Ο Βαγγέλης Σκουβαράς στα «ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΑ Β΄» και στο κεφάλαιο «Καραμπασιώτικα» (από το χωριό Άγιος Βλάσιος πρώην Καραμπάσι του Πηλίου),
ανακοινώνει δύο σπουδαία και συγχρόνως άγνωστα μοιρολόγια που παλιά λεγόντουσαν
στο χωριό, βάζοντας και υπότιτλο «Μοιρολογήματα
γυναικών Καραμπασίου», σελ. 177-178. (Σημ. Τα ίδια «τραγούδια» υπάρχουν και στη
συλλογή «ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑ» του Κώστα Λιάπη, ΕΚΠΟΛ, Βόλος 2009,
τομ. Β΄, σελ. 519 & 522)
Σήμερα βραδάκι Μ. Τετάρτης, βαδίζοντας προς (τη Μ. Πέμπτη με τον Όρθρο που θα ψαλεί απόψε) το αποκορύφωμα της Μεγαλοβδομάδας που είναι το
Πάθος, δεν θα μπορούσε –κατά την ταπεινή μου γνώμη- να υπάρξει άλλη ανάρτηση!
Θεέ μ', αν θέλεις
στείλε τον
Γλέπω 'που δω, γλέπω 'που κει, μα δε θωρώ το
γιο μου,
τον πήρε ο Χάρος κι έφυγε το μόνο
ακριβό μου.
Κακοθανατωμένε μου γιε μου, τρομάρα
είδες,
σαν έγλεπες τη θάλασσα κι έπαψαν οι
ελπίδες.
Σα σε θυμάμαι, γιόκα μου, τρέμ' η καρδιά
μου όλη
και μέσ' από τα σπλάχνα μου καπνός
βγαίνει σα βόλι.
Ω ουρανέ, λυπήσου με, τα δάκρυα που
χύνω,
γιατ' είναι περισσότερα απ' το νερό
που πίνω.
Θεέ μ', αν θέλεις στείλε τον στο
σπιτικό μας πίσω
και πάρ’ εμένα γλήγορα, που δε θέλω να
ζήσω,
χωρίς νάχω το γιόκα μου, της χώρας το
καμάρι,
που ήταν όλο ν ομορφιά κι ήταν
γιομάτος χάρη.
'Αμε, κόρη μου, στο
καλό
Άμε, κόρη μου στο καλό
και στην καλή την ώρα,
πριν γίνουν τα σαράντα σου περίμενε κι εμένα.
Δεν υποφέρω, κόρη μου,
πλέον τον χωρισμό σου,
ούτε να συλλογίζωμαι,
παιδί μου, τον καημό σου.
Άνοιξε τα ματάκια σου
και δες με την καημένη
και φίλησέ με μια φορά
την πολυπικραμένη.
Θε μου μεγαλοδύναμε,
ξολόθρεψε κι εμένα,
που μέρα νύχτα περπατώ
η μαύρη στα χαμένα.
Για ξύπνα, κόρη μ', άξαφνα και φώναξε και πε
μου:
«Γλυκιά μανούλα μου, μην κλαις!» και σφιχταγκάλιασέ
με.
-Μάνα μ', εγώ δεν
πέθανα, μάνα μ', εγώ κοιμούμαι
και μες στον ύπνο μ',
μάνα μου, εσένα συλλογούμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου