Ένα ποίημα (σατιρικό) γραμμένο από το Συμβολαιογράφο Νηλείας Νικολάου Γ. Κόντσα ή Κότζια, που τότε ήταν στο χωριό. Το γραφείο του όπως και η κατοικία του, ήταν στο αρχοντικό Κοντού.
Περιγράφει μια εκδρομή στα χρόνια της Κατοχής από μια ομάδα νέων των Λεχωνίων στον Αη-Ταξιάρχη, στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου Νηλείας. Τα πρόσωπα όλα ήταν υπαρκτά. Σήμερα κανείς τους δεν υπάρχει στη ζωή..
Στα παλιότερα χρόνια, οι νεαροί πολύ συχνά οργάνωναν εκδρομές με μεζέδες και ζεύκια σε διάφορες κοντινές ειδυλλιακές τοποθεσίες της περιοχής. Μια τέτοια ήταν κι αυτή που περιγράφει ο ...ποιητής:
Από μια εκδρομή
-Είχαν καιρό που λέγανε μια εκδρομή να πάνε,
ένα αρνί να ψήσουνε, να κάτσουν να το φάνε.
-Σήμερα φύσαγε πολύ, την άλλη κάνει ζέστη,
την τρίτη δεν είναι καλά, αύριο μ’ αρέσει.
-Κάποτε συμφωνήσανε, διά την επομένη,
όλα ετοιμαστήκανε
και τίποτα δεν μένει.
-Κατάλογο διαβάσανε, δεν έλειπε κανένας,
έντεκα δε τον αριθμό κι ήταν ένας κι ένας.
-Μαυράκης ήταν πρόεδρος ως κι οι Μαστρογιανναίοι
και ο Θωμάς κι ο Ορφανός που είν’ στο φαΐ γενναίοι.
-Δεν έλειπε στον κύκλο τους και όλη η νεότης,
Αποστολάκης ο εκλεκτός κι ο Νίκος Αγραφιώτης.
-Είχαν ό,τι χρειάζεται, ως ήτανε επόμενο,
είχαν και φαρμακοποιό για κάθε ενδεχόμενο.
-Ο Κόντζιας προπορεύεται, καβάλα στο γομάρι,
το κοκορέτσι βάσταγε κι ήταν όλο καμάρι.
-Παρέλειψα να σας ειπώ, πως μ’ όλη αυτή την κρίση
είχαν και στην παρέα τους το φοβερό το Ζήση.
-Στό δρόμο που πηγαίνανε, ψιλή βροχή τους πιάνει,
ο Ορφανός εκρύωνε, φοβήθηκε, τα χάνει.
-Και ο Θωμάς τους έλεγε «παιδιά να σταματήσουμε»,
«ιδάλλως θα κρυώσουμε και πώς θα προχωρήσουμε;»
-Και ο Μαυράκης φώναξε που είχε τα πρωτεία,
«δεν τρώγεται αρνί ψητό χωρίς ψυχρολουσία».
-Κι ο Ζήσης που αισθάνθηκε, λιγούρα στο στομάχι,
φοβόταν και το κρύωμα, σκιαζόταν το συνάχι.
-Κι έλεγε «εδώ να κάτσουμε μέσα στο μοναστήρι»,
ενόμιζε πως θα ‘βρισκε και λίγο κολλητήρι.
-Επήγανε πολύ καλά, παρ’ όλον τον ανήφορο,
έφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν και κάναν τον κατήφορο.
-Καθένας εις το σπίτι του, έλεγε πώς τα πέρασε,
πώς πήγε, και πώς γύρισε, πώς έφαγε, πώς γλέντησε.
-Αλλά μια απογοήτευση, περίμενε στο σπίτι,
απ’ όλη την παρέα μας, το φουκαρά το Ζήση.
-Γιατί, μέσα στο σάκο του, μαζί με όλα τ’ άλλα,
του έβαλε η παρέα του μία γερή κοκάλα.
-«Πώς, πέρασες Ζησάκο μου»
τον ρώταγαν στο σπίτι,
«κουράστηκες, κοπίασες, μη σου πονεί η μύτη»;
-Κι αυτός που στο σακίδιο, νόμιζε είχε κρέας,
που έφερε απ’ την εκδρομή εις βάρος της παρέας,
καμάρωνε και φούσκωνε κι έλεγε πώς περάσανε
χωρίς να ξέρει ο φουκαράς την μπόμπα που του σκάσανε.
-«Σας έφερα κι εσάς μεζέ απ’ το ψητό τ’ αρνί μας,
να δείτε πώς περάσαμε, σ’ αυτή την εκδρομή μας».
-Ανοίγει το σακίδιο, μ’ όλην τη σοβαρότητα
και τους προσφέρει το μεζέ, Θεούλη μου χυλόπιτα!
- Κάτι ψωμιά βιδάνια, φλούδες και τόσα άλλα,
κι απ’ το χαρτί πετάχτηκε η φοβερή κοκάλα!
- Σ’ αφήνω αναγνώστη μου, να φανταστείς τι γίνηκε,
μετά τον κάζο το φρικτό ο Ζήσης πώς κοκκίνησε!
-«Τι τα ‘θελες Ζησάκο μου, τα γλέντια με μπεκιάρηδες,
εσύ παιδί ανέβγαλτο κι από τους κανακάρηδες;»
-«Κάτσε, Ζησάκο μου να φας, το φαγητό που ψήσαμε,
γιατί καθώς μου φαίνεται, χωρίς φαΐ σ’ αφήσανε!»
12 Αυγούστου 1942 Σ.Κ.
|
Το μοναστήρι παλιά |