Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Το μαρτυρικό Καραμπάσι (3)

Φορτώσαμε, λοιπόν εις τα αυτοκίνητα συνεχίζει την αφήγησι του ο κ. Βολιώτης για την καταστροφή του Αγίου Βλασίου- και σε Γερμανοί μάς έφεραν πάλι εις το σχολειό μαζί με τους άλλους. Λίγο αργότερα μας διάταξαν να κατεβούμε στο προαύλιο. Βγαίνοντας από το σχολείο αντικρίσαμε καπνούς και φλόγες. Το χωρίο εκαίετο. Οι Γερμανοι έβαζαν φωτιά από σπίτι σε σπίτι. Σφίκτηκε η καρδιά μας. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε. 
Οι Γερμανοί έδωσαν εντολή να ανεβούμε εις τα αυτοκίνητα, που ανέμεναν. Πού θα μας πήγαιναν άραγε; Είμασταν πολλοί και δεν χωρούσαμε όλοι.  Όσοι  έμειναν θα πήγαιναν πεζοπορία υπό συνοδείαν, φυσικά. Εγώ βρέθηκα μεταξύ των πεζών. Η κατεύθυνσίς μας ήταν προς Λεχώνια. Είχα την ετοιμότητα εις τον δρόμο να ρωτήσω έναν από τους Γερμανούς στρατιώτας για την τύχη μας. Αφελέστατα αυτός απήντησε. μου έδωσε δηλαδή να καταλάβω, ότι μας πήγαιναν εις τα Λεχώνια, όπου θα εκτελούσαν πενήντα. Αύτονοητη η λαχτάρα που δοκιμάσαμε πρώτος εγώ και ύστερα οι άλλοι όταν το επληροφορήθησαν.
Κάποτε, είχε πια μεσημεριάσει, φθάσαμε εις τα Λεχώνια. Μας συγκέντρωσαν εις την πλατεία. 'Ηρθε ένας γερμανός λοχαγός, ο διοικητής της μονάδας, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο επιβεβαίωσε την είδησι, ότι θα εκτελούσαν πενήντα από μας. 
Κατά καλήν τύχην ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Βλασίου Παχιός, ήξερε γερμανικά, διότι έμεινε ως αιχμάλωτος εις το Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Συνεννοήθηκα λοιπόν μαζί του και με το θάρρος τού επεβάλετο από την περίστασι μιλήσαμε εις τον γερμανό λοχαγό. Του είπαμε, ότι άδικος υπήρξε η πυρπόλησις του Αγίου Βλασίου, και άδικος και η δική μας σύλληψις, ακόμη δε περισσότερο άδικος η ληφθείσα απόφασις περί εκτελέσεως πενήντα αθώων, διότι το επεισόδιο μεταξύ του γερμανού στρατιώτου και των εφεδροελασιτών δεν έγινε εις τον Άγιο Βλάση. Ο Γερμανός όμως άντεταξε το επιχείρημα ότι οι δύο νεαροί που ηλέχθησαν από τον στρατιώτην εις Άγιον Γεώργιον, έφερον ταυτότητας εκδόσεως Αγίου Βλασίου και ήταν αντάρτες. Εν πάση περιπτώσει από την επιμονή μας και τα λογικά επιχειρήματά μας εκάμφθη ο λοχαγός και χωρίς να πη λέξι ανέβηκε εις το αυτοκίνητό του και πήγε εις τον Άγιο Βλάσιο, όπου διέταξε να σταματήσουν οι καταστροφές και να σβήσουν αι πυρκαϊές. Ήταν όμως πλέον αργά αφού τα περισσότερα σπίτια και καταστήματα του χωριού εκάησαν. Εντελώς ελάχιστα εγλύτωσαν από την παρέμβασι αυτή του γερμανού λοχαγού, ο οποίος ύστερα από λίγη ώρα επέστρεψε εις τα Λεχώνια και ανήγγειλε ότι δεν θα εγίνoντο και αι εκτελέσεις. Αναπνεύσαμε άλλα τα βάσανα των αθώων Αγιοβλασιτών επέπρωτο να μην τελειώσουν ακόμη. 
Ο λοχαγός διέταξε, να χωρισθούν οι άνδρες από τα γυναικόπαιδα,  πράγμα που έγινε φυσικά, θέλοντας και μη, γρήγορα. Κατόπιν τα μεν γυναικόπαιδα και οι γέροι αφέθησαν ελεύθεροι να γυρίσουν εις το χωριό. Τους άνδρες οι Γερμανοί τους έβαλαν εις τα αυτοκίνητα και τους ωδήγησαν εις Βόλον όπου τους έκλεισαν εις την Κίτρινη Αποθήκη. Πολλών εξ αυτών η μοίρα υπήρξε φοβερή. Εξετελέσθησαν από τους Γερμανούς ή εστάλησαν εις τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Κατά καλήν μου τύχη οι Γερμανοί με αφήκαν να συνοδεύσω τον εγχειρησμένον εις το μάτι πατέρα μου, μη δυνάμενον να βαδίζη. Έτσι εγλύτωσα και επέστρεψα και εγώ την ίδια ημέρα εις το χωριό.
Τι ήταν όμως εκείνο το οποίον μας ανέμενε; Καμμένος ο άλλοτε ωραίος Άγιος Βλάσιος, κατεστραμμένα εντελώς όλα σχεδόν τα μαγαζιά μας, ερείπια, οι περιουσίες μας αγρίως λεηλατημένες. Συμφορά άνευ προηγουμένου.
Αλλά το χειρότερο που ανέμενε εμένα ήταν κάτι άλλο: Ο θάνατος του αδελφού μου Βλάση Βολιώτη, 16 ετών, οποίος κρύφτηκε εις το ταβάνι τού σπιτιού όταν ήρθαν οι Γερμανοί και δεν κατώρθωσε να διαφύγη. Τον πυροβόλησαν και του άνοιξαν το κεφάλι. Ύστερα πήραν το πτώμα, το έριξαν επάνω σε ξερά ξύλα και προσανάμματα, το έβρεξαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά. Βρήκαμε τον αδελφό μου ημιαπηνθρακωμένο.
Ήταν και άλλοι οι φονευθέντες. Δώδεκα εν όλω εκείνη την ημέρα. Μαζέψαμε τους νεκρούς και τους μεταφέραμε εις το νεκροταφείο. Τους θάψαμε την επομένη.
 Ύστερα, με την πάροδο τού χρόνου, αφού εν τω μεταξύ απελευθερώθησαν και αρκετοί από τους  συλληφθέντες άνδρες του χωριού, προσπαθήσαμε να ξαναφτιάσουμε τη ζωή μας.  Ήταν εν τούτοις αυτό τόσο εύκολο; Όχι γιατί αι ψυχές μας γέμισαν από πένθος και πικρία, γιατί αι περιουσίες μας χάθηκαν μέσα σε λίγες ώρες, περιουσίες γερές που αντιπροσώπευαν αγώνες και ιδρώτα τόσων και τόσων χρόνων».
Ιδού τώρα ένας κατάλογος νεκρών κατοίκων του Αγίου Βλασίου, φονευθέντων κατά την Κατοχήν:
Βλάσ. Αρ. Βολιώτης, Μιχ. Δημ. Βολιώτης, Νικ. Κ. Κοψιαλής, Δημ, Λούκας, Ιω. Άλ. Τζαβέλας, Βλασ. Ν. Στανιός, .Κων. Φτελιανός. Βάιος Κ. Κλειτσογιάννης, Δημ. Αν. Κούτριας, Ιω. Σ. Παναγιώτου, Αγγελική Απ. Πολυχρόνου, Ευάγγελος Δ. Κούτριας, Κυρατσώ Δ. Πριάμου, Ευφροσύνη Ι. Κουκουβίνου, Ιωάν. Άγγ. Σταματόπουλος, Νικ. Δ. Τσιπαράς. Βασ. Κ. Καραγιάννης, Δημ. Κ. Καραγιάννης, Δ. Τρ. Βολιώτης, Κων. Ν. Κουτσουβέλης, Βασ. Γ. Βολιώτης, Ιω. Κ. Αργυρογιάννης, Κων. Γ. Κωστόπουλος, Βαρβάρα Απ. Κοσμά, Χρίστ. Ι. Αντωνόπουλος, Ανασ. Ράπτης, (Παντελ. Φιλ. Σπύρου,  Ιω. Β. Σαμαράς, Αδελφοί Κ. Ζησοπούλου κλπ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου