Για τη μαρτυρική Δράκια υπάρχουν κι άλλες παλιότερες δημοσιεύσεις (ΕΔΩ) κι (ΕΔΩ). Σήμερα η τραγωδία της Δράκιας το 1943, όπως την κατέγραψε σε συνέχειες ο βολιώτικος ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, στις 25 & 28 Μαΐου του 1961:
(Η αντιγραφή σε μονοτονικό)
"Εγράφησαν
κατ’ επανάληψιν και μάλιστα πολλά για
την φοβερήν τραγωδίαν της Δρακείας, για την εκτέλεσιν δηλαδή 115 αθώων κάτοικων του χωρίου αυτού από
τους Γερμανούς Ες-Ες, τον Δεκέμβριον του 1943. Όμως πολλές λεπτομέρειες είναι
άγνωστες και πρέπει να έλθουν εις φως, για να τις πληροφορηθούν και οι
παλαιότεροι , αλλά κυρίως οι νεώτεροι Έλληνες, ώστε να έχουν πλήρη γνώσιν του
απεριγράπτου εκείνου δράματος ενός από τα πλέον συνταρακτικά και απίστευτα που
συνέβησαν κατά την διάρκεια της Κατοχής.
17 Δεκεμβρίου
1943. Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως ησχολούντο ως συνήθως με τις αγροτικές των εργασίες
την βροχερή εκείνη ημέρα. Τίποτε το ιδιαίτερο. Ο αγώνας για την επιβίωσι στη
μαύρη περίοδο τής σκλαβιάς ήταν έντονος και τόσο δυσχερής. Λίγο όμως πριν από
το μεσημέρι της ημέρας αυτής οι κάτοικοι της Δρακείας άκουσαν πυκνούς πυροβολισμούς,
προερχομένους από την άνωθεν του χωρίου θέσιν «Αλυκόπετρα.». Με φανερήν ανησυχίαν
διηρωτήθησαν τι συνέβαινε, αλλά σε λίγο οι πυροβολισμοί έπαυσαν. Εφαντάσθησαν
κατόπιν τούτου οι Δρακιώτες ότι επρόκειτο περί ασκήσεων γερμανών στρατιωτών και
δεν έδωσαν συνέχειαν εις την συζήτησιν. Γρήγορα όμως επανήλθεν ο φόβος, διότι
ηκούσθησαν εκρήξεις βαρέων όλμων. Επρόκειτο άραγε περί συμπλοκής μεταξύ
Γερμανών και ανταρτών; Η τελευταία αυτή υπόθεσις κατετάραξε τους κατοίκους της
Δρακείας. Ήταν τόσο πρόσφατα τα δραματικά συμβάντα των Μηλεών ώστε κάθε υποψία
και κάθε ανησυχία να δικαιολογήται. Μετά το μεσημέρι, προς το απόγευμα και ενώ
ακόμη τίποτε δεν είχε γνωσθή για την αιτία των πυροβολισμών και των εκρήξεων οι
άνδρες της Δρακείας είχον συγκεντρωθή εις το «Κάτω Παζάρι» του χωριού και
συζητούσαν, προσπαθούντες πάντοτε να δώσουν μίαν εξήγησιν. Αργά το απόγευμα
εγνώσθη η πραγματικότης και οι φόβοι δυστυχώς επαλήθευσαν. Οι αντάρτες
προσέβαλον εξ ενέδρας ομάδα εκ τεσσάρων γερμανών στρατιωτών, επιβαινόντων
μοτοσυκλέττας, με αποτέλεσμα
τον φόνον δύο εξ αυτών. Η πληροφορία για το γεγονός διεβιβάσθη προς Δράκειαν με
αγγελιαφόρον των ανταρτών, αλλά δεν επετράπη να γνωστοποιηθή εις ευρείαν
κλίμακα. Οι κάτοικοι ηγνόουν την πραγματικότητα, την οποίαν όμως επέπρωτο να
πληροφορηθούν πλέον απ’ ευθείας από τους Γερμανούς, όταν περί την 7ην
νυκτερινήν της ιδίας εκείνης ημέρας, 17 Δεκεμβρίου 1943, ευρέθησαν ξαφνικά
κυκλωμένοι εντός των καφενείων από τους ενσκήψαντας εν τω μεταξύ Ες- Ες. Οι
Γερμανοί, αγριεμένοι όσον ποτέ, επρομελέτησαν τα αντίποινα για τον φόνο των δύο
στρατιωτών των παρά την Αλυκόπετρα και επέλεξαν την Δράκεια, ως ευρισκομένην
πλησιέστερα προς τον τόπον της συμπλοκής, δηλαδή προς την Αλυκόπετρα, προκειμένου
να τα εφαρμόσουν.
Δεν ηκολούθησαν
τον συνήθη δρόμον που οδηγεί προς την κωμόπολι, αλλ’ ένα μονοπάτι. Συνέλαβον
ένα ποιμένα παρά την θέσιν «Άγιος Δημήτριος» και τον ηνάγκασαν να τους οδηγήση
κρυφά από το μονοπάτι αυτό μέχρι της Δρακείας. Όταν οι Γερμανοί έφτασαν, χωρίς καν
να γίνουν αντιληπτοί, περιεκύκλωσαν αμέσως την πλατείαν. Έτσι οι ανησυχούντες μεν,
αλλά μη υποψιαζόμενοι έστω τα συμβαίνοντα άρρενες κάτοικοι, συγκεντρωμένοι εντός
των καφενείων, ευρέθησαν εντός κλοιού ασφυκτικού, από τον οποίο δεν ήτο δυνατόν
να εξέλθουν.
Αφού οι
Ες-Ες επέτυχον πλήρη αιφνιδιασμόν και περικύκλωσαν την πλατείαν ενεφανίσθησαν
εις τα καφενεία και διέταξαν τους θαμώνες να μην κινηθούν. Εν τω μεταξύ, ομάδες
Ες-Ες ήρχισαν να ερευνούν εις τας οικίας και συνελάμβανον τους άνδρας, τους
οποίους ωδήγουν προς την πλατείαν και τους ενέκλειον εις τα καφενεία μαζί με
τους άλλους, συλληφθέντας αρχικώς. Το καφενείον Γ. Θεοδώρου εγέμισε ασφυκτικά
από τους άμοιρους Δρακιώτες, η μοίρα των οποίων έμελλε να είναι τόσον σκληρή.
Ως τραγική ειρωνεία πρέπει να θεωρηθή το γεγονός, ότι μερικοί εκ των κατοίκων
ευρισκόμενοι κατά την ώραν του γερμανικού μπλόκο εις τας οικίας και ανησυχήσαντες
για την τύχην συγγενών των, κατήλθον μόνοι
προς την πλατείαν όπου και συνελήφθησαν αμέσως, εγκλεισθέντες και αυτοί εις το
καφενείον Θεοδώρου, το οποίον εφρουρείτο από Γερμανους ωπλισμένους με αυτόματα,
έτοιμα προς βολήν.
Αι συλλήψεις
συνεχίσθησαν μέχρις αργά την νύκτα. Περίτρομοι οι κάτοικοι διερωτώντο για την
τύχην των. Ρώτησαν μερικοί γερμανούς στρατιώτας για να πληροφορηθούν τι θα
συνέβαινε. Και αυτοί με πλήρη απάθειαν τους απήντησαν ότι θα εγίνετο μόνον μία
ανάκρισις. Αναφέρεται μάλιστα χαρακτηριστικώς, ότι ο διοικητής του επιδραμόντος
τμήματος των Ες-Ες εγευμάτισε εις ένα σπίτι της κωμοπόλεως, διαβεβαιών, ότι
τίποτε το κακό δεν θα συνέβαινε.
...Όσο όμως και
αν διαβεβαίωναν οι Γερμανοί τους συλληφθέντας ότι τίποτε το κακό δεν επρόκειτο
να συμβή, οι εντός του καφενείου έγκλειστοι Δρακειώτες είχαν πεισθή για τις
προθέσεις των Ες-Ες. Έτσι πολλοί εσκέφθησαν ως μόνον τρόπον σωτηρίας την
απόδρασιν. Βέβαια υπήρχον οι γερμανοί σκοποί, αλλ’ αν επιχειρήτο μία αιφνιδία εξόρμησις
θα κατώρθωναν ίσως να διαφύγουν οι περισσότεροι, παρ’ ότι αρκετοί θα εύρισκαν
επί τόπου τον θάνατον. Η λύσις αύτη, λύσις απελπισίας, εφαίνετο ως η μόνη ενδεδειyμένη
αφού ούτως ή άλλως, ουδείς επρόκειτο να διαφύγη την εκτέλεσιν. Δυστυχώς, η
τοιαύτη λύσις δεν προεκρίθη κατόπιν παρεμβάσεως των γεροντοτέρων, οι οποιοι
συνέστησαν ψυχραιμίαν και αναμονήν. Επίστευαν αυτοί, ότι το πρωί της επομένης
οι Γερμανοί θα απηλευθέρωναν όλους τούς συλληφθέντας, δεδομένου ότι αυτοί
τίποτε το κακόν δεν έκαμαν.
Με την
πάροδον των νυκτερινών ωρών οι Γερμανοί, φοβηθέντες προφανώς απόπειραν των
κρατουμένων να αποδράσουν, ενίσχυσαν την φρουράν του καφενείου και με άλλους
σκοπούς. Η τελευταία αυτή ενέργεια, εξηφάνισε κάθε ελπίδα πλέον διαφυγής. Όπως
αφηγούνται διασωθέντες ένας εκ των συλληφθέντων, γερμανομαθής, ηρώτησε με
τρόπον Γερμανόν φρουρόν περί της τύχης των. Εκείνος τότε του απήντησε ότι οι
πάντες το πρωί θα εφονεύοντο εις αντίποινα, διά την απώλειαν των δύο γερμανών
στρατιωτών κατά την συμπλοκήν με τους αντάρτας παρά την Αλυκόπετρα.
Η απάντησις
του γερμανού σκοπού έπεσεν ως κεραυνός μεταξύ των 123 ακριβώς, εντός του
καφενείου εγκλείστων Δρακειωτών. Πολλοί άρχισαν να κλαιν, άλλοι να
εναγκαλίζονται μεταξύ των, ενώ όλοι πλέον συνεφώνησαν διά μίαν απόπειραν
ομαδικής αποδράσεως. Αλλ’ ήτο ήδη αργά διότι, όπως είπαμε, η γερμανική φρουρά
πέριξ του καφενείου είχε ενισχυθή και η επιτήρησις ήτο συνεχής και άγρυπνος. Ας
σημειωθή, ότι μεταξύ των κρατουμένων ήσαν και 7 αγωγιάτες από το Σέσκουλο, οι
οποίοι είχαν μεταβή εις Δράκειαν με τα ζώα των.
Οι Γερμανοί
επέτρεπαν εις όσους το ζητούσαν να
μεταβαίνουν ένας-ένας και συνοδεία πάντοτε σκοπού, διά σωματικήν των ανάγκην.
Την 2.30 νυκτερινήν ένας από τους κρατουμένους, ο Ζήσης Σαραβάνης, οδηγηθείς και
αυτός διά σωματικήν του ανάγκην, κατώρθωσε να δραπετεύση. Σκεφθείς, ότι σωτηρία
δεν υπήρχε επωφελήθη της ευκαιρίας και καλυπτόμενος από το πυκνό σκοτάδι,
έτρεξε γρήγορα, προτού καν ο γερμανός σκοπός προλάβη να πυροβολήση. Όταν ο
τελευταίος αυτός έβαλε με το αυτόματόν του ο Σαραβάνης είχε ξεφύγει και αι
σφαίρες ερρίφθησαν εις το κενόν. Μετά την δραπέτευσιν του Σαραβάνη, οι Γερμανοί
δεν επέτρεψαν εις άλλους κρατουμένους να εξέλθουν.
Αφάνταστα
δραματική υπήρξεν η υπόλοιπος νύκτα. Κανένας φυσικά δεν έκλεισε μάτι, ενώ η αγωνία
του θανάτου συνείχε τούς πάντας.
Κάποτε
ξημέρωσε. Κατά τις 7, μπήκε εις το καφενείο ένας γερμανός υπολοχαγός των Ες-Ες,
ονόματι Χόφμαν. Έδειχνε μαλακός και ρώτησε αν κανείς από τους κρατουμένους
ξέρει γερμανικά. Παρουσιάσθηκε ο Χρ. Μιχόπουλος για να μιλήση μαζί του. Ο
Χόφμαν του ανεκοίνωσε ότι οι συλληφθέντες θα αφεθούν ελεύθεροι και θα οδηγηθούν
εις τα σπίτια των τρεις-τρεις. Φαντάζεται, κανείς, με πόσην ανακούφισιν και
χαράν υπεδέχθησαν οι ζωντανοί αυτοί νεκροί, το άγγελμα περί της σωτηρίας των. Ήρχισαν
να ζητωκραυγάζουν και να ευχαριστούν τον γερμανό αξιωματικό, κλαίοντες.
Πόσον όμως
τραγική και οικτρά έμελλε να έλθη εντός ολίγον η διάψευσις της υποσχέσεως του
γερμανού εγκληματίου...
(Έχει και συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου