Καλή Χρονιά!
Τα επίκαιρα διηγήματα του σκιαθίτη κυρ-Αλέξανδρου, είναι πασίγνωστα και διαβάζονται πάντα από μεγάλους και μικρούς!
Εδώ (και στην παρακάτω αντιγραφή σε μονοτονικό) ο Παπαδιαμάντης (με το ψευδώνυμο Βυζαντινός) στην αθηναϊκή εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ της 2ας Ιανουαρίου 1888, γράφει μια κριτική για τα κάλαντα. Έχει περιληφθεί και στα ΑΠΑΝΤΑ του, αλλά δεν είναι πολύ γνωστή :
Εδώ (και στην παρακάτω αντιγραφή σε μονοτονικό) ο Παπαδιαμάντης (με το ψευδώνυμο Βυζαντινός) στην αθηναϊκή εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ της 2ας Ιανουαρίου 1888, γράφει μια κριτική για τα κάλαντα. Έχει περιληφθεί και στα ΑΠΑΝΤΑ του, αλλά δεν είναι πολύ γνωστή :
ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΙΚΑ
Δεν ηξεύρω
ποίος περιπλανώμενος ραψωδός συνέθηκε τα νυν συνήθως υπό των παίδων αδόμενα άσματα
των Χριστουγέννων, του Αγ. Βασιλείου και των Φώτων, τα οποία ακολουθούσι δήθεν κατά
γράμμα την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, βρίθουσιν όμως κακοζήλων στίχων, οίοι οι
εξής:
Και επληρώθη
το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των
άλλων προφητών και του Ιερεμίου.
Ο δεύτερος
ούτος στίχος είναι προδήλως διά το κεχηνός του ρυθμού.
Φωνή ηκούσθη
εν Ραμά, Ραχήλ τά τέκνα κλαίει,
πα ρ α μ υ θ
ή ν (!) ουκ ήθελεν ότι αυτά ουκ έχει(!!)
Ή εν τω άσματι
της α΄ του έτους:
Σήμερον είν’
Περιτομή κ’ υμνεί η Εκκλησία,
και προσκαλείσθε,
άρχοντες, γυναίκες και παιδία.
Τόσον αληθεύει ότε υμνεί η Εκκλησία, ώστε ένα ή
δύο ύμνους μόνον έχει εις μνήμην τής Περιτομής, τους λοιπούς αφιεροί εις τον Μ.
Βασίλειον. Εννοεί ο αναγνώστης ότι, θέλων ενταύθα να εκφράσω λύπην επί τη εκθρονίσει
των γνησίων ασσμάτων τού λαού, ην κατώρθωσαν τα κακόφωνα ταύτα ραψωδήματα, πολύ
απέχω άλλως του να θαυμάσω τα εν Αθήναις ακουόμενα δημώδη άσματα:
Αρχιμηνιά κι
αρχιχρονιά,
ψηλή μου
δενδρολιβανιά (;)
κι άρχι-καλός
σας χρόνος
εκκλησιά με
τ' άγιο θ ρ ό ν ο ς (!)
Αϊς-Βασίλης
έρχεται
και δε μας
καταδέχεται (;!!)
ή το
αδόμενον τη παραμονή των Φώτων:
Αφέντη μου,
π ε ν τ ά φ ε ν τ ε, πέντε φορές αφέντη,
έχεις και γυιό στα γράμματα και γυιό στο
ψαλιτήρι (sic).
Αλλ’ υπάρχουσιν,
ιδίως εις τας νήσους, άλλα κάλλιστα άσματα του λαού, και επί αυτών θέλω να ενδιατρίψω
ολίγον. Τινά τούτων έχουσιν υπόθεσιν αποκλειστικώς την εορτήν της ημέρας, αλλά,
χωρίς να παρακολουθώσι τα ιερά κείμενα, διεξέρχονται το θέμα με ποιητικά χρώματα,
και βοηθεία της δημώδους legende. Εννοείται ότι τα κατωτέρω παρατιθέμενα είναι απλά
αποσπάσματα, διότι τα τοιαύτα άλλως αλλαχού άδονται, και πολλαχού αλλοιούται
από στόματος εις στόμα η έννοια και η λέξις. Το της εορτής των Χριστουγέννων
έχει ως εξής:
Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ', ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός
γεννιέται·
γεννιέται κι
ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα•
το μέλι τρων
οι άρχοντες, το γάλα οι ανδρειωμένοι.
Το της εορτής
των Φώτων:
Σήμερα τα Φώτα
κι ο φωτισμός
και του Ιησού
μας ο βαπτισμός.
Σήμερα η
κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα
τίμια χέρια κρατεί
και τον Άι-Γιάννη
παρακαλεί :
«Δύνεσ’, Άι-Γιάννη
(και) Πρόδρομε,
για να μου
βαφτίσης Θεού παιδί;»
«Δύνομαι και σώνω και προσκυνώ,
για
κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν’ ανέβω
απάνω στους ουρανούς,
για να ρίξω
δρόσο και λίβανο•
ν’ αγιασθούν
οι βρύσες και τα νερά,
ν’ αγιασθή κι αφέντης με την κυρά».
'Αλλα των
ασμάτων εκφράζουσιν επί τη εορτή επαίνους και προσρήσεις. Το επόμενον τεμάχιον
εκρίθη υπό πολλών απαράμιλλον το ύψος:
Σήκω, κυρά μ’,
να στολισθης, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και
στον αγιασμό και στον καλόν το χρόνο.
Βάλε τον
ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του
κοράκου το φτερό βάλτο καμαροφρύδι.
Επανερχόμενοι εις την εορτήν του Αγ.
Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως) παραθέτομεν το κύριον της
ημέρας άσμα:
Άις-Βασίλης
έρχεται από την Καισαρίτσα,
βαστάει
κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι•
«Βασίλη μ’,
πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;»
«Από τη
μάννα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
πάω να μάθω γράμματα,
να πω την άλφα-βήτα.
Και στο ραβδί
του ακούμπησε να πη την άλφα-βήτα
και το ραβδί
που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέταε
κι απάνου
στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδούσαν,
όχι περδίκια
μοναχά, μόνε και περιστέρια.
Το άσμα τούτο
μας φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού έθνους,
εν μέσω τοσούτων διωγμών κι θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία
φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και
μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ
παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν «Προς τους νέους παραίνεσιν».
Τα άλλα
άσματα της ημέρας, αποτελούντα ορμαθόν ευχών και εγκωμίων δια τα μέλη εκάστης
οικογενείας, είναι οιονεί συνέχεια του πρώτου εξαρτωμένη εκ του εν τω προτελευταίω
στίχου, ότι τα «περδίκια κελαηδούσαν», και ιδού τι κελαηδούσαν :
Για βάλε το
χεράκι σου,
τούτο αποτείνεται
προς τον οικογενειάρχην:
στην αργυρή
σου τσέπη,
κι αν εύρης
γρόσα δώσ’ μας τα, φλωριά μη τα λυπάσαι,
κι αν εύρης
και μισό φλωρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’,
αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην
υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσης
χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ’ τα
διακόσα κ’ ύστερα, ν’ ασπρίσης, να γεράσης,
ν’ ασπρίσης
σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’
αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Και τι λαλεί
το αηδονάκι τούτο; Ιδού, ακούσατε• λαλεί ευχάς δια τα άλλα μέλη της οικογενείας:
Κυρά μου,
τον υγιόκα σου, κυρά μ’, τον ακριβό σου,
τον έλουζες,
τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάινες,
κι ο
δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσερα
βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαύτα περί
του υιού. Ιδού τώρα και περί της θυγατρός:
Κυρά μ’, τη
δυχατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου,
γραμματικός
την αγαπά, πραματευτής την θέλει
κι ο
δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του
άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά
διαβήματα του δασκάλου• αλλ’ εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα• επί
του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το Ν έ ο ν Έ τ ο ς.
(1888)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου