«Στο ψαλτήρι»
Έργο του Νικήτα Γρύσπου, σπουδαίου ζωγράφου,
που δίδαξε για πολλά χρόνια και στο Βόλο.
|
Ποίημα του παπα-Κωνσταντή Ζ. Κυρτσώνη (οικονόμου), ενός πολύ μορφωμένου παπαδάσκαλου που έζησε και στη Σμύρνη. Έφυγε από το χωριό του τη Δράκια, όταν του πυρπόλησαν το σπίτι από εκδίκηση, γιατί ήταν καταγγελτικός ο λόγος του.
Έγραψε δύο βιβλία: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΟΝΗΜΑ , Σμύρνη 1861 (από όπου και το επίκαιρο ποίημα) & ένα σχολικό εγχειρίδιο το ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ, Αθήναι 1880.
Εις την εορτήν τής Χριστού Γεννήσεως
Σήμερον, ω Χριστιανοί, ήλθα να τραγωδήσω,
την κατά σάρκα γέννησιν Χριστού να σας μηνύσω•
όστις ιδών το πλάσμα του δομένον ‘ς την κακίαν,
κ’ εγκαταλείψαν την αυτού αληθινήν θρησκείαν,
παρασυρθέν δ’ ολόκληρον ‘ς την ειδωλολατρείαν,
και δι’ αυτό πεμπόμενον εις κόλασ’ αιωνίαν,
κατέβη κ’ εγεννήθηκεν από την Παναγίαν,
άφθορον ούσαν και αγνήν, ονόματι Μαρίαν,
‘ς την Βηθλεέμ ‘ς εν σπήλαιον, ‘ς την φάτνην των αλόγων.
Συγχρόνως δε κι’ ο Αύγουστος μονάρχησε 'ς τον Κόσμον,
κ’ εξέδωκε διάταγμα εις το υπήκοόν του,
ν’ απογραφώσιν άπαντες εις το κατάστιχόν του.
Ανέβη δε κι’ ο Ιωσήφ συν τη μεμνηστευμένη
αφθόρω γυναικί αυτού, ούση εγκαστρωμένη,
εκ Ναζαρέτ εις Βηθλεέμ, όπως απογραφώσι,
κ’ έτυχεν αι ημέραι της εκεί να πληρωθώσι
του να γεννήσ’ τον Κύριον• όστις κι εγεννήθη
μέσα εις σπήλαιον μικρόν, κ’ εις φάτνην ανεκλίθη.
Εις τούτου δε την γέννησιν Άγγελ’ εδοξολόγουν,
κ’ οι νυκτοφύλακες βοσκοί ακούοντες ηπόρουν.
Άγγελος δε ουράνιος τότε αυτοίς επέστη,
σωτήρ του Κόσμου σήμερον, λέγων, ότι ετέχθη.
Δραμόντες είτα κι αυτοί ‘ς την Βηθλεέμ ανεύρον
τον Ιωσήφ και την αγνήν Παρθένον με το τέκνον.
Μάγοι δ’ από ανατολών ιδόντες τον αστέρα,
εκίνησαν να εύρωσι τον νέον Βασιλέα.
Κ’ εις τα Ιεροσόλυμα ελθόντες ηρωτούσαν,
που είν’ ο νεογέννητος, όνπερ αυτοί ’ζητούσαν,
των Ιουδαίων βασιλεύς; ίνα τον προσκυνήσουν,
και δώρα πολυτίμητα ‘ς αυτόν να προσκομίσουν.
Ηρώδης αφού ήκουσε τούτο πολύ θυμώθη,
κ’ είχε σκοπόν να τον φονεύσ' όμως δεν φανερώθη.
Αλλά τους Μάγους προσκαλεί ακριβώς μανθάνει
τον χρόνον από μέρους των καθ’ ον αστήρ εφάνη.
Είτα τους λέγει και αυτός οπόταν τον ευρήτε ,
πάλιν περάσατ’ απ’ εδω κ’ εμένα να ειπήτε•
καθότι θέλω και εγώ αυτόν να προσκυνήσω,
και δώρα πλουσιώτατα εις τούτον να χαρίσω.
Οι μάγοι δ’ οδηγούμενοι απ’ τον αυτόν αστέρα,
ηύραν το νεογέννητον και την αυτού Μητέρα•
και προσκυνήσαντες αυτό, προσέφερον συγχρόνως
λίβανον, σμύρναν και χρυσόν κατά πολλά πρεπόντως.
Κ' επειδή Άγγελος Θεού είπε να μη γυρίσουν
εις τον Ηρώδην και Χριστού την εύρεσιν μηνύσουν,
ηπάτησάν τον και αυτοί, αλλάξαντες τον δρόμον•
αλλά κ’ αυτός σ’ την Βηθλεέμ κάμνει μεγάλον φόνον.
Σφάζει πολύ πλήθος βρεφών ‘πό διετούς και κάτω,
τέλος φονεύεται κι’ αυτός χειρί τη αοράτω.
Της αυρινής, ω Κύριοι, ημέρας την αιτίαν,
διηγηθέντες σύντομα, αφίνομεν υγείαν.
(Το ανωτέρω άδεται τη παραμονή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου