Μια βιωματική εμπειρία των αλλοτινών -παιδικών- χρόνων στον Άγιο Βλάση!
(Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑGAZINO την Κυριακή 30 Μαΐου 2010)
Έφαγα «απαγορευμένους» καρπούς
Βρισκόμαστε λίγες ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας σε ένα χωριό του Κεντροδυτικού Πηλίου. Παιδιά της έκτης δημοτικού εμείς περιμέναμε να χτυπήσει το κουδούνι της λήξης του απογευματινού ωραρίου, ψάχνοντας τρόπο να ξεφύγουμε από το μάθημα. Ακόμη και τα θελήματα ή οι αγγαρείες ήταν προτιμότερα από την τάξη. Η λύση ήρθε «εξ ουρανού», αφού ο παπάς της ενορίας ζήτησε από τον δάσκαλο να στείλει πέντε αγόρια για να βοηθήσουν στο κουβάλημα των σκευών και υλικών στο ξωκλήσι του Αγίου Αχιλλείου, που πανηγύριζε την επομένη. Ο δάσκαλος υπέδειξε εμάς, τους συνήθεις καλοθελητές-ζιζάνια. Περιχαρείς για την επιλογή μας, ακολουθήσαμε τον ιερέα στα κελεύσματά του. Κουβαλήσαμε στον ναΐσκο τα απαραίτητα και είχαμε και ελεύθερη ώρα για παιχνίδι έως ότου αρχίσουν ο εσπερινός και η αρτοκλασία, όπου έπρεπε να βοηθήσουμε σηκώνοντας τα μανουάλια.
Τότε κάποιος έριξε την ιδέα: «Δεν πάμε να καλωσκ’ρίσουμι(ε) κι(ε)ράσια;» (στο πηλιορείτικο γλωσσικό ιδίωμα «καλωσκαιρίζω» = γεύομαι τους πρώτους καρπούς της νέας εποχής).
Ακριβώς κάτω από το ξωκλήσι απλωνόταν ένας οπωρώνας με κάτι θεόρατες κερασιές. Στις κορυφές τους φάνταζαν τα πρώτα κόκκινα κεράσια. Όλοι τρέξαμε προς τα εκεί πηδώντας τους φράχτες και σε χρόνο μηδενικό βρεθήκαμε σαν τα πουλιά στα σημεία των κλαριών όπου υπήρχαν τα πιο ώριμα.
Ξέραμε ότι ο αγροφύλακας θα μας κυνηγούσε αν μας έβρισκε, αλλά η επιθυμία μας για πρωτόβγαλτα φρούτα παραμέρισε αυτόν τον φόβο. Μέσα στην ευωχία και με τα ζουμιά να βάφουν το στόμα μας, πέρασε αρκετή ώρα μέσα στα φυλλώματα, με την κοιλιά μας να γεμίζει. Εκεί ήταν που ακούστηκε η φωνή του άντρα:
«Τι κάνι(ε)ετι(ε) απάν’ τ’ς κι(ε)ρασιές, ρεεε! Κατι(ε)βείτι(ε) κάτουυ!
Εμείς, αμίλητοι, έντρομοι και φοβισμένοι, πηδήξαμε στο έδαφος κοιτώντας τον ένοπλο άνδρα των ΤΕΑ που περιπολούσε. Δεν φοβόμασταν μήπως μαρτυρήσει στους γονείς την ανομία μας, αλλά μη μας συλλάβει. Αυτός έπιασε κάποιον από το αφτί και τον έσυρε στην είσοδο του οπωρώνα όπου υπήρχε η χάρτινη πινακίδα: «Προσοχή Δηλητήριο»! Ξέραμε όλοι μας τι σήμαινε αυτό και τα χρειαστήκαμε βέβαια περισσότερο όταν μας έβαλε να μυρίσουμε ένα κλαδί που έσταζε ακόμα παραθείο...
Με την προτροπή του άνδρα: «Μπρος σπίτ’ σας! να πιείτι(ε) γάλα άβραστου να μην πεθάνι(ε)τι(ε)», εξαφανιστήκαμε προς τα σπίτια μας να βρούμε το άσπρο υγρό-αντίδοτο που θα μας έσωζε από τη δηλητηρίαση. Τρεις από εμάς φτάσαμε τρέχοντας στον στάβλο του σπιτιού μου ψάχνοντας τις κατσίκες, που όμως την ώρα εκείνη βρίσκονταν στη βοσκή. Πάνω στην αγωνία μας σκέφτηκα τις κατσίκες της γειτόνισσας. Για καλή μας τύχη ήταν στον στάβλο, αλλά όταν πήγαμε να τις αρμέξουμε δεν είχαν σταγόνα γάλα, αφού τις το είχαν πάρει πριν.
Χωμένοι στην απελπισία μας και στον φόβο μήπως δηλητηριαστούμε ακούστηκε η φωνή της μάνας που με καλούσε. Ήταν μια φωνή λύτρωσης, αφού είχε μάθει τα καθέκαστα και έτρεξε να μας βρει και να μας δώσει γάλα.
Ήπιαμε αρκετό και αφού έφυγαν οι συμμαθητές με έβαλε στο κρεβάτι περιμένοντας τον πατέρα να με τιμωρήσει. Αυτός ήρθε και με μάλωσε γιατί κόψαμε ξένα κεράσια, ενώ ο ίδιος μού έφερνε πάντα τα πρώτα. Στο μεταξύ, το χωριό ήταν ανάστατο με το κατόρθωμά μας. Η αγωνία των οικογενειών και το ενδιαφέρον των συγχωριανών βρίσκονταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ εκείνο ήπιαμε τόσο γίδινο γάλα άβραστο, που στο τέλος έγινε έμεσμα μαζί με τα κεράσια και γλιτώσαμε τη δηλητηρίαση.
Δε γλιτώσαμε όμως την τιμωρία του δασκάλου, γιατί αφήσαμε τον ιερέα χωρίς βοήθεια και γιατί «κλέψαμε οπώρας»!
Τότε κάποιος έριξε την ιδέα: «Δεν πάμε να καλωσκ’ρίσουμι(ε) κι(ε)ράσια;» (στο πηλιορείτικο γλωσσικό ιδίωμα «καλωσκαιρίζω» = γεύομαι τους πρώτους καρπούς της νέας εποχής).
Ακριβώς κάτω από το ξωκλήσι απλωνόταν ένας οπωρώνας με κάτι θεόρατες κερασιές. Στις κορυφές τους φάνταζαν τα πρώτα κόκκινα κεράσια. Όλοι τρέξαμε προς τα εκεί πηδώντας τους φράχτες και σε χρόνο μηδενικό βρεθήκαμε σαν τα πουλιά στα σημεία των κλαριών όπου υπήρχαν τα πιο ώριμα.
Ξέραμε ότι ο αγροφύλακας θα μας κυνηγούσε αν μας έβρισκε, αλλά η επιθυμία μας για πρωτόβγαλτα φρούτα παραμέρισε αυτόν τον φόβο. Μέσα στην ευωχία και με τα ζουμιά να βάφουν το στόμα μας, πέρασε αρκετή ώρα μέσα στα φυλλώματα, με την κοιλιά μας να γεμίζει. Εκεί ήταν που ακούστηκε η φωνή του άντρα:
«Τι κάνι(ε)ετι(ε) απάν’ τ’ς κι(ε)ρασιές, ρεεε! Κατι(ε)βείτι(ε) κάτουυ!
Εμείς, αμίλητοι, έντρομοι και φοβισμένοι, πηδήξαμε στο έδαφος κοιτώντας τον ένοπλο άνδρα των ΤΕΑ που περιπολούσε. Δεν φοβόμασταν μήπως μαρτυρήσει στους γονείς την ανομία μας, αλλά μη μας συλλάβει. Αυτός έπιασε κάποιον από το αφτί και τον έσυρε στην είσοδο του οπωρώνα όπου υπήρχε η χάρτινη πινακίδα: «Προσοχή Δηλητήριο»! Ξέραμε όλοι μας τι σήμαινε αυτό και τα χρειαστήκαμε βέβαια περισσότερο όταν μας έβαλε να μυρίσουμε ένα κλαδί που έσταζε ακόμα παραθείο...
Με την προτροπή του άνδρα: «Μπρος σπίτ’ σας! να πιείτι(ε) γάλα άβραστου να μην πεθάνι(ε)τι(ε)», εξαφανιστήκαμε προς τα σπίτια μας να βρούμε το άσπρο υγρό-αντίδοτο που θα μας έσωζε από τη δηλητηρίαση. Τρεις από εμάς φτάσαμε τρέχοντας στον στάβλο του σπιτιού μου ψάχνοντας τις κατσίκες, που όμως την ώρα εκείνη βρίσκονταν στη βοσκή. Πάνω στην αγωνία μας σκέφτηκα τις κατσίκες της γειτόνισσας. Για καλή μας τύχη ήταν στον στάβλο, αλλά όταν πήγαμε να τις αρμέξουμε δεν είχαν σταγόνα γάλα, αφού τις το είχαν πάρει πριν.
Χωμένοι στην απελπισία μας και στον φόβο μήπως δηλητηριαστούμε ακούστηκε η φωνή της μάνας που με καλούσε. Ήταν μια φωνή λύτρωσης, αφού είχε μάθει τα καθέκαστα και έτρεξε να μας βρει και να μας δώσει γάλα.
Ήπιαμε αρκετό και αφού έφυγαν οι συμμαθητές με έβαλε στο κρεβάτι περιμένοντας τον πατέρα να με τιμωρήσει. Αυτός ήρθε και με μάλωσε γιατί κόψαμε ξένα κεράσια, ενώ ο ίδιος μού έφερνε πάντα τα πρώτα. Στο μεταξύ, το χωριό ήταν ανάστατο με το κατόρθωμά μας. Η αγωνία των οικογενειών και το ενδιαφέρον των συγχωριανών βρίσκονταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ εκείνο ήπιαμε τόσο γίδινο γάλα άβραστο, που στο τέλος έγινε έμεσμα μαζί με τα κεράσια και γλιτώσαμε τη δηλητηρίαση.
Δε γλιτώσαμε όμως την τιμωρία του δασκάλου, γιατί αφήσαμε τον ιερέα χωρίς βοήθεια και γιατί «κλέψαμε οπώρας»!
:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗσ΄να ζαγάρ' λοιπόν ;)
ΑπάντησηΔιαγραφή