Καλό μήνα! Καλή Πρωτομαγιά!
Μάηδες
Και
γιόμισε ο τόπος του Πηλίου αγκρισμένα ζωντανά, που, μέσα στους ερεθιστικούς
σκοπούς και τις μεθυστικές μυρουδιές, αρχιότανε, καί παραδομένα ολάκερα, σώμα
και ψυχή, στο ανοιξιάτικο μεθύσι, βατευότανε.
Κείνες
τις μέρες η γης κοιλοπονούσε. Βρισκότανε πάνω στον καιρό της γέννας της. Κάθε
αγκομαχητό που έβγαζε απ’ τα σπλάχνα της, το χώμα φούσκωνε, έσκαγε, άνοιγε σαν
πάξα και ξεπεταγότανε το βλαστάρι, και το λουλούδι, και το κλωνάρι από το μάτι
του δέντρου, που θέριευε, λιγιότανε, αγκαλιαζότανε, φιλιότανε, μοσκοβολούσε,
έτσι που ρέθιzε κάθε ζωντανή ψυχή γύρω του.
Τα
θηλυκά κυλιόντανε λαγνισμένα πάνω στο παχύ χορτάρι κι ανάμεσα στις μοσκοβολάδες
των λουλουδιών, με τα ποδάρια σηκωμένα κατάντικρυ στον καματερό ήλιο. Οι
μέλισσες και τ’ άλλα ζουζούνια βουίζανε γύρω τους, κι οι τράγοι, τ’ αλόγατα, τα
ζιγούρια, τα κοκόρια, τ’ αηδόνια, τρέχανε σα δαιμονισμένα μέσα σε κείνο τον
ανοιξιάτικο ξεσηκωμό να παραδοθούνε στον οργιασμένο ρυθμό της φύσης.
Κι
άκουγες σε κάθε περπατηξιά σου πάνω στο χώμα, να σκούζουνε οι χρυσόφτερες ζωές
και να χασκογελάνε τα ζούμπερα, κι η γης να ψιθυρίζει χίλιους σκοπούς, και τα
ξοθιά του δάσους να πετάγουνται μέσα από τις βελονόφυλλες φτέρες να γαργαλάνε
και να πασπατεύουνε ολοένα τα ζωντανά και τα γεννήματα, έτσι που να βρίσκουνται
όλα συναμεταξύ τους αλαλιασμένα απ’ το φρένιασμα της γλυκιάς μέρας και της
πλανεύτρας νύχτας των ασημένιων αστεριών και τού χρυσαφένιού φεγγαριού.
Κι
οι πηγές οι παρθένες της Μόκρινας, της Μακρινίτσας του Πηλίου, που σημαίνει στα
σλάβικα βρεγμένος τόπος, ρέανε ασταμάτητα για να ξεδιψάσουνε κείνο το
λυσσιασμένο απ’ οργιασμό κόσμο. Μα το δροσάτο νερό τα δυνάμωνε, τα ρέθιzε
πιότερο, τα γιόμιζε με το αίστημα της αξεδιψασιάς και του παραδαρμού.
Ανάμεσα
σε τούτο το πανδαιμόνιο της φύσης ξεπετάχτηκε ένας ρωμαλέος νέος, ο Μάης,
Άδωνις στην ομορφιά, για να ξεσηκώσει και τους ανθρώπους σε τούτο το
ανοιξιάτικο πανηγύρι του Πηλίου. Το σώμα του ήτανε σκεπασμένο με κισσούς,
κλήματα, δάφνες, αγιοκλήματα, τριαντάφυλλα, γαρούφαλα, παπαρούνες, μαργαρίτες,
ανεμώνες, βιόλες, σπαρτιές, πλουμισμένος με τα χρώματα των λουλουδιών τα
πράσινα, τ’ άσπρα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μενεξελιά, τα βυσσινιά, τα
γαλάζια, τα καφετιά, τα λιοτροπιασμένα, από την κορφή ίσαμε τα νύχια των
ποδιώνε του, και στο κεφάλι φορούσε μυριοπλεγμένο στεφάνι μ’ ολάκερο τον
ανθισμένο κόσμο της γης. Στο χέρι του κρατούσε το οργιαστικό σύμβολο τού
προκατόχου του Διόνυσου, το μαγιόξυλο, καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς,
που, καθώς το χτύπαγε πάνω στο χώμα, τραγούδαγε έναν αψάφωνο σκοπό με τούτα τα
λόγια:
«Κόρη
ξανθή τραγούδισε από γυαλένιον πύργο,
και
πήρ’ αγέρας τη φωνή και στο γιαλό την πάει,
κι
όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα λιμάνι πιάσαν,
Κι
ένα καράβι κρητικό βαθιά καλαρμενίζει.
