
Οι
παλαιοχριστιανικοί αιώνες, για ολόκληρο το βυζαντινό ελλαδικό χώρο και μέχρι
τον ΣΤ΄ αιώνα, σηματοδοτούνται από γεγονότα που υπήρξαν καθοριστικά για την
παραπέρα εξέλιξη των Μαγνησιακών περιοχών και της Δημητριάδος.
Οι
Εκκλησίες στην παλαιοχριστιανική πόλη
Κατά την περίοδο αυτή, από τις αρχές ακόμα του Δ' αιώνα και στη
συνέχεια, αναπτύσσεται και στις ελλαδικές περιοχές ο ρυθμός της
παλαιοχριστιανικής βασιλικής εκκλησίας. Στην πόλη της Δημητριάδας, την ίδια
περίοδο, ανεγείρονται δυο εκκλησίες του ρυθμού αυτού. Από τις εκκλησίες αυτές,
η μια ήταν κτισμένη στο σημερινό λόφο του «Προφήτου Ηλιού» της σημερινής
συνοικίας Νέων Παγασών του Βόλου, ενώ η άλλη, η μεγαλύτερη, στην καρδιά της
χριστιανικής πόλεως, όπου βρισκόταν η αγορά. Η δεύτερη εκκλησία κτίστηκε με
δαπάνη μιας πλούσιας βυζαντινής αστής, της Δαμοκράτιας, της οποίας το όνομα
ως κτήτορος ήταν φιλοτεχνημένο στο εξαιρετικής τέχνης μωσαϊκό δάπεδο της
εκκλησίας μέσα σε περίγραμμα που έγραφε «ΔΑΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΛΑΜΠΡΟΤΑΤΗ». Η εκκλησία
της Δαμοκράτιας ήταν τότε μια από τις μεγαλύτερες του γνωστού βυζαντινού Χώρου
της Θεσσαλίας, διαστάσεων 29,80 μ. σε μήκος και 21,80 μ. σε πλάτoς, εκτός από
τον νάρθηκα. Είχε αίθριο, προσκτίσματα και βαπτιστήριο. Η Εκκλησία αυτή ακολούθησε
πέντε στο σύνολο οικοδομικές φάσεις διευρύνσεων, από τον Δ' έως τα τέλη του
ΣΤ΄' αιώνα, όπως αποδείχθηκε από τις ανασκαφές. Αυτό αποτελεί απόδειξη του
γεγονότος ότι n πόλη αναπτύσσεται σταδιακά και στα τέλη ακόμα του ΣΤ΄ αιώνα με
αύξnσn των οικnτόρων της αλλά και της σπουδαιότητάς της συνάμα την περίοδο
αυτή, ως σημαίνουσας βυζαντινής πόλεως στην περιοχή με διαχρονική την παρουσία
της στο Χώρο. Η μικρότερη εκκλησία στο Χώρο, του «Προφήτη Ηλία», θεωρείται
μάλλον «κοιμητηριακός» ναός. Το δάπεδο της εκκλησίας αυτής ήταν επίσης
ψηφιδωτό και στο κέντρο, σε περίγραμμα, έφερε τα ονόματα πέντε χορηγών.
Θεωρείται n εκκλησία αυτή ως n πιο παλαιά παλαιοχριστιανική εκκλησία ολόκλnρnς
της Θεσσαλίας (Δ. Θεοχάρης).
Τα λιμάνια της
παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας
Η πόλη της Δημητριάδας κατά την περίοδο αυτή, όπως και στη
διάρκεια της μακεδονικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, έχει δυο λιμάνια
(αμφιλίμενοs). Το βόρειο (στη σημερινή θέση «Πευκάκια») και το νότιο λιμάνι
(στη θέση «Αλυκές»). Το νότιο λιμάνι βρισκόταν κατά τη βυζαντινή περίοδο έξω
από τα τείχη της χριστιανικής Δnμnτριάδαs, στους πρόποδες του λόφου «Προφήτης
Ηλίας», όπου υπήρχε και μικρός τότε συνοικισμός. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί,
ότι στη διάρκεια των ρωμαϊκών Χρόνων (168 π.Χ. - μάχη της Πύδνας και μέχρι το
330 μ.Χ. - κτίση Κων/λεως), n Δnμnτριάδα, όπως και οι λοιπές τότε ρωμαϊκές
πόλεις, δεν ήταν τειχισμένη. Και τούτο, γιατί σ' όλη τη διάρκεια των πιο πάνω
πέντε αιώνων, περίπου, ρωμαϊκής κυριαρχίας, επικρατούσε ηρεμία χάρη στην ισχύ
της τότε κοσμοκράτειραs Ρώμης (ΡΑΧ ROMAΝΑ). Τα τείχη της Δnμnτριάδας την
περίοδο αυτή, δεν ήταν μόνο κατεστραμμένα, αλλά και άχρηστα για την πόλη. Γιατί η χριστιανική πόλη της
Δnμnτριάδας ήταν μικρότερη σε έκταση και πληθυσμό κατά την παλαιοχριστιακή
περίοδο από την πάλαι ποτέ ομώνυμη πόλη των Μακεδόνων βασιλέων.
Οι πρώτες επιδρομές των βαρβάρων στη Μαγνησία
Οι πρώτες
βαρβαρικές επιδρομές στον ελλαδικό τότε χώρο της βυζαντινής κυριαρχίας αρχίζουν
από τις αρχές ακόμα του Δ' αιώνα.
Πρώτοι
επιδρομείς είναι το έτος 337 οι γερμανικοί λαοί των Γότθων. Ακολουθούν κατά
σειρά, οι Βησιγότθοι (Αλάριχος) τα έτη 395-397, οι Ούννοι (Αττίλας) το έτος
447 και τέλος οι Οστρoγότθοι (Θεοδώριχοs) το έτος 479.
Οι επιδρομές
αυτές επέφεραν μεγάλες καταστροφές στο θεσσαλικό και σε επέκταση τον μαγνησιακό
χώρο. Μαρτυρία γι' αυτό έχουμε από τον ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος στο έργο του
«Περί Κτισμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάτοικοι του θεσσαλικού χώρου
δεινοπαθούσαν και υπέφεραν από τις
επιδρομές αυτές λόγω ελλείψεως οχυρωμάτων «επεί ουδαμή των χωρίων
οχύρωμα ην όπη αν καταφυγόντες σωθήσονται...» (Προκόπιος «Περί Κτισμάτων», Δ,
3, 113).
Για την αιτία
αυτή ο Ιουστινιανός (527-565) αναγκάζεται να τειχίσει τις πόλεις της
αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και τη Δημητριάδα. Μαζί με τη βυζαντινή πόλη
της Δnμnτριάδαs τειχίζεται, την ίδια περίοδο και n γειτονική οχυρή συνοικία
(προάστιο τότε της Δnμnτριάδαs), που βρισκόταν στο λόφο της σημερινής συνοικίας
των Αγίων Θεοδώρων του Βόλου. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και το γεγονός, ότι ο
γεωγράφος - ιστορικός βυζαντινός του ΣΤ΄ αιώνα - Ιεροκλής (σύγχρονος του
Προκοπίου) στο έργο του «Συνέκδημος», αναφέρει τη Δημητριάδα ως μια από τις
912 στο σύνολο σημαντικές πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας του ΣΤ΄ αιώνα
(P.G. 113, 143-156).
Η Διοικητική
διάρθρωση της Δημητριάδας κατά τη βυζαντινή περίοδο
Συγκεκριμένα για τη Δημητριάδα του ΣΤ' αιώνα, ο Ιεροκλής αναφέρει ότι ανήκει ως πόλη στην
επαρχία Θεσσαλίας και κατατάσσεται ως δεύτερη σε πληθυσμό πόλη, από τις 17 σε
σύνολο θεσσαλικές τότε πόλεις, μετά τη Λάρισα. Επί βασιλείας των lσαύρων του
Βυζαντίου (717-820), n Θεσσαλία μαζί με τη Δημητριάδα αvήκε στο θέμα της
Ελλάδας, όπου παρέμεινε μέχρι το δεύτερο μισό του Ι' αιώνα. Στη συνέχεια n πόλη
τns Δnμnτριάδαs, από το δεύτερο μισό του Ι' αιώνα και μέχρι τα μισά του ΙΒ'
αιώνα (με την επαναφορά του θεσμού των θεμάτων) εντάσσεται και πάλι στο θέμα
της Ελλάδας. Στα τέλη του ΙΒ' αιώνα, η πόλη και η περιοχή της αποτελεί προσωπική γαιοκτησία της
αυτοκράτειρας Ευφροσύvnς Δούκεναs, συζύγου του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ Αγγέλου.
Το έτος 1266 και στη συνέχεια Δημητριάδα, πόλη και περιοχή, αναφέρεται σε
αργυρόβουλλο ως έδρα βυζαντινού θέματος (αργυρόβουλλο Νικηφόρου Α' Αγγέλου -
Δούκα - Κομνηνού της Ηπείρου έτους 1266)
Τα
τείχη της βυζαντινής Δnμnτριάδας
Το τείχος του Ιουστινιανού της βυζαντινής Δημητριάδας, άρχιζε από τη
θάλασσα, νοτιοανατολικά της σημερινής «Μπουρμπουλήθρας», με κατεύθυνση νότια.
Το βυζαντινό τείχος είχε συνεχή δόμηση. Στη νότια πορεία του άφηνε εκτός της
περιμέτρου του το σημερινό δρόμο Βόλου Αθηνών και τα «Δόντια» του ρωμαϊκού
υδραγωγείου. Στη συνέχεια το τείχος άλλαζε κατεύθυνση, κάνοντας σύγκλιση προς
την αγορά της ελληνιστικής- ρωμαϊκής πόλεως και με ελικοειδή τροχιά τρεπόταν
με κατεύθυνση βορειοανατoλική συνεχούς δομήσεως προς την παραλία, όπου
βρισκόταν το νότιο λιμάνι της Δnμnτριάδας. Σημειώνουμε, επίσης, ότι τα
διατηρούμενα μέχρι σήμερα λείψανα τειχών στο γειτονικό λόφο (προάστιο της
Δnμnτριάδαs) των Αγίων Θεοδώρων, περισσότερο εμφανή στη βορειοδυτική πλευρά
του λόφου, ανήκουν στη βυζαντινή εποχή, ενώ τα λείψανα του φρουρίου του λόφου
είναι παλιότερα και ανήκουν στην παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως και τα
ερείπια της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του λόφου.
Τα
βυζαντινά φρούρια και οικισμοί στην ακτογραμμή του Πηλίου κατά την πρώιμη
βυζαντινή εποχή
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός από τη Δημητριάδα και από τη μέσα πλευρά
του Παγασητικού Κόλπου υπήρξε αλυσίδα από φρούρια, που κτίστηκαν στη διάρκεια
της βυζαντινής εποχής, πάνω και κοντά σε περιοχές όπου παλιότερα υπήρχαν
αρχαία φρούρια. Τα πιο πάνω φρούρια και οι γύρω απ' αυτά οικισμοί ανήκουν
μάλλον στην πρώιμη βυζαντινή εποχή και η χρονολογία κατασκευής τους παραμένει
αδιευκρίνιστη ιστορικά.
Από τη μέσα και άνω πλευρά του Παγασητικού και από την κατεύθυνση της
Μηλίνας προς το Βόλο επισημάνθηκαν ερείπια των παρακάτω βυζαντινών φρουρίων και
οικισμών, πέραν των λειψάνων παλαιοχριστιανικών εκκλησιών.
Κατά μήκος της κατευθύνσεως Μηλίνας προς Βόλο, συναντούμε το
«Χορτόκαστρο», που πρέπει να ταυτίζεται, κατά πάσα πιθανότητα, με τα αρχαία
«Σπάλαθρα ». Πρόκειται για παλιοβυζαντινό φρούριο, κτισμένο σε έξαρση του
εδάφους (λόφο), λίγο έξω από το σημερινό χωριό, Χόρτο.
Στο λόφο διακρίνονται ερείπια τειχών που περιέβαλλαν το φρούριο και τον
τότε βυζαντινό οικισμό. Μεταξύ των σημερινών χωριών, Χόρτου και Αφήσου, υψούται
το βυζαντινό φρούριο του«Λεφόκαστρου», πάνω σε μικρή λωρίδα γης που εισχωρεί
στη θάλασσα (ακρωτήριο). Στην περιοχή σώζονται ερείπια πρώιμης βυζαντινής
εποχής και υπολείμματα
παλαιοχριστιανικών ναών, πράγμα που υποδηλώνει την ύπαρξη αξιόλογης οικήσεως
στην περιοχή αυτή. Ο Wace θεωρεί το Λεφόκαστρο ως περίοπτη τοποθεσία για την
ύπαρξη του βυζαντινού αυτού φρουρίου.
Μεταξύ Λεφόκαστρου και Καλών Νερών, πάνω επίσης σε λόφο, κοντά στη
θάλασσα, σώζονται τα υπολείμματα βυζαντινού φρουρίου που είναι γνωστό με το
όνομα «Παλιόπυργος» ή «Κορακαίπυργοs». Ο F. HiId αναφέρει χαρακτηριστικά ότι
το όνομα θυμίζει την αρχαία πόλη «Κορακαί», που πρέπει να αναζητηθεί κοντά στο
σημερινό χωριό των «Καλών Νερών». Μεταξύ Λεφόκαστρου και Καλών Νερών, πάνω σε
ύψωμα, κοντά στη θέση «Ζερβόχια», ο F. Hild τοποθετεί το βυζαντινό φρούριο
«Γενιτσαρόκαστρο» από το οποίο σήμερα δεν σώζεται τίποτε.
Η Α. Αβραμέα επισημαίνει επίσης την ύπαρξη αρχαίας οδού, της οποίας βρέθηκαν ίχνη, που συνέδεε την
εσωτερική ακτογραμμή του Παγασητικού
με τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Η οδική αυτή γραμμή, περνούσε δια μέσου του
Νεοχωρίου, της θέσεως Λάη (όπου υπήρχε παλαιοχριστιανικός οικισμός) και του
Λεφόκαστρου.
Τέλος, μεταξύ Καλών Νερών και του σημερινού χωριού της Αγριάς,
υπήρχε ισχυρό πόλισμα-φρούριο που δέσποζε της κοιλάδας των Λεχωνίων στη
σημερινή θέση Παλαιόκαστρο και το οποίο, ταυτόχρονα, ήταν και ένας σημαντικός
βυζαντινός οικισμός στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής μέχρι και την ύστερη
βυζαντινή περίοδο.
Οι
αλυκές της βυζαντινής Δημητριάδας
Στην περιοχή της Δnμnτριάδαs είναι βέβαιο ότι λειτουργούσαν κατά τη
βυζαντινή εποχή αλυκές, από τις οποίες εξάγονταν αλάτι. Οι αλυκές αυτές, θα
πρέπει να βρίσκονταν στον πλησιέστερα προς τον πόλη της Δnμnτριάδαs θαλάσσιο
χώρο, τις Νέες Παγασές, στις ακτές της ομώνυμης συνοικίας του Βόλου. Τούτο
εξάγεται από έγγραφα του αρχειακού υλικού που αναφέρονται τη γαιοκτησία του
μοναστηριού της «Πανάγνου θεομήτορος της Οξείας Επισκέψεως» της Μακρινίτσας
και τα οποία ανάγονται στον ΙΓ΄ αιώνα. Μεταξύ των πιο πάνω εγγράφων υπάρχει
και ένα έγγραφο που αναφέρεται στην «αλυκή του Γόλου», όπως την αποκαλεί.
Η ύδρευση της βυζαντινής Δημητριάδας
Η βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs, όπως και κατά την περίοδο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, είχε έντονο το πρόβλημα της υδρεύσεως. Το πρόβλημα όμως αυτό το είχε λύσει χάρις στο θαυμαστό ρωμαϊκό υδραγωγείο, που υπήρχε στην πόλη και λειτουργούσε από τα ρωμαϊκά ακόμα χρόνια. Το υδραγωγείο αυτό έφερνε στην πόλη από το Πήλιο τα νερό που και έρεαν και αφθονούσαν στη χαράδρα που σχηματίζεται μεταξύ των χωριών Πορταριάς και Μακρινίτσας. Με ένα κεντρικό συλλεκτήρα, δια μέσου μιας υπόγειας κτιστής κατασκευής ενός στεγανού αυλακιού (κτισμένου από επίπεδες πλάκες και συνδετική ύλη από κουρασάνι), εγκιβωτίζονταν τα νερά για να κατηφορίζουν με φυσική ροή στις υπώρειες του Πηλίου και στη συνέχεια, μέσω Διμηνιού, να φθάσουν μέχρι τα«Δόντια», όπου βρισκόταν ο δεύτερος συλλεκτήρας (υδατοδεξαμενή) διανομής του νερού στη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs. Τα «Δόντια» στήριζαν καμάρες, δηλαδή τοξοειδείς κατασκευές, στην κορυφή των οποίων - στέψη – το απαγωγό των νερών κτιστό αυλάκι - υδραύλακα - οδηγούσε τα νερά στην υδατοδεξαμενή της πόλεως. Η υδροδότηση αυτή της Δημητριάδας από το Πήλιο συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο μέχρι και την ύστερη ακόμα βυζαντινή περίοδο του ιστορικού βίου της πόλεως.
Η ύδρευση της βυζαντινής Δημητριάδας
Η βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs, όπως και κατά την περίοδο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, είχε έντονο το πρόβλημα της υδρεύσεως. Το πρόβλημα όμως αυτό το είχε λύσει χάρις στο θαυμαστό ρωμαϊκό υδραγωγείο, που υπήρχε στην πόλη και λειτουργούσε από τα ρωμαϊκά ακόμα χρόνια. Το υδραγωγείο αυτό έφερνε στην πόλη από το Πήλιο τα νερό που και έρεαν και αφθονούσαν στη χαράδρα που σχηματίζεται μεταξύ των χωριών Πορταριάς και Μακρινίτσας. Με ένα κεντρικό συλλεκτήρα, δια μέσου μιας υπόγειας κτιστής κατασκευής ενός στεγανού αυλακιού (κτισμένου από επίπεδες πλάκες και συνδετική ύλη από κουρασάνι), εγκιβωτίζονταν τα νερά για να κατηφορίζουν με φυσική ροή στις υπώρειες του Πηλίου και στη συνέχεια, μέσω Διμηνιού, να φθάσουν μέχρι τα«Δόντια», όπου βρισκόταν ο δεύτερος συλλεκτήρας (υδατοδεξαμενή) διανομής του νερού στη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs. Τα «Δόντια» στήριζαν καμάρες, δηλαδή τοξοειδείς κατασκευές, στην κορυφή των οποίων - στέψη – το απαγωγό των νερών κτιστό αυλάκι - υδραύλακα - οδηγούσε τα νερά στην υδατοδεξαμενή της πόλεως. Η υδροδότηση αυτή της Δημητριάδας από το Πήλιο συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο μέχρι και την ύστερη ακόμα βυζαντινή περίοδο του ιστορικού βίου της πόλεως.
Η Δημητριάδα
κατά την περίοδο των ΣΤ΄-Ι' αιώνων
Ο ΣΤ΄ και ο Ζ' αιώνες, είναι οι πιο κρίσιμοι
αιώνες στην ιστορία του ελλαδικού βυζαντινού χώρου. Στη διάρκεια των αιώνων
αυτών επήλθε μια πλήρης αναστάτωση του γεωργικού και αστικού βίου, που
παρουσίασαν έντονα τα φαινόμενα της παρακμής και αποσυνθέσεως και επέτειναν
συνάμα το έντονο δημογραφικό πρόβλημα του θεσσαλικού χώρου. Οι αιώνες αυτοί,
γνωστοί στην ιστοριογραφία ως «Σκοτεινοί Αιώνες» (Siecles Obscures),
αποτέλεσαν ένα γενικότερο φαινόμενο το οποίο επηρέασε δραματικά 115 περιοχές
της βαλκανικής χερσονήσου και ιδιαίτερα τις νότιες περιοχές της
βυζαντινής Ελλάδας, με κύρια χαρακτηριστικά, πλην των άλλων, τους φοβερούς
σεισμούς, τους λοιμούς που επακολούθησαν και την απρόσμενη μαζική κάθοδο των
σλαβικών λαών προς τη Βαλκανική και τον ελλαδικό χώρο.
Κατά τα η διάρκεια του ΣΤ΄ αιώνα, που θεωρείται ως «ο
αιώνας των σεισμών» και ιδιαίτερα στη διάρκεια των ετών 517-570, ολόκληρη n ανατολική
λεκάνη της Μεσόγειας θάλασσας σείεται από τεκτονικούς καταστρεπτικούς σεισμούς
που ισοπεδώνουν πόλεις, χωριά και οικισμούς.
Είναι χαρακτηριστικό για την περίοδο εκείνη
το γεγονός, ότι, μεταξύ των άλλων πόλεων, καταστρέφονται n Ρόδος, η Κέρκυρα,
το Δυρράχιο, n Αντιόχεια και n Χαιρώνεια. Η Πάτρα και n Ναύπακτος ισοπεδώνονται
και εγκαταλείπονται από τους κατοίκους. Τεράστια σε μέγεθος παλιρροϊκά κύματα
κατακλύζουν τις παράλιες πόλεις και εισχωρούν πολλά χιλιόμετρα μέσα στην πεδινή
ενδοχώρα των ακτών και των νησιών, πνίγοντας ανθρώπους και ζώα.
Οι
καταστρεπτικοί σεισμοί του ΣΤ΄ αιώνα
Στο Μαγνησιακό χώρο, εξαιτίας των φοβερών αυτών σεισμών του Στ' αιώνα,
μετατρέπονται σε ερείπια τείχη, πόλεις, χωριά, οικισμοί, οικοδομήματα και
ό,τι άλλο κτίσμα υπήρχε πριν κατακλυσθούν οι περιοχές τους από τα νερά των
παλιρροϊκών κυμάτων που ακολούθησαν στη συνέχεια τους καταστρεπτικούς σεισμούς.
Την ίδια περίοδο καταστρέφονται, μαζί με τα άλλα κτίσματα και σχεδόν το σύνολο
των παλαιοχριστιανικών τότε βασιλικών της Θεσσαλίας και ιδιαίτερα αυτές που
υπήρχαν στις παράλιες ακτές του Παγασητικού Κόλπου, των Φθιώτιδων Θηβών, της
Δnμnτριάδαs και των οικισμών στις θέσεις Πλατανίδια, Μηλίνα, Τρίκερι κ.λ.π. Οι
κάτοικοι των περιοχών που επλήγησαν από τους σεισμούς, όσοι κατόρθωσαν να
επιζήσουν, εγκατέλειψαν αλλόφρονες τις πόλεις και τους οικισμούς και κατάφυγαν
στα γύρω βουνά. Τα αγιολογικά κείμενα της εποχής μας δίνουν μια φοβερή στο
μέγεθος εικόνα της βιβλικής εκείνης καταστροφής, αναφέροντας σχετικά «..
.Σεισμός υπερμεγέθης πεσών φόνον πάση τη Ελλάδι είργάσατο... ηνίκα δέ τα τη
θαλάττη εις τα οικεία ξυνιέναι συνέπεσεν, ιχθύες εν τη γη απελείποντο ώνπερ ή
όψις αήθης παντάπασι τοις τηδε ανθρώποις τερατώδης έδοξεν είναι...» (HERTSBERG,
παρ. 665 και επ.).
Τους καταστρεπτικούς αυτούς σεισμούς του ΣΤ' αιώνα, ακολούθησε αμέσως
επιδημία λοιμού, που καταταλαιπώρησε και αραίωσε τους επιζώντες κατοίκους,
όπως παραστατικά ιστορεί ο Ευάγριοs ο Σχολαστικός, (ένας εκκλησιαστικός
συγγραφέας του ΣΤ' αιώνα, σύγχρονος των γεγονότων της εποχής εκείνης) στο
εξάτομο έργο του «Σύντομος Εκκλησιαστική Ιστορία».
Η
εμφάνιση των Σλάβων στον ευρύτερο ελλαδικό βυζαντινό χώρο και τη Θεσσαλία
Την ίδια περίοδο του ΣΤ΄ αιώνα, ξένα και πάλι φυλετικά έθνη αρχίζουν να
μετακινούνται από βορρά προς νότο. Στην αρχή οι μετακινήσεις αυτές
εμφανίζονταν ως μικρές ομάδες που ακολουθούσαν στην κάθοδό τους τη ροή των
ποταμών και των διαβάσεων (περάσματα βουνών), αργότερα δε ως πολυπληθέστερες
συσσωματώσεις που κατέρχονται στα πεδινά και τις παράλιες περιοχές του
ελλαδικού χώρου χωρίς καμιά απολύτως αντίσταση. Οι ξένοι αυτοί νομάδες, που
προσφυέστατα έλαβαν το χαρακτηρισμό ως «άνθρωποι της αγροτικής καλύβας», δεν
είχαν κεντρική οργάνωση, ούτε αρχηγό, αλλά ανήκαν σε γένη (φυλές) που υπάκουαν
στον εκάστοτε αρχηγό της πατριάς. Οι ξένοι αυτοί επήλυδες, Ήταν οι φυλές των
Σλάβων ή «Σλαβηνών», όπως τους αποκαλούσαν τότε οι βυζαντινοί. Οι χωρίς καμιά
πολιτειακή οργάνωση πιο πάνω φυλές των Σλάβων, δεν γνώριζαν γραφή, μιλούσαν
διαφορετικές μεταξύ τους γλώσσες (διαλέκτους) και η θρησκεία τους ήταν
«παγανιστική», δηλαδή λατρευτική θεοτήτων των ποταμών και λιμνών.
Οι Σλάβοι πρωτοεμφανίζονται στον ευρύτερο βυζαντινό χώρο για πρώτη φορά
μαζί με τους Αβάρους, στους οποίους αρχικά ήταν υποτελείς. Για την αιτία αυτή
και οι σύγχρονες τότε πηγές, μεταξύ των οποίων, ο Ευάγριοs και το«Χρονικόν της
Μονεμβασίας», τους αποκαλούν«Αβαροσλάβουs» .
Οι
Βελεγεζήτεs Σλάβοι στον ευρύτερο μαγvησιακό περίγυρο της Δnμnτριάδαs (ΣΤ- Ζ΄
αι.)
Στην περιοχή της ευρύτερης Μαγνησίας βρίσκουμε στη διάρκεια του Ζ΄
αιώνα εγκαταστημένους Σλάβους της φυλής των «Βελεγεζητών». Την πληροφορία αυτή
την έχουμε από βάσιμη Ιστορική πηγή της περιόδου εκείνης, «Το Χρονικό των
θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου». Πρόκειται για ένα χρονικό άγνωστου χρονικογράφου,
που διηγείται την πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τις φυλές των Σλάβων και τη
σωτηρία της πόλεως από τον άγιο Δημήτριο.
Οι Bελεγεζήτες Σλάβοι, κατά μια εκδοχή, κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη
γειτονική προς τη Δημητριάδα και ακμάζουσα τότε πόλη των«Φθιώτιδων Θηβών», στην
περιφέρεια της οποίας την ίδια περίοδο βρίσκονται εγκαταστημένοι. Η καταστροφή
της πόλεως των Φθιώτιδων Θηβών από τους Σλάβους, πιθανολογείται σφόδρα, γιατί
από τον ΣΤ΄ αιώνα και μετά παύει να αναφέρεται η πόλη από τις πηγές ως
βυζαντινή πόλη.
Οι Bελεγεζήτες Σλάβοι δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την βυζαντινή πόλη
της Δημητριάδας εξαιτίας του ισχυρού τειχισμού της και γρήγορα, οι χωρίς
πολιτειακή οργάνωση και φυλετικά αλλογενείς αυτοί νομάδες, εντάχθηκαν στο
διοικητικό βυζαντινό κορμό και παρέμειναν φόρου υποτελείς στους Βυζαντινούς,
που ασκούσαν πάνω σ' αυτούς κυριαρχική διοίκηση.
Ειδικότερα, στην περίοδο που ακολουθεί τον Ζ΄ και μετά αιώνες, οι
επήλυδες Σλάβοι (ποιμένες γεωργοί στο σύνολό τους), τόσο στο μαγνησιακό ευρύτερο χώρο, όσο και στις λοιπές περιοχές
του ελλαδικού χώρου (όπου εγκαταστάθηκαν στην περίοδο του Ζ΄ αιώνα)
εντάχθηκαν στο βυζαντινό διοικητικό κορμό. Και μέσα στους αιώνες ακολούθησαν
την ένταξη τους αυτή στο βυζαντινό
σύστημα διοικήσεως, αφομοιώθηκαν
σταδιακά, ως αλλοεθνείς νnσίδεs αγροτοποιμένων και γεωργών, από τους γnγενείs
(αυτόχθονες) πολυπλnθέστερουs ελληνικούς πληθυσμούς, κάτω από την ισχυρή
επίδραση του βυζαντινού κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Δημητριάδα ως
διοικητικό κέντρο «Goloz» , πέριξ σλαβικών φυλών στη διάρκεια ΣΤ΄ – Ζ΄ αιώνων
Στο διάστημα της εγκαταστάσεως και παραμονής των Σλάβων εποίκων στις
αγροτικές πεδινές και nμιορεινέs περιοχές της Δnμnτριάδαs και του Πηλίου, οι
αγροτοποιμενικέs φυλές των Βελεζητών Σλάβων που εντάχθηκαν υποχρεωτικά στο
πλέγμα της βυζαντινής διοικητικής εξάρτησης, αποκαλούσαν τον ευρύτερο χώρο της
Δημnτριάδαs, που . περιλάμβανε την τειχισμένη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs
και τη γειτονική προς αυτή τειχισμένη συνοικία (προάστιο) λόφου των Αγίων
Θεοδώρων, με το όνομα Goloz». Το όνομα
«Goloz» είναι σλάβικns ετυμολογίας, το οποίο, κατά την παλαιοσλαβική διάλεκτο,
σημαίνει «έδρα διοικήσεως». Με τη λέξη Goloz τα αλλοεθνή φύλα των Βελεγεζητών Σλάβων,
που σε κάποια περίοδο του Ζ; αι.
εγκατασταθήκαν στις περιοχές της Δημητριάδας και υποχρεωτικά εντάχθηκαν στο
πλέγμα της βυζαντινής αυτής διοικητικής εξαρτήσεως, από την πρώτη στιγμή της
εξαρτήσεως αυτής και στους χρόνους που ακολουθούν στη συνέχεια, χαρακτηρίζουν
τη Δnμnτριάδα (η οποία είναι και n έδρα-πόλη της βυζαντινής διοικήσεως της ευρύτερης
περιοχής στην οποία είναι εγκατεστημένοι), ως Goloz, που στη γλώσσα
τους σημαίνει Κέντρο διοικήσεως
Η
επικράτηση του ονόματος «Goloz» και η μεταλλαγή σε κυριώνυμο τοπωνύμιο «Γκόλοs»
- Γόλοs (τέλη Η' αιώνα)
Δηλαδή, με το όνομα «Goloz», οι επήλυδεs Σλάβοι, απέδιδαν στη γλώσσα
τους την έννοια της έδρας της πολιτικής, στρατιωτικής, διοικητικής και
εκκλησιαστικής βυζαντινής πάνω σ' αυτούς κυριαρχίας, της όποιας διοικητικό
κέντρο ήταν n βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs. Η σλαβική πιο πάνω λέξη «Goloz»,
με την προεκτεθείσα έννοια, είναι μια λέξη n οποία πρωτοεμφανίζεται στη
διάρκεια του Ζ' αιώνα, ενός αιώνα που ανήκει στους «Σκοτεινούς Χρόνους» και
σηματοδοτείται μεταξύ των άλλων και με την αλλαγή τοπωνυμίων και δημιουργία
νέων σε πολλές περιοχές του ελλαδικού τότε χώρου. Η λέξη, ως προσδιοριστικός
όρος τόπου, παρέμεινε από τότε στο λεξιλόγιο και τη συνείδηση των κατοίκων ως
κυριώνυμο τοπωνύμιο της πόλεως και της περιοχής. Το δηλωτικό αυτό κυριώνυμο
τοπωνύμιο, με την πάροδο του χρόνου, μετατράπηκε στα ελληνικά σε «Γόλοs» και
με το όνομα αυτό μνημονεύεται n Δnμnτριάδα και μετά τη σταδιακή εγκατάλειψη τη
από τους κατοίκους της, n οποία άρχισε βαθμιαία, όπως πιο κάτω ειδικότερα,
ιστορείται, από τα τέλη του ΙΓ΄- αρχές του ΙΔ' αιώνα, περίοδο κατά την οποία
μαρτυρείται μια γενικότερη τάση φυγής των πληθυσμών προς ορεινές και ημιορεινές
περιοχές σ' ολόκληρο τον ελλαδικό Χώρο.
Για τους Βελεγεζήτες Σλάβους της Θεσσαλίας υπάρχουν δύο ιστορικές
μαρτυρίες. Η μία αναφέρεται στον άρχοντά τους Ακάμπρο, που ανήκε τότε στη
βυζαντινή διοικητική ιεραρχία και η δεύτερη, στη σύμπραξη των Βελεγεζητών συνωμοσία με τους στρατηγούς του
θεσσαλικού) χώρου κατά της αυτοκράτειρας Eιρήvης, το έτος 799. Η συνωμοσία
αποσκοπούσε στην απελευθέρωση από τις φυλακές της ακροπόλεως των Αθηνών των
έγκλειστων τότε σ’ αυτές αδελφών του εικονομάχου αυτοκράτορα, Κων/νου Ε'
Ίσαυρου, που τελούσαν κάτω από τη φύλαξη του συγγενούς της Ειρήνης, φρούραρχου
τότε Αθηνών, Σαραντάπηχου. Η συνωμοσία αυτή απέτυχε, με αποτέλεσμα την
τύφλωση των εξόριστων αδελφών του Κων/νου Ε' Ίσαυρου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι τίποτε δεν θυμίζει σήμερα το
πέρασμα των Σλάβων από τον βυζαντινό ελλαδικό χώρο, διότι δεν κατέλειπαν κανένα
στοιχείο πολιτισμού, τέχνης ή λατρείας, εκτός από διάσπαρτα τοπωνύμια αγροτοποιμενικών
περιοχών στην Ελλάδα.
Η
Δημητριάδα στη διάρκεια Θ' - Ι' αι.
Στη διάρκεια του Θ' αιώνα και συγκεκριμένα έτος 896, μετά από πολιορκία
και σφοδρή τειχομαχία, n Δημητριάδα καταλαμβάνεται και λεηλατείται από τους
Αγαρηνούς πειρατές του Δαμιανού της Τύρου. Την ίδια περίοδο η Δnμnτριάδα, παρά
τις δοκιμασίες της, εξακολουθεί να είναι μια από τις εξέχουσες πόλεις της
Θεσσαλίας και πρώτη μετά τη Λάρισα επισκοπή της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστικά, ο
βυζαντινός χρονικογράφος Κεκαυμένος του ΙΑ΄ αιώνα αναφέρει τη Δημητριάδα, ως
«...πόλιν ισχυράν βρίθουσαν παντός
αγαθού» και ο Ι. Καμενιάτns (αναφερόμενος στην άλωση της Θεσσαλονίκης το 904
από τον Λέοντα Τρίπολίτη) περιγράφει την ίδια περίοδο τη Δημητριάδα ως
«...πόλιν πολλώ πλήθη των οικητόρων και τοις άλλοις οις μέγιστα καυχώνται
πόλεις υπέραιρομένη...».
Ο Ι' αιώνας σηματοδοτείται από τις επιδρομές των Βουλγάρων στον ελλαδικό
βυζαντινό χώρο, την κατάληψη της Λάρισας από τον Σαμουήλ (985) και την
καταστροφή του βουλγαρικού στρατού στις όχθες του Σπερχειού το έτος 996 από
τον Νικηφόρο Ουρανό.
Η Δημητριάδα στη διάρκεια των Ι'- ΙΑ' αι.
Ο ιστορικός βίος της Δημητριάδας εξακολουθεί
αμείωτος στη διάρκεια των Ι' και ΙΑ' αιώνων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την
ανέγερση μονυδρίων, σκητών, μονών και εκκλησιών στο Πήλιο και στην πλησιόχωρη
της Όσσαs περιοχή, με εγκαταστάσεις μοναχών, σε σημείο ώστε το Πήλιο να
θεωρείται την περίοδο εκείνη ως ένα δεύτερο Άγιον Όρος της Ελλάδας, όπως πιο
κάτω ειδικότερα ιστορείται. Η άνθηση του μοναχισμού είναι ιδιαίτερα αισθητή
και στη συνεχόμενη με το Πήλιο, Όσσα, στη διάρκεια των ΙΑ΄ και ΙΒ' αιώνων με χαρακτηριστικά
τοπωνύμια που αποδίδουν αγιώνυμες ονομασίες (Αγιά, Αγιόκαμποs, Σκήτη, κ.λ.π.).
Η
κατάληψη της Δnμnτριάδαs από τους Βούλγαρους το έτοs 1040 και τους Αγαρηνούς το
1070
Στη διάρκεια του ΙΑ' αιώνα n Δημητριάδα καταλαμβάνεται από τους
Βουλγάρους, το έτος 1040, επί ηγεμονίας του Πέτρου Δελεάνου (φρούραρχος ο
Πέτρος Διαβολίτns) και το έτος 1070 καταλαμβάνεται πάλι, για δεύτερη φορά, από
τους Αγαρηνούς πειρατές, αιφνιδιαστικά, κατά την διάρκεια μιας καταιγίδας. Στη
διάρκεια της τέταρτης δεκαετίας του ΙΑ' αιώνα, λίγο πριν την εισβολή των
Βουλγάρων, τα τείχη της Δnμnτριάδαs είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από τον
προηγηθέντα σεισμό του έτους 1037, που κατατάραξε τον ελλαδικό τότε χώρο,
γκρεμίζοντας, τείχη, φρούρια, οικοδομές και εκκλησίες.
Πρώτη
επιδρομή των Νορμανδών στο θεσσαλικό χώρο το 1083
Τον ίδιο αιώνα, το έτος 1083, Νορμανδοί πολιορκούν τη Λάρισα
(Βοημούνδος) και n Άννα η Κομνηνή
περιγράφοντας την εκστρατεία του πατέρα της στη Θεσσαλία, αυτοκράτορα
Αλεξίου Α' , Νορμανδών, στην «Αλεξιάδα» αναφέρει ότι ο Αλέξιος στην κάθοδό του
προς την πεδιάδα της Λάρισας «...διήλθε δια του βουνού των Κελλίων την
δημοσίαν οδό δεξιόθεν καταλιπών…»
Τον όρο «Βουνό των Κελλίων» προσδιορίζεται
η κάθοδος του Αλεξίου Α' διά μέσου του Πηλίου- Όσσαs, αιφνιδιάζοvτας τους
Νορμανδούς πολιορκούσαν τότε τη Λάρισα. Οι Νορμανδοί την περίοδο εκείνη, δεν
προσέβαλαν τη Δημητριάδα, ούτε υπάρχει ιστορική μαρτυρία, πως ο στόλος τους
εισήλθε εντός του Παγασητικού Κόλπου.
Αναφορές
ξένων περιηγητών για τη Δημητριάδα του ΙΒ' αι.
Τον επόμενο αιώνα τη βυζαντινή πόλη της Δημητριάδας επισκέπτονται δύο
ξένοι περιηγητές. Ο Άραβας γεωγράφος Edrissi, που το έτος 1154 περιγράφει τη
Δημητριάδα στο «Οδοιπορικό του, ως «... πόλη μικρά αλλά καλά κατοικημένη...».
Ο άλλος, είναι ο Ισπανοεβραίοs ραβίνος Βενιαμίν, από την Τουδέλλα της Ισπανίας.
Αυτός στην έκθεσή του για τις τότε
υπάρχουσες τότε Συναγωγές των Εβραίων στις πόλεις του ελλαδικού χώρου αναφέρει
τη Δημητριάδα ως βυζαντινή πόλη στην
οποία ζουν αρκετοί Εβραίοι το έτος 1162.
Δεύτερη
επιδρομή των Νορμανδών στον ελλαδικό χώρο το έτοs 1185 (κατάληψη της Θεσσαλονίκης)
Οι Νορμανδοί, για δεύτερη φορά, στα τέλη
του ΙΒ΄ αι. επανέρχονται στον ελλαδικό βυζαντινό χώρο και το έτος 1185
πολιορκούν και καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, αλλά και πάλι δεν στρέφονται κατά
της Δnμnτριάδαs n οποία διαφεύγει και πάλι το Νορμανδικό κίνδυνο. Στη Συνθήκη
του έτους 1198 (μεταξύ Ενετών και Βυζαντινών), που επικυρώθηκε με χρυσόβουλο
του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, μεταξύ των βυζαντινών πόλεων - λιμένων που επιτρέπονταν
στους Ενετούς η εμπορία, ήταν και n Δημητριάδα. Η ιστορική αυτή μαρτυρία υποδηλώνει
ότι n βυζαντινή πόλη της Δημητριάδας ήταν ακόμα και στο τέλος του ΙΒ' αιώνα
μια αξιόλογη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η Δημητριάδα ως
«επίσκεψις» (προικώο φέουδο) της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης, συζύγου Αλεξίου Γ΄
(τέλος 18' αι.)
Στο τέλος του
ΙΒ' αιώνα η Δημητριάδα με την ευρύτερη περιοχή της αναφέρεται ως προικώο φέουδο
της Ευφροσύνης Δούκεναs, συζύγου του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Αλεξίου Γ΄
Αγγέλου και περί τα τέλη του 1204 - αρχές του 1205 καταλαμβάνεται από
τους Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας
(Βονιφάτιος του Μομφερρά) και η πόλη με την περιοχή της εντάσσεται στη χωρική
επικράτεια του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης.
Η αστική
οικονομία και n ζωή στη Δημητριάδα κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο
Στο σημείο
αυτό, αναφερόμενοι στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλεως Δημητριάδας κατά
τη μεσαιωνική περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας, θα πρέπει να πούμε ότι ήταν
ίδιες οι συνθήκες της ζωής με τη ζωή
των κατοίκων των άλλων βυζαντινών πόλεων της ίδιας περιόδου. Τούτο άλλωστε
προκύπτει και από τους συγγραφείς χρονικογράφους και τα αγιολογικά κείμενα της
εποχής εκείνης. Σημειώνουμε ότι την
περίοδο εκείνη η παιδεία, γενικά, ήταν ιδιωτική και προνόμιο των εύπορων
τάξεων. Η αστική οικονομία χαρακτηρίζεται τότε αγροτοποιμενική αλλά και χειρωνακτική
κατά βάση μέχρι τον Ι' αιώνα.
Η ανάπτυξη της
αστικής οικονομίας εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στη διάρκεια του ΙΑ' αιώνα,
περίοδο κατά την οποία σημειώνεται μια αναπτυσσόμενη θέση του μέσου βυζαντινού
αστού, ως αυτόνομης οικονομικής μονάδας με την τάση δημιουργίας μιας νέας
κοινωνικής τάξεως ανάμεσα στην τάξη των γαιοκτημόνων (των «δυνατών», όπως τότε
αποκαλούνταν) και των κρατικών υπαλλήλων (φορέων κρατικής εξουσίας).
Η άνοδος αυτή
της αστικής τάξεως παρατηρείται, κατά κύριο λόγο, στις πόλεις, όπως ήταν και n
Δημητριάδα. Στις πόλεις αυτές παρατηρούνται επίσns και οι πρώτες επενδύσεις
στο εμπόριο, όπως στη μεταλλοτεχνία, μεταξουργία, υφαντουργία, δημιουργία
εργαστηρίων στις πόλεις, οργάνωση επιχειρήσεων διακινήσεως και εμπορίας
αγροτικών προϊόντων, κ.λ.π.
Το φαινόμενο αυτό, της αναπτύξεως της
αστικής οικονομίας στη διάρκεια του ΙΑ΄ αιώνα σ' όλο το φάσμα των τότε παράλιων
πόλεων του Βυζαντίου (όπως και στο Μαγνησιακό χώρο των πόλεων της Δημητριάδας
και των δύο Αλμυρών), επηρέασε ως ένα σημείο και αυτή ακόμα την πολιτική ζωή
της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την εκλογή - σε περιόδους κρίσεων - και αστών
σε ανώτατες θέσεις της βυζαντινής ιεραρχίας περιορίζοντας τα μέχρι τότε
προνόμια της τάξεως των
«δυνατών», κ.λ.π. αξιωματούχων του στρατού και της Εκκλησίας.
Τα ερείπια των
κατάλοιπων κοσμικών και εκκλησιαστικών κτισμάτων στο μαγνησιακό περίγραμμα της
Δημητριάδας κατά την πρώιμη μέση Βυζ. Περίοδο (Δ΄ - ΙΒ' αι.)
Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί, ως γενική παρατήρηση, το γεγονός
ότι, στην περιοχή της Δημητριάδας,
αλλά και σ' ολόκληρη τη Μαγνησία, δεν διασώθηκε μέχρι σήμερα κανένα κοσμικό ή
εκκλησιαστικό ακέραιο κτίσμα (οικοδόμημα), που να ανήκει, χωρίs επεμβάσεις
στην αρχική του αρχιτεκτονική μορφή, στην περίοδο της πρώιμης ή μέσης βυζαντινής
εποχής (Δ΄ -ΙΒ΄ αι.). Μόνο αποσπασματικά υπολείμματα τοιχοδομίας, τεμάχια
ψηφιδωτών δαπέδων και γλυπτών παλαιοχριστιανικών χρόνων, τεμάχια διακοσμητικών
πλίνθων, γεισώματα τόξων παραστάδων, θωράκια και κιονόκρανα ναών κ.λ.π.
διακοσμητικών ψηφίδων, διασώθηκαν για να θυμίζουν την έντονη και συνεχή
παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' όλη τη διάρκεια της διαχρονικής πορείας του
βυζαντινού βίου στην ευρύτερη περιοχή του Μαγνησιακού χώρου, της Δnμnτριάδαs
και του Πnλίου. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για την ύστερη βυζαντινή περίοδο
στον ίδιο χώρο (1204-1423), περίοδο για την οποία υπάρχουν (διασώθηκαν)
κτίσματα, κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικά, που επιτρέπουν τη μελέτη και τη
δυνατότητα εξαγωγής μερικών συμπερασμάτων για τη ναοδομία των εκκλησιαστικών κτισμάτων
της περιόδου αυτής.
Βλέπουμε λοιπόν
ότι κατά την ύστερη βυζαvτινή περίοδο,
n αρχιτεκτονική των εκκλησιών του ευρύτερου Μαγνησιακού χώρου, μέσα στον οποίο
περιλαμβάνεται και το Πήλιο, ακολουθεί τη ναοδομία της βόρειας Ελλάδας
(Μακεδονίας- Ηπείρου), ενώ μέχρι την περίοδο αυτή n περιοχή αυτή δεχόταν τις
επιρροές της αρχιτεκτονικής των ναών της νότιας Ελλάδας.
Η
γαιοκτησία στο Πήλιο στη διάρκεια της μέσης Βυζ. περιόδου
Σημειώνουμε,
ακόμα, ότι το Πήλιο, ειδικότερα των πρωτoβυζαvτινών χρόνων και μέχρι το τέλος
του Ι' - αρχές του ΙΑ΄ αιώνα είναι σχεδόν άοικο και υπάρχουν σ' αυτό ελάχιστες
εποικήσεις δουλοπάροικων γεωργών, που δούλευαν ως πάροικοι ή προσκαθήμενοι
καλλιεργητές στις μικρές ή μεγάλες επιχώριες ιδιοκτησίες βυζαντινών επιφανών
οικογενειών, που ήταν γνωστές στη διάρκεια του ΙΑ΄ αιώνα, ως «πρόνοιες»,
«επισκέψεις», «στάσεις», «υποστάσεις» και «ζευγολατεία». Ιδιαίτερα, το Πήλιο,
με τη σημερινή του ονομασία, ήταν σε κείνους τους χρόνους άγνωστο.
Το όνομα
του Πηλίου στη μεσαιωνική περίοδο του θεσσαλικού χώρου
Οι ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες πηγών της
εποχής εκείνης, που διασώθηκαν μέχρι σήμερα, το αναφέρουν με τις ονομασίες
«βουνό του Δρόγγου», «Βουνό των Κελλίων» (την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής του ΙΑ΄ αιώνα και την «Υποτύπωσn»
του Οσίου Λουκά της Πάτμου του έτους 1081, κ.λ.π.) ή με το όνομα «Ζαγκόρα», ή
«Πέτρα» (στη «Βίβλο Ιστορική» του ΙΒ' αιώνα, του I. Τζέτζn, όπως και στη
«Συλλογή εγγράφων της Μακρινίτσας» του ΙΓ΄ αιώνα).
Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια έξαρση
της θρησκευτικότητας των κατοίκων σ'
όλο το περίγραμμα του ελλαδικού τότε χώρου της βυζαντινής
επικράτειας. Η έξαρση αυτή είναι ιδιαίτερα
εμφανής στο Πήλιο στη διάρκεια του Ι' και μετά αιώνων, με την εκδήλωση
του «μοναχισμού», που αναπτύσσεται στο Πήλιο και συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι και
το τέλος του ΙΔ' αιώνα.
Η
ίδρυση μονών και n έξαρση του μοναχισμού στο Πήλιο στη διάρκεια των Ι' - ΙΑ' -
ΙΒ' - ΙΓ αιώνων και οι πέριξ των μονών συσσωματώσεις κατοίκων
Η ίδρυση μικρών και μεγάλων μονών, όπως
και η ανέγερση πλήθους ναϋδρίων, ναών και σκητών στην ιστορουμένη περίοδο (Ι' -
ΙΔ' αιώνες) υπήρξε τόσο έvτoνη και εμφανής στο Πήλιο, όπως και στον πλησιόχωρο
προς το Πήλιο χώρο του Μαυροβουνίου και των υπωρειών της Όσσας, ώστε το Πήλιο
να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ως μοναστικό όρος, προσδίδοντας σ' αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τη μορφή, αλλά
και την ονομασία, ως δεύτερου Αγίου Όρους της Ελλάδας».
Οι πιο πάνω μονές του Πηλίου και οι γύρω
απ' αυτές συσσωματώσεις γεωργών και παροίκων καλλιεργητών στους μεταγενεστέρους
χρόνους, αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες δημιουργίας σημερινών χωριών του
Πηλίου. Μερικές από τις μονές και τα μονύδρια, που ιδρυθήκαν στο τέλος της
ύστερης βυζαντινής εποχής και διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα, διασώζουν, με
πολλές παρεμβάσεις, στοιχεία από την αρχική αρχιτεκτονική μορφή της ναοδομίας
τους.
Β. ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1204-1423)
Μετά την κατάκτηση της Κων/λεωs από τους
(Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204 και τη συνθήκη διανομής που
επακολούθησε, ολόκληρος ο ελλαδικός χώρος μέχρι την Πελοπόννησο περιήλθε στη
χωρική επικράτεια του νεοσυσταθέντος λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης με
πρώτο βασιλιά τον Βονιφάτιο, μαρκήσιο του Μομφερρά (Βονιφάτιοs ο Μομφερρατικόs).
Η Μαγνησία, n Δημητριάδα και το Πήλιο στην
εδαφική επικράτεια του λατινικού βασιλείου τns Θεσ-κης (1204-1422)
Ο Βονιφάτιοs
στη συνέχεια, κατέλαβε χωρίs αντίσταση κατά τη διάρκεια του έτους 1205 τις
ανήκουσες στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης περιοχές του ελλαδικού χώρου, μεταξύ
των οποίων και τη Θεσσαλία με τη Δημητριάδα.
Η
δημιουργία φεουδαλικών ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο της επικράτειας του
λατινικού βασιλείου της Θεσ-κης (1204-1222)
Στη διάρκεια
της λατινοκρατίας, από το έτος 1205 και μέχρι την κατάλυση της το έτος 1218, ολόκληρος
ο θεσσαλικός χώρος της ανατολικής Θεσσαλίας και n Στερεά είχαν διανεμηθεί σε
μικρότερες φεουδαλικές επικράτειες (Φέουδα), που τα διοικούσαν Λατίνοι ευγενείς
- φεουδάρχες, υποτελείς (Lisii) στο λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Οι
πηγές της εποχής εκείνης διέσωσαν πολλά ονόματα Λατίνων τιμαριούχων, που έδρασαν
κατά την περίοδο της λατινοκρατίας στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο και τη Στερεά,
με πολλά όμως κενά. Και ενώ γνωρίζουμε ότι τη Λάρισα τη διαφέντευε ο βαρόνος
Γουλιέλμος, το Βελεστίνο ο βαρόνος Βερτόλδος Κατσινελεμπόγκεν, τις Φθιώτιδεs
Θήβες οι αδελφοί Αλμπερτίνο και Ρολανδίνο Κανόσα, τον Πλαταμώνα ο Ρολάνδοs Πίσκια,
δεν γνωρίζουμε ποιος Λατίνος τιτλούχος διαφέντευε την περίοδο εκείνη τη
Δημητριάδα με την περιοχή της.
Η λατινοκρατία,
στο χώρο της Μαγνησίας και της ευρύτερης Θεσσαλίας, κράτησε μόλις 18 χρόνια,
με μόνη εξαίρεση τη γειτονική προς τη Δημητριάδα τότε πόλη των «Δυο Αλμυρών»,
που είχε εναλλασσόμενη την ελληνική (κράτος Ηπείρου) και λατινική κυριαρχία για
χρονικό διάστημα 45 περίπου χρόνων (1204-1246).
Κατάλυση του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης
(1222)
Το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης
καταλύθηκε το έτος 1222 από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, αρχηγό του νεοσύστατου
τότε ελληνικού κράτους της Ηπείρου. Η
κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους
Έλληνες, υπήρξε καθοριστική για τον παραπέρα ιστορικό βίο της
Mαγνησιακής Δημητριάδας και της ευρύτερης περιοχής της (Πήλιο), την οποία
απερίσπαστος πια διαφεντεύει ο βυζαντινός αρχοντικός οίκος των Βρυένιων Μελισσηvών
(1207-1340) και στους μετέπειτα χρόνους ο ελλnνοκαταλανικόs οίκος των
Μελισσηνών- Novel (1340-1423), για μια περίοδο διακοσίων και πλέον στο σύνολό
τους ετών (1207-1423).
Εγκαθίδρυση
του Βυζ. οίκου των Μελισσηνών τοπαρχών της Δnμnτριάδας και της ευρύτερης
περιοχής (1207-1423)
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι
οι βυζαντινές πηγές, για την περίοδο αυτή του ύστερου μεσαίωνα, είναι
ελάχιστες, εάν εξαιρέσουμε ιστορικές αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων Γ.
Παχυμέρη και Γ. Γρηγορά. Πληροφορίες τη Δημητριάδα, για την περίοδο αυτή του
ιστορικού της βίου, αντλούμε από ξένους (Λατίνους) χρονικογράφους, σύγχρονους
και μεταγενέστερους των γεγονότων, από ξένα αρχεία (του Πανόρμου», του
«Στέμματος της Αραγώνοs», κ.λ.π.) και κατά βάση κυρίως από τη μνημειώδη έκδοση
του έργου της μεσαιωνικής γραμματείας, με τίτλο «Acta et Diplomata Greca Medii
Aevi Sacra et Profana», που εκδόθπκε από τους F.Miclosich και
J.Muller - Βιέννη, 1860 - 1890, τόμος Δ', 331-430, γνωστού ως «Συλλογή Εγγράφων
της Μακρινίτσας».
Γενεαλογία
του οίκου των Μελισσηνών της Δnμnτριάδαs
Ο οίκος των Μελισσηνών - τοπαρχών της
Δημητριάδας είναι ένας από τους
επιφανέστερους οίκους του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Μέλη
άλλου κλάδου της οικογένειας αυτής (των Μελισσηνών - Στρατηγοπούλων) διακρίθηκαν
και σε άλλες περιοχές της μεσαιωνικής Ελλάδας, όπως στην Πελοπόννησο, Κρήτη,
νησιά, ακόμα δε και εκτός του ελλαδικού χώρου (Ισπανία, Ιταλία, κ.λ.π.). Ο
οίκος των Μελισσηνών συγγένευε με τους αυτοκρατορικούς οίκους, των Κομνηνών,
Δουκών, Αγγέλων και Παλαιολόγων. Για την αιτία αυτή οι Μελισσηνοί έφεραν στο
οικόσημο του οίκου τους τον δικέφαλο αετό και στα επίσημα αυτοκρατορικά
βυζαντινά έγγραφα αποκαλούνται ωs «οικείοι τη βασιλεία».
Αρχηγέτης του
οίκου των Μελισσηνών (Βρυένιων Μελισσηνών) της Δnμnτριάδαs είναι ο
Κωνσταντίνος Μελισσnνός.
Η
αρχή του Κων/νου Μελισσηνού (1207-1255)
Το έτος 1207 n
Δημητριάδα με την ευρύτερη περιοχή της και το Πήλιο δόθηκαν ως φέουδο
(τοπαρχία) στον Κων. Μελισσηνό, από τον Μιχαήλ Άγγελο Δούκα Κομνηνό, μετά την
κατάληψη απ' αυτόν της Άρτας και την
εγκαθίδρυση της Αρχής των Αγγέλων στην Ήπειρο.
Ο Κων.
Μελισσηνός, ήταν φίλος και συμπολεμιστής του Μιχαήλ Α΄ στους αγώνες του τελευταίου
κατά των Λατίνων του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης.
Η βυζαντινή
πόλη της Δημητριάδας μέχρι το 1204 (πριν από την κατάληψη της από τους
Λατίνους) διοικητικά ανήκε, όπως προαναφέρθηκε, στο βυζαντινό θέμα της Ελλάδας
και μετά την ανακατάληψη της περιοχής
από τα στρατεύματα της Ηπείρου τέθηκε κάτω από την επικυριαρχία του Μιχαήλ Α' ως
υποτελές σ' αυτόν φέουδο. Και για την αιτία αυτή ο Κων. Μελισσnνός ακολουθoύσε, ως υποτελής τοπάρχης, τον Μιχαήλ Α' σ' όλες τις επιχειρήσεις
κατά των Λατίνων φεουδαρχών της Θεσσαλίας που είχαν εξάρτηση από το λατινικό
βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών ο
Κων. Μελισσηνός βρισκόταν μακριά από τη Δημητριάδα. Επανήλθε μόνιμα σ' αυτήν
μετά το θάνατο του Mιχαήλ Α' όταν ο διάδοχος αυτού, Θεόδωρος Α' της Ηπείρου,
κατέλυσε οριστικά το βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
Διοικητική
οργάνωση της τοπαρχίας Δημητριάδας
Ο Κων. Μελισσηνός, οργάνωσε το φέουδο
Δημητριάδας κατά το πρότυπο του κράτους της Ηπείρου. Ασφάλισε τη Δημητριάδα,
τόσο , στον παράλιο χώρο των ακτών της, που την περίοδο εκείνη λυμαίνονταν οι
πειρατές, όσο και στο
χερσαίο χώρο της μαγνησιακής ενδοχώρας και του Πηλίου, κτίζοντας πύργους
επισκοπήσεως ως και ερύματα, δημιουργώντας φρουρές και καταλύματα ενόπλων για
την προστασία του πληθυσμού, ιδιαίτερα των γεωργών και των χωρικών.
Οι
διακρίσεις των καλλιεργητών της γης
Σημειώνουμε ότι κατά την περίοδο εκείνη η
καλλιέργεια της γης γινόταν σύμφωνα με το σύστημα της δουλοπαροικίας, με τη
διάκριση των καλλιεργητών γης σε «παροίκους και προσκαθήμενους». Την ίδια
περίοδο υπήρχαν και οι «ελεύθεροι χωρίτεs» (ελεύθεροι καλλιεργητές γης), που
αναλάμβαναν την καλλιέργεια με ποσοστά επί της μέλλουσας παραγωγής (επίμορτη
αγροληψία). Τους ελεύθερους χωρίτες τότε τους αποκαλούσαν «έποικουs». Οι
έποικοι διέμεναν στο Πήλιο σε μικρούς οικισμούς και υποτυπώδεις καταυλισμούς
που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν χωριά με τη σημερινή έννοια της λέξεως.
Γνωστές
από τις πηγές συσσωματώσεις κατοίκων και οικισμοί στο Πήλιο και μαγνnσιακό χώρο
τον ΙΓ αι.
Τέτοια υποτυπώδη χωριά την περίοδο εκείνη
μνημονεύονται στο Πήλιο, n Άνω και n Κάτω Δρυανούβαινα (σημερινή Πορταριά και
Κατηχώρι). Οι έποικοι, μαζί με πάροικους και εναπόγραφους, διέμεναν και σε
μικρούς οικισμούς γύρω από μονές και μοναστηρόπουλα στο Πήλιο και ιδιαίτερα
στην περιοχή της Ζαγοράς, όπου υπήρχε το «αγρίδιο» (οικισμός) της «Κυράς Kαλής»
του Ζερβού. Την ίδια περίοδο μνημονεύονται οι συνοικισμοί «Άγιος Πύργιος» και
«Lada», τις θέσεις των οποίων δεν γνωρίζουμε. Μνημονεύονται επίσης την
περίοδο εκείνη, ως μεγαλύτεροι της Mαγνησιακής Δημητριάδας) όνομα «Μεγάλη ή
Μεγίστη» (ιδιόκτητος των Μελισσηνών), οι οικισμοί «Κριπού ή Χριπού» και
«Κάπραινα» (η σημερινή Κάπουρνα) όπως και διάφορα καταλύματα (καταυλισμοί) της
μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Ζωριάνων στο Πήλιο κ.λ.π., επιχώριων
μεγάλων γαιοκτητών (Κατακαλών, Κεκαυμένων, Αρχοντίτζη, Ζερβών, κ.λ.π.).
Την περίοδο της τοπαρχίας του Κων. Μελισσηνού,
το ισχυρότερο και καλλίτερα οχυρωμένο
πόλισμα ήταν του «Παλιόκαστρου», στην περιοχή των Λεχωνίων, γνωστού και ως
«Καστρί». Σ' αυτό το πόλισμα, λόγω της φυσικής οχυρώσεως του λόφου, πρέπει να
τοποθετηθεί και n κατοικία του Κων. Μελισσηνού και των απογόνων του.
Ανάπτυξη
της οικοτεχνίας και βιοτεχνίας
Το 1236 ο Κων. Μελισσηνός παντρεύεται τη
Μαρία Αγγελίνα, αδελφή του Μιχαήλ Β' της
Ηπείρου, που είναι γνωστή στη Δημητριάδα ως Μαρία Αγγελίνα Δούκενα η Μελισσηνή.
Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μετέπειτα τοπάρχης της Μαγνησίας, Νικόλαος
Μελισσηνός. Την ίδια περίοδο σημειώνεται στην περιοχή της Δημητριάδας
σημαντική αύξηση της οικιακής οικοτεχνίας και βιοτεχνίας (μεταλλοτεχνία,
υφαντική, μεταξοτεχνία) και η ύπαρξη
εργαστηρίων.
Η
Scala των Liconia -Λεχωνίων
Την ίδια περίοδο, στην περιοχή των Liconia
(Λεχωνίων) μαρτυρείται η ύπαρξη παράλιου εμπορικού σταθμού (Scala) με
εγκαταστάσεις κτηρίων και προσκτισμάτων, όπως και η συστηματική καλλιέργεια
της αμπέλου και μουριάς.
Η ανέγερση της
Μοvής της Οξείας
Επισκέψεως της Πανάγνου θεομήτορος στην περιοχή της Μακρινίτσας από τον Κων.
Μελισσηνό (1214-1216)
Ο Κων.
Μελισσnνόs, ήταν φύσει θεοσεβής και είχε κλίση προς τον μοναχισμό. Το έτος 1214 άρχισε να κατασκευάζει στην
περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (της σημερινής Μακρινίτσας) ένα τεράστιο
μοναστήρι, που το αφιέρωσε στο όνομα
της Παναγίας, το Μοναστήρι της «Οξείας Επισκέψεως
της Πανάγνου Θεομήτορος», όπως το ονόμασε, το οποίο, στους χρόνους που ακολούθησαν,
κατέστη μοναστικό κέντρο για όλη την περιοχή του Πηλίου.
Το μοναστήρι αυτό φρόντισε ο Κων. Μελισσηνός,
από την αρχή της ιδρύσεως ως, να χαρακτηρισθεί ως «Σταυροπηγιακό», για να
αποφύγει την εξάρτηση του στο διηνεκές από την επισκοπή Δημητριάδας. Ταυτόχρονα
το προίκισε και με τεράστια για την περίοδο εκείνη έγγεια 1διοκτπσία.
Προκειμένου δε να αποφύγει αμφισβητήσεις στο μέλλον και για να διασφαλίσει την
έγγεια πιο πάνω γαιοκτησία της μονής, φρόντισε ο Κων. Μελισσηνός να προκαλέσει
και την έκδοση σειράς επισήμων εγγράφων αυτοκρατόρων και πατριαρχών
(Χρυσόβουλων, αργυροβούλλων, σιγγιλίων, υπομνημάτων, κ.λ.π.). με τα οποία
επέτυχε το «ακαταζήτητov» της μονής, δηλαδή το αφορολόγητο αυτής στο μέλλον και
από αυτό ακόμα το βυζαντινό «ακρόστιχον» που ήταν φόρος έγγειας ιδιοκτησίας.
Παραίτηση
- αποδοχή του μοναχικού σχήματος και θάνατος του Κων. Μελισσηνού (1255)
Η ανοικοδόμηση
του μοναστηριού της «Οξείας Επισκέψεως της Πανάγνου Θεομήτορος» συντελέστηκε
στο μικρό διάστημα των δύο ετών, μεταξύ των ετών 1214-1215. Στα τελευταία χρόνια
της ζωής του ο Κων. Μελισσηνός παραιτήθηκε από την τοπαρχία της Δημητριάδας
υπέρ του γιου του Νικολάου Μελισσηνού. Ασπάσθηκε το μοναχισμό, εγκατέλειψε τα
εγκόσμια και αποσύρθηκε στο μοναστήρι της «Οξείας Επισκέψεως της Πάναγνου Θεομήτορος»,
όπου και εγκαταβίωσε, φορώντας το απέριττο μοναχικό «τριβώνιον», με το όνομα
«Κωνστάντιος». Ο Κων. Μελισσηνός, με το όνομα αυτό, πέθανε το έτος 1255 και
ενταφιάστηκε στο χώρο της μονής της «Οξείας Επισκέψεως», που ο ίδιος είχε
ιδρύσει.
Το
επίσημο και δημώδες δίκαιο στη διάρκεια της Βυζ. εποχής
στο
θεσσαλικό ευρύτερο χώρο
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την
ιστορούμενη περίοδο και σ' όλη τη διάρκεια της ύστερης βυζ. επoxής ίσχυαν στον
ευρύτερο μαγνησιακό χώρο και τη Θεσσαλία οι ρυθμίσεις του επίσημου βυζαντινού
δικαίου, όπως το είχαν διαμορφώσει οι πολυχρόνιες εφαρμογές τοπικών εθίμων
και συνηθειών, οι οποίες είχαν επικρατήσει
με την πάροδο των χρόνων είχαν δημιουργήσει συνείδηση δικαίου και ένα
νέο καθεστώς δικαίου. Αργότερα, από τις αρχές του ΙΔ' αιώνα και μετά, άρχισαν
να συγγράφονται κωδικοποιήσεις για εύκολη χρήση από νομομαθείς, όπως n
Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου (1320-1380) και οι άλλοι κώδικες νόμων, ιδιαίτερα
κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι οποίες περιείχαν διατάξεις επίσημου βυζ.
Δικαίου και δημώδους δικαίου. Το δημώδες αυτό δίκαιο, ήταν κατά βάση ελληνικό
δίκαιο, που οι ρίζες του ανάγονταν στα αρχαία ελλαδικά χρόνια.
Νικόλαος
Μελισσηνός (1255-1274)
Η ανάληψη της
αρχής στην τοπαρχία της Δημητριάδας από τον Νικόλαο Μελισσηνό, συμπίπτει με
μια περίοδο της θεσσαλικής ιστορίας που σηματοδοτείται από τις ανταγωνιστικές
έριδες του κράτους της Ηπείρου, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την εμπλοκή
σ' αυτές των Φράγκων χωροδεσποτών της νότιας Ελλάδας και Πελοποννήσου n οποία
κατέληξε στη μάχη της Πελαγωνίας (1259).
Τα
Λεχώνια προικώα κτήση του Γοδεφρείδου
Βιλλαρδουίvου (1258)
Στη διάρκεια της
περιόδου αυτής, η περιοχή των Λεχωνίων περιέρχεται ως προικώα κτήση στον
Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο της Πελοποννήσου που, που παντρεύτηκε την κόρη του Μιχαήλ
Β' της Ηπείρου, την πανέμορφη Ανιές (Άννα). Από την προικώα κτήση του Γ.
Bιλλαρδουίνου εξαιρέθηκε η Δημητριάδα και τα φρούρια των Λεχωνίων, τα οποία
εξακολουθούσε να διαφεντεύει ο Νικόλαος Μελισσηνός.
Μετά τη μάχη της Πελαγωνίας, παρατηρείται
μια πολιτική στροφή των Μελισσηνών της Δημητριάδας προς το άρμα των
Παλαιολόγων της Κων/λεως και τήρηση αυστηρής ουδετερότητας στη συνεχή διαμάχη
των κρατών, της Ηπείρου, των Νέων Παγασών (Υπάτης) και της αυτοκρατορίας της
Νίκαιας και στη συνέχεια της Κων/λεως, στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο.
Η Δημητριάδα έδρα βυζαντινού θέματος
(1266)
Από αργυρόβουλλο του έτους 1266 του Νικηφόρου Α', αρχηγού του κράτους της Ηπείρου, έχουμε την πληροφορία ότι n Δημητριάδα την περίοδο εκείνη ήταν έδρα θέματος. Αυτό σημαίνει ότι n πόλη της Δημητριάδας εξακολουθεί να είναι πολυάνθρωπη έδρα - πρωτεύουσα - διοικητικής περιφέρειας μείζονος σημασίας γαιοπολιτικού χώρου και έδρα «Κατεπάνω» (στρατηγού), με αντίστοιχες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες.
Ανέγερση από τον Νικόλαο Μελισσηνό της Μονής του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας» στην Πορταριά
Ο Νικόλαος Μελισσηνός νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα Παλαιολογίνα, ανεψιά του αυτοκράτορα της Κων/λεως, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ένας υιός, ο Ιωάννης Μελισσηνός. Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n Άννα Παλαιολογίνα, στην περίοδο 1270-1273 ανοικοδόμησαν στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (σημερινής Πορταριάς) ένα τεράστιο σταυροπηγιακό μοναστήρι με πολλά προσκτίσματα, το οποίο αφιέρωσαν στη μνήμη του «Προφήτου Προδρόμου» και από τότε παρέμεινε γνωστό στο θεσσαλικό χώρο ως Μονή του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας». Ο Νικόλαος Μελισσηνός παραχώρησε στη Μονι'Ίτου Προφήτου Προδρόμου τεράστια έγγεια ιδιοκτησία και εξασφάλισε το αφορολόγητο της Μοvής με σειρά επίσημων εγγράφων, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της Συλλογής των F. MikIosich - J. MulIer «Acta et DipIomata Greca Medii Aevi» (Βιέννη 1860-1890, τ.Δ', σελ. 331-336,345-349).
Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n σύζυγός του Άννα ασπάζονται το μοναχισμό
Από αργυρόβουλλο του έτους 1266 του Νικηφόρου Α', αρχηγού του κράτους της Ηπείρου, έχουμε την πληροφορία ότι n Δημητριάδα την περίοδο εκείνη ήταν έδρα θέματος. Αυτό σημαίνει ότι n πόλη της Δημητριάδας εξακολουθεί να είναι πολυάνθρωπη έδρα - πρωτεύουσα - διοικητικής περιφέρειας μείζονος σημασίας γαιοπολιτικού χώρου και έδρα «Κατεπάνω» (στρατηγού), με αντίστοιχες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες.
Ανέγερση από τον Νικόλαο Μελισσηνό της Μονής του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας» στην Πορταριά
Ο Νικόλαος Μελισσηνός νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα Παλαιολογίνα, ανεψιά του αυτοκράτορα της Κων/λεως, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ένας υιός, ο Ιωάννης Μελισσηνός. Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n Άννα Παλαιολογίνα, στην περίοδο 1270-1273 ανοικοδόμησαν στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (σημερινής Πορταριάς) ένα τεράστιο σταυροπηγιακό μοναστήρι με πολλά προσκτίσματα, το οποίο αφιέρωσαν στη μνήμη του «Προφήτου Προδρόμου» και από τότε παρέμεινε γνωστό στο θεσσαλικό χώρο ως Μονή του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας». Ο Νικόλαος Μελισσηνός παραχώρησε στη Μονι'Ίτου Προφήτου Προδρόμου τεράστια έγγεια ιδιοκτησία και εξασφάλισε το αφορολόγητο της Μοvής με σειρά επίσημων εγγράφων, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της Συλλογής των F. MikIosich - J. MulIer «Acta et DipIomata Greca Medii Aevi» (Βιέννη 1860-1890, τ.Δ', σελ. 331-336,345-349).
Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n σύζυγός του Άννα ασπάζονται το μοναχισμό
Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n σύζυγός του
Άννα, μόλις τέλειωσε n ανοικοδόμηση της μονής του «Προφήτου Προδρόμου» (1274),
εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, ασπάστηκαν τον
μοναχισμό και εγκαταβίωσαν ως μοναχοί, ο μεν Νικόλαoς, ως μοναχός «Ιωάσαφ»
και «Νείλος» (μεγαλόσχημος) στη Μονή της Οξείας Επlσκέψεωs ; Μακρινίτσας, η δε
Άννα, ως μοναχή «Ανθούσα», στη Μονή του Προφήτου Προδρόμου που αρχικά
λειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι. Και οι δύο τους παρέμειναν στα ίδια
μοναστήρια μέχρι το θάνατό τους και στους χώρους των μονών αυτών ενταφιάστηκαν.
Ιωάννης Μελισσηνός (1274-1285;)
Ο Ιωάννης
Μελισσηνός ανέλαβε τη διοίκηση της τοπαρχίας της Δημητριάδας στην πιο κρίσιμη
καμπή της ιστορίας της περιοχής. Διότι η πόλη της Δημητριάδας στις αρχές του
1275 και στην περίοδο των ετών 1283-1284 αποτέλεσε το θέατρο πολεμικών
αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα, την πρώτη φορά, στη θαλάσσια ευρύτερη περιοχή
που εκτείνονταν μπροστά στο νότιο λιμάνι της (1275) και τη δεύτερη στο θαλάσσιο
χερσαίο χώρο των τειχών της (1283).
Ναυμαχία
Βυζαντινών και Φράγκων στο θαλάσσιο χώρο της Δnμnτριάδαs (1275)
Τον Οκτώβριο του 1275, στο θαλάσσιο χώρο
της Δημητριάδας, στο τρίγωνο της θαλάσσιας περιοχής του κόλπου του σημερινού
Βόλου, μεταξύ των σημερινών θέσεων Αγριάς - νησίδας Άγιος Νικόλαος (Αγκίστρι)
και φάρου Πευκάκια, έλαβε χώρα μια ιστορική ναυμαχία ανάμεσα σε Βυζαντινούς και
Φράγκους. Επικεφαλής του βυζαντινού στόλου ήταν τότε ο ναύαρχος Αλέξιος
Φιλανθρωπινός και του στόλου των Λατίνων, ο γιος του βάιλου της Χαλκίδας.
Η ναυμαχία ήταν
αμφίρροπη και τη στιγμή που ο στόλος των βυζαντινών άρχισε να κάμπτεται
εμφανίστηκε στις ακτές της Δnμnτριάδαs ο στρατηγός Ιωάννης Παλαιολόγος, ο
οποίος έλαβε ενεργό μέρος στη ναυμαχία, εμψυχώνοντας τα βυζαντινά πληρώματα και
ενισχύοντας τον αγώνα με τους άντρες του, τους οποίους επιβίβασε σε όσα πλοιάρια βρέθηκαν στην
ακτή της Δημητριάδας και τους έστειλε να βοηθήσουν τα καταπονημένα πληρώματα
των βυζαντινών δρομώνων. Τελικά, η ναυμαχία απέληξε σε πλήρη καταστροφή του
λατινικού στόλου. Ένα μόνο πλοίο διασώθηκε που ανήγγειλε την καταστροφή στο
βάιλο της Χαλκίδας.
Πολιορκία της Δημητριάδας
το έτος 1283
Το έτος 1283, ο
βυζαντινός ναύαρχος Μιχαήλ Ταρχανιώτης πολιορκεί επίσns την πόλη της
Δημητριάδας από ξηρά και θάλασσα. Την πόλη υπερασπίζονται οι δυνάμεις του
αρχηγού του κράτους των Νέων Πατρών (Δουκάτου), Ιωάννη του Α. Για την πολιορκία
αυτή γράφει ο ιστορικός Γ. Παχυμέρης ότι ο Ταρχανιώτης κατασκεύασε 24 ξύλινους
πολιορκητικούς πύργους ενώ, ταυτόχρονα, περιέβαλε την πόλη με διπλές τάφρους,
τις οποίες γέμισε με θαλασσινό νερό, αποκλείοντας έτσι εντελώς την πόλη από
ξηρά και θάλασσα. Τελικά n εκπόρθηση της Δnμnτριάδαs απέτυχε, γιατί εκδηλώθηκε
λοιμική επιδημία από την οποία πέθανε και ο Ταρχανιώτns.
Δεν γνωρίζουμε
πολλές λεπτομέρειες για την περίοδο που διαφέντευε τη Δημητριάδα ο Ιωάνvης
Μελισσηνός, γιατί n περίοδος εκείνη ήταv από τις πιο ταραγμένες της βυζαντινής
περιόδου, με συνεχείς ανακατατάξεις στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο. Ο Ιωάννης
Μελισσηνός πρέπει να παραιτήθηκε ή να πέθανε γύρω στο έτος 1285 και τον
διαδέχθηκε ο γιος του, Γαβριήλ.
Γαβριήλ Μελισσηvός
(1285-1310;)
Ο Γαβριήλ
Μελισσηνός είναι ο τέταρτος στη σειρά διαδοχής τοπάρχης της Δημητριάδας. Στη
διάρκεια της αρχής του κατάφερε να διατηρήσει και αυτός την αυστηρή
ουδετερότητα του πατέρα του σ' όλη την περίοδο των εμφύλιων διενέξεων του
οίκου των Αγγέλων της Ηπείρου, των Αγγέλων των Νέων Πατρών και των Παλαιολόγων
της Κων/λεως και στη συνέχεια του Γουίδωνα De La Roche των Αθηνών και της
Άvvας της Ηπείρου.
Στην περίοδο
αυτή ο Γαβριηλ Μελισσηνός κατάφερε να επεκτείνει τις κτήσεις του και πέρα από
τη Δημητριάδα και το Πήλιο και στα τέλη του ΙΓ΄ αιώνα - αρχές του ΙΔ' είχε
αποκτήσει τη φήμη του πιο ισχυρού άρχοντα της μεσαιωνικής Θεσσαλίας.
Εμφάνιση των Καταλανών
στη Θεσσαλία
Η αρχή του Γαβριήλ συμπίπτει με την
εμφάνιση των Καταλανών στις περιοχές του βυζαντινού κράτους. Οι Καταλανοί,
γύρω στο έτος 1209, εγκαθίστανται στις θεσσαλικές περιοχές και με ορμητήρια
την Όσσα και τον Όλυμπο ενεργούν καταδρομές στις πεδινές περιοχές. Ο Γαβριήλ
Μελισσηνός, κρατώντας αυστηρή ουδετερότητα και έχοντας φιλικές σχέσεις με τους Καταλανούς, κατάφερε
να αποφύγει επιδρομές των τελευταίων στα εδάφη της επικράτειάς του στο
θεσσαλικό χώρο και Μαγνησία. Γύρω στα 1310 πεθαίνει ο Γαβριήλ και στην τοπαρχία
της Δημητριάδας και της ευρύτερης Θεσσαλίας τον διαδέχεται ο γιος του Στέφανος,
γνωστός ως Στέφανος Μελισσηνός - Γαβριηλόπουλος (γιος του Γαβριήλ).
Στέφανος
Μελισσηνός Γαβριηλόπουλος (1310-1331)
Ο Στέφανοs Μελισσηνός - Γαβριηλόπουλος είναι ο πέμπτοs κληρονομικός άρχοντας της Δημητριάδας. Η αρχή
του Στεφάνου συμπίπτει με την πλήρη επικράτηση των Καταλανών, μετά την
κατάλυσηn απ' αυτούς του φράγκικου (βουργουνδικού)
δουκάτου των De La Roche των Αθηνών, ύστερα από τηv περήφανη νίκη τους στον θεσσαλικό Αλμυρό (15-3-1311).
Γάμος
της αδελφής του Στέφανου, Άννας με τον πρωτοστράτορα των Καταλανών Οttο De Novel
Ο Στέφανος
Μελισσηνός διείδε τον κίνδυνο των Καταλανών και σύνηψε σχέσεις ιδιαίτερης
φιλίας μ' αυτούς, παντρεύοντας μάλιστα και την αδελφή του Άννα Μελισσηνή -
Γαβριηλοπουλίνα με ων πρωτοστράτορα (αρχιστράτηγο) των Καταλανών, Οttο de Novel, στον οποίο έδωσε προίκα ολόκληρη την τοπαρχία
της Δημητριάδας, στην οποία περιλαμβάνονταν το Πήλιο και τα πολίσματα των
Λεχωνίων και του Καστρίου (Castrum Del Castri Et De Liconia).
Ο γάμος αυτός πρέπει να έγινε μεταξύ των ετών
1316-1320. Με το Στέφανο Μελισσηνό - Γαβριηλόπουλο έχουν ασχοληθεί πολλοί
ερευνητές και το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεσσαλικό μεσαίωνα
των αρχών του ΙΔ' αιώνα.
Δημιουργία
του ελληνοκαταλανικού οίκου των Μελισσηνών - Νοβέλ
Από το γάμο του
Otto De Novel και της Άνvας γεννήθηκε ένας γιος, ο Armegolίo Μελισσηνός -
Νοβέλ, που κληρονόμησε τις κτίσεις του πατέρα του στο κληρονομικό φέουδο των Μελισσηνών
στη Δημητριάδα και την ευρύτερη περιοχή της.
Armegolio Μελισσnvόs
- Νόβελ (1340-1365)
Πρώτος
ελλnνοκαταλανός άρχοντας της Δημητριάδας και έκτος στη σειρά διαδοχής του οίκου
των Μελισσηνών τοπαρχών της Δημητριάδας. Υπήρξε ο επιφανέστερος Καταλανός άρχοvτας
στην εποχή του, που ποτέ δεν ξέχασε τη βυζαντινή αριστοκρατική καταγωγή του,
αν και καθολικός στο δόγμα.
Προστάτευσε
τους ελληνικούς ορθοδόξους πλnθυσμούs και εκτός τοπαρχίας Δημητριάδας, τιμώντας
έτσι τη βυζαντινή (από τον κλάδο της μητέρας του) καταγωγή του. Από τα αρχεία
του Αραγωνικού Στέμματος έχουμε την ιστορική μαρτυρία ότι ο Armegolio
Μελισσηνός - Νόβελ, εκτός από την τοπαρχία της Δημητριάδας (Κομητεία), ήταν
κύριος του Σιδεροκάστρου (Καστρί των Δελφών), του Λυκοστόμου και του Estaniol
(παραλίμνιου κάστρου). Διατηρούσε δε μέχρι το θάνατό του (1365) και το αξίωμα -
κληρονομικό από τον πατέρα του - του αρχιστράτηγου της καταλανικής εταιρείας.
Την ίδια περίοδο n θεσσαλική ενδοχώρα κατακλύζεται από Αλβανούς και Σέρβους
έποικους, οι οποίοι δημιουργούν πολλά προβλήματα στους γnγενείs ελληνικούς
πληθυσμούς. Την ίδια περίοδο ακμάζει ιδιαίτερα και ο μοναχισμός στην περιοχή
των Μετεώρων.
Στις αρχές του
1364 ο Armegolio Μελισσηνός - Νοβέλ ήρθε σε ρήξη με το γενικό «βικάριο» του
καταλανικού Δουκάτου των Αθηνών- Θηβών, Ματθαίο De Moncada, n οποία τελικά τον
οδήγησε και σε σύγκρουση με τον επικυρίαρχο του καταλανικού δουκάτου, βασιλιά
της Σικελίας, Φρειδερίκο Γ΄. Ο Armegolio πέθανε γύρω στα 1365.
Misili
ή Messilino De Novel
Τελευταίος ελλnνοκαταλανόs άρχοντας
Δημητριάδας στην περίοδο της καταλανοκρατίαs στηv Ελλάδα (1311-1390). Τα
κατάστιχα (Regιstres) των καταλανικών αρχείων αναφέρουν
τον Misili ή Messilini De Novel ωs κόμηn De Mitra (Δημητριάδας) Et De Liconia (Λεχωνίων). Tην iδια περίοδο
έχουμε πληροφορίες ότι τα Λεχώνια ήταν n έδρα Καταλανού βαρόνου που υπάγονταν
στον κόμη της Δnμnτριάδαs ως λίζιος ( lisios- υποτελής).
Ανέγερση
το έτος 1378 της ορθόδοξης Μονής του Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο
Η περίοδος των
ετών 1365-1381 σηματοδοτείται από την ανοικτή έριδα του Misili ή Messilini De Novel lns Δημητριάδας και Καταλανού (
άρχοντα Andrea De Bernardo Caval, που θέλησε χωρίs επιτυχία, να διεκδικήσει
δικαιώματα στο φέουδο της Δημητριάδας. Στην περίοδο αυτή την ανοχή του
ελλnνοκαταλανικού οίκου Μελισσηνών - Νοβέλ της Δημητριάδας, ο αγιορείτης
μοναχός (από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας) Λαυρέντιος, ανοικοδομεί γύρω στα
1378 μεγάλο ορθόδοξο Μοναστήρι στο όνομα του Αγίου Λαυρεντίου, στην ίδια θέση
που βρίσκεται σήμερα και το ομώνυμο χωριό. Το μοναστήρι αυτό κτίστηκε, από τον
Όσιο Λαυρέντιο πάνω στα ερείπια ενός παλιότερου λατινικού μοναστηριού, που είχε
κτιστεί από Βενεδικτίνους μοναχούς και
τιμώνταν στο όνομα του Αγίου
Ανδρέα.
Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός, ότι
την περίοδο εκείνη ο ελλnνοκαταλανόs άρχοντας της Δημητριάδας, που ήταν γνωστή
ως Mitra και ο ελλnνοκαταλανόs φεουδάρχης
της ως Conte De Mitra, στηv ιεραρχία των ευγενών του καταλανικού
δουκάτου των Αθηνών- Θηβών κατείχε το δεύτερο φεουδαλικό αξίωμα μετά τον
καταλανό κόμητα των Σαλώνων, λογιζόταν ο πρώτος κατά φεουδαλική τάξη άρχοvτας
μεταξύ των ευγενών τιτλούχων του καταλανικού δουκάτου.
Την ίδια
περίοδο ο ελλnνοκαταλανόs τελευταίος κόμητας της Δημητριάδας λογιζόταν και
ισχυρότερος ευγενής του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών - Θηβών. Οι πηγές της
περιόδου εκείνης αναφέρουν ότι, περί το τέλος του ΙΔ' αιώνα ο Conte MessiIi
De Novel είχε στρατολογήσει από το εσωτερικό της Θεσσαλίας ολόκληρο σώμα
Αλβανών ιππέων, που ο αριθμός τους ανερχόταν στον τεράστιο, για τα δεδομένα
της εποχής εκείνης, αριθμό των 1500 έφιππων μαχητών.
Συμμετοχή
του Misili De Novel στην απόκρουση της επιδρομής των Ναβαρραίων το έτος 1380
στη Στερεά Ελλάδα
Η πιο πάνω
στρατιωτική δύναμη του ελληνοκαταλανού άρχοντα της Δημητριάδας, υπήρξε
αποφασιστική για την απόκρουση της επιδρομής των Ναβαρραίων, που, την ίδια
περίοδο (1380), είχαν προσπαθήσει να καταλύσουν την αρχή του καταλανικού
δουκάτου των Αθηνών - Θηβών πριν στραφούν προς την Πελοπόννησο. Και για τη
μεγάλη αυτή συνδρομή του ελληνοκαταλανού κόμητα της Δημητριάδας στην απόκρουση
της επιδρομής των Ναβαρραίων, ο τότε επικυρίαρχος του καταλανικού δουκάτου των
Αθηνών - Θηβών, βασιλιάς Πέτρος Δ' της Αραγωνίας (13771387), απένειμε το έτος
1381 στον Messili De Novel το τιμητικό προνόμιο και αξίωμα να κρατάει τη μεγάλη
βασιλική σημαία του στέμματος της Αραγωνίαs. Τα αρχεία του στέμματος της Αραγωνίαs,
αναφέρουν (αναγράφουν) την τιμητική αυτή διάκριση για τον ελληνοκαταλανό κόμη
της Δημητριάδας του έτους 1381, ως εξής: «... Le comte de Mitra qui pot haver md homens a cabal albane se e aquest porta
la bandere de la nostra reyal magestal perque es natural vassal...».
Κατάλυση
του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών από τον Νέριο Ατσαγιόλι
Μετά την κατάλυση του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών - Θηβών από τον
Φλωρεντινό Νέριο Ατσαγιόλι και την κατάληψη και του τελευταίου φρουρίου των
Νέων Πατρών (1390), δεν υπάρχει ιστορική πληροφορία για τους Καταλανούs στην
Ελλάδα. Η σιωπή των πηγών για τoυς Καταλανούs επισφραγίζεται με την εμφάνιση
των Τούρκων και τη μεγάλη αναταραχή που
προκλήθηκε στο θεσσαλικό χώρο στην περίοδο των ετών 1390-1423 (οριστική
κατάκτηση Θεσσαλίας) Η σιωπή αυτή των πηγών δεν μας επιτρέπει εξαγάγουμε ασφαλή
συμπεράσματα για την τύχη των τελευταίων ελληνοκαταλανών αρχόντων της
Δημητριάδας στα τελευταία χρόνια που προηγήθηκαν της τουρκικής κατακτήσεως της
Θεσσαλίας. Δεν γνωρίζουμε συνεπώς εάν παρέμειναν και μετά το 1390 στο φέουδο
της Δημητριάδας. Θεωρούμε όμως πιθανή την εκδοχή ο οίκος vα κρατήθηκε στο
φέουδο μέχρι το 1397 ή ίσωs ακόμα και μέχρι το 1423, περίοδο που ο Μουράτ Β΄
καταλάμβανε οριστικά τη Θεσσαλία.
Δημιουργία
των πρώτων πυρήνων χωριών του Πηλίου (ΙΔ'- ΙΕ' αι.)
Την ίδια
περίοδο, περί το τέλος του ΙΔ΄ αρχίζουν να πυκνώνουν και οι παλιές
συσσωματώσεις των γεωργοκτηνοτρόφων γύρω από υπάρχουσες μονές και να
εμφανίζονται οι οικιστικοί πυρήνες με συγκροτημένη οργάνωση που αργότερα
σχηματοποιούνται στα χωριά του Πηλίου στις θέσεις που βρίσκονται σήμερα.
Σταδιακή
ερήμωση της Δημητριάδας στη διάρκεια των ΙΔ' - ΙΕ' αι.
Τίποτε μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό από πηγές για την ιστορία της
Δημητριάδας πριν από την οριστική κατάκτηση της περιοχής από του Τούρκους.
Καμιά ιστορική πληροφορία δεν έχουμε για
καταστροφή της πόλεως από βίαιο συμβάν (σεισμούς, πλημμύρες, εχθρική
επιδρομή, κ.λ.π.) πριν το 1423, ούτε, ακόμα, για το έτος 1397 που οι Τούρκοι
κατέλαβαν προσωρινά το χώρο. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι η Δημητριάδα άρχισε,
σιγά σιγά (σταδιακά) να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της σε μια χρονική
διαδρομή αιώνων, από το τέλος του ΙΓ΄ αιώνα - αρχές του ΙΔ΄ και με ταχύτερο
ρυθμό στη διάρκεια των ΙΔ' και ΙΕ΄ αιώνων. Τη περίοδο αυτή, παρατηρείται ένα
γενικότερο φαινόμενο εγκαταλείψεως, στον ελλαδικό μείζονα χώρο, πόλεων και
οικισμών παράλιων και πεδινών περιοχών από τους κατοίκους τους, οι οποίοι
τρέπονται προς γειτονικές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, για λόγους ασφάλειας.
Η εγκατάλειψη της Δημητριάδας ολοκληρώνεται με την κατάληψη του κάστρου των
Αγίων Θεοδώρων από τους Τούρκους, που διώχνουν τους κατοίκους από την
τειχισμένη αυτή τότε συνοικία της Δnμnτριάδαs (1423). Οι τελευταίοι κάτοικοι
εγκαταλείπουν τις προγονικές τους εστίες και τρέπονται προς άλλες περιοχές
και ιδιαίτερα προς τις κοντινές nμιορεινέs και ορεινές περιοχές του Πnλίου.
Στον ορεινό και ημιορεινό όγκο του Πήλίου κτίζουν τις καινούργιες κατοικίες
τους, πυκνώνοντας έτσι τις υπάρχουσες γύρω από τα μοναστήρια παλιές
συσσωματώσεις, δημιουργώντας ένα νέο οικιστικό περίγραμμα στο Πήλιo,
προστατευόμενοι από τον ορεινό όγκο του βουνού.
Πολλοί από τους κατοίκους προτίμησαν να
μείνουν κάπου κοντά στην εγκαταλειμμένη πόλη της Δημητριάδας, στα κράσπεδα του
Πήλίου, πλαισιώνοντας το χώρο του λόφου της Επισκοπής, για να βρίσκονται κοντά στον επίσκοπό τους,
δημιουργώντας την Νέα Δημητριάδα. Γι' αυτό, την περίοδο εκείνη, ο επίσκοπος Ιωάσαφ
ο Α', που έμενε τότε στο λόφο της Επισκοπής (του σημερινού Άνω Βόλου)
επιγράφονταν ως «Ιωάσαφ Α΄ Δημητριάδων». Η προτίμηση αυτή των κατοίκων της
Δημητριάδας στην επιλογή κατοικίας στο γειτονικό χώρο της Επισκοπής
υπαγορευόταν και από τη δυνατότητα να αποκομίζουν εύκολα οικοδομικά υλικά από
την εγκαταλειμμένη πόλη. Ακόμα και να ζουν με τις αναμνήσεις των προγονικών
καταβολών τους στον απόηχο της ποτέ περίλαμπρης πόλης της Δημητριάδας διατήρησε
την ιστορική της παρουσία στο χώρο για μια περίοδο 18 αιώνων συνεχούς
μαγνησιακής ιστορίας (294 πΧ - 1423 μΧ).
Τη Δημητριάδα της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής,
Παλαιοχριστιανικής και Βυζαντινής εποχής, διαδέχθηκε στο διαχρονικό της
ιστορικό βίο στη συνέχεια η πόλη του Βόλου, κτισμένη στην ίδια οικιστική
περιφέρεια, μετατοπισμένη στο γειτονικό παράλιο χώρο, ακριβώς κατέναντι του
βόρειου μυχού του κόλπου της βυζαντινής πόλεως. Η διάδοχη της Δημητριάδας -
πόλη του Βόλου κτίστηκε από τα οικοδομικά λείψανα των οικοδομών της βυζαντινής
πόλεως. Πολλοί από τους κατοίκους των χωριών του Πήλίου και του Βόλου έλκουν
την προγονική τους καταβολή από προγόνους που κάποτε κατοικούσαν στον περίγυρο
των τειχών της βυζαντινής Δημητριάδας.
Η νέα πόλη, κράτησε το όνομα της παλιάς
Επισκοπής και τη βυζαντινή παράδοση του χώρου, που μετά την κατάληψη της
περιοχής Τούρκους μεταλαμπαδεύτηκε στο Πήλιο. Με την παράδοση αυτή γαλουχήθηκαν
οι πρώτοι Πηλιορείτες και στη συνέχεια οι απόγονοί τους υπήρξαν μεταξύ των
πρώτων οικιστών, που, επιστρέφοντες στις ρίζες τους, θεμελίωσαν στα κατοπινά
χρόνια τη σημερινή διάδοχο της Δημητριάδας πόλη, την πανέμορφη νύμφη του
Παγασητικού, την πόλη του Βόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου