Ένα κείμενο (εδώ αντιγραφή) από «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ», του Βαγγέλη Σκουβαρά, Βόλος 1959. Αναφέρεται στην καταστροφή της Συκής κλπ από τον τουρκαλβανό Αλιόπασα, αλλά και στον αγώνα των συμπατριωτών μας στα 1823.
Σ' αυτά τα γεγονότα εντάσσεται κι η μάχη της Γατζέας (19-5-1823) (ΕΔΩ) που σκοτώθηκε ο "αιμοβόρος και θηριωδέστατος" όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του "χρονικού" παπα-Γιώργης Ριματισόπουλος- (Ρηματισίδης).
[ Δεν είχε κλείσει ο χρόνος που είχαν κάπως ησυχάσει και ξεθαρρέψει οι Συκιώτες, όταν πλάκωσε στη Μαγνησία, ένας άλλος διοικητής ο Αλιό πασάς. Εγκαταστάθηκε κι αυτός στα Λεχώνια.
Μόλις έμαθαν οι Συκιώτες τον ερχομό του, έστειλαν τους κοτζαμπάσηδες του χωριού γερο-Μανόλη και γερο-Διονύση να τον προσκυνήσουν και να ζητήσουν να επικυρώση και ν’ αναγνωρίση κι αυτός το μπουγιουρντί του Δράμαλη.
Ο Αλιό-πασάς δέχτηκε τους πρωτόγερους καλομίλητα και γλυκά. Τους περιποιήθηκε με μια υποκριτική ευγένεια και τους είπε όπως γράφει το χρονικό:
«Κύριοι, κοτσιαμπάσηδες της Συκής γνωρίσατε καλώς, ότι εγώ ήλθα να ειρηνεύσω τον κόσμον, διότι τοιούτον είναι το θέλημα του κυρίου μου. Σεις δε οι κοτσιαμπασήδες πρέπει να πηγαίνετε εις το χωρίον σας και αμέσως να συνάξετε εντός του χωρίου όλους, μικρούς τε και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας και πάντα τα κινητά σας πράγματα, επειδή ο στρατός μου μέλει να περιέλθη όλα τα χωρία. Και όσοι άνθρωποι ευρεθώσι έξω των χωρίων σας ή πράγματα, θα τα πάρουν οι στρατιώται μου, τους δε ανθρώπους θα τους εννοήσωμεν ως κλέπτας και θα τους κόψωμεν όλους. Προσέχετε λοιπόν να μην αφήσετε τι να εξέλθη του χωρίου, διότι θα πάθουν και θα τους έχετε εις τον λαιμόν σας. Και διά περισσοτέραν ασφάλειάν σας, ιδού επικυρώνω καγώ το έγγραφον του Μαχμούτ πασιά, και αναγνωρίζω την υποταγήν σας, ραϊλίκι σας. Και πηγαίνετε να κοιτάξετε την δουλειά σας και μην φοβείσθε παντελώς. Πάρετε και μερικήν τροφήν να δώσετε εις τους πτωχούς και ησυχάσατε».
Έτσι αποκοίμισε και τους Συκιώτες όπως και άλλους πηλιορείτες. Ο Αλιό -πασάς ήταν πετρόκαρδος και κρυφονούσης. Ύπουλος σαν το τσακάλι. «Αιμοβόρον και θηριωδέστατον» τον λέει ο χρονογράφος. Μπροστά του ο Δράμαλης φαινόταν άγιος.
Στις 2 του Μάη 1822, μέρα Δευτέρα, βγήκε ο πασάς παγάνα ν’ αφανίση τα χωριά. Πρωί-πρωί μπήκε στη Μπιστινίκα και την έκαψε. Το μεσημέρι έφτασε στη Συκή. Αλαλητό των εσκερλήδων, ποδοβολητό των αλόγων, βλαστήμιες και φωνές. Γιόμισαν οι ρούγες αγριόθωρες φάτσες και σαρίκια. Μάζεψαν όλους τους χωρικούς γυναίκες και παιδιά, στην εκκλησία και τους έζωσαν φυλάγοντάς τους. Άλλοι στρατιώτες ξεχύθηκαν στα σπίτια και τα λεηλάτησαν. Ήταν τόση η αρπαχτική τους μανία που δεν άφησαν τίποτε «…έλαβον οι αχρείοι Οθωμανοί όλα των τα υπάρχοντα, όχι μόνον τα άξια λόγου πράγματα, αλλά και τα πλέον ευτελέστερα πράγματα επήραν οι ασεβέστατοι, καθώς πυροστίας, ξύστρας κλπ.»
Μια κόλαση φρίκης είχε απλωθή σ’ όλο το χωριό. Οι μαζωμένοι φώναζαν γοερά, τα παιδιά έκλαιγαν, οι γυναίκες λιποθυμούσαν. Κι οι τουρκαλάδες τους χτυπούσαν με τί κοντάκια των καριοφιλιών και τους κλωτσούσαν ασυμπόνετα. Μέσα στο σπίτι τού χρονογράφου -ο πατέρας του έλειπε απ’ το χωριό- γίνηκε μια άλλη τραγική σκηνή. Μια από τις αδερφάδες του η Ελένη, μαζί με τέσσερις άλλες γειτόνισσες κι ένα μικρό παιδί, δε βγήκαν να πάνε στη σύναξη. Κρύφτηκαν μέσα σε μια τεράστια κάδη. Από κει μέσα, πεθαμένες σχεδόν, άκουαν το κακό πού γινόταν έξω στο χωριό. Μια-δυο φορές μπήκαν τούρκοι μέσα στο σπίτι για να πλιατσικολογήσουν και προσπάθησαν ν’ αναποδογυρίσουν την κάδη. Δεν το κατάφεραν. Και καθώς ήσαν βιαστικοί την παράτησαν:
«... η πρόνοια του Υψίστου δεν άφησαν, ώστε να φανώσι αι αθώαι εκείναι έξ ψυχαί, αι οποίαι από τον μέγαν φόβον όπου συνέλαβον ήτον σχεδόν νενεκρωμέναι».
Όταν τέλειωσε η λεηλασία, άρχισε η μεγαλύτερη συμφορά. Οι Τούρκοι τα μοίρασαν μεταξύ τους Συκιώτας και τους πήραν σκλάβους. Σαν τα πρόβατα τούς ξεχώριζαν και τους ξεδιάλεγαν ανάλογα με την ηλικία τους, τη σωματική τους διάπλαση, την ομορφιά τους. Όσο καλύτεροι ήσαν τόσο μεγαλύτερη τιμή θα είχαν όταν θα τους πουλούσαν. Μέσα σ’ ανείπωτες σκηνές αλλοφροσύνης αποχωρίζονταν δικοί και συγγενείς. Κλωτσούσαν τα παιδιά για ν’ αφήσουν τα χέρια τού πατέρα που τα κρατούσαν μ’ απόγνωση, σέρνονταν απ’ τις κοτσίδες των κοπέλλες και κοπελλούδες για να ξεκολλήσουν από τον κόρφο της μάννας:
«Τότε λοιπόν εξέβαλον τους υπό την διατήρησίν των (=φρούρηση) Συκιώτας, και τους διεμοίραζον ανάμεσόν τους, φευ, ως κτήνη. Φρικτόν θέαμα! Τότε εχωρίζετο πατήρ από τα τέκνα του και η μήτηρ ομοίως, αδελφός υπ’ αδελφού και φίλος από φίλον, γυνή από τον άνδρα της και ανήρ από την σύζυγόν του! Μέγας θρήνος έγινε την ημέραν εκείνην... Φρίξον ήλιε! Στέναξον, στέναξον η γη ..»
Τριακόσιες είκοσι τέσσερις ψυχές σκλαβώθηκαν και είκοσι τρεις σκοτώθηκαν. […]
Αφού τέλειωσε η μοιρασιά, τους σαλάγησαν μπροστά σαν κοπάδι οι Τούρκοι και τράβηξαν για την Αργαλαστή. Και για ν’ αποσώση ο χαλασμός, η οπισθοφυλακή τους έβαλε φωτιά στα σπίτια του χωριού. Οι φλόγες έγλειφαν τα πάντα. Μαύρος καπνός υψωνόταν και το θλιβερό μοιρολόι τού κοπαδιού των σκλάβων αναέριζε κι απλωνόταν στις πλαγιές. Στο δρόμο που τους πήγαιναν, είκοσι τρείς νομάτοι, πες οι πιο θαρραλέοι, πες οι πιο απελπισμένοι, ρίχτηκαν στα ρουμάνια και στις ρεματιές και γλύτωσαν. Με την ψυχή στα δόντια έφτασαν στο χωριό. Σίμωσαν στα σπίτια τους και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά.
---------------------------------------------------
Στο μεταξύ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Η αντίσταση βέβαια είχε λυγίσει σ’ όλα τα πηλιορείτικα χωριά, μα στο Τρίκερι τα επαναστατικά στρατεύματα βαστούσαν ακόμα. Οι καπεταναίοι Καρατάσος, Αγγελής Γάτζος, Μήτρος Λιακόπουλος, Μήτρος Μπασδέκης, όχι μονάχα δεν παραδίνονταν, μα πολεμούσαν με πείσμα. Σε πολλές μάχες οι απώλειες των τούρκων σε σκοτωμένους, λαβωμένους, αιχμάλωτους και πολεμοφόδια ήσαν σημαντικές. Ο Αλιόπασας είχε κυριολεκτικά λυσσάξει. Στάλθηκε για να υποτάξη τη Θεσσαλομαγνησία και δεν τόχε καταφέρει. Η βραχόσπαρτη άκρη της, το Τρίκερι, έμενε ανυπόταχτη. Τη στεριανή της πλευρά την κρατούσαν πηλιορείτες, μακεδόνες και κασσαντρινοί επαναστάτες. Απ’ τη μεριά της θάλασσας ήταν δύσκολο να πατηθή.
Ο Αλιό-πασάς δεν είχε στόλο στη διάθεσή του. Ο Σουλτάνος στην Πόλη περίμενε αποτέλεσμα κι ο Αλιό-πασάς περνούσε τον καιρό του με το φόβο της ένοχής και το βραχνά της τιμωρίας. Όλη η μανία του ξεσπούσε στα πηλιορείτικα χωριά και στ’ ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδά τους. Στο χέρι του ήταν να καίη, να σφάζη και νά σκλαβώνη. Είχε πάρει μια τρομερή απόφαση: Να ξεκληρίση όλον τον πηλιορείτικο πληθυσμό. Μα δεν πρόφτασε.
Μια νύχτα ένα μπουλούκι του Καρατάσου ρίχτηκε ξαφνικά πάνω στο λόφο της Γατζέας, που είχε στρατοπεδέψει πασάς. Με ξεγυμνωμένα τα σπαθιά οι κλέφτες χύθηκαν μέσα στις σκηνές αλαλάζοντας και σφάζοντας. Ήταν ένα από τα πιο παράτολμα ρεσάλτα που έγιναν στη διάρκεια του πηλιορείτικου ξεσηκωμού. Αρκετοί τούρκοι σφάχτηκαν κι ο ίδιος ο Αλιόπασας δέχτηκε δυο-τρεις σπαθιές. Βαριά λαβωμένο τον κουβάλησαν το πρωί στο Κάστρο του Γόλου. Εκεί πέθανε.
«Ο δε αιμοβόρος και των θηρίων ανημερώτερος Αλιό-πασάς… ο αλιτήριος… εις το κάστρον του Βώλου απέρριψε την μιαράν του και αχρειεστάτην ψυχήν.Ούτος ο πασιάς, ως λέγεται, αν δεν ήθελε φονευθή, όλα τα είκοσι τέσσαρα χωρία χωρία του Βώλου ήθελε εξ αποφάσεως τα χαλάσει. Αλλ’ έφθασεν η οργή του θεού εις την μιαράν του κεφαλή και εψόφησε χωρίς να βάλη εις πράξιν απόφασίν του. Και ούτως ελευθερώθησαν τα δυστυχή 24 χωριά από τον αναπόφευκτον κίνδυνον». […]
Σ' αυτά τα γεγονότα εντάσσεται κι η μάχη της Γατζέας (19-5-1823) (ΕΔΩ) που σκοτώθηκε ο "αιμοβόρος και θηριωδέστατος" όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του "χρονικού" παπα-Γιώργης Ριματισόπουλος- (Ρηματισίδης).
[ Δεν είχε κλείσει ο χρόνος που είχαν κάπως ησυχάσει και ξεθαρρέψει οι Συκιώτες, όταν πλάκωσε στη Μαγνησία, ένας άλλος διοικητής ο Αλιό πασάς. Εγκαταστάθηκε κι αυτός στα Λεχώνια.
Μόλις έμαθαν οι Συκιώτες τον ερχομό του, έστειλαν τους κοτζαμπάσηδες του χωριού γερο-Μανόλη και γερο-Διονύση να τον προσκυνήσουν και να ζητήσουν να επικυρώση και ν’ αναγνωρίση κι αυτός το μπουγιουρντί του Δράμαλη.
Ο Αλιό-πασάς δέχτηκε τους πρωτόγερους καλομίλητα και γλυκά. Τους περιποιήθηκε με μια υποκριτική ευγένεια και τους είπε όπως γράφει το χρονικό:
«Κύριοι, κοτσιαμπάσηδες της Συκής γνωρίσατε καλώς, ότι εγώ ήλθα να ειρηνεύσω τον κόσμον, διότι τοιούτον είναι το θέλημα του κυρίου μου. Σεις δε οι κοτσιαμπασήδες πρέπει να πηγαίνετε εις το χωρίον σας και αμέσως να συνάξετε εντός του χωρίου όλους, μικρούς τε και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας και πάντα τα κινητά σας πράγματα, επειδή ο στρατός μου μέλει να περιέλθη όλα τα χωρία. Και όσοι άνθρωποι ευρεθώσι έξω των χωρίων σας ή πράγματα, θα τα πάρουν οι στρατιώται μου, τους δε ανθρώπους θα τους εννοήσωμεν ως κλέπτας και θα τους κόψωμεν όλους. Προσέχετε λοιπόν να μην αφήσετε τι να εξέλθη του χωρίου, διότι θα πάθουν και θα τους έχετε εις τον λαιμόν σας. Και διά περισσοτέραν ασφάλειάν σας, ιδού επικυρώνω καγώ το έγγραφον του Μαχμούτ πασιά, και αναγνωρίζω την υποταγήν σας, ραϊλίκι σας. Και πηγαίνετε να κοιτάξετε την δουλειά σας και μην φοβείσθε παντελώς. Πάρετε και μερικήν τροφήν να δώσετε εις τους πτωχούς και ησυχάσατε».
Έτσι αποκοίμισε και τους Συκιώτες όπως και άλλους πηλιορείτες. Ο Αλιό -πασάς ήταν πετρόκαρδος και κρυφονούσης. Ύπουλος σαν το τσακάλι. «Αιμοβόρον και θηριωδέστατον» τον λέει ο χρονογράφος. Μπροστά του ο Δράμαλης φαινόταν άγιος.
Στις 2 του Μάη 1822, μέρα Δευτέρα, βγήκε ο πασάς παγάνα ν’ αφανίση τα χωριά. Πρωί-πρωί μπήκε στη Μπιστινίκα και την έκαψε. Το μεσημέρι έφτασε στη Συκή. Αλαλητό των εσκερλήδων, ποδοβολητό των αλόγων, βλαστήμιες και φωνές. Γιόμισαν οι ρούγες αγριόθωρες φάτσες και σαρίκια. Μάζεψαν όλους τους χωρικούς γυναίκες και παιδιά, στην εκκλησία και τους έζωσαν φυλάγοντάς τους. Άλλοι στρατιώτες ξεχύθηκαν στα σπίτια και τα λεηλάτησαν. Ήταν τόση η αρπαχτική τους μανία που δεν άφησαν τίποτε «…έλαβον οι αχρείοι Οθωμανοί όλα των τα υπάρχοντα, όχι μόνον τα άξια λόγου πράγματα, αλλά και τα πλέον ευτελέστερα πράγματα επήραν οι ασεβέστατοι, καθώς πυροστίας, ξύστρας κλπ.»
Μια κόλαση φρίκης είχε απλωθή σ’ όλο το χωριό. Οι μαζωμένοι φώναζαν γοερά, τα παιδιά έκλαιγαν, οι γυναίκες λιποθυμούσαν. Κι οι τουρκαλάδες τους χτυπούσαν με τί κοντάκια των καριοφιλιών και τους κλωτσούσαν ασυμπόνετα. Μέσα στο σπίτι τού χρονογράφου -ο πατέρας του έλειπε απ’ το χωριό- γίνηκε μια άλλη τραγική σκηνή. Μια από τις αδερφάδες του η Ελένη, μαζί με τέσσερις άλλες γειτόνισσες κι ένα μικρό παιδί, δε βγήκαν να πάνε στη σύναξη. Κρύφτηκαν μέσα σε μια τεράστια κάδη. Από κει μέσα, πεθαμένες σχεδόν, άκουαν το κακό πού γινόταν έξω στο χωριό. Μια-δυο φορές μπήκαν τούρκοι μέσα στο σπίτι για να πλιατσικολογήσουν και προσπάθησαν ν’ αναποδογυρίσουν την κάδη. Δεν το κατάφεραν. Και καθώς ήσαν βιαστικοί την παράτησαν:
«... η πρόνοια του Υψίστου δεν άφησαν, ώστε να φανώσι αι αθώαι εκείναι έξ ψυχαί, αι οποίαι από τον μέγαν φόβον όπου συνέλαβον ήτον σχεδόν νενεκρωμέναι».
Όταν τέλειωσε η λεηλασία, άρχισε η μεγαλύτερη συμφορά. Οι Τούρκοι τα μοίρασαν μεταξύ τους Συκιώτας και τους πήραν σκλάβους. Σαν τα πρόβατα τούς ξεχώριζαν και τους ξεδιάλεγαν ανάλογα με την ηλικία τους, τη σωματική τους διάπλαση, την ομορφιά τους. Όσο καλύτεροι ήσαν τόσο μεγαλύτερη τιμή θα είχαν όταν θα τους πουλούσαν. Μέσα σ’ ανείπωτες σκηνές αλλοφροσύνης αποχωρίζονταν δικοί και συγγενείς. Κλωτσούσαν τα παιδιά για ν’ αφήσουν τα χέρια τού πατέρα που τα κρατούσαν μ’ απόγνωση, σέρνονταν απ’ τις κοτσίδες των κοπέλλες και κοπελλούδες για να ξεκολλήσουν από τον κόρφο της μάννας:
«Τότε λοιπόν εξέβαλον τους υπό την διατήρησίν των (=φρούρηση) Συκιώτας, και τους διεμοίραζον ανάμεσόν τους, φευ, ως κτήνη. Φρικτόν θέαμα! Τότε εχωρίζετο πατήρ από τα τέκνα του και η μήτηρ ομοίως, αδελφός υπ’ αδελφού και φίλος από φίλον, γυνή από τον άνδρα της και ανήρ από την σύζυγόν του! Μέγας θρήνος έγινε την ημέραν εκείνην... Φρίξον ήλιε! Στέναξον, στέναξον η γη ..»
Τριακόσιες είκοσι τέσσερις ψυχές σκλαβώθηκαν και είκοσι τρεις σκοτώθηκαν. […]
Αφού τέλειωσε η μοιρασιά, τους σαλάγησαν μπροστά σαν κοπάδι οι Τούρκοι και τράβηξαν για την Αργαλαστή. Και για ν’ αποσώση ο χαλασμός, η οπισθοφυλακή τους έβαλε φωτιά στα σπίτια του χωριού. Οι φλόγες έγλειφαν τα πάντα. Μαύρος καπνός υψωνόταν και το θλιβερό μοιρολόι τού κοπαδιού των σκλάβων αναέριζε κι απλωνόταν στις πλαγιές. Στο δρόμο που τους πήγαιναν, είκοσι τρείς νομάτοι, πες οι πιο θαρραλέοι, πες οι πιο απελπισμένοι, ρίχτηκαν στα ρουμάνια και στις ρεματιές και γλύτωσαν. Με την ψυχή στα δόντια έφτασαν στο χωριό. Σίμωσαν στα σπίτια τους και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά.
---------------------------------------------------
Στο μεταξύ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Η αντίσταση βέβαια είχε λυγίσει σ’ όλα τα πηλιορείτικα χωριά, μα στο Τρίκερι τα επαναστατικά στρατεύματα βαστούσαν ακόμα. Οι καπεταναίοι Καρατάσος, Αγγελής Γάτζος, Μήτρος Λιακόπουλος, Μήτρος Μπασδέκης, όχι μονάχα δεν παραδίνονταν, μα πολεμούσαν με πείσμα. Σε πολλές μάχες οι απώλειες των τούρκων σε σκοτωμένους, λαβωμένους, αιχμάλωτους και πολεμοφόδια ήσαν σημαντικές. Ο Αλιόπασας είχε κυριολεκτικά λυσσάξει. Στάλθηκε για να υποτάξη τη Θεσσαλομαγνησία και δεν τόχε καταφέρει. Η βραχόσπαρτη άκρη της, το Τρίκερι, έμενε ανυπόταχτη. Τη στεριανή της πλευρά την κρατούσαν πηλιορείτες, μακεδόνες και κασσαντρινοί επαναστάτες. Απ’ τη μεριά της θάλασσας ήταν δύσκολο να πατηθή.
Ο Αλιό-πασάς δεν είχε στόλο στη διάθεσή του. Ο Σουλτάνος στην Πόλη περίμενε αποτέλεσμα κι ο Αλιό-πασάς περνούσε τον καιρό του με το φόβο της ένοχής και το βραχνά της τιμωρίας. Όλη η μανία του ξεσπούσε στα πηλιορείτικα χωριά και στ’ ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδά τους. Στο χέρι του ήταν να καίη, να σφάζη και νά σκλαβώνη. Είχε πάρει μια τρομερή απόφαση: Να ξεκληρίση όλον τον πηλιορείτικο πληθυσμό. Μα δεν πρόφτασε.
Μια νύχτα ένα μπουλούκι του Καρατάσου ρίχτηκε ξαφνικά πάνω στο λόφο της Γατζέας, που είχε στρατοπεδέψει πασάς. Με ξεγυμνωμένα τα σπαθιά οι κλέφτες χύθηκαν μέσα στις σκηνές αλαλάζοντας και σφάζοντας. Ήταν ένα από τα πιο παράτολμα ρεσάλτα που έγιναν στη διάρκεια του πηλιορείτικου ξεσηκωμού. Αρκετοί τούρκοι σφάχτηκαν κι ο ίδιος ο Αλιόπασας δέχτηκε δυο-τρεις σπαθιές. Βαριά λαβωμένο τον κουβάλησαν το πρωί στο Κάστρο του Γόλου. Εκεί πέθανε.
«Ο δε αιμοβόρος και των θηρίων ανημερώτερος Αλιό-πασάς… ο αλιτήριος… εις το κάστρον του Βώλου απέρριψε την μιαράν του και αχρειεστάτην ψυχήν.Ούτος ο πασιάς, ως λέγεται, αν δεν ήθελε φονευθή, όλα τα είκοσι τέσσαρα χωρία χωρία του Βώλου ήθελε εξ αποφάσεως τα χαλάσει. Αλλ’ έφθασεν η οργή του θεού εις την μιαράν του κεφαλή και εψόφησε χωρίς να βάλη εις πράξιν απόφασίν του. Και ούτως ελευθερώθησαν τα δυστυχή 24 χωριά από τον αναπόφευκτον κίνδυνον». […]
«Λόγος επικήδειος στον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά» από τον καθηγητή Φιλίππο Ιωάννου. (εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, Αθήναι 27-7-1871) |