Ένα πολύ όμορφο [κι επίκαιρο(!)-για σήμερα ημέρα της Μητέρας και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου] κείμενο του Πηλιορείτη Κώστα Λιάπη...
Αη-Γιάννης ο «Λουλουδίτης», ένας «Μάης» με φωτοστέφανο
Στις 8 του Μάη, ο γιορταστικός συνωστισμός κατάντησε αφόρητος στις μέρες μας. Γιατί πέρα απ’ τη γιορτή του «Ιωάννου του Θεολόγου και Αρσενίου του Μεγάλου», που καθορίζει το εορτολόγιο, η ίδια μέρα καθιερώθηκε σ’ όλο τον κόσμο και σα μέρα τους Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που με σειρά του δέχτηκε πάλι καλόβολα να τη μοιράζεται, σαν τύχει η μέρα νάναι Κυριακή, με τη σε παγκόσμια κλίμακα τιμώμενη Μητέρα.
Παγκόσμια η ακτινοβολία τούτων των γιορτασμών, μόλις που αφήνει κάποια ισχνά περιθώρια στην ανατολική πηλιορείτικη πλευρά για ένα άλλο παραδοσιακό γιορτολόι, που πασχίζει να κρατηθεί και να επιβιώσει κάτω απ’ τ’ ανελέητα κονταροχτυπήματα της σύγχρονης καταλυτικής για τις παλιές αξίες εποχής μας.
Ένας φυσιολάτρης, ένας ειδωλατρικός «άγιος» ένας «Μάης» αν θέλετε του λαϊκού μας εορτολογίου, θύμα κι αυτός των καιvούργιων αποπνευματοποιημένων τάσεων των νέων ανθρώπων του καιρού μας, διαφέντευε ολομόναχος τούτη τη μέρα, τη δική του μέρα, στους παλιότερους καιρούς, ένα μεγάλο τομέα της ανατολικής πηλιορείτικης πλευράς.
Είταν, το ξαναλέω, ένας «άγιος» παράξενος τούτος ο Αη-Γιάννης ο Λουλουδίτης. Όχι λιγότερο άγιος απ’ τους άλλους εν ουρανοίς... συναδέλφους του, είχε ωστόσο το δικό του ιδιόρρυθμο τύπο, έναν τύπο ελκυστικό, οικείο, ανθρώπινο. Είταν μια παγανιστική μορφή με φωτοστέφανο που η λαϊκή πίστη και φαντασία την ξεχώριζε απ’ το πάνθεο των αγίων, μια ιερή φυσιογνωμία του λαϊκού μας εορτολογίου, που προσιδίαζε πιο πολύ στο ειδωλολατρικό, διονυσιακό πρότυπο, παρά στον αυστηρό, ασκητικό, βυζαντινό τύπο.
Τον χαρακτήρισα «Μάη» πιο πάνω τούτον τον ιδιότυπο λαϊκό μας άγιο. Κι είταν για την απλοϊκή συνείδηση των πιστών στ’ αλήθεια ένας τέτοιος.
Γνωστή στη λαογραφία μας η πηλιορείτικη παράδοση των «Μάηδων» που κουβαλούσαν ως πριν δεκάδες χρόνια στο Πήλιο το παγανιστικό πνεύμα των αρχαίων διονυσιακών γιορτασμών.
Για αιώνες στάθηκε τούτη η νεώτερη διονυσιακή γιορτή, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ξέφρενος ύμνος στη ζωή που τον Μάη, με τον οργασμό της λουλουδισμένης φύσης, αναρριπίζει όλες τις κρυμμένες χάρες της, το πιο τρικυμισμένο, το πιο ευφρόσυνο κι ευδαιμονικό γλεντολόι.
Οχτώ μέρες κρατούσε τούτο το απίθανο μαγιάτικο μεθύσι. Άρχιζε δειλά-δειλά μα ορεξάτα την Πρωτομαγιά, κορυφωνόταν στις επόμενες μέρες και τέλευε στον καλό καιρό, σωστό πια γλετζέδικο παραλήρημα, με το συμπλήρωμα της εβδομαδας του διονυσιακού τούτου οίστρου.
Στις 8 του Μάη, γιορτή τ’ Αη-Γιαννιού, καταλάγιαζαν τα οργιαστικά γιορτάσια, ο κόσμος συνέφερνε, η ζωή πάσχιζε να ξαναβρεί τη χαμένη ημεράδα της.. Όλα όμως τούτα τα ιστορήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κείνο που δεν είπαμε είναι πως τούτος ο άγιος, αναλάβαινε καλόβολα να συμβιβάσει την τρέλα με τη φρονιμάδα, να ρίξει κατά πως λένε, νερό στο κρασί, να κατεβάσει λίγο-λίγο τον πυρετό του παθιάρικου χαροκοπιού, να φέρει τον ξετρελαμένο ντουνιά σε θεογνωσία, αποσπώντας τον απ’ την κραιπάλη και στρώνοντάς τον στο συρμό του γαλήνιου εργατικού μόχτου, της ήρεμης νοικοκυρίστικης ζωής.
Δύσκολος, άχαρος και όσο νάναι αταίριαστος για έναν άγιο, έστω κι αν αυτός δεν ανήκε στη χορεία των ανελέητων, ανένδοτων και αγέλαστων ιερών μορφών που ξεπροβάλλουν απ’ το ασκηταριό της βυζαντινής αγιογραφίας, ο ρόλος του ειρηνοποιού.
Πρόθυμα όμως και καλοσυνάτα τον αποδέχτηκε ο καλόβολος άγιος του χρονικού μας. Κι έγινε για τα «πίσω» πηλιορείτικα χωριά η συμπαθέστερη φυσιογνωμία του χριστιανικού μας πάνθεου.
Στις εκκλησιές του κόνευαν τούτη τη στερνή μέρα του γλεντολογιού οι χαροκόποι «Μάηδες», πνιγμένοι ακόμα «στ’ άθια και στα λουλούδια», ζαλισμένοι απ’ τους ατμούς του κρασιού, ξουθενωμένα απ’ το αδιάκοπο γλέντι.
Από κοντά κι όλος ο άλλος κόσμος, μπουχτισμένος απ’ το πολυήμερο ξεφάντωμα να γυρεύει απ τον καλοπροαίρετο «Λουλουδίτη» συχώριο, για τ’ οκταήμερο όργιο, ανάκαρα για τη δουλειά θα ‘πρεπε να ξαναρχίσει απ’ την επαύριο.
Ήταν μαθές τότες και το «καματερό» που συνέπαιρνε τούτο το μήνα τον κόσμο του γραμμένου θεσσαλικού βουνού.
Με το έμπα του Μάη οι καλαμωτές μετεωρίζονταν παντού μες στις στενόχωρες κάμαρες των πηλιορείτικων κονακιών. Ο Αη-Γιάννης ο «Λουλουδίτης», προστάτης της διονυσιακής χαράς των ανθρώπων, διαφέντευε και την προκοπή του «καματερού» κι ευλόγαγε τούτον τον αγώνα των ξωμάχων που, σαν ο καιρός τράβαγε με τη χάρη του αγίου καλός, έδινε γερή μονέδα στους «σκωληκοτρόφους».
Στη γιορτή λοιπόν του «Λουλουδίτη», ο παπάς απόθετε τη χάρη του Αγίου στα λογής-λογής λουλούδια ή τρυφερά φύλλα απ’ τις «μπριες» που κουβάλαγαν οι γυναίκες στις εκκλησιές μέσα σο πανέρια.
Τα «διαβασμένα» τούτα λούλουδα κρεμιόνταν στις «σταντουσιές» και τα μουρόφυλλα τρώγονταν απ’ τα αδηφάγα σκουλήκια. Έτσι με τη χάρη του προστάτη τους, οι «μεταξάδες» έκλωθαν σαν έφτιαχνε ο καιρός «καρύδια» τα κουκούλια τους. Κι ως τότε ο άγιος φύλαγε κι αύξαινε το καματερό που τ’ απειλούσαν με θανατικό τα μαγιάτικα αστραπόβροντα. Τέτοιος, φίλος της χαράς και της λουλουδισμένης φύσης αλλά και προστάτης του ανθρώπινου μόχτου είταν ο Αη- Γιάννης ο «Λουλουδίτης».
Γι’ αυτό και ο άνθρωπο τον τιμούσαν με το παραπάνω στα ξωκλήσια που διαφέντευε η χάρη του.
Χωρίς «Μάηδες» γλεντοκόπους σήμερα το Πήλιο, με περιορισμένα φυσιολατρικά χαροκόπια, δίχως και την απαντοχή του «καματερού», επόμενο είταν να εγκαταλείψει τον παλιό αγαπημένο του άγιο.
Απ’ όλα τα χωριά που τιμούσαν αλλοτινά τη χάρη του, ο Αη-Δημήτρης μόνο ξέμεινε να τον θυμάται και να τον τιμάει κάπως ακόμα τη μισοσβησμένη μνήμη του.
Στο ξωκλήσι του, κει πάνω στου «Κραβαρού τη ράχη», που δίνει τ’ όμορφο χωριό με το γραμμένο ακρογιάλι τ’ Αη-Γιαννιού, κατηφορίζουν οι Αη-Δημητριώτες, ανηφορίζουν οι Αη-Γιαννιώτες κάθε 8 του Μάη με τις αγκαλιές γιομάτες λουλούδια, ευωδιαστή προσφορά που επιβάλλει η παράδοση στη μνήμη του φυσιολάτρη «Λουλουδίτη».
Απ’ την ανθοστόλιστη όμως σύναξη λείπουν οι «Μάηδες», απουσιάζει η παλιά εκείνη ψυχική χαρμονή κι ο πασίχαρος οίστρος που μετουσιώνοταν σε πνευματικό βίωμα και ταξίδευε τις ψυχές των πανηγυριστών σ’ ευφρόσυνους κι ευδαιμονικούς χώρους.
Ράθυμα πια σκορπίζεται, σαν τα πέταλα των λουλουδιών της προσφοράς της, η σύναξη, δίχως το θρησκευτικό γιορτάσι να πάρει γλεντοκοπικές προεκτάσεις στο «Παζαράκι» κειδα στη «Χορεύτρα», σαν όπως παλιά, τότε που απολείτουργα της γιορτής του αγίου το κρασί έδινε τη στερνή ανάκαρα για χοροστάσι στους «Μάηδες» και κορύφωνε τον …. καλλιτεχνικό οίστρο του Μαυρίκου και του Κλιαρά που ξεκούφαιναν τον κοσμάκη ο ένας με την πίπιζα κι ο άλλος με το πελώριο νταούλι του.
Τις ίδιες ώρες, ακόμα ισχνότερα, γιορτάζεσαι η μνήμη του άλλοτε κραταιού αγίου, στο ξωκλήσι του Σταυρού που τον φιλοξενεί από χρόνια στο αντικρυνό του Αη-Δημήτρη χωριό Μούρεσι.
Πάνε χρόνια πια που φυλλορροεί ο «Λουλουδίτης» άγιος. Η μνήμη του από χρόνια όλο και πιο πολύ απολησμονιέται απ’ τον πολύ κόσμο καθώς ο τελευταίος όλο και ξεκόβει απ’ τα «παλιά», όλο και αμολάει τους κάβους που τονε κρατούνε δεμένο με την παράδοση, με τον παλιό κόσμο που λίγο-λίγο βουλιάζει και χάνεται πνιγμένος στην αχλύ της λησμονιάς.
(Κώστας Λιάπης- ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ-ΠΥΛΗ 1978)
Παγκόσμια η ακτινοβολία τούτων των γιορτασμών, μόλις που αφήνει κάποια ισχνά περιθώρια στην ανατολική πηλιορείτικη πλευρά για ένα άλλο παραδοσιακό γιορτολόι, που πασχίζει να κρατηθεί και να επιβιώσει κάτω απ’ τ’ ανελέητα κονταροχτυπήματα της σύγχρονης καταλυτικής για τις παλιές αξίες εποχής μας.
Ένας φυσιολάτρης, ένας ειδωλατρικός «άγιος» ένας «Μάης» αν θέλετε του λαϊκού μας εορτολογίου, θύμα κι αυτός των καιvούργιων αποπνευματοποιημένων τάσεων των νέων ανθρώπων του καιρού μας, διαφέντευε ολομόναχος τούτη τη μέρα, τη δική του μέρα, στους παλιότερους καιρούς, ένα μεγάλο τομέα της ανατολικής πηλιορείτικης πλευράς.
Είταν, το ξαναλέω, ένας «άγιος» παράξενος τούτος ο Αη-Γιάννης ο Λουλουδίτης. Όχι λιγότερο άγιος απ’ τους άλλους εν ουρανοίς... συναδέλφους του, είχε ωστόσο το δικό του ιδιόρρυθμο τύπο, έναν τύπο ελκυστικό, οικείο, ανθρώπινο. Είταν μια παγανιστική μορφή με φωτοστέφανο που η λαϊκή πίστη και φαντασία την ξεχώριζε απ’ το πάνθεο των αγίων, μια ιερή φυσιογνωμία του λαϊκού μας εορτολογίου, που προσιδίαζε πιο πολύ στο ειδωλολατρικό, διονυσιακό πρότυπο, παρά στον αυστηρό, ασκητικό, βυζαντινό τύπο.
Τον χαρακτήρισα «Μάη» πιο πάνω τούτον τον ιδιότυπο λαϊκό μας άγιο. Κι είταν για την απλοϊκή συνείδηση των πιστών στ’ αλήθεια ένας τέτοιος.
Γνωστή στη λαογραφία μας η πηλιορείτικη παράδοση των «Μάηδων» που κουβαλούσαν ως πριν δεκάδες χρόνια στο Πήλιο το παγανιστικό πνεύμα των αρχαίων διονυσιακών γιορτασμών.
Για αιώνες στάθηκε τούτη η νεώτερη διονυσιακή γιορτή, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ξέφρενος ύμνος στη ζωή που τον Μάη, με τον οργασμό της λουλουδισμένης φύσης, αναρριπίζει όλες τις κρυμμένες χάρες της, το πιο τρικυμισμένο, το πιο ευφρόσυνο κι ευδαιμονικό γλεντολόι.
Οχτώ μέρες κρατούσε τούτο το απίθανο μαγιάτικο μεθύσι. Άρχιζε δειλά-δειλά μα ορεξάτα την Πρωτομαγιά, κορυφωνόταν στις επόμενες μέρες και τέλευε στον καλό καιρό, σωστό πια γλετζέδικο παραλήρημα, με το συμπλήρωμα της εβδομαδας του διονυσιακού τούτου οίστρου.
Στις 8 του Μάη, γιορτή τ’ Αη-Γιαννιού, καταλάγιαζαν τα οργιαστικά γιορτάσια, ο κόσμος συνέφερνε, η ζωή πάσχιζε να ξαναβρεί τη χαμένη ημεράδα της.. Όλα όμως τούτα τα ιστορήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κείνο που δεν είπαμε είναι πως τούτος ο άγιος, αναλάβαινε καλόβολα να συμβιβάσει την τρέλα με τη φρονιμάδα, να ρίξει κατά πως λένε, νερό στο κρασί, να κατεβάσει λίγο-λίγο τον πυρετό του παθιάρικου χαροκοπιού, να φέρει τον ξετρελαμένο ντουνιά σε θεογνωσία, αποσπώντας τον απ’ την κραιπάλη και στρώνοντάς τον στο συρμό του γαλήνιου εργατικού μόχτου, της ήρεμης νοικοκυρίστικης ζωής.
Δύσκολος, άχαρος και όσο νάναι αταίριαστος για έναν άγιο, έστω κι αν αυτός δεν ανήκε στη χορεία των ανελέητων, ανένδοτων και αγέλαστων ιερών μορφών που ξεπροβάλλουν απ’ το ασκηταριό της βυζαντινής αγιογραφίας, ο ρόλος του ειρηνοποιού.
Πρόθυμα όμως και καλοσυνάτα τον αποδέχτηκε ο καλόβολος άγιος του χρονικού μας. Κι έγινε για τα «πίσω» πηλιορείτικα χωριά η συμπαθέστερη φυσιογνωμία του χριστιανικού μας πάνθεου.
Στις εκκλησιές του κόνευαν τούτη τη στερνή μέρα του γλεντολογιού οι χαροκόποι «Μάηδες», πνιγμένοι ακόμα «στ’ άθια και στα λουλούδια», ζαλισμένοι απ’ τους ατμούς του κρασιού, ξουθενωμένα απ’ το αδιάκοπο γλέντι.
Από κοντά κι όλος ο άλλος κόσμος, μπουχτισμένος απ’ το πολυήμερο ξεφάντωμα να γυρεύει απ τον καλοπροαίρετο «Λουλουδίτη» συχώριο, για τ’ οκταήμερο όργιο, ανάκαρα για τη δουλειά θα ‘πρεπε να ξαναρχίσει απ’ την επαύριο.
Ήταν μαθές τότες και το «καματερό» που συνέπαιρνε τούτο το μήνα τον κόσμο του γραμμένου θεσσαλικού βουνού.
Με το έμπα του Μάη οι καλαμωτές μετεωρίζονταν παντού μες στις στενόχωρες κάμαρες των πηλιορείτικων κονακιών. Ο Αη-Γιάννης ο «Λουλουδίτης», προστάτης της διονυσιακής χαράς των ανθρώπων, διαφέντευε και την προκοπή του «καματερού» κι ευλόγαγε τούτον τον αγώνα των ξωμάχων που, σαν ο καιρός τράβαγε με τη χάρη του αγίου καλός, έδινε γερή μονέδα στους «σκωληκοτρόφους».
Στη γιορτή λοιπόν του «Λουλουδίτη», ο παπάς απόθετε τη χάρη του Αγίου στα λογής-λογής λουλούδια ή τρυφερά φύλλα απ’ τις «μπριες» που κουβάλαγαν οι γυναίκες στις εκκλησιές μέσα σο πανέρια.
Τα «διαβασμένα» τούτα λούλουδα κρεμιόνταν στις «σταντουσιές» και τα μουρόφυλλα τρώγονταν απ’ τα αδηφάγα σκουλήκια. Έτσι με τη χάρη του προστάτη τους, οι «μεταξάδες» έκλωθαν σαν έφτιαχνε ο καιρός «καρύδια» τα κουκούλια τους. Κι ως τότε ο άγιος φύλαγε κι αύξαινε το καματερό που τ’ απειλούσαν με θανατικό τα μαγιάτικα αστραπόβροντα. Τέτοιος, φίλος της χαράς και της λουλουδισμένης φύσης αλλά και προστάτης του ανθρώπινου μόχτου είταν ο Αη- Γιάννης ο «Λουλουδίτης».
Γι’ αυτό και ο άνθρωπο τον τιμούσαν με το παραπάνω στα ξωκλήσια που διαφέντευε η χάρη του.
Χωρίς «Μάηδες» γλεντοκόπους σήμερα το Πήλιο, με περιορισμένα φυσιολατρικά χαροκόπια, δίχως και την απαντοχή του «καματερού», επόμενο είταν να εγκαταλείψει τον παλιό αγαπημένο του άγιο.
Απ’ όλα τα χωριά που τιμούσαν αλλοτινά τη χάρη του, ο Αη-Δημήτρης μόνο ξέμεινε να τον θυμάται και να τον τιμάει κάπως ακόμα τη μισοσβησμένη μνήμη του.
Στο ξωκλήσι του, κει πάνω στου «Κραβαρού τη ράχη», που δίνει τ’ όμορφο χωριό με το γραμμένο ακρογιάλι τ’ Αη-Γιαννιού, κατηφορίζουν οι Αη-Δημητριώτες, ανηφορίζουν οι Αη-Γιαννιώτες κάθε 8 του Μάη με τις αγκαλιές γιομάτες λουλούδια, ευωδιαστή προσφορά που επιβάλλει η παράδοση στη μνήμη του φυσιολάτρη «Λουλουδίτη».
Απ’ την ανθοστόλιστη όμως σύναξη λείπουν οι «Μάηδες», απουσιάζει η παλιά εκείνη ψυχική χαρμονή κι ο πασίχαρος οίστρος που μετουσιώνοταν σε πνευματικό βίωμα και ταξίδευε τις ψυχές των πανηγυριστών σ’ ευφρόσυνους κι ευδαιμονικούς χώρους.
Ράθυμα πια σκορπίζεται, σαν τα πέταλα των λουλουδιών της προσφοράς της, η σύναξη, δίχως το θρησκευτικό γιορτάσι να πάρει γλεντοκοπικές προεκτάσεις στο «Παζαράκι» κειδα στη «Χορεύτρα», σαν όπως παλιά, τότε που απολείτουργα της γιορτής του αγίου το κρασί έδινε τη στερνή ανάκαρα για χοροστάσι στους «Μάηδες» και κορύφωνε τον …. καλλιτεχνικό οίστρο του Μαυρίκου και του Κλιαρά που ξεκούφαιναν τον κοσμάκη ο ένας με την πίπιζα κι ο άλλος με το πελώριο νταούλι του.
Τις ίδιες ώρες, ακόμα ισχνότερα, γιορτάζεσαι η μνήμη του άλλοτε κραταιού αγίου, στο ξωκλήσι του Σταυρού που τον φιλοξενεί από χρόνια στο αντικρυνό του Αη-Δημήτρη χωριό Μούρεσι.
Πάνε χρόνια πια που φυλλορροεί ο «Λουλουδίτης» άγιος. Η μνήμη του από χρόνια όλο και πιο πολύ απολησμονιέται απ’ τον πολύ κόσμο καθώς ο τελευταίος όλο και ξεκόβει απ’ τα «παλιά», όλο και αμολάει τους κάβους που τονε κρατούνε δεμένο με την παράδοση, με τον παλιό κόσμο που λίγο-λίγο βουλιάζει και χάνεται πνιγμένος στην αχλύ της λησμονιάς.
(Κώστας Λιάπης- ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ-ΠΥΛΗ 1978)
Φωτογραφία από το east-pelion. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου