|
Γάλλοι στρατιώτες και παιδιά στο Βόλο στα 1917 (Πηγή: volosmagnisia.wordpress.com) |
Βρισκόμαστε ακριβώς εκατό
χρόνια πριν.
Η Ελλάδα χωρισμένη στα δύο
(Εθνικός Διχασμός) με το «κράτος των Αθηνών» που διοικούταν και υποστήριζε το
βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ και τμήμα του ήταν και η Μαγνησία και το «κράτος της Θεσσαλονίκης-Κυβέρνηση
Εθνικής Αμύνης» που δημιουργήθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο κλπ.
Τότε για στήριξη του
βασιλιά δημιουργήθηκε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων (Π.Σ.Ε.) οι γνωστοί «Επίστρατοι». Αυτοί (οι απολυθέντες στρατεύσιμοι) οργανώθηκαν από
τον γνωστό Ιωάν. Μεταξά και αποτέλεσαν μαζική πολιτική οργάνωση στην
Ελλάδα κατά των φιλελεύθερων, της ξένης επέμβασης και της εισδοχής στον πόλεμο.
Το κίνημα δραστηριοποιόταν από το 1916
έως τη διάλυσή του (μέσα από τους όρους της Αντάντ) το 1917. Ωστόσο ως
παρακρατικοί η δράση τους συνεχίστηκε μέχρι το 1920, όταν ξαναήρθαν στην
εξουσία οι βασιλικοί.
Αυτοί μαζί με τους κατά
τόπους Αρχιερείς (όπως και στις 14/12/1916
στο Βόλο με το δεσπότη Γερμανό στην πλατεία
Στρατώνων-Ρήγα Φεραίου, αλλά και σ’ όλα τα πηλιορείτικα χωριά) οργάνωσαν και τα
γνωστά «αναθέματα» του Ελ.Βενιζέλου!
Το Νοέμβριο του 1916 οι
Σύμμαχοι θέλοντας να πάρουν τον έλεγχο του «κράτους των Αθηνών» απόκλεισαν τον
Πειραιά και βομβάρδισαν την Αθήνα. Αποβίβασαν στην Αθήνα μικρή στρατιωτική
δύναμη που συγκρούστηκε με τους επίστρατους. Οι ένοπλες συγκρούσεις μείνανε
στην ιστορία ως «Νοεμβριανά». Ωστόσο οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι, κάνοντας
«αποκλεισμό» στα νησιά και στα λιμάνια της Ελλάδας, ανάγκασαν το βασιλιά να
παραιτηθεί. Ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών. Ο Βόλος και τα
χωριά του Πηλίου ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Παρόλα αυτά η «πίστη» στο βασιλιά
ήταν μεγάλη. (Από τότε έμεινε η ρήση «ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά»)
Βέβαια σε λίγους μήνες με
την επικράτηση των Συμμάχων και του Βενιζέλου σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα
προς στιγμήν άλλαξαν. Ο Βενιζέλος άρχισε τις διώξεις των αντιθέτων ως
αντίποινα σ’ αυτά που έπαθαν οι δικοί του από τους επίστρατους και τους
βασιλικούς κι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο. Τότε όλος ο κόσμος που πριν τον αναθεμάτιζε,
έγινε …βενιζελικός!
Τις μέρες του «αποκλεισμού» στον τόπο μας συνέβη ένα γεγονός
που γράφτηκε στις εφημερίδες της εποχής κι έχει σχέση με τους επίστρατους του
Ανατολικού Πηλίου.
Ας δούμε την καταχώρηση στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 17-12-1916:
[…] το συμμαχικόν, το οποίον προσήγγισε εις τον όρμον της
Τσαγκαράδος απεβίβασε δύο Γάλλους και ένα πολίτην. Περίπολος επιστράτων
αντελήφθη αυτούς οίτινες και επυροβόλησαν.[…] Εν τω μεταξύ διά κωδωνοκρουσιών
εγένετο εις την κωμόπολιν συναγερμός όλων των επιστράτων, αλλά τότε οι
επιβιβασθέντες επανήλθον [..] το συμμαχικόν απεμακρύνθη αμέσως.
Λίγες μέρες μετά στις 20-12-1916 δημοσιεύτηκε επιστολή του Αποστ. Βαϊνόπουλου, που
επιβεβαίωνε την είδηση:
[…] Εις τας 15 τρέχοντος επισκέφθη τον όρμον Δαμουχάρεως έν
Γαλλικόν τορπιλλοβόλον και εξήλθεν εις την παραλίαν είς πλωτάρχης μετά δύο ναυτών.
Πάντες κατελήφθημεν υπό φόβου τον οποίον ενέσπειρεν η κυρία τελωνοφύλακος μετα
του συζύγου της.
Κατόπιν εγώ ειδοποίησα τους επιστράτους Μουρεσίου δι’ αντιπροσώπου,
ως και ο κύριος Μαραγιάννης τους επιστράτους Τσαγκαράδος. Τους επλησίασα εις την παραλίαν ακολουθούμενος
υπό των συναδέλφων μου εμπόρων Αποστ. Κουνινή και Παναγ. Ρηγοπούλου και του
ναύτου Αθ. Γιαννουλάκη.
Ηρώτησα τον εν λόγω πλωτάρχην εις τι αποβλέπει η επίσκεψίς
του. Μοι απήντησεν, ότι θέλει να αγοράση ψάρια… Του είπον: «Πώς δυνάμεθα να
αλιεύσωμεν, αού μας έχετε αποκλεισμένους». Κατόπιν ήλθον πάντες οι εν Δαμουχάρι
ευρισκόμενοι, περί τους είκοσι (πλην του τελωνοφύλακος). Τότε ηρώτησεν ο Γάλλος
αποτεινόμενος εις τους συναθροισθέντας ελληνιστί:
-Γκουναρικοί; Γκουναρικοί;
Του απήντησα δε εγώ γαλλιστί, ότι σήμερον εθνικόφρονες και
φιλελεύθεροι δεν υπάρχουν αλλ’ όλοι είμεθα μιάς γνώμης υπό την αρχηγίαν του
αγαπητού μας Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τα εδέχθη μετά μειδιάματος και μας είπεν
ότι εντός 15 ημερών ο Βασιλεύς θα κηρύξη τον πόλεμον κατά της Αντάντ.
Του είπα ότι αυτά είναι φαντασίαι και ραδιουργίαι του
Βενιζέλου και άλλα πολλά επιχειρήματα.
Κατόπιν τον εκάλεσα εις το κατάστημά μουκαι εδέχθη έν
κύπελλον καφέ οθωμανικού, όπερ και εγένετο.
Τότε επενέλαβε τας προπαγανδιστικάς τους ομιλίας κλπ ότι θα
υποφέρωμεν από την πείναν εξ αιτίας του βασιλέως μας κτλ.
Τότε εγώ του παρουσίασα μέλανα άρτον εκ κριθής και του λέγω
ότι ευρίσκομαι με περιουσίαν άνω των 200 χιλ. δραχμών και εν τούτοις τρώγω εγώ
και η οικογένειά μου ευχαρίστως αυτόν τον άρτον, αλλά να γογγίζω κατά του
Άνακτος, όχι. Επίσης και οι παρευρισκόμενοι τρώγουν άρτον κριθής, άλλοι εξ
αραβοσίτου, αλλ’ ουδείς γογγίζει κατά του Βασιλέως. Έχομεν άφθονα γεώμηλα εις
τας αποθήκας μας και εσπείραμεν γεώμηλα χειμερινής εσοδείας, ώστε η πείνα δεν μας
φοβερίζει. Και ταύτα εδέχθη μετά μειδιάματος.
Τότε μου λέγει: Ο Βασιλεύς σας μας ηπάτησε την 18ην
Νοεμβρίου υπεσχεθείς εις ημάς δι’ επιστολής του την οποίαν κρατούμεν, την
παράδοσιν των όπλων και κατόπιν μας επετέθη και μας εφόνευσε 50 Γάλλους.
Του απάντησα ότι σας εδόθη αρνητική νότα εν τη οποία
εδηλούτο η θέλησις του λαού, ώστε σεις δεν έπρεπε να βαδίσητε κλπ.
Τότε εγερθείς λέγει: σας βεβαιώ κύριε, ότι εντός ολίγου
χρόνου θα κατέλθουν εκ Θεσσαλονίκης 300 χιλιάδες στρατού, αίτινες θα βαδίσουν
κατά των Αθηνών προς εκθρόνισιν του Βασιλέως σας.
Τότε του απάντησα ειλικρινώς: «Κύριε κυβερνήτα. Σας βεβαιώ,
ότι ο στρατός, τον οποίον έχει από την ουδετέραν ζώνην μέχρι του Ταινάρου, ως και ο μάχιμος πληθυσμός
της Ελλάδος, είμεθα έτοιμοι να πέσωμεν εις έν Του νεύμα».
Τότε μοι λέγει ο Γάλλος διά τελευταίαν φοράν: «Σας βεβαιώ,
ότι θα τον εύρητε φονευμένον ή εις κανένα δένδρον κρεμασμένον». Και απήλθεν
άνευ χειραψίας […]
Έτσι έληξε το «επεισόδιο» στην Νταμούχαρη.
Η πείνα ήρθε, ο
πληθυσμός του Πηλίου πέθαινε, ο βασιλιάς αντικαταστάθηκε, οι Γάλλοι ήρθαν στο
Βόλο, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο...
Δείχνει όμως (μετά έναν αιώνα) το μέγεθος του πάθους(;) των
συμπατριωτών μας για το βασιλιά εκείνες τις μέρες, αφού λίγο καιρό μετά …άλλαξε
και λίγα χρόνια το 1920 …ξανάλλαξε!
Επίσης, δείχνει και τη διαχρονική «αγάπη» των Συμμάχων. Αυτή δεν αλλάζει…