Με
τον αγέρα μάλωνε, με το βοριά μαλώνει.
-
Δεν σε φοβάμαι κυρ βοριά, μαΐστρο τραμουντάνα,
έχω
καράβ’ από καρυά, κατάρτ’ από πλιξάρι,
έχω
καί καραβόσκοινα όλο μαργαριτάρι,
έχω
κι ένα μουτσόπουλο, θαλασσογυρισμένο.
- Ανέβα βρε μουτσόπουλε στο μεσιανό κατάρτι,
να
δεις τι αγέρας μάς βαρεί και τί καιρός μάς δέρνει.
Παιζογελώντας ‘νέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.
-
Τι είδες βρε μουτσόπουλε και κλαις και κατεβαίνεις;
-
Κόρ’ είδα με ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια.
-Κόρη
ξανθιά μου άνοιξε την πόρτα την καρένια,
έχω
δυο λόγια να σου πω, γλυκά και ζαχαρένια.
Κόρη
σαν θέλεις φίλημα, σαν θέλεις μαύρα μάτια,
πάρε
κι αρμάθιασε φλουριά και κάν’ τα πέντ’ αρμάθες,
κι
έλα μαζί μου μια βραδυά αμάν, αμάν, αμάν, ένα Σαββάτο βράδυ,
πούν’
η μάνα μ’ στην εκκλησιά, πατέρας στο παζάρι,
τα
δυο ‘δελφάκια στο σχολειό, σ’ ένα χαρτί διαβάζουν,
τόνα
διαβάζει λεμονιά και τ’ άλλο κυπαρίσσι».
Με
τούτο το σκοπό ο Μάης έφερνε μαζί του τις περιπλανήσεις τού Διόνυσου στις
ανοιχτές θάλασσες, και τον πανάρχαιο ελληνικό μύθο, όπου ο Θεός τού κρασιού
ταξιδεύοντας κάποτε, αιχμαλωτίστηκε από τυρρηνούς πειρατές και τους κατανίκησε
με μαγείες και βγήκε στερνά στη στεριά της Νάξου. Εκεί παντρεύτηκε την Αριάδνη, τη θυγατέρα τού βασιλιά της Κρήτης
Μίνωα, που την άφησε σ’ αυτόν των τόπο ο Θησέας. Από την γάμο του με την
Αριάδνη, ο Διόνυσος έκανε παιδιά, τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα, τον Ταυρόπολη και
άλλα. Τούτος ο μύθος, που μας τονέ πρωτοτραγούδισε ο Όμηρος στους ύμνους του,
γήτεψε πολλούς ζωγράφους και γλύπτες, μαστόρους της τέχνης της αρχαιότητας, που
ανάμεσά τους στάθηκε, κατά τον τέταρτο αιώνα, κάποιος καλλιτέχνης σύγχρονος ή
μαθητής του Πραξιτέλη, κι έγλυψε με τη σμίλη και το σκαρπέλο του τις πιότερο
χαρακτηριστικές σκηνές του μύθου πάνω στο διάζωμα του χορηγικού μνημείου του
Λυσικράτη, που είναι κοντά στον Ακρόπολη της Αθήνας και που ο κόσμος τ’
ονοματίζει «Φανάρι του Διογένη».
Ο πανάρχαιος μύθος που έφερνε μαζί του
ο Μάης της πηλιωρίτικης άνοιξης με το
τραγούδι του, συμβολίζει την ένωση του Διονύσου, του αγροτικού Θεού, με την Αριάδνη,
που προσωποποιεί την ανοιξιάτικη φύση, όπου γονιμοποιείται κάτω από την επίδρασή
του.
Ο Μάης του Πηλίου ξεκινούσε, ανάμεσα
από τους αιώνες, από τις πολιτείες και
τα χωριά της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, φέρνοντας, μπροστά από το ναό
Γκογκοκούλι της συνοικίας Οτσούκα του Τόκιο, στους Μακρινιτσιώτες του Πηλίου το
«Χαναματσούρι», τη Γιορτή των
Λουλουδιών, τους Μάηδες, που τήνε πρωτοργάνωσε ο Διόνυσος στο μεγάλο του ταξίδι
στην Άπω Ανατολή. Είναι μια από τις γραφικότερες γιορτάδες της γιαπωνέζικης
άνοιξης, όπου γλεντοκοπάνε όλοι οι ντόπιοι στο πανηγύρι του μεθυσιού απ’ τις μοσκοβολάδες των λουλουδιών Κάι υπό τ’
οργιαστικό ξεσήκωμα των εξωτικών zωντανών της Γιαπωνίας. Ο Μακρινιτσιώτης Μάης
έφερνε το γιορτασμό της γέννησης του Βούδδα, που τον συνοδεύουνε θρησκευτικές
τελετές, όπου οι πιστοί ραντίzουνε με «αμάκα», γλυκό τσάι, τ’ αγάλματα τού
παιδιού-Βούδδα, που συνηθίζουνε να τονέ παρασταίνουνε δείχνοντας με το ένα χέρι τον ουρανό και με το άλλο τη γη, και τους
πατροπαράδοτους οργιαστικούς χορούς των Γιαπωνέζων, όπου εκτελούνε λαϊκοί μίμοι
και χορευτές μασκαρεμένοι και με το μαγιόξυλο στό χέρι χτυπώντας το στη γη πάνω
στον ρυθμό του οργιαστικού χορού τους.
Ακόμα, ο Μακρινιτσιώτης Μάης
ξεπετάχτηκε μέσα από τη φύση του Πηλίου, για να ξαναζωντανέψει τις μεγάλες
οργιαστικές και θορυβώδεις γιορτάδες προς τιμή του Διόνυσου, θεού των μυστηρίων
και της φύσης, αλλά και της εξοχής, στ’ αγροτικά γλεντοκόπια που τα πανηγυρίζανε
σ’ όλες τις ελληνικές χώρες της αρχαιότητας. Έφερνε την πίστη του λαού της
παλιάς εποχής που ένοιωθε πως στις γιορτάδες αυτές παραβρισκότανε αόρατος ο
ίδιος ο θεός και που φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από τον φιλοξενούμενο
Διόνυσο-Μάη, απ’ όσα ήθελε να έχει κοντά του σ’ ένα γλέντι. Γι’ αυτό οι δημότες
μεταμφιεζόντανε σε ακολούθους του θεού, σατύρους, τράγους, σειληνούς, νύμφες,
λήνες.
Ο Μάης έφερνε ακόμα και το μασκάρεμα όπου ακόλουθοι , του
Διόνυσου, σκεπάζανε το πρόσωπό τους με στάχτη ή πηλό, ή με κόκκινο βάψιμο,
φορούσανε στα κεφάλια τους στεφάνια κισσού και κρατούσανε θύρσους, μπαστούνια,
που καταλήγανε στην κορυφή σε κουκουνάρι πεύκου, συμβολίζοντας το όργανο της
αναπαραγωγής. Έτσι μεταμορφωμένοι,
μεταφερόντανε με τη φαντασία και με το κέφι τους, βοηθημένοι από το κρασί, σε
κόσμους εξωπραγματικούς. Φανταζόντανε πως ταξιδεύανε, μαζί με τον αγαπημένο
τους θεό, πως παίρνανε μέρος στα παθήματα και στα κατορθώματά του. Ζούσανε το
περιεχόμενο του ύμνου που ψάλλανε προς τιμήν του Διόνυσου και που τον
ονοματίζανε «διθύραμβο». Οι γιορταστές μασκαρεμένοι σ’ ακόλουθους του Διόνυσου
κι έχοντας πιει μπόλικο κρασί, γυρίζανε πάνω σ’ αμάξια και ψέλνανε τα φαλλικά
τραγούδια συνοδεύοντάς τα με τσουχτερές βωμολοχίες κι άσεμνες χειρονομίες,
κάνοντάς τα τώρα και οι ακόλουθοι του Μάη. Ο Μακρινιτσιώτης Μάης, έφερνε,
ανάμεσα από τούς αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας, την οργιαστική ιεροτελεστία,
όπου συμβολίζεται ο αιώνιος δεσμός της πηλιωρίτικης γης με το Θεό της βλάστησης
και της αναπαραγωγής. Βγαίνοντας μέσα από την οργιαστική φύση της Μακρινίτσας
του Πηλίου, γιορταστικά ντυμένος, ο σύγχρονος Διόνυσος, χτύπησε το μαγιόξυλο στο
χώμα, καλένοντας τους ερεθισμένους κατοίκους και πιότερο τους αγκρισμένονς, να μαζωχτούνε
γύρω του για να πάρουνε μέρος στο μεγάλο πανηγύρι της πηλιωρίτικης άνοιξης των
ζωντανώνε και των άψυχων ξοθιών του φυτικού κόσμου, ξαναζωντανεύοντας την αρχαία οργιαστική ιεροτελεστία προς τιμή του
Θεού της βλάστησης και της αναπαραγωγής, του Μάη.
«Και το ραβδί του ήταν ξερό,
χλωρά βλαστάρια πέτα,
κι απάνω στα βλαστάρια του,
πέρδικες κελαϊδούσαν».
Κελαϊδήσανε οι ζουρνάδες, οι πίπιζες,
τα βιολιά, στα παθιασμένα χείλια και χέρια των Μακρινιτσιωτών, και τ’ αηδόνια
ξεπεταχτήκανε μέσ’ από τις ρεματιές και σταθήκαν απάνω στα κλωνάρια του Μάη,
συνοδεύοντας τα παιχνίδια στον ξετρελαμένο σκοπό τους. Τα πλατάνια με τα μεγάλα
απλωμένα κλαδιά υποδεχτήκανε κάτω από τον παχύ ίσκιο τους σ’ ολάκερη την
μεσοχωριά τους πρώτους γιορταστές Μακρινιτσιώτες και τις αφροπλασμένες
κοπελούδες, με τις ντόπιες ντυμασιές τους.
Αναπεταγόντανε τα μακρυά φουστάνια που
φτάνανε ίσαμε τον αστράγαλο, κι η βελουδένια τζάκα η κατιφένια με τη ζώστρα,
από κλαδωτό μετάξι που τύλιγε τη μέση της νιας σε μια τάκλα με το φαρδύ φιόγγο
στο πλάι, γυαλοκοπούσανε πάνω στις στροφές τού χορού. Το κελεμκερί, το αραχνοΰφαντο
μαντίλι, με τις μπιμπίλες και τα μπόλια στην άκρη, αναπεταγότανε κι αυτό, έτσι
που σεκλέντιζε τα παλικάρια, ντυμένα και κείνα με τη βράκα και το μαύρο γελέκι,
με το μαύρο καλπάκι στο κεφάλι καμωμένο από όστρακά.
Τα παπαδ’κά παπούτσια σηκωνόντανε στ’ αψήλωμα
των ποδιώνε κι ακουμπούσανε το κομπολόγι του αρσίζη χορευταρά. Και μαζωχτήκανε οι
ξενοτοπίτες απ’ όλα τα κατατόπια, τα χωριά και τις πολιτείες της Ελλάδας, και
όλο τούτο τ’ ασκέρι τους περιτριγύρισε να χαρεί και να καμαρώσει το ανοιξιάτικο
πανηγύρι των Μακρινιτσιωτών.
Ο Αρχιμάης βαστούσε γιορταστικά το
κλωναρισμένο ραβδί καταφορτωμένο τώρα με λουλούδια και καρπούς, το μαγιόξυλο,
που το κουνούσε δοξαστικά, το ψήλωνε και το κατέβαζε με την ίδια συμβολική
κίνηση όπως ανεβοκατεβάζουμε τις λαμπάδες στην Ανάσταση, χτυπώντας τη γη μ’
αυτό, έδινε έτσι το ρυθμό και τον τόνο της όλης γιορτής, με το συμβολικό όργανο
της αναπαραγωγής. Οι ακόλουθοι εξυμνούσανε τα ξόμπλια του Αρχιμάη, που ήτανε
λουλούδια και φρούτα, οι καρποί της γονιμότητας, και το στεφανωμένο κεφάλι του,
όπως το θεό Διόνυσο στις τελετές του, με τούτο το τραγούδι:
«Μάη μου, Μάη δροσερέ, κι Απρίλη
λουλουδάτε,
ο Μάης μέ τά τριαντάφυλλα, κι Απρίλης
με λουλούδια,
όλον τον κόσμο γέμισες απ’ άνθια και
λουλούδια,
το νιόνε περικύκλωσες στις κόρης τις
αγκάλες.
Σαν περπατεί, μαραίνεται, σα στέκεται,
πλανιώται,
σαν πέσει κι αποκοιμηθεί, τον ύπνο δε
χορταίνει.
Άνοιξε πόρτα της κυράς, πόρτα της
μαυρομάτας,
να μπω να διώ τη λυγερή, πώς στρώνει
και κοιμάται,
πώς στρώνει τα τριαντάφυλλα, κοιμάται
στα λουλούδια.
Πώς να την πω να σηκωθεί, πως να την πω
να κάτσει;
Να την ειπώ λιγνό βεργί, και το βεργί
λυγάει,
να την ειπώ αγιόκλημα, το κλήμα κόμπους
έχει,
να την ειπώ τριαντάφυλλο, από τ’ άγκάθι
βγαίνει,
να την ειπώ βασιλικό, γκαστρώνει η
μυρουδιά του.
Αφέντη κι αφεντούτσικε, πέντε φορές
αφέντη,
λύσ’ το, αφέντη, λύσ' το, το
χρυσομάντηλό σου.
Κι αν χεις γρόσια, δός μας τα, φλουριά
μην τα λυπάσαι,
κι αν τα λυπάσαι τα φλουριά, δός μας
δεκαπεντάρια,
δός μας τ' αφέντη, δός μας τα να πιούμε
στην υγειά σου,
για την υγειά τ’ αφέντη μας, για την
καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους διαπεράσεις,
κι απ’ τους διακόσιους αμπροστά ν’
ασπρίσεις να γεράσεις.
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο σαν τ'
ασπρο περιστέρι.
Όσα λουλούδια, 'ν' του Μαγιού και φύλλα
των δεντρώνε,
Τόσο καλό να δώσ’ ο Θεός εδώ που
τραγουδάμε».
Και με τα ντόπια όργανα μπροστά, τα βιολιά,
τους ζουρνάδες και τα νταούλια, περνούσαν από τους ξενοτοπίτες, τ’ αργαστήρια και
τα σπίτια της Μακρινίτσας μαζεύοντας φιλέματα σύκα, καρύδια, αυγά, αμύγδαλα και
χρήματα για ν’ αγοράσουνε κρασί και να πιούνε στην υγειά τους, για την υγειά
των αφεντάδωνε, και για την καλή χρονιά τους.
Γιατί, κατά τους γιορταστές του Πηλιωρίτικου Μάη, η νέα χρονιά αρχίζει
από το ξανάνιωμα της φύσης, από την άνοιξη.
Και μεταχτύπησε ο Μάης το μαγιόξυλό του χώμα,
και γιομίσανε τα νταούλια, κι οι ζουρνάδες και τα βιολιά ανθισμένα κλωνάρια με γαρούφαλα και τριαντάφυλλα. Ξεχυθήκανε σ’
έναν παθιάρικο σκοπό, τον ζεϊμπέκικο, που η ισκιερή απλάδα κάτω απ’ τα πλατάνια τραντάχτηκε με τον μερακλήδικο
χορό των ζεϊμπέκηδων. Τα ζεϊμπέκια φορούσανε τη γιορτερή ντυμασιά τους, σαρίκι
με φούντες και κρόσια, γελέκι πλουμισμένο, φαρδύ ζουνάρι με μπόλικες τάκλες
γύρω από τη μέση, γιομάτο γιαταγάνια και πιστόλες, κοντό σαλβάρι, κεντημένα
παπούτσια κι επικνημίδες, ταιριασμένα τα πλουμιά με τα χρώματα των λουλουδιών.
Κι ακουμπούσανε οι σέλες τον βρακιώνε τους τη γης καθώς γονατίζανε, και
χτυπούσανε τις παλάμες τους, και ξανασηκωνότανε με τα χέρια ψηλά, κροταλίζοντας
τα δάχτυλα γύρω από τα σαρίκια, έτσι που οι φούντες τους κουνιόντανε, και
μπερδευόντανε τα κρόσια συναμεταξύ τους στον παθιάρικο σκοπό.
Και ξαναχτύπησε ο Μάης το κλωναρισμένο
ραβδί του στη χώμα, κι ανάμεσα από τις γαρουφαλιές ξεπεταχτήκανε ο Γενίτσαρος
με τη Νύφη. Ο φουστανελοφόρος γαμπρός με την ολόασπρη πουκαμίσα και φουστανέλα,
την ασημένια ζώστρα με το μαυρομάνικο μαχαίρι στη μέση, το κατιφεδένιο γιλέκο,
το κόκκινο φουντωτό φεσάκι, τα φουντωτά τσαρούχια στα πόδια άρχισε πρώτος τον
χορό. Τον ακλούθησε η νύφη με το κλαδωτό φουστάνι, το ψάθινο καπέλο με άσπρο
τούλι μπροστά από το πρόσωπό της, και κουνώντας το μαντήλι με τα δυο της χέρια,
έφερνε ναζιάρικα τις στροφές του χορού της από τον γαμπρό. Ο Γενίτσαρος με τ’
αντρίκια πατήματά του της έκλωθε τη νύφη, τη λόγιαζε στα μάτια, «κι αμάν, αμάν
χαρές που θάχουμε απόψε», φώναζε. Μονάχα που στο χτύπημα του μαγιόξυλου στη γη,
ο Διόνυσος έκαμε λάθος κι έστειλε στο Μάη αρσενικιά νύφη με μουστάκια.
Στο τέταρτο χτύπημα τού μαγιόξυλου στη
γη, ο Μάης έβγαλε το Χότζα. Με το φανέρωμά του, γιόμισε ο τόπος μουστάκια,
φαρδιές κελεμπίες κλαδωτές, σαρίκια ψηλά και τσιμπούκια που το μάκρος τους
έφτανε ίσαμε τα σύγνεφα και τρυπούσανε τον ουρανό. Μαζώχτηκε η ακολουθία του
γύρω, τα ζεϊμπέκια, και χτυπώντας τα χέρια τους συνοδεύανε τα παιχνίδια στον ακαμάτικο
σκοπό για να χορέψει ό Χότζας μ’ όλο τό ραχάτι καί τό χουΖονρλίκι του. Στερνά
γονατίσανε τα ζεϊμπέκια, απλώσανε τα μπράτσα τους κυκλικά και φωνάζοντας
«σουίνταααα», κάμανε τον Χότζα να μερακλωθεί και να λογιάζει το διαβολεμένο θηλυκό,
τη νύφη, που θα του χάριζε μια οργιαστικά νυχτιά.
Στο άλλο χτύπημα του μαγιόξυλου στη γη,
ο Μάης έβγαλε το Γύφτο με τη Γύφτισσα. Και σε τούτο το χτύπημα ο Διόνυσος
λάθεψε κι έστειλε στη διάδοχό του αρσενική γύφτισσα. Οι ξενοτοπίτες πού
παρακολουθήσανε τ' ανοιξιάτικο πανηγύρι της Μακρινίτσας, ξεσπάσανε σε τρανταχτά
χαχανίσματα βλέποντας δυο αρσενικές γυναίκες να γίνουνται αφορμή καυγάδων ποιος
θα πρωτοχαρεί τις ξελογιάστρες.
Κι οι γιορταστές είπανε θλιμμένα τούτο το
τραγούδι:
«Μπάμιες και ντομάτες,
και κολοκυθάκια,
τι κακό που πάθαμε,
εμείς τα Μακριτσιοτάκια,
τι κακά που πάθαμε
εμείς τα κοριτσάκια».
Μα ο Γύφτος που είχε καταβροχθίσει
μπόλικο κρασί ίσαμε που η κοιλιά του φούσκωνε κι αντί να πεταχτεί μπροστά
ογκώθηκε από πίσω του, με τον έξαλλο χορό του σκόρπισε το κέφι σ’ ολάκερη τη
μεσοχωριά κάτω απ’ τήν ισκιάδα των πλατάνων, έτσι που τα νταούλια κι οι
ζουρνάδες ξεχυθήκανε σ’ έναν ξετρελαμένο σκοπό, όπου κάμανε τη Γύφτισσα την καψερή
να μην πατά στο χώμα από σβέλτα πηδήματα και ναζιάρικα λυγίσματα. Το κρασί
χύθηκε άφτονο κι οι χορευτές ξεσπάσανε σε οργιαστικούς χορούς, συνοδεύοντάς
τους με τσουχτερές βωμολοχίες κι άσεμνες χειρονομίες. Ο Γύφτος έκαψε τα
μουστάκια με το αποτσίγαρο που είχε κολλήσει απάνω στη γλώσσα του, το φεσάκι
του έγινε κατακόκκινο απ’ το μεθύσι, η σέλα του χαμήλωσε κι ακούμπησε στο χώμα,
κι η Γύφτισσα ανασήκωσε το μακρύ φουστάνι που έφτανε ίσαμε τους αστραγάλους,
έτσι όπου φαινόντανε οι γάμπες της και τονέ ξετρελαίνανε.
Ο οργασμός των γιορταστών είχε φτάσει στο
μεγάλο πάθος. Οι δυο γυναίκες, η Νύφη και η Γύφτισσα, αρχίσανε να κοιλοπονάνε.
Κι ευτύς ως χτύπησε ο Μάης το κλωνισμένο ραβδί του στη γη, ξεπεταχτήκανε ο
Γιατρός με τα Φραγκούλια να σώσουνε την κατάσταση. Ασπροντυμένοι με τα ψηλά
σκληρά καπέλα τους, πήρανε τις ντελικάτες στροφές του χορού τους γύρω από τα
λαγνισμένα θηλυκά που ξεψυχούσανε στο οργιαστικό μεθύσι τους, και πασχίσανε να τα
συνεφέρουνε.
Κονταροχτύπησε ο Μάης τη γης και
μαζωχτήκανε τ’ αποδέλοιπα μέλη της ακολουθίας του, που ήτανε τα πιο ετερόκλιτα
προσώπατα, Φράγκοι, Μωαμεθανοί, Εβραίοι κ.λ.π., για να δείξει με την πανάρχαια
αυτή διονυσιακή τελετή, με σύγχρονα μέσα των απλών μεταβυζαντινών χωρικών της
Μακρινίτσας, την αναγκαιότητα της αναπαραγωγής, καθώς και την παγκόσμια προβολή
της, καταπώς το εξηγεί ο μελετητής Θάνος Βελούδιος. Ο αράπης, μαύρος σαν
κατράμι, ο παράξενος γέρος κι η γριά μονοδοντού, που τους ξαναζωντάνεψε η δύναμη
της ανοιξιάτικης φύσης, ο βοεβόδας, η χανούμισσα και ο εξαποδώ, ο διαβολάκος. Αρχίσανε
να εκτελούνε διάφορα διονυσιακά παιχνίδια με σύγχρονο τρόπο, με το ύφος ενός
κοινωνικού, όχι απόκρυφου διονυσιακού οργίου πού είναι τούτο, στην ιερή, την
ελληνική, την αρχική κι όχι την υστερνή ρωμαϊκή σημασία της λέξης, με βάση τους
χωρικούς του ελληνικού και του πηλιωρίτικου λαού, που φοράει τις εθνικές
ντυμασιές του.
Κι ο διαβολάκος χώθηκε μέσα στους
γιορταστές, με πρόσταγμα του Αρχιμάη, τους ερέθισε, τούς γαργάλεψε, τους
σεκλέντισε και τούτοι φρενιάσανε. Το κρασί χυνότανε μέσα στις φούχτες τούς
ασταμάτητα και τα λαρύγγια όλο καταπίνανε. Και κόβανε τα κρεμμύδια, τα σκόρδα,
τα χλωροκούκια, τα τσάγαλα, τα φρούτα, τους καρπούς απ’ τα κλωνάρια του
δροσερού Μάη και τρώγανε λαίμαργα, έτσι που τα στόματά τους πρασινίσανε από
εφορία. Τα κεφάλια τους γιομίσανε στεφανωμένα παχιά στάχυα, αγουρίδες, πιπεριές
πράσινες και κατακακκινες, οι κισσοί και τα κλήματα μυριοπλεχτήκανε επάνω στα
κορμιά, στα μπράτσα και στα μαλλιαρά ποδάρια τους, κι οι ζουρνάδες παθιάσανε.
Αλεστάρανε τα ζωντανά από τ’ ανθρώπινο
πανηγύρι της άνοιξης, κι ο Μάης χτύπησε το κλωναρισμένο ραβδί του και
παρουσιάστηκε η αρκούδα ορθωμένη στα δυο πισινά της πόδια. Ένας φουστανελοφόρος
έπιασε το ντέφι και σ’ ένα τέρτσο με το μεγάλο δάχτυλο τού χεριού του πάνω στην
τεντωμένη προβιά, χτυπώντας το στο κεφάλι, στα πισινά και στα πόδια του, έκανε
την αρκούδα να ξεσηκώσει όλα τα ζωντανά με τον χορό της στο μαγιοπανηγύρι.
Τ’ αλόγατα πιάσανε να χλιμιντράνε, τα
ζιγούρια κι οι τράγοι να βελάζουν αγκρισμένα, τα κοκόρια και τ’ αηδόνια να
κελαϊδάν αψάφωνα, και τα θηλυκά ζωντανή να τρέχουνε και να τρίβουνται απάνω
στις πλάτες και τους λαιμούς των
αρσενικώνε. Αγκαλιαστήκαν οι
ακόλουθοι του Αρχιμάη με τα ζωντανά και γίναν ένα πράμα. Πήρανε τις ρεματιές,
τα λαγκάδια, χωθήκανε στο δάσος, μεταφέροντας το κέφι παντού με τον
οργιαστικό χορό τους, μέσα στην
ανοιξιάτικη μέρα και την πλανεύτρα γιορταστική νύχτα των ασημένιων αστεριών και
του χρυσαφένιου φεγγαριού.
(Αντιγραφή σε μονοτονικό από το βιβλίο του Βασίλη Πλάτανου
«ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ»Β΄ Έκδοση – ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
– 2002)