Ο ποιητής Γ. Σουρής ήρθε στο Βόλο με την απελευθέρωση της πόλης στις 2 Νοεμβρίου 1881, για ανταπόκριση, απεσταλμένος από το αθηναϊκό περιοδικό "ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ". Ξεκινώντας έγραψε το ποίημα "ΓΕΙΑ ΣΑΣ" και μετά όταν γύρισε στην Αθήνα το επόμενο "ΣΤΟ ΒΩΛΟ". Έγραψε για τη γιορτή της λευτεριάς του Βόλου, όπως μόνον αυτός έγραφε:
ΣΤΟ ΒΩΛΟ
Α΄
Χαρήτε, και αράζομε, αδέρφια, μες στο Βώλο,
Κι εδώ γλυκειά ’ξημέρωσε ελευθεριάς ημέρα...
Απάνω στα κατάρτια σας και στο βαπόρι όλο
Ελληνική στηλώσετε κι Εγγλέζικη παντιέρα.
Οι Τούρκοι παν στο διάβολο χωρίς να ρίξουν σμπάρο
Λοιπόν παντιέρες στα ψηλά, παντιέρες στο φουγάρο.
Να ! Να ! και ένα Τούρκικο βαπόρι 'στο λιμάνι,
Μα μη φοβάσθε τίποτα, τραβάτε με αέρα,
Είναι εδώ ο Χάμλεϋ, και τούτο μόνο φθάνει,
Κι' αν μία λέξι μας ειπούν τους κόβει πέρα πέρα.
Εμπρός λοιπόν, σηκώσετε παντιέραις για γεινάτι,
Να 'μπούμε μια φορά κι' εμείς ‘στου Μουχαμέτ το μάτι.
Όλος ό κόσμος στέκεται ολόρθος στο βαπόρι...
Να! δίπλα μας το Πήλιον με όλα τα χωριά,
Ο Άγιος Λαυρέντιος, κοντά το Κατοχώρι,
Ο Αϊ-Γιώργης απ’ εδώ, εκεί η Πορταριά.
Μα να κι’ η Μακρυνίτσα μας... σταθήτε να την ‘δω...
Νομίζω πως στους βράχους της αβάστακτος πηδώ.
Ω, Μακρυνίτσα, σε θωρώ με ανοικτό το στόμα,
Κι’ αν πέντε κάλους σουβλερούς δεν είχα στα ποδάρια
Θε να πατούσα φτερωτός το άγιό σου χώμα,
Που μ’ αίμα το ποτίσανε αφράτα παλληκάρια.
Τραγουδημένο μου χωριό, το όνομά σου λέω,
Και η καρδιά μου σχίζεται και μούρχεται να κλαίω.
Εσύ την επανάστασι ετίμησες, καϋμένη,
Εσύ και την ατίμασες στη μάχη σου εκείνη,
Μα ό,τι και αν έκαμες θα ήσαι δοξασμένη ...
Το αίμα που σ' επότισε την ατιμία σβύνει.
Ε ! όλα πια ας
ξεχασθούν, και έλα, 'λευθεριά,
Να ‘δούνε και τ’ αδέρφια μας ολίγη ξαστεριά.
Μα να ! μου έρχονται ‘στο νου κ' οι χρόνοι μας εκείνοι,
Που ‘σκόρπιζε η Ά
μ υ ν α τους εθνικούς παράδες,
Όπου το έθνος ήτανε πολεμικό καμίνι,
Και άνω κάτω έτρεχαν τρανοί πετσωματάδες.
Θυμήθηκα και τον γνωστόν Αλέκον Π α ν α γ ι ώ τ ο υ,
Κι ένα κονιάκ ! εφώναξα ευθύς του καμαρότου.
Β’
Επάτησα εις τη στεριά... παντού μπάμ! μπούμ! και τράκες,
Παντού ζωή και κίνησις και κοσμοχαλασιά,
Τα φέσια
πλημμυρίζουνε τούς δρόμους και οι βράκες,
και τις καμπάνες της βαρεί η μία Εκκλησιά.
Βλέπω αψίδες γύρω μου, κονκάρδες, λευτεριές,
Μυρσίνες, δάφνες, Γλάδστωνα εις όλες τις μεριές.
Με τα παιδιά στην αγκαλιά γυναίκες μαυρομάνναις
Κυττάζουν ‘δω, κυττάζουν ‘κει με ανοικτό το στόμα,
Ακούνε να σημαίνουνε της λευθεριάς καμπάνες,
Και βάφεται η όψι τους με της χαράς το χρώμα.
Κάθε χωριό κατέβηκε ολόχαρο στην πόλι,
Και οι χωριάτισσες φορούν το πιο καλό φακιόλι.
Μαζί τους κι’ οι γερόντισσες, μαζί τους και οι γέροι,
Εις όλους ζωγραφίζεται ή ζωντανή χαρά
Εκείνο το ολόδροσο της λευθεριάς άγέρι
Στ’ αδύνατα ποδάρια των έχάρισε φτερά.
Τους βλέπεις και τους χαίρεσαι... από φωτιά
Γεμάτοι απάνω στις παντιέρες μας καρφώνουνε το μάτι.
Τέτοια ημέρα τόλπιζαν τα μάτια τους να 'δούνε
Πως είναι πια ελεύθεροι ακόμη δεν πιστεύουν,
Για ένα όνειρο γλυκό ακόμη το θαρρούνε .. .
Συνείθισαν οι δύστυχοι τον Τουρχο να δουλεύουν.
Είναι γλυκειά η λευθεριά για όποιον δεν την ξέρει,
Η με το δίσκο έρχεται ή με σπαθί 'στο χέρι.
Ζητιάνα ή λεβέντισσα ο σκλάβος την γιορτάζει,
Το χέρι οπού σίδερα του έσπασε βαρειά,
Με χίλια δυο φιλήματα ο σκλάβος το σκεπάζει•
Δεν Βλέπει άλλο τίποτα παρά ελευθεριά.
Φθάνει να έχη όνομα, να έχη και πατρίδα,
Και όλος γέλοια και χαραίς σκορπά την αλυσσίδα.
Αλλά ενθουσιάσθηκα παρά πολύ νομίζω,
Και να με συγχωρήσετε, χρυσοί μου Αθηναίοι,
Αν πάλι για ελευθεριαίς και δόξαις σαλιαρίζω,
Ο Βώλος, το «Μη Χάνεσαι», και η παράτα φταίει.
Μια παντιέρα μοναχά εμπρός μου σαν ιδώ,
Ευθύς ενθουσιάζομαι, και άλλα τραγουδώ.
Ιδού τα εξαπτέρυγα, ιδού και ο Δεσπότης
Με την κανδυλανάφτησα και τον κανδυλανάφτη,
Να ! κι’ οι παππάδες γύρω του, αλλά παππάδες πρώτης,
Τους βλέπεις και το μάτι τους νομίζεις πως αστράφτει.
Όλοι ‘ντυμένοι κάτασπρα βραστούνε εις τα χέρια
Λαμπάδες, Ευαγγέλια, ψαλτήρια και τρικέρια.
Να ! τα κορίτσια του σχολειού με άσπρα και γαλάζια,
Στα τρυφερά χεράκια των σηκώνουνε μπουκέτα,
Κοντά των κ' η δασκάλισσα γεμάτη από νάζια,
Που λες και είναι έτοιμη ν' ανάψη σαν ρ ο υ κ έ τ α.
Να ! και τα’ αγόρια ... στέκονται ‘στο πλάι ντροπαλά,
Κι’ ο δάσκαλος αστρονομεί και βλέπει ‘στα ψηλά.
Να! κι’ οι εβραίοι απ' εδώ με μια ‘ψηλή π α ν τ ι έ ρ α,
Μα να! και ο Ραββίνος των με φράκο και κονκάρδα,
Με πόζα διπλωματική μας σχίζει τον αέρα,
Και το 'ψηλό καππέλο
του φωνάζει σ’ όλους «βάρδα».
Εις τας Αθήνας έλθετε, αγαπητέ Ραββiνε,
Και διπλωμάτης σαν και σας κι ο Βλάχος δεν θα ήναι.
Ιδού και οι Ατσίγγανοι, σωστοί κοσμοπολίται !
Βαστούν παντιέρα και αυτοί,. νταούλι και ζουρνά .. .
Ω Αθηναίοι, έπρεπε
και σεις να τους ιδήτε,
Για τούτους μόνο η ζωή αξένοιαστη περνά.
Για νίκαις και για
λευθεριαίς δεν δίνουνε πεντάρα,
Μόνο να τρων, να πίνουνε, κι η δόξαις άρα μάρα.
Ποιος είναι ο δεσπότης των καθόλου δεν τους νοιάζει,
Εβραίος, Τούρκος ή Ρωμηός, το ίδιο το έχουν,
Για τυραννία ‘στην καρδιά δεν βάζουνε μαράζι,
Και με νταούλι και ζουρνά εμπρός εις όλους τρέχουν.
Θαρρώ πως οι Ατσίγγανοι του Κουμουνδούρου ‘μοιάζουν,
Καθώς εκείνος, και αυτοί πολιτική αλλάζουν.
Τούρκος κανείς δεν φαίνεται ή Μπέης μες '\’στο δρόμο,
Και ούτε μια Χανούμισα αφράτη περπατεί,
Μέσα ‘στο Κάστρο ‘κλείστηκαν η άμοιραις με τρόμο,
Σαν άκουσαν πως έρχονται Ρωμαίικοι στρατοί.
Αλλά γιατί, Χανούμισαις, ‘στο Κάστρο να κλεισθήτε;
Ελάτε την παράτα μας και σεις να την ιδήτε.
Μην τρώτε ‘στα καφάσια σας τα ζηλευτά σας νειάτα,
Εμείς εδώ ερχόμαστε σαν αδελφοί και φίλοι,
Κι’ όρκο βαρύ σας κάνουμε ‘στην αγγουροσαλάτα
Πως δεν θε να προσβάλλουμε την Υψηλή σας Πύλη.
Ω ! ναι ! αφήστε με να 'μπω στου χαρεμιού τη σάλα,
Κι αμέσως τα παπούτσια μου ταφίνω εις τη σκάλα.
Δ΄
Ο ουρανός αρχίνησε να γλνυκοξαστερώνη,
Κι’ ο ήλιος χύνεται παντού και τα βουνά χρυσόνει.
Να ! να ! προβάλλει ο στρατός ! ακούω της τρομπέταις,
Και 'μέρα βλέπω γύρω μου να πέφτουνε ρουκέταις.
Νταούλια, ζήτω, μουσικαίς βουίζουν μες ‘στ' αυτιά μου ,
Γυναίκες, άνδρες, και παιδιά ξαπλώνονται ‘μπροστά μου,
Κι’ από κεφάλια σύννεφα πλακώνουν ολοένα,
Σκουντώ, σκουντειούμαι, σπρώχνομαι και τάχω 'σαν χαμένα.
Σημαίαις ξεδιπλώνονται, τα άλογα αφρίζουν,
Η βράκαις κυματίζουνε, οι γάιδαροι γκαρίζουν,
Ατσίγγανοι, Τσιφούτηδες και Έλληνες πατειούνται,
Τα φέσια κομματιάζονται και κατά γης κυλιούνται,
Και ‘στα κεφάλια δένονται μαντύλια και πετσέταις...
Να ! του στρατού εφθάσανε η πρώταις μπαγιονέταις,
Κι’ ο Σούτσος μας επάτησε το σκλαβωμένο χώμα
Με ένα Φαναριώτικο χαμόγελο ‘στο στόμα,
Και ο λεβέντης τον καράς μασσά τα χαλινάρια,
Κι’ ανοίγεται βαθιά η γη ‘στα πρώτα του ποδάρια.
Τα ζήτω τώρα αντηχούν απάνω στα ουράνια, ΄
Και δος του κατακέφαλα ‘στους στρατηγούς στεφάνια,
Εδώ κι’ εκεί ωσάν βροχή κατρακυλούν λουλούδια,
Φωναίς, πατήματα, βοή, ελευθεριάς τραγούδια,
Αρχίζουν των παππάδων μας να τρέχουνε η γλώσσαις,
Ψαλμοί και Ευαγγέλια και προσφωνήσεις τόσαις.
Μια φούχτα άρπαξα κι’ εγώ Βολιώτικα στραγάλια,
Και μονομιά τα έρριξα σε στρατηγών κεφάλια.
Ακόμη έρχεται στρατός . . πω ! πω ! και τι θα γίνη!
Εις το κεφάλι κανενός το φέσι δεν θα μείνη.
Πώς θέλω το καππέλο μου να ρίξω ‘στον αέρα!
Μα πάλι αξεσκούφωτος να έλθω αυτού πέρα ;
Από γαλόνια και σπαθιά εγέμισαν οι δρόμοι!
Ζήτω και πάλι .. έρχονται, παιδιά, οι νοσοκόμοι.
Τιμή και ‘στα μουλάρια των, μα έχουν τέτοιο χάλι,
Που να σηκώσουν δεν ‘μπορούν απάνω το κεφάλι,
Για να μας χαιρετήσουνε σαν στρατηγοί κι’ εκείνα ...
Τα έκαμ’ υπερήφανα το κρύο και η πείνα.
Έρχονται κι’ όλο έρχονται, και μια ανδρογυναίκα,
Από του Ρήγα το χωριό, που έκανε για δέκα,
Με τη σημαία των Φερών ‘στο σιδερένιο χέρι
Πετειέται μια και χάνεται ανάμεσα ‘στ’ ασκέρι,
Και βλέπω γύρω της παιδιά, γυναίκες, άνδρες, γέρους..
Ω σεις οι σκλάβοι, δόσετε σ’ εμάς τους ελευθέρους
Μια σπίθα ενθουσιασμού απ’ τα ‘δικά σας στήθεια
Σεις μόνοι την ελευθεριά την νοιόθετε ‘στ’ αλήθεια,
Ενώ εμείς οι χλυσιχοί, οι ελευθερωμένοι,
Παντού και πάντα είμαστε σαν κρυολογημένοι.
Μα ‘κεί που έλεγα αυτά, το ρεύμα με αρπάζει,
Και ‘μπρούμητα φαρδύ πλατύ ‘στο χώμα με τινάζει.
Μου φεύγουνε και τα γυαλιά, μαζί και το καππέλο,
Και των προγόνων φίλησα τη γη χωρίς να θέλω.
Ε! τότε πια εθύμωσα, και όλος θυμωμένος
Κατά διαβόλου έστειλα κατάληψι και γένος.
ΣΤ΄
Εβραίοι και Ατσίγγανοι και Έλληνες σκορπειούνται,
Και όλοι αγκαλιάζονται, κι αγκαλιαστά φιλιούνται.
Κι’ εγώ γυρεύω μάγουλο κανένα να φιλήσω,
Μα πουθενά δεν έτυχε μια Τούρκα ν’ απαντήσω.
Ο σκλάβος κι ο ελεύθερος πηγαίνει να γλεντίση.
Ελευθεριά δεν έρχεται χωρίς γερό μεθύσι.
Αρνιά ‘στης σούβλαις ψήνονται και διαλεχτά μοσχάρια,
Να φάνε του γενναίου μας στρατού τα παλληκάρια,
Η τσότρα πάει κι’ έρχεται, και το κρασί αφρίζει,
Κάθε ποτηρι ‘στη στιγμή αδειάζει και γεμίζει,
Και ‘στη φωτιά της λευθεριάς μας έρχεται και άλλη,
Και γίνεται Βεζούβιος και Αίτνα το κεφάλι.
Με μουσιχαίς λογής λογής ‘στους δρόμους τριγυρίζουν,
Κοντά και οι Ατσίγγανοι από παρά σφυρίζουν,
Φωναίς παντού, κατακλυσμός, τρεχάματα και φούρια,
Οι άνθρωποι ανάκατα μ’ αδέσποτα γαϊδούρια,
Και μέσα σ’ όλη τη βοή, ‘στου κόσμου την αντάρα,
Το κάντρο του Πρωθυπουργού πουλιέται μια δεκάρα.
Ένα Βολιώτη και εγώ για σύντροφο επήρα,
Κι’ εώρτασα τη 'λευθεριά με της Βιέννης μπύρα,
Αλλά δεν πλήρωσα εγώ, ω Αθηνών πολίται !
Αυτό και δίχως να το ‘πω, θαρρώ πως εννοείται.
Η΄
Ο ήλιος εβασίλεψε, απλώθηκε σκοτάδι,
Και τα φανάρια φέγγουνε γεμάτα από λάδι.
Παντού ρετσίναις, φώσφορα, κεριά, φωτοχυσία,
Κι’ από τούς δρόμους χύνεται ο κόσμος ‘στην Πλατεία.
Ανάβουν πολυέλαιοι, ανάβουν μανουάλια,
Ανάβουν μούραις και αυτιά, ανάβουν και κεφάλια,
Ανάβουν και τα φράγκικα, ανάβει και η βράκα,
Ανάβει κι’ η αμάτωτη του Σούτσου σακαράκα,
Ανάβει γη και ουρανός, κι η θάλασσα ανάβει,
Ανάβουν κι’ oι ελεύθεροι, ανάβουνε κι’ οι σκλάβοι.
Παντού φωτιά και μπούμπερη και μπόλικα φιτύλια,.
Κι’ αρσενικών και θηλυκών ανάβουν τα καντύλια.
Αλλ’ όμως μην
τρομάζετε, και το ‘δικό μας κράτος
Μου φαίνετ’
απαράλλαχτο του Μωυσή η βάτος.
Ωσάν κι’ εμας τους Ελληνας εκαίετο κι’ εκείνη,
Χωρίς καθόλου να καή και στάχτη ν’ απομείνη.
Εδώ ρουκέταις καίονται και παραπέρα μύλοι . . .
Πού είναι τώρα να τα ‘δη η Υψηλή η Πύλη !
Σκάσε, Χαμίτ, ‘στα πήραμε χωρίς μια στάλα αίμα,
Και τώρα θα το χάψουμε, λοιπόν φωτιά 'στο Στέμμα.
Και να ! το Στέμμα καίεται ... Ζήτω, αδέρφια, πάλι,
Και ας καούvε γρήγορα οι μύλοι μας οι αλλοι.
Τι τους φυλάτε ; δόσετε φωτιά και εις εκείνους,
Μη φαίνεσθε τσιφούτηδες και σεις σαν τους Ραββίνους.
Να ! Να! Κι’ οι μύλοι καίονται, και βγάζουνε αστέρια
Γαλάζια, άσπρα, κόκκινα, κι’ ευθύς χτυπούν τα χέρια,
Και βγαίνουν απ’ τα στόματα μια πιθαμή η γλώσσαις...
Τώρα θα πέσουν μονομιά ρουκέταις πεντακόσαις.
Κρακ, κρουκ, φουσσ, φισσ, επέταξαν και πάνε στον αέρα,
Όλος ο κόσμος έλαμψε και έγινε ημέρα.
Άιντε, Βολιώταις, κάφτετο, και έχουμε ειρήνη,
Ο Βώλος τώρα ας γενή το φλογερό καμίνι,
Και μάλιστα, αν θέλετε, και σεις καήτε όλοι,
Να φθάση η αναλαμπή ως πέρα εις την Πόλι,
Να την κυττάξη ο Χαμίτ, που τόσο μας παιδεύει,
Κι’ από τη φούρκα την πολλή ταμπλάς να του κατέβη
Μα ένας σεβνταλής βρακάς, δεν ξέρω πως του ‘φάνη,
Φωτοχυσία ήθελε ‘στα γένεια μου να κάνη,
Κι’ αν λίγο δεν τραβει,όμουνα - ω φρίκη και μανία !
-Θα τάκανε ‘στη λευθεριά εσπερινή θυσία.
Θ΄
Και τώρα πια σας χαιρετώ, Βολιώταις συμπολίται,
Και μεθυσμένους όλους σας με λύπη σας αφίνω,
Μα Ζήτω εις τον βασιληά κι’ εκ μέρους μου να ‘πήτε,
Δεν ξέρετε πως ήθελα προς χάριν του να μείνω
Σεις βέβαια θα κάμετε βασιλικαίς παράταις,
Και τρίδιπλαις θ’ αδειάσετε βαρέλαις και κανάταις.
Φάτε και πιέτε, αδελφοί, με ρόδα και με κρίνα,
Τι να σας ‘πω ! η λάσπη σας καθόλου δεν μ’ αρέσει,
Μου φθάνει όση ‘πάτησα ως τώρα ‘στην Αθήνα,
Και το νομίζω περιττό αυτό σας το πεσκέσι.
Της είδα της παράταις σας και όλα σας τα άλλα,
Κι’ επήρα για χατήρι σας και μια κουντρουβάλα.
Η ‘λευθεριά και το κρασί ας σας γενούν χαλάλι,
Έχετε γεια, Πανέλληνες, Ατσίγγανοι κι’ Eβραίοι,
Και αν ποτέ καμμιά φορά ανταμωθούμε πάλι,,
Σωστοί Ρωμηοί να
ήσαστε και πούροι Αθηναίοι.
Να με γλυκοφιλήσετε, να σας γλυκοφιλήσω,
Και με ‘δικά σας
έξοδα και τότε να μεθύσω.
Πηγαίνω τώρα γρήγορος εις την γλυκειά Αθήνα,
Να ‘βρω τους Αθηναίους μου ‘στον καφφενέ στρωμένους,
Κι’ εκεί για ψήφους άφθονη θα χύνεται ρετσίνα,
Και ίσως ίσως τους ευρώ κι εκείνους μεθυσμένους.
Προσκυνησμούς πολλούς πολλούς ‘στον βασιληά, Βολιώταις,
Και στέλλετέ μου κάποτε άσπραις εληαίς και κόταις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου