Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Οι Μάηδες του Πηλίου

Καλό μήνα! Καλή Πρωτομαγιά!
Μάηδες
Και γιόμισε ο τόπος του Πηλίου αγκρισμένα ζωντανά, που, μέσα στους ερεθιστικούς σκοπούς και τις μεθυστικές μυρουδιές, αρχιότανε, καί παραδομένα ολάκερα, σώμα και ψυχή, στο ανοιξιάτικο μεθύσι, βατευότανε.
Κείνες τις μέρες η γης κοιλοπονούσε. Βρισκότανε πάνω στον καιρό της γέννας της. Κάθε αγκομαχητό που έβγαζε απ’ τα σπλάχνα της, το χώμα φούσκωνε, έσκαγε, άνοιγε σαν πάξα και ξεπεταγότανε το βλαστάρι, και το λουλούδι, και το κλωνάρι από το μάτι του δέντρου, που θέριευε, λιγιότανε, αγκαλιαζότανε, φιλιότανε, μοσκοβολούσε, έτσι που ρέθιzε κάθε ζωντανή ψυχή γύρω του.
Τα θηλυκά κυλιόντανε λαγνισμένα πάνω στο παχύ χορτάρι κι ανάμεσα στις μοσκοβολάδες των λουλουδιών, με τα ποδάρια σηκωμένα κατάντικρυ στον καματερό ήλιο. Οι μέλισσες και τ’ άλλα ζουζούνια βουίζανε γύρω τους, κι οι τράγοι, τ’ αλόγατα, τα ζιγούρια, τα κοκόρια, τ’ αηδόνια, τρέχανε σα δαιμονισμένα μέσα σε κείνο τον ανοιξιάτικο ξεσηκωμό να παραδοθούνε στον οργιασμένο ρυθμό της φύσης.
Κι άκουγες σε κάθε περπατηξιά σου πάνω στο χώμα, να σκούζουνε οι χρυσόφτερες ζωές και να χασκογελάνε τα ζούμπερα, κι η γης να ψιθυρίζει χίλιους σκοπούς, και τα ξοθιά του δάσους να πετάγουνται μέσα από τις βελονόφυλλες φτέρες να γαργαλάνε και να πασπατεύουνε ολοένα τα ζωντανά και τα γεννήματα, έτσι που να βρίσκουνται όλα συναμεταξύ τους αλαλιασμένα απ’ το φρένιασμα της γλυκιάς μέρας και της πλανεύτρας νύχτας των ασημένιων αστεριών και τού χρυσαφένιού φεγγαριού.
Κι οι πηγές οι παρθένες της Μόκρινας, της Μακρινίτσας του Πηλίου, που σημαίνει στα σλάβικα βρεγμένος τόπος, ρέανε ασταμάτητα για να ξεδιψάσουνε κείνο το λυσσιασμένο απ’ οργιασμό κόσμο. Μα το δροσάτο νερό τα δυνάμωνε, τα ρέθιzε πιότερο, τα γιόμιζε με το αίστημα της αξεδιψασιάς και του παραδαρμού.
Ανάμεσα σε τούτο το πανδαιμόνιο της φύσης ξεπετάχτηκε ένας ρωμαλέος νέος, ο Μάης, Άδωνις στην ομορφιά, για να ξεσηκώσει και τους ανθρώπους σε τούτο το ανοιξιάτικο πανηγύρι του Πηλίου. Το σώμα του ήτανε σκεπασμένο με κισσούς, κλήματα, δάφνες, αγιοκλήματα, τριαντάφυλλα, γαρούφαλα, παπαρούνες, μαργαρίτες, ανεμώνες, βιόλες, σπαρτιές, πλουμισμένος με τα χρώματα των λουλουδιών τα πράσινα, τ’ άσπρα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μενεξελιά, τα βυσσινιά, τα γαλάζια, τα καφετιά, τα λιοτροπιασμένα, από την κορφή ίσαμε τα νύχια των ποδιώνε του, και στο κεφάλι φορούσε μυριοπλεγμένο στεφάνι μ’ ολάκερο τον ανθισμένο κόσμο της γης. Στο χέρι του κρατούσε το οργιαστικό σύμβολο τού προκατόχου του Διόνυσου, το μαγιόξυλο, καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς, που, καθώς το χτύπαγε πάνω στο χώμα, τραγούδαγε έναν αψάφωνο σκοπό με τούτα τα λόγια:
«Κόρη ξανθή τραγούδισε από γυαλένιον πύργο,
και πήρ’ αγέρας τη φωνή και στο γιαλό την πάει,
κι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα λιμάνι πιάσαν,
Κι ένα καράβι κρητικό βαθιά καλαρμενίζει.
Με τον αγέρα μάλωνε, με το βοριά μαλώνει.
- Δεν σε φοβάμαι κυρ βοριά, μαΐστρο τραμουντάνα,
έχω καράβ’ από καρυά, κατάρτ’ από πλιξάρι,
έχω καί καραβόσκοινα όλο μαργαριτάρι,
έχω κι ένα μουτσόπουλο, θαλασσογυρισμένο.
 - Ανέβα βρε μουτσόπουλε στο μεσιανό κατάρτι,
να δεις τι αγέρας μάς βαρεί και τί καιρός μάς δέρνει.
 Παιζογελώντας ‘νέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.
- Τι είδες βρε μουτσόπουλε και κλαις και κατεβαίνεις;
- Κόρ’ είδα με ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια.
-Κόρη ξανθιά μου άνοιξε την πόρτα την καρένια,
έχω δυο λόγια να σου πω, γλυκά και ζαχαρένια.
Κόρη σαν θέλεις φίλημα, σαν θέλεις μαύρα μάτια,
πάρε κι αρμάθιασε φλουριά και κάν’ τα πέντ’ αρμάθες,
κι έλα μαζί μου μια βραδυά αμάν, αμάν, αμάν, ένα Σαββάτο βράδυ,
πούν’ η μάνα μ’ στην εκκλησιά, πατέρας στο παζάρι,
τα δυο ‘δελφάκια στο σχολειό, σ’ ένα χαρτί διαβάζουν,
τόνα διαβάζει λεμονιά και τ’ άλλο κυπαρίσσι».
Με τούτο το σκοπό ο Μάης έφερνε μαζί του τις περιπλανήσεις τού Διόνυσου στις ανοιχτές θάλασσες, και τον πανάρχαιο ελληνικό μύθο, όπου ο Θεός τού κρασιού ταξιδεύοντας κάποτε, αιχμαλωτίστηκε από τυρρηνούς πειρατές και τους κατανίκησε με μαγείες και βγήκε στερνά στη στεριά της Νάξου. Εκεί παντρεύτηκε την  Αριάδνη, τη θυγατέρα τού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, που την άφησε σ’ αυτόν των τόπο ο Θησέας. Από την γάμο του με την Αριάδνη, ο Διόνυσος έκανε παιδιά, τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα, τον Ταυρόπολη και άλλα. Τούτος ο μύθος, που μας τονέ πρωτοτραγούδισε ο Όμηρος στους ύμνους του, γήτεψε πολλούς ζωγράφους και γλύπτες, μαστόρους της τέχνης της αρχαιότητας, που ανάμεσά τους στάθηκε, κατά τον τέταρτο αιώνα, κάποιος καλλιτέχνης σύγχρονος ή μαθητής του Πραξιτέλη, κι έγλυψε με τη σμίλη και το σκαρπέλο του τις πιότερο χαρακτηριστικές σκηνές του μύθου πάνω στο διάζωμα του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη, που είναι κοντά στον Ακρόπολη της Αθήνας και που ο κόσμος τ’ ονοματίζει «Φανάρι του Διογένη».
Ο πανάρχαιος μύθος που έφερνε μαζί του ο  Μάης της πηλιωρίτικης άνοιξης με το τραγούδι του, συμβολίζει την ένωση του Διονύσου, του αγροτικού Θεού, με την Αριάδνη, που προσωποποιεί την ανοιξιάτικη φύση, όπου γονιμοποιείται κάτω από την επίδρασή του.
Ο Μάης του Πηλίου ξεκινούσε, ανάμεσα από τους  αιώνες, από τις πολιτείες και τα χωριά της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, φέρνοντας, μπροστά από το ναό Γκογκοκούλι της συνοικίας Οτσούκα του Τόκιο, στους Μακρινιτσιώτες του Πηλίου το «Χαναματσούρι», τη Γιορτή  των Λουλουδιών, τους Μάηδες, που τήνε πρωτοργάνωσε ο Διόνυσος στο μεγάλο του ταξίδι στην Άπω Ανατολή. Είναι μια από τις γραφικότερες γιορτάδες της γιαπωνέζικης άνοιξης, όπου γλεντοκοπάνε όλοι οι ντόπιοι στο πανηγύρι του μεθυσιού  απ’ τις μοσκοβολάδες των λουλουδιών Κάι υπό τ’ οργιαστικό ξεσήκωμα των εξωτικών zωντανών της Γιαπωνίας. Ο Μακρινιτσιώτης Μάης έφερνε το γιορτασμό της γέννησης του Βούδδα, που τον συνοδεύουνε θρησκευτικές τελετές, όπου οι πιστοί ραντίzουνε με «αμάκα», γλυκό τσάι, τ’ αγάλματα τού παιδιού-Βούδδα, που συνηθίζουνε να τονέ παρασταίνουνε δείχνοντας με το ένα  χέρι τον ουρανό και με το άλλο τη γη, και τους πατροπαράδοτους οργιαστικούς χορούς των Γιαπωνέζων, όπου εκτελούνε λαϊκοί μίμοι και χορευτές μασκαρεμένοι και με το μαγιόξυλο στό χέρι χτυπώντας το στη γη πάνω στον ρυθμό του οργιαστικού χορού τους.
Ακόμα, ο Μακρινιτσιώτης Μάης ξεπετάχτηκε μέσα από τη φύση του Πηλίου, για να ξαναζωντανέψει τις μεγάλες οργιαστικές και θορυβώδεις γιορτάδες προς τιμή του Διόνυσου, θεού των μυστηρίων και της φύσης, αλλά και της εξοχής, στ’ αγροτικά γλεντοκόπια που τα πανηγυρίζανε σ’ όλες τις ελληνικές χώρες της αρχαιότητας. Έφερνε την πίστη του λαού της παλιάς εποχής που ένοιωθε πως στις γιορτάδες αυτές παραβρισκότανε αόρατος ο ίδιος ο θεός και που φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από τον φιλοξενούμενο Διόνυσο-Μάη, απ’ όσα ήθελε να έχει κοντά του σ’ ένα γλέντι. Γι’ αυτό οι δημότες μεταμφιεζόντανε σε ακολούθους του θεού, σατύρους, τράγους, σειληνούς, νύμφες, λήνες.
Ο Μάης έφερνε  ακόμα και το μασκάρεμα όπου ακόλουθοι , του Διόνυσου, σκεπάζανε το πρόσωπό τους με στάχτη ή πηλό, ή με κόκκινο βάψιμο, φορούσανε στα κεφάλια τους στεφάνια κισσού και κρατούσανε θύρσους, μπαστούνια, που καταλήγανε στην κορυφή σε κουκουνάρι πεύκου, συμβολίζοντας το όργανο της αναπαραγωγής.  Έτσι μεταμορφωμένοι, μεταφερόντανε με τη φαντασία και με το κέφι τους, βοηθημένοι από το κρασί, σε κόσμους εξωπραγματικούς. Φανταζόντανε πως ταξιδεύανε, μαζί με τον αγαπημένο τους θεό, πως παίρνανε μέρος στα παθήματα και στα κατορθώματά του. Ζούσανε το περιεχόμενο του ύμνου που ψάλλανε προς τιμήν του Διόνυσου και που τον ονοματίζανε «διθύραμβο». Οι γιορταστές μασκαρεμένοι σ’ ακόλουθους του Διόνυσου κι έχοντας πιει μπόλικο κρασί, γυρίζανε πάνω σ’ αμάξια και ψέλνανε τα φαλλικά τραγούδια συνοδεύοντάς τα με τσουχτερές βωμολοχίες κι άσεμνες χειρονομίες, κάνοντάς τα τώρα και οι ακόλουθοι του Μάη. Ο Μακρινιτσιώτης Μάης, έφερνε, ανάμεσα από τούς αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας, την οργιαστική ιεροτελεστία, όπου συμβολίζεται ο αιώνιος δεσμός της πηλιωρίτικης γης με το Θεό της βλάστησης και της αναπαραγωγής. Βγαίνοντας μέσα από την οργιαστική φύση της Μακρινίτσας του Πηλίου, γιορταστικά ντυμένος, ο σύγχρονος Διόνυσος, χτύπησε το μαγιόξυλο στο χώμα, καλένοντας τους ερεθισμένους κατοίκους και πιότερο τους αγκρισμένονς, να μαζωχτούνε γύρω του για να πάρουνε μέρος στο μεγάλο πανηγύρι της πηλιωρίτικης άνοιξης των ζωντανώνε και των άψυχων ξοθιών του φυτικού κόσμου, ξαναζωντανεύοντας την   αρχαία οργιαστική ιεροτελεστία προς τιμή του Θεού της βλάστησης και της αναπαραγωγής, του Μάη.
«Και το ραβδί του ήταν ξερό,
χλωρά βλαστάρια πέτα,
κι απάνω στα βλαστάρια του,
 πέρδικες κελαϊδούσαν».
Κελαϊδήσανε οι ζουρνάδες, οι πίπιζες, τα βιολιά, στα παθιασμένα χείλια και χέρια των Μακρινιτσιωτών, και τ’ αηδόνια ξεπεταχτήκανε μέσ’ από τις ρεματιές και σταθήκαν απάνω στα κλωνάρια του Μάη, συνοδεύοντας τα παιχνίδια στον ξετρελαμένο σκοπό τους. Τα πλατάνια με τα μεγάλα απλωμένα κλαδιά υποδεχτήκανε κάτω από τον παχύ ίσκιο τους σ’ ολάκερη την μεσοχωριά τους πρώτους γιορταστές Μακρινιτσιώτες και τις αφροπλασμένες κοπελούδες, με τις ντόπιες ντυμασιές τους.
Αναπεταγόντανε τα μακρυά φουστάνια που φτάνανε ίσαμε τον αστράγαλο, κι η βελουδένια τζάκα η κατιφένια με τη ζώστρα, από κλαδωτό μετάξι που τύλιγε τη μέση της νιας σε μια τάκλα με το φαρδύ φιόγγο στο πλάι, γυαλοκοπούσανε πάνω στις στροφές τού χορού. Το κελεμκερί, το αραχνοΰφαντο μαντίλι, με τις μπιμπίλες και τα μπόλια στην άκρη, αναπεταγότανε κι αυτό, έτσι που σεκλέντιζε τα παλικάρια, ντυμένα και κείνα με τη βράκα και το μαύρο γελέκι, με το μαύρο καλπάκι στο κεφάλι καμωμένο από όστρακά.
Τα παπαδ’κά παπούτσια σηκωνόντανε στ’ αψήλωμα των ποδιώνε κι ακουμπούσανε το κομπολόγι του αρσίζη χορευταρά. Και μαζωχτήκανε οι ξενοτοπίτες απ’ όλα τα κατατόπια, τα χωριά και τις πολιτείες της Ελλάδας, και όλο τούτο τ’ ασκέρι τους περιτριγύρισε να χαρεί και να καμαρώσει το ανοιξιάτικο πανηγύρι των Μακρινιτσιωτών.
Ο Αρχιμάης βαστούσε γιορταστικά το κλωναρισμένο ραβδί καταφορτωμένο τώρα με λουλούδια και καρπούς, το μαγιόξυλο, που το κουνούσε δοξαστικά, το ψήλωνε και το κατέβαζε με την ίδια συμβολική κίνηση όπως ανεβοκατεβάζουμε τις λαμπάδες στην Ανάσταση, χτυπώντας τη γη μ’ αυτό, έδινε έτσι το ρυθμό και τον τόνο της όλης γιορτής, με το συμβολικό όργανο της αναπαραγωγής. Οι ακόλουθοι εξυμνούσανε τα ξόμπλια του Αρχιμάη, που ήτανε λουλούδια και φρούτα, οι καρποί της γονιμότητας, και το στεφανωμένο κεφάλι του, όπως το θεό Διόνυσο στις τελετές του, με τούτο το τραγούδι:
«Μάη μου, Μάη δροσερέ, κι Απρίλη λουλουδάτε,
ο Μάης μέ τά τριαντάφυλλα, κι Απρίλης με λουλούδια,
όλον τον κόσμο γέμισες απ’ άνθια και λουλούδια,
το νιόνε περικύκλωσες στις κόρης τις αγκάλες.
Σαν περπατεί, μαραίνεται, σα στέκεται, πλανιώται,
σαν πέσει κι αποκοιμηθεί, τον ύπνο δε χορταίνει.
Άνοιξε πόρτα της κυράς, πόρτα της μαυρομάτας,
να μπω να διώ τη λυγερή, πώς στρώνει και κοιμάται,
πώς στρώνει τα τριαντάφυλλα, κοιμάται στα λουλούδια.
Πώς να την πω να σηκωθεί, πως να την πω να κάτσει;
Να την ειπώ λιγνό βεργί, και το βεργί λυγάει,
να την ειπώ αγιόκλημα, το κλήμα κόμπους έχει,
να την ειπώ τριαντάφυλλο, από τ’ άγκάθι βγαίνει,
να την ειπώ βασιλικό, γκαστρώνει η μυρουδιά του.
Αφέντη κι αφεντούτσικε, πέντε φορές αφέντη,
λύσ’ το, αφέντη, λύσ' το, το χρυσομάντηλό σου.
Κι αν χεις γρόσια, δός μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν τα λυπάσαι τα φλουριά, δός μας δεκαπεντάρια,
δός μας τ' αφέντη, δός μας τα να πιούμε στην υγειά σου,
για την υγειά τ’ αφέντη μας, για την καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους διαπεράσεις,
κι απ’ τους διακόσιους αμπροστά ν’ ασπρίσεις να γεράσεις.
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο σαν τ' ασπρο περιστέρι.
Όσα λουλούδια, 'ν' του Μαγιού και φύλλα των δεντρώνε,
Τόσο καλό να δώσ’ ο Θεός εδώ που τραγουδάμε».
Και με τα ντόπια όργανα μπροστά, τα βιολιά, τους ζουρνάδες και τα νταούλια, περνούσαν από τους ξενοτοπίτες, τ’ αργαστήρια και τα σπίτια της Μακρινίτσας μαζεύοντας φιλέματα σύκα, καρύδια, αυγά, αμύγδαλα και χρήματα για ν’ αγοράσουνε κρασί και να πιούνε στην υγειά τους, για την υγειά των αφεντάδωνε, και για την καλή χρονιά τους.  Γιατί, κατά τους γιορταστές του Πηλιωρίτικου Μάη, η νέα χρονιά αρχίζει από το ξανάνιωμα της φύσης, από την άνοιξη.
 Και μεταχτύπησε ο Μάης το μαγιόξυλό του χώμα, και γιομίσανε τα νταούλια, κι οι ζουρνάδες και τα βιολιά ανθισμένα κλωνάρια με  γαρούφαλα και τριαντάφυλλα. Ξεχυθήκανε σ’ έναν παθιάρικο σκοπό, τον ζεϊμπέκικο, που η ισκιερή απλάδα κάτω απ’  τα πλατάνια τραντάχτηκε με τον μερακλήδικο χορό των ζεϊμπέκηδων. Τα ζεϊμπέκια φορούσανε τη γιορτερή ντυμασιά τους, σαρίκι με φούντες και  κρόσια, γελέκι  πλουμισμένο, φαρδύ ζουνάρι με μπόλικες τάκλες γύρω από τη μέση, γιομάτο γιαταγάνια και πιστόλες, κοντό σαλβάρι, κεντημένα παπούτσια κι επικνημίδες, ταιριασμένα τα πλουμιά με τα χρώματα των λουλουδιών. Κι ακουμπούσανε οι σέλες τον βρακιώνε τους τη γης καθώς γονατίζανε, και χτυπούσανε τις παλάμες τους, και ξανασηκωνότανε με τα χέρια ψηλά, κροταλίζοντας τα δάχτυλα γύρω από τα σαρίκια, έτσι που οι φούντες τους κουνιόντανε, και μπερδευόντανε τα κρόσια συναμεταξύ τους στον παθιάρικο σκοπό.
Και ξαναχτύπησε ο Μάης το κλωναρισμένο ραβδί του στη χώμα, κι ανάμεσα από τις γαρουφαλιές ξεπεταχτήκανε ο Γενίτσαρος με τη Νύφη. Ο φουστανελοφόρος γαμπρός με την ολόασπρη πουκαμίσα και φουστανέλα, την ασημένια ζώστρα με το μαυρομάνικο μαχαίρι στη μέση, το κατιφεδένιο γιλέκο, το κόκκινο φουντωτό φεσάκι, τα φουντωτά τσαρούχια στα πόδια άρχισε πρώτος τον χορό. Τον ακλούθησε η νύφη με το κλαδωτό φουστάνι, το ψάθινο καπέλο με άσπρο τούλι μπροστά από το πρόσωπό της, και κουνώντας το μαντήλι με τα δυο της χέρια, έφερνε ναζιάρικα τις στροφές του χορού της από τον γαμπρό. Ο Γενίτσαρος με τ’ αντρίκια πατήματά του της έκλωθε τη νύφη, τη λόγιαζε στα μάτια, «κι αμάν, αμάν χαρές που θάχουμε απόψε», φώναζε. Μονάχα που στο χτύπημα του μαγιόξυλου στη γη, ο Διόνυσος έκαμε λάθος κι έστειλε στο Μάη αρσενικιά νύφη με μουστάκια.
Στο τέταρτο χτύπημα τού μαγιόξυλου στη γη, ο Μάης έβγαλε το Χότζα. Με το φανέρωμά του, γιόμισε ο τόπος μουστάκια, φαρδιές κελεμπίες κλαδωτές, σαρίκια ψηλά και τσιμπούκια που το μάκρος τους έφτανε ίσαμε τα σύγνεφα και τρυπούσανε τον ουρανό. Μαζώχτηκε η ακολουθία του γύρω, τα ζεϊμπέκια, και χτυπώντας τα χέρια τους συνοδεύανε τα παιχνίδια στον ακαμάτικο σκοπό για να χορέψει ό Χότζας μ’ όλο τό ραχάτι καί τό χουΖονρλίκι του. Στερνά γονατίσανε τα ζεϊμπέκια, απλώσανε τα μπράτσα τους κυκλικά και φωνάζοντας «σουίνταααα», κάμανε τον Χότζα να μερακλωθεί και να λογιάζει το διαβολεμένο θηλυκό, τη νύφη, που θα του χάριζε μια οργιαστικά νυχτιά.
Στο άλλο χτύπημα του μαγιόξυλου στη γη, ο Μάης έβγαλε το Γύφτο με τη Γύφτισσα. Και σε τούτο το χτύπημα ο Διόνυσος λάθεψε κι έστειλε στη διάδοχό του αρσενική γύφτισσα. Οι ξενοτοπίτες πού παρακολουθήσανε τ' ανοιξιάτικο πανηγύρι της Μακρινίτσας, ξεσπάσανε σε τρανταχτά χαχανίσματα βλέποντας δυο αρσενικές γυναίκες να γίνουνται αφορμή καυγάδων ποιος θα πρωτοχαρεί τις ξελογιάστρες.
Κι οι γιορταστές είπανε θλιμμένα τούτο το τραγούδι:
«Μπάμιες και ντομάτες,
και κολοκυθάκια,
τι κακό που πάθαμε,
εμείς τα Μακριτσιοτάκια,
τι κακά που πάθαμε  
εμείς τα κοριτσάκια».
Μα ο Γύφτος που είχε καταβροχθίσει μπόλικο κρασί ίσαμε που η κοιλιά του φούσκωνε κι αντί να πεταχτεί μπροστά ογκώθηκε από πίσω του, με τον έξαλλο χορό του σκόρπισε το κέφι σ’ ολάκερη τη μεσοχωριά κάτω απ’ τήν ισκιάδα των πλατάνων, έτσι που τα νταούλια κι οι ζουρνάδες ξεχυθήκανε σ’ έναν ξετρελαμένο σκοπό, όπου κάμανε τη Γύφτισσα την καψερή να μην πατά στο χώμα από σβέλτα πηδήματα και ναζιάρικα λυγίσματα. Το κρασί χύθηκε άφτονο κι οι χορευτές ξεσπάσανε σε οργιαστικούς χορούς, συνοδεύοντάς τους με τσουχτερές βωμολοχίες κι άσεμνες χειρονομίες. Ο Γύφτος έκαψε τα μουστάκια με το αποτσίγαρο που είχε κολλήσει απάνω στη γλώσσα του, το φεσάκι του έγινε κατακόκκινο απ’ το μεθύσι, η σέλα του χαμήλωσε κι ακούμπησε στο χώμα, κι η Γύφτισσα ανασήκωσε το μακρύ φουστάνι που έφτανε ίσαμε τους αστραγάλους, έτσι όπου φαινόντανε οι γάμπες της και τονέ ξετρελαίνανε.
Ο οργασμός των γιορταστών είχε φτάσει στο μεγάλο πάθος. Οι δυο γυναίκες, η Νύφη και η Γύφτισσα, αρχίσανε να κοιλοπονάνε. Κι ευτύς ως χτύπησε ο Μάης το κλωνισμένο ραβδί του στη γη, ξεπεταχτήκανε ο Γιατρός με τα Φραγκούλια να σώσουνε την κατάσταση. Ασπροντυμένοι με τα ψηλά σκληρά καπέλα τους, πήρανε τις ντελικάτες στροφές του χορού τους γύρω από τα λαγνισμένα θηλυκά που ξεψυχούσανε στο οργιαστικό μεθύσι τους, και πασχίσανε να τα συνεφέρουνε.
Κονταροχτύπησε ο Μάης τη γης και μαζωχτήκανε τ’ αποδέλοιπα μέλη της ακολουθίας του, που ήτανε τα πιο ετερόκλιτα προσώπατα, Φράγκοι, Μωαμεθανοί, Εβραίοι κ.λ.π., για να δείξει με την πανάρχαια αυτή διονυσιακή τελετή, με σύγχρονα μέσα των απλών μεταβυζαντινών χωρικών της Μακρινίτσας, την αναγκαιότητα της αναπαραγωγής, καθώς και την παγκόσμια προβολή της, καταπώς το εξηγεί ο μελετητής Θάνος Βελούδιος. Ο αράπης, μαύρος σαν κατράμι, ο παράξενος γέρος κι η γριά μονοδοντού, που τους ξαναζωντάνεψε η δύναμη της ανοιξιάτικης φύσης, ο βοεβόδας, η χανούμισσα και ο εξαποδώ, ο διαβολάκος. Αρχίσανε να εκτελούνε διάφορα διονυσιακά παιχνίδια με σύγχρονο τρόπο, με το ύφος ενός κοινωνικού, όχι απόκρυφου διονυσιακού οργίου πού είναι τούτο, στην ιερή, την ελληνική, την αρχική κι όχι την υστερνή ρωμαϊκή σημασία της λέξης, με βάση τους χωρικούς του ελληνικού και του πηλιωρίτικου λαού, που φοράει τις εθνικές ντυμασιές του.
Κι ο διαβολάκος χώθηκε μέσα στους γιορταστές, με πρόσταγμα του Αρχιμάη, τους ερέθισε, τούς γαργάλεψε, τους σεκλέντισε και τούτοι φρενιάσανε. Το κρασί χυνότανε μέσα στις φούχτες τούς ασταμάτητα και τα λαρύγγια όλο καταπίνανε. Και κόβανε τα κρεμμύδια, τα σκόρδα, τα χλωροκούκια, τα τσάγαλα, τα φρούτα, τους καρπούς απ’ τα κλωνάρια του δροσερού Μάη και τρώγανε λαίμαργα, έτσι που τα στόματά τους πρασινίσανε από εφορία. Τα κεφάλια τους γιομίσανε στεφανωμένα παχιά στάχυα, αγουρίδες, πιπεριές πράσινες και κατακακκινες, οι κισσοί και τα κλήματα μυριοπλεχτήκανε επάνω στα κορμιά, στα μπράτσα και στα μαλλιαρά ποδάρια τους, κι οι ζουρνάδες παθιάσανε.
Αλεστάρανε τα ζωντανά από τ’ ανθρώπινο πανηγύρι της άνοιξης, κι ο Μάης χτύπησε το κλωναρισμένο ραβδί του και παρουσιάστηκε η αρκούδα ορθωμένη στα δυο πισινά της πόδια. Ένας φουστανελοφόρος έπιασε το ντέφι και σ’ ένα τέρτσο με το μεγάλο δάχτυλο τού χεριού του πάνω στην τεντωμένη προβιά, χτυπώντας το στο κεφάλι, στα πισινά και στα πόδια του, έκανε την αρκούδα να ξεσηκώσει όλα τα ζωντανά με τον χορό της στο μαγιοπανηγύρι.
Τ’ αλόγατα πιάσανε να χλιμιντράνε, τα ζιγούρια κι οι τράγοι να βελάζουν αγκρισμένα, τα κοκόρια και τ’ αηδόνια να κελαϊδάν αψάφωνα, και τα θηλυκά ζωντανή να τρέχουνε και να τρίβουνται απάνω στις πλάτες και τους λαιμούς των  αρσενικώνε.  Αγκαλιαστήκαν οι ακόλουθοι του Αρχιμάη με τα ζωντανά και γίναν ένα πράμα. Πήρανε τις ρεματιές, τα λαγκάδια, χωθήκανε στο δάσος, μεταφέροντας το κέφι παντού με τον οργιαστικό  χορό τους, μέσα στην ανοιξιάτικη μέρα και την πλανεύτρα γιορταστική νύχτα των ασημένιων αστεριών και του χρυσαφένιου φεγγαριού.
(Αντιγραφή σε μονοτονικό από το βιβλίο του Βασίλη Πλάτανου
«ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ»Β΄  Έκδοση – ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ – 2002)

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Η εξέγερση του 1854 (β)

Συνέχεια από Η εξέγερση του 1854 (α)
Η πολιορκία του Βόλου
Ενώ ο στρατηγός Χατζηπέτρος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στο Λουτρό κι ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Καρδίτσα, οι Μπασδέκης, Γριζάνος και οι υπόλοιποι αρχηγοί, ετοιμάζονταν στα  Μελισσιάτικα Καλύβια για την πολιορκία του Βόλου. 
Οι Τούρκοι όμως του Βόλου δεν τους άφησαν να συνταχτούνε και αποφάσισαν βγαίνοντας εκείνη τη στιγμή από το Φρούριο να χτυπήσουν την ομάδα του Μπασδέκη. Πράγματι 400 Τούρκοι στρατιώτες, 50 Αλβανοί και 40 ιππείς σέρνοντας και δύο πυροβόλα επιτέθηκαν κατά των επαναστατών. 
Μάχη πεισματώδης έγινε που κράτησε μέχρι τη νύχτα, όπου σκοτώθηκαν  πολλοί απ’ τους Τούρκους. Οι  Ελληνες που επωφελήθηκαν του σκοταδιού  αποσύρθηκαν προς τους Μπαχτσέδες του Άνω Βόλου, για να περιμένουν εκεί βοήθεια και γιατί πληροφορήθηκαν πως το πρωί φτάνουν για ενίσχυση των Τούρκων πάνω από χίλιους στρατιώτες με τρία πυροβόλα.
 Όταν ο Μπασδέκης και η ομάδα των επαναστατών  βρίσκονταν στους Μπαχτσέδες και ζητούσαν με προκηρύξεις και αγγελιοφόρους να τρέξουν σε βοήθειά τους οι Πηλιορείτες, τους κατοίκους του Βόλου τους είχε πιάσει πανικός. Τον πανικό κυρίως προκάλεσε ο επίσκοπος Δημητριάδος Γαβριήλ. Αυτός έβγαλε εγκύκλιο προς τους ιερείς, πρόκριτους και προεστώτες κι όλους τους χριστιανούς, με την οποία έλεγε, ότι οι Τούρκοι κατατροπώνουν τους επαναστάτες γύρω απ’ το Βόλο:

Μάχη Μπακτσέδων
 Φανερό ήταν ποιο αποτέλεσμα είχε η εγκύκλιος! Κανένας δεν βοήθησε τους αντάρτες του Μπασδέκη, που αποφάσισαν μόνοι τους να επιτεθούν κατά του Βόλου και που δεν ήταν περισσότεροι από 900.
Οι Τούρκοι και πάλι δεν περίμεναν την επίθεση αλλά εφόρμησαν κατά των επαναστατών και δόθηκε σκληρή μάχη.
Οι αντάρτες μάχονταν απεγνωσμένα. Επειδή και  τα πολεμοφόδιά τους ήσαν ελάχιστα, έκαναν οικονομία και ορμούσαν με τα γιαταγάνια τους εναντίον του εχθρού, καταφέρνοντας μεγάλες απώλειες και σπέρνοντας τον πανικό.
Οι Τούρκοι κλονίζονται. Νέες όμως ενισχύσεις ατελείωτες στέλνονται από το Φρούριο.
Κατά την μάχη αυτή που κράτησε μέχρι το βράδυ φονεύθηκαν 137  Τούρκοι και τραυματίστηκαν 29. Από τους επαναστάτες φονεύτηκαν 15, και τραυματίστηκαν 6.
Λόγω της μεγάλης δυνάμεως των Τούρκων, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφού είδαν ότι παρόλο τον ηρωισμό τους δεν θα είχαν θετικό αποτέλεσμα. Ανέβηκαν στη μονή του Αγ. Ιωάννη της Πορταριάς και από εκεί πέρασαν στον Αγ. Λαυρέντη, γιατί μάθανε πως Τούρκοι στρατιώτες επρόκειτο ν’ αποβιβαστούν  στην Αργαλαστή ή στο Λαύκο και προσβάλουν από πίσω το. Ν. Φιλάρετο.
Η πληροφορία δεν αυτή δεν ήταν αληθινή για τούτο και επέστρεψαν, προσβάλλοντας τα χωρία του δήμου Αρμενίου, Ριζόμυλο, Χατζήμισι (Στεφανοβίκειο), Γκερλή (Αρμένιο), και ξαναγύρισαν σε Κανάλια, Κερασιά, μονή Καμπάνας, Βουλγαρινή (Έλαφος) και Κισσό.
Τότε  επήλθε διάσταση μεταξύ του Γ. Γριζάνου και Χρόνη Μπασδέκη και επειδή έμειναν και από πολεμοφόδια οι επιχειρήσεις ατόνησαν. Καθένας τραβούσε το δρόμο του και υπονομεύονταν μεταξύ τους.
Η εξέγερση τότε τερματίστηκε και με απόφαση της κεντρικής κυβέρνησης.
Ακόμη ο Παπακώστας Τζαμάλας (μαζί με τους Ιωάννη και Αχιλλέα Βελέντζα είχαν κάποιες αψιμαχίες στον Πλάτανο και τον Αλμυρό) είχε κάνει μια συνεννόηση για βοήθεια στους Πηλιορείτες για την κατάληψη του Βόλου. Αυτό όμως δεν ευοδώθηκε γιατί (όπως λέγεται) οι συμφωνημένες χρηματικές παροχές προς τον Τζαμάλα δεν τον ικανοποίησαν!  
Οι αρχηγοί του Πηλίου και οι επαναστατικές ομάδες τους δεν υπήρξαν ευτυχέστεροι από το Χατζηπέτρο που αρχικά είχε και αυτός στη Θεσσαλία νίκες. Η επανάσταση είχε αρχίσει να ψυχορραγεί.
Και είναι αληθινό, πως κάποιοι Πηλιορείτες βοήθησαν τον αγώνα, αλλ’ η μεγάλη πλειονότητα εμεινε απαθής. Μεταξύ των αρχηγών Πηλιορειτών ήταν κι ο Χατζηαντώνης Καρτάλης, αρχηγός της μεγάλης οικογένειας των Καρταλαίων. Το σώμα του Καρτάλη που συντηρούνταν με έξοδα του αρχηγού, ήταν εφοδιασμένο και μ’ ένα πυροβόλο το οποίο μεταφερόταν  στις μάχες μ’ ένα μουλάρι. Παρόλες όμως τις θυσίες κάποιων αγωνιστών του Πηλίου, η έλλειψη ενισχύσεων, η έλλειψη πολεμοφοδίων και η αδιαφορία των περισσότερων κατοίκων, έκαναν δύσκολη τη θέση των επαναστατών.
 Έτσι τελείωσε άδοξα αυτό αυτό το επαναστατικό κίνημα της Άνοιξης του 1854, στη Θεσσαλία και το Πήλιο. 

Η εξέγερση του 1854 (α)

Το Πήλιο επαναστατεί την Άνοιξη του 1854
Πρώτος ο προμυριώτης Νικόλαος Φιλάρετος ξεσήκωσε το Πήλιο και μετά από ένα ενθουσιώδη του λόγο οι πρόκριτοι δημοσίευσαν την παρακάτω προκήρυξη:
«Οι υποφαινόμενοι πρόκριτοι των χωρίων Λαύκου και Προμυρίου μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωμεν τον προ τεσσάρων αιώνων δουλικόν ζυγόν και τας φρικτάς συνεπείας του.
Μη ανεχόμενοι πλέον να βλέπωμεν την μεν ιεράν ημών θρησκείαν εμπαιζομένην, την δε τιμήν εξυβριζομένην και την περιουσίαν ληστευομένην δια διαφόρων διαρπαγών ανηκούστων και συνεχών ως και την ζωήν ημών αυτήν κινδυνεύουσαν καθ’ εκάστην. Ακούσαντες δε ότι και οι λοιποί αδελφοί μας Ηπειρώται, Θεσσαλοί και Μακεδόνες έδραξαν τα όπλα κατά της ανόμου Τουρκίας, δράττομεν και ημείς αυτά επίσης και κηρύττομεν ενώπιον θεού και ανθράκων και εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, ότι είμεθα αποφασισμένοι να πολεμήσωμεν μέχρι τελευταίας πνοής, υπέρ της θρησκείας, της πατρίδος και της ελευθερίας μας.
Εγειρόμενοι αυθορμήτως, καταβαίνομεν εις τον βαρύν μεν αλλ’ ένδοξον αγωνα».
Τα χωριά επαναστατούν το ένα κατόπι του άλλου και πουθενά δεν φαινόταν ο εχθρός.
Ο αρχηγός Φιλάρετος βρισκόταν μια απ’ τις ημέρες εκείνες έξω απ’ την Αργαλαστή με τους συμπολεμιστές του, όταν από μακριά φάνηκε ερχόμενη μια συνοδεία. Το καραούλι σφύριξε και όλα τα παλληκάρια  σήκωσαν τα όπλα. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αρχηγός από έναν επαναστάτη ότι μια συνοδεία με κάποιον ιερέα και μερικούς γέροντες θέλει να τον δει.
-Ας έλθουν, είπε ο αρχηγός.
Αμέσως  οδηγήθηκε μπροστά του η μικρή και πένθιμη συνοδεία της οποίας προηγούνταν ο ιερέας. Ήταν λαός σκλάβων απ’ το Βόλο, γέροντες, γυναίκες και παιδιά με φοβισμένα πρόσωπα.
- Η ευλογία του Θεού σε σένα και στα παλληκάρια σου, είπε ο ιερέας.
Όλοι αυτοί, που βλέπεις εδώ έρχονται να σου μαρτυρήσουν το τρομερό κακό, που κρέμεται στα κεφάλια μας. Αυτουνού εδώ του γέροντα, είναι από τους Μπαχτσέδες, τούχουν στη φυλακή τρία παλληκάρια των γηρατειών του στήριγμα.
 -Ναι καπετάνιο, είπε δειλά ο γέροντας. Όπως σου λέει ο δέσποτας είναι. Κι ακόμα τη θυγατέρα μου ψες την ατίμασαν οι Αρβανίτες.
-Κι αυτή εδώ, είπε ο ιερεύς, με θρηνώδη τόνο και τα δάκρυα στα μάτια, έχουν τον άντρα της και τα δύο παιδιά της στη φυλακή και φοβερίζουν οι Αγάδες πως θα τους περάσουν στη σούβλα σαν αρνιά του Πάσχα. Κι ακόμα της κάψανε το σπίτι και της πήρανε και το βιος. Βασανιστήρια υποφέρουν στην Λάρισα και στον κάμπο οι άνθρωποι.
 - Κάθε μεγάλη πράξη, χρειάζεται και θυσίες, ειπώ ο αρχηγός. Θυμηθείτε τον Πατριάρχη και το Ρήγα που τους έπνιξαν οι τούρκοι και τόσους άλλους μάρτυρες της επαναστάσεως και κάνετε υπομονή. Σε λίγο θα ανάψει η φωτιά, που θα λάμψει και θα θαμπώσει τον κόσμο όλο.
- Και ο αρχιερέας Γαβριήλ πώς είναι ; Εργάζεται για το σκοπό μας ;
-Απελπισμένος, καπετάνιο μου, κάμει και άλλους να δειλιάζουν.
- Τι; Τον διέκοψε ο αρχηγός
Αλήθεια. Εδώ και τρεις μέρες μας φώναξε στην Επισκοπή και μας είπε : Οι Τούρκοι παντού νικούν. Ειναι απειράριθμοι. Να πείτε, ότι οι χωρικοί οφείλουν να στείλουν από δύο νοικοκυρέους, τους καλυτέρους στο Βόλο να προσκυνήσουν τον Πασά .
-Αυτό να μη γίνει ποτέ -διέκοψε και πάλι ο αρχηγός.
- Και άλλο ακόμα. Αφού μας είπε πολλά μας έδωσε από ένα γράμμα να το διαβάσουμε σε όλες τις εκκλησίες των χωριών.
-Πού τόχετε ;
-Εδώ καπετάνιο μου, εγώ το κράτησα και δεν το διάβασα. Πάρτο... Και έβγαλε από το ράσο του ένα χαρτί και του τόδωσε.
Ο αρχηγός το άρπαξε με οργή, το άνοιξε και διάβασε. 
- Κατάρα ! Φώναξε γεμάτος οργή ο αρχηγός κι αφού τσαλάκωσε το χαρτί το πέταξε κάτω και το ποδοπάτησε, με τόση μανία, που αυτό καταξεσκίστηκε.
-Υπάρχουν λοιπόν και Έλληνες, που δεν έχουν ελληνική καρδιά. Αυτό θα το μάθουμε!
Και αφού στράφηκε στον ιερέα είπε:
-Πηγαίνετε κι έχετε θάρρος!
Όταν έφυγε ο ιερέας και οι άλλοι κάτοικοι του Βόλου και ο Φιλάρετος έμεινε μόνος, βυθίσθηκε σε συλλογισμούς για το πραξικόπημα του Αρχιερέως του Βόλου, Γαβριήλ.
-Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός -έλεγε και δεν θέλει να αισθανθεί τον ίδιο εθνικό παλμό τον οποίο αυτές τις ημέρες αισθάνονται όλοι; Ποια αίτια τον αναγκάζουν ν’ αποκηρύσσει τον ιερόν αγώνα του Έθνους και να συνιστά στους Χριστιανούς να μεταβούν να προσκυνήσουν τους  αγρίους και αιμοβόρους Τούρκους; Ποιες αφορμές τον παρακινούν, ή ποιες αιτίες τον εξαναγκάζουν σ’ αυτό;
Βέβαια, υπάρχει και μια είδηση στον αθηναϊκό ΑΙΩΝΑ που λέει το αντίθετο. Ίσως ο δεσπότης πιέστηκε από τα γεγονότα ν' αλλάξει γνώμη:
Με τις σκέψεις αυτές σηκώθηκε και βάδιζε. Σφύριγμα ακούστηκε και ένας των ανδρών του σώματός  του παρουσιάστηκε.
- Αρχηγέ -είπε- από τις Πινακάτες, Μηλιές, Βυζίτσα, Νιάου, Καραμπάσι (Άγιος Βλάση), Άγιο Λαυρέντη και Δράκια, ήλθαν προεστοί και θέλουν να σας μιλήσουν.
-Ας έλθουν, είπε ο αρχηγός.
Σε πολύ λίγο - οι προεστοί των παραπάνω χωριών συνομιλούσαν με τον αρχηγό. Ήλθαν για να συνεννοηθούν για να κηρύξουν την επανάσταση και στα χωριά τους.
Και πράγματι την 25η Απριλίου οι κάτοικοι Πινακατών, Μηλεών, και Βυζίτσας, δημοσίευσαν επαναστατική προκήρυξη όμοια με των κατοίκων Προμυρίου και Λαύκου. Την 26η η Νιάου. Την 27η το Καραμπάσι(Άγιος Βλάση), την 28η ο Άγιος Λαυρέντης και την 29η οι κάτοικοι της Δράκιας.
Ενώ στο Πήλιο εξαπλωνόταν η επανάσταση,  οι Γ. Γριζάνος, Χρόνης Βασδέκης καί Β. Βασδέκης μπαίνανε στα δυτικά του Παγασητικού. Οι Τούρκοι τους χτύπησαν και ανάγκασαν, λίγους απ’ αυτούς, να μπουν στο χωριό Άκετσι.
Από εκεί περπατώντας νύχτα φτάσανε στο χωριό Μελισσιάτικα Καλύβια, που απείχαν μισή ώρα από την πόλη και ετοιμάζονταν να πολιορκήσουν το φρούριο του Βόλου.
                                                                                                                (Συνεχίζεται)

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Πήλιο: Παράδεισος μοναχός !

Ένα όμορφο κείμενο του βολιώτη (ποιητή και πεζογράφου του μεσοπολέμου) Φάνι Μιράνα (ΕΔΩ) που εξυμνεί τις ομορφιές του Πηλίου...

ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΣ
Η μουσαφιρίτσα η Λαρισινή, που τόσην αγάπη τής έδειχναν όλες γύρα-γιατί και καλή είτανε και μικρή και όμορφη και χαριτωμένη κοπελίτσα- τις διηγότανε τις ομορφιές και τα κάλλη της Πορταριάς και του Κάραβου, της αστέρευτης και αθάνατης Μάνας. Τις μίλαγε για τα μέρη, που πρώτη φορά αφτή τα είδε, με μια λατρεία πού πρόδηλα γιγάντωνε μέσα της :
— Είναι κάτι μέρη, μα κάτι μέρη! Παράδεισος μοναχός ! Θαρρείς και βρίσκεσαι στον απόκοσμο, όταν είσαι εκεί. Πέφτουνε όλες οι ομορφιές μαζεμένες μπροστά στα μάτια που, έτσι όπως τα φαντάζεσαι στον απόκοσμο. Και, λες και γίνεσαι όλη μύρα και άνθια. Και μαζί με αυτό παθαίνεις και τον ωραιότερο θάνατο....Σε πνίγουν οι φυσικές μυρουδιές. Πεθαίνεις από τις ευωδιές επάνω σε ένα ταπέτο καταπράσινων φυλλωμάτων και πολύχρωμων λουλουδιών.... Και μετά πάλι, ξαναβρίσκεσαι ζωντανή μέσα στην πιο ωραία και ποθητή ζωή... Δε φαντάζεσαι τι είναι εκεί ψηλά. Δε μπορεί να το φανταστεί ο νους σου. Πεθαίνεις με τα πιο ωραία πράματα και με τους πιο ασύλληφτους οραματισμούς.... Διάβασα πολλά στο Αρσάκειο και στο σπίτι μου για όμορφα και μαγικά τοπεία, μα ποτές η φαντασία μου δεν συλλογίστηκε όμοια, με τα όσα είδα, μέρη...
Κάθισα δεκαπέντε μέρες. Εκεί μου φαινόταν πώς κάθισα μονάχα δεκαπέντε λεφτά της ώρας... Τόρα όμως, όσο μακραίνω από ‘κεί, αρχίζω να νομίζω πώς κάθισα δεκαπέντε ολάκερα χρόνια... Εμείς στη Λάρισα έχουμε ένα έρμο Αλκαζάρ και το λέμε παράδεισο. Δε βαριέσαι! Αν δεν είτανε ο Πηνειός δίπλα του και αν του λείπανε τα ψηλά δέντρα θα είτανε κόλαση, όπως είναι όλη η Λάρισα.... Λένε πως η Βενετία είναι ένα θείο, ένα παραδείσιο μέρος. Όμως για μένα που δεν την είδα, η Πορταριά στέκει πιο αψηλά από αυτήν, καώ ας μην έχει και θάλασσες και νησίδες. Εξάλλου εμένα μου είπε κάποιος κύριος, με πολύ oρθή κρίση, πως η Βενετία είναι μέρος πληχτικό.
-Στα Λεχώνια πήγες, Πολυτίμη ; της διέκοψε την αναπόληση και την ενατένιση το Βγενιό.
-Μμμ! όχι, δεν πήγα. Πρώτη μου φορά έρχομαι, καλέ, στο Βόλο, αποκρίθηκε εκείνη -συναφερμένη.
-Στις Μηλιές ;
-Ούτε.
-Στην Αγριά, στα Πλατανίδια;
- Μα πρώτη μου φορά, καημένη, έρχομαι εδώ...
- Αααά ; Μα εκεί να πας και να δεις μέρη, που μήτε τα 'νειρεύτηκες ποτέ σου.
-Αλήθεια, λένε όλοι πώς είναι καλά. Του χρόνου λέω να ξανάρθω για μπάνια και να πάω και αυτού τότες.
Τα κορίτσια- οι φιληνάδες της κόρης της κυρά Μαγδαληνής - ακούγανε το καθετί που λεγότανε στην παρέα τους. Το Βγενιό κατόπιν άρχισε να εξυμνάει την ελιόχαρη Αγριά με το μαγεμένο το ακρογιάλι της, πού απλώνεται έτσι σαν δίχρωμη μακριά κορδέλα έτσι σαν περιθώριο ζηλευτό γύρο στην ομορφούλα και χαμηλή πολιτεία, με τα χαριτωμένα σπιτάκια, που μοιάζανε σαν ξαπεταρούδια κοριτσάκια, που προβάλλουν το αγλαό προσωπάκι τους ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των ελιών και των λεμονιών. Και εδώ πρόστεσε:
-Αλήθεια, το ακρογιάλι της Αγριάς λένε πώς ούτε και η πανύμνητη Μυτιλήνη δεν τόχει.
Και ύστερα μιλούσε για τα Λεχώνια με τα πολυποίκιλλα φυλλώματα, για τα Κάτω Λεχώνια με τα άπειρα πωρικά, για τον ποταμό το Βρύχωνα, για τα Άνω Λεχώνια που είναι :
-Να, όπως είπες εσύ, Πολυτίμη, είναι κάτι πολύ από το απόκοσμο, είναι κάτι πολύ από την Παράδεισο, πραγματικά. Και τόχουνε πει αυτό και όλοι οι ξένοι που ήρθανε εδώ, Φαντάσου, παιδί μου, ώρες ολόκληρες περνάει ο σιδηρόδρομος ανάμεσα από γέφυρες λογίς-λογίς δέντρων πούναι καταφορτωμένα καρπούς. Κατόπι της μίλαγε για τη Γαντζέα με τους πλούσιους ελαιώνες της, για τις Μηλιές με τα νερά που εφραίνουνε εξαιρετικά όταν κατεβαίνουνε στο λαρύγκι και που είνε λαγαρά καί κρύα σαν της μυθικής Υπέρειας Κρήνης τα νερά, και που έχουνε όμορφες κοπέλες, όπως να είσανε μοσκαναθερμένες μέσα στο γιαλί· να της μιλάει για τη Βυζίτσα με τα σταφύλια της, που θα τα προτιμούσαν και οι Ολύμπιοι θεοί για τα συμπόσιά τους, για την Πρόπαν που βγάζει τις μοναδικές πλάκες, για την Αργαλαστή με τα φημισμένα σύκα, για Χόρτο, για το Νεοχώρι, για το Λαύκο, για το Προμύρι, που είναι εκεί δάση ολόκληρα, από λεϊμονιές και πορτοκαλιές που οι κορμοί τους είναι χωμένοι μέσα στη γης, είναι σκεπασμένοι με χώμα και πετράδια και άμμο από τις βροχές.
-Πού να πεις και για την πίσω την πλευρά;... Όλη η δύναμη του ήλιου, καθώς ανατέλνει μέσα από το νερό,  δύναμη αυτή γίνεται χλωρασιά και δέντρα και λουλούδια και καρποί και ομορφιές και μυρώματα σε κείνο το μέρος.
 Η Τσαγκαράδα είναι το θαύμα του Πηλίου. Έπειτα βάλε τη Ζαγορά με τη Βίγλα της, τον Κισσό, το Μούρεσι, το Πουρί, τον Αϊ Γιάννη, το Χορευτό και τράβα κορδέλα... Και να ξαίρεις είναι γιομάτα φασόλια  και κάστανα και κοκόσιες... Κι άλλα τόσα, πολλά και θαμαχτά πράματα είπε το Βγενιό.
 -Αμ, αυτού να πας να δεις Πήλιο, τέλειωσε.
-Γιατί; -υπόβαλλε απότομα η μητέρα της Ευτέρπης, η νοικοκυρά, κι ανασηκώθηκε λίγο από το σκαμνί της.
-Τα δικά μας τα μέρη λίγο σου είναι;
Σάστισέ το Βγενιό, που δεν καταλάβαινε για ποιον τόπο της μίλαγεν η κυρά Μαγδαληνή.
-Στη Λαμία, λέει; στην Αθήνα; στη Σαλονίκη; αναρωτήθηκε μέσα της. Το βλέμμα της τόχεν αφερεμένο αφιμένο απάνω στη νοικοκυρά που της μίλησε.
-Ποια μέρη; ρώτησε.
-Τι αδέξια την έχεις την Πορταριά; απάντησεν η κυρά Μαγδαληνή. Κι η Ευτέρπη αρώτησε μετά:
-Καλέ έχεις πάει στον Κάραβο να δεις;
-Χμ!  Στην Πορταριά εγώ δεν πήγα ποτές μου ως τα τόρα. Και τόχω μεράκι, να σας πω την αλήθεια, αυτό... Τόσο κοντά που είμαστε εδώ και να μην τα καταφέρω να πεταχτώ μια ματιά για μια δύο μέρες...
Και η κουβέντα ξακολούθησε να κυλάει όμοια, αποκάτου στο χαγιάτι που καθότανε η γυναίκεια συντροφιά, ενώ στης Πολυτίμης το νου γεννιότανε κάτι σαν αμφιβολία, σα δισταγμός, σα δυσπιστία.


[«Από τις ιστορίες του χθεσινού Πηλίου» - ΦΑΝΙΣ ΜΙΡΑΝΑΣ -1924 (Πιστή αντιγραφή σε μονοτονικό)]

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Πάσχα του 1944

Ήταν 16 Απριλίου του 1944. Κυριακή του Πάσχα όπως και φέτος, αγαπητές/οί αναγνώστριες/ες…
Στην κατοχική κοινή έκδοση των βολιώτικων εφημερίδων με τίτλο Ο ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ* βρίσκουμε ένα χρονογράφημα του Τάκη Οικονομάκη, δ/ντή της εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Παρόλην την λογοκρισία καταφέρνει να στείλει το μήνυμα, συμπληρώνοντας το από 2ετίας (Πάσχα 1942) ποίημά του: 
«Ελλάδα μου σε πρόδωσαν σκληροί Πιλάτοι νέοι
Λογχίσανε το στήθος σου οι άνομοι Ρωμαίοι.
Ανέβηκες στο Γολγοθά, αλλά θα δης και πάλι
Σου τ’ ορκιζόμαστε εμείς, Ανάσταση μεγάλη». 
Στις 18 Απριλίου του '44 -δύο μέρες μετά- σαν σήμερα, πεθαίνει την ώρα που πάνε οι κατακτητές να τον συλλάβουν !!

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΝΟΝ ΠΑΣΧΑ
Είναι το τέταρτο Πάσχα που περνάμε μέσα στις σκληρές ταλαιπωρίες των πολεμικών δοκιμασιών. Και ένα τέτοιο Πάσχα δεν ειμπορεί βέβαια να είναι η γλυκειά και ευφρόσυνη Πασχαλιά που, περισσότερον από κάθε άλλον την αισθάνεται και την πανηγυρίζει η ελληνική ψυχή. Πώς ημπορεί να μας προσφέρη την χαράν της όταν το πένθος και η οδύνη των δοκιμασιών μαυροφορούν την ψυχήν μας; Της Ζωής πώς ειμπορεί να διαλαληθή ο θρίαμβος, όταν ο θάνατος σκορπίζει παντού της ερημώσεώς του την φρίκην; Το ανέσπερον φως της αγάπης χάνεται μέσα στις φλόγες, που παντού εξεμεί του πολέμου το μίσος. Και το «Ειρήνη υμίν», η πρώτη φράσις αλλά και η μεγάλη παραγγελία με την οποίαν ο Αναστηθείς εχαιρέτισε τους μαθητάς του, πως αλλοιώς είνε δυνατόν να ακουσθή σήμερα παρά σαν μια σκληρή και τραγική ειρωνία; 
Έτσι και το εφετεινό Πάσχα όπως και τα τρία προηγούμενα δεν ειμπορεί να είναι η γλυκειά και χαρούμενη Πασχαλιά που γνωρίζομεν. Η χαρά της αδυνατεί να πλημμυρίση την ψυχή μας, το φιλί της αγάπης δεν φτερουγίζει στα χείλη μας, το ανέσπερον φως δεν φεγγοβολεί την ύπαρξή μας, το «Ειρήνη υμίν» στ’ αυτιά μας δεν φτάνει. Το νοιώθει αυτό η μεγάλη σημερινή γιορτή κι αλλάζει εμφάνιση. Η χαρά της μεταμορφώνεται σε στοργή και σαν χάδι παρηγορίας κι εγκαρτερήσεως καταπραΰνει την τρικυμία της ψυχής μας. Ο θρίαμβος της μεταμορφώνεται σ’ ελπίδα γλήγορου τερματισμού των πολεμικών δεινών και το μεγάλο της σάλπισμα το «Ειρήνη υμίν» γίνεται σταθερή υπόσχεση. 
Το ανέσπερον φως της αγάπης θα φανή και πάλι στον κόσμον και η μανία της ύλης και των ακαθάρτων παθών δέν θ’ αρyήση να γκρεμισθή στα τάρταρα τού αφανισμού και της καταισχύνης. 
Έτσι μας παρουσιάζεται κι εφέτος όπως και τα προηγούμενα τρία χρόνια το Πάσχα. Δεν μας δίνει τη μεγάλη χαρά τής Πασχαλιάς. Μας προσφέρει όμως ως αντάλλαγμα μια μεγάλη βαθειά συγκίνησι, μου ανυψώνει την ψυχή μας προς τη γλυκειά προσδοκία της Αναστάσεως που σύντομα θα επακολουθήση το σκληρό Γολγοθά, εις τον οποίον είναι καρφωμένη όχι μόνον η Ελληνική ψυχή, αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότης. Τ. ΟIK.
-----------------------------------------
* Μαζί στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε και την ανακοίνωση των Γερμανικών κατοχικών αρχών με τη «μεγαθυμία» του Χίτλερ !!

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Η Λαμπρά

Καρτ ποστάλ του Κ. Ζημέρη.
Αρχείο του ΔΗΚΙ Βόλου

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, αγαπητές/οί αναγνώστριες/ες…
με ένα ποίημα του γνωστού Νικ. Ι. Γιαννόπουλου (Ήπειρος 1866-Αλμυρός 1945), αρχαιολόγου, μελετητή της Ιστορίας του τόπου μας, λόγιου, ιδρυτή του Μουσείου Αλμυρού, επιμελητή του Μουσείου Βόλου και συγγραφέα.
Η Λαμπρά

Έφτασε πάλιν η Λαμπρίτσα, 
Η καλή μας ημερίτσα.
Σήμερον Χριστός ανέστη, 
Ουρανός και γη εξέστη. 
Σήμερον η Παναγία 
Και η Μάρθα κ’ η Μαρία, 
Η Σωσάννα και Σαλώμη. 
Και με ταις λοιπαίς ακόμη, 
Έστησαν χορόν μεγάλον, 
Το «Χριστός ανέστη», ψάλλουν. 
Έχουν και παιγνίτας όλους 
Τους προφήτας κι αποστόλους. 
Ο Δαυίδ παίζει την λύραν 
Με την δεξιάν του χείρα. 
Ησαΐας το κανόνι 
Με αυτήν το ανταμόνει. 
Ιεζεκιήλ το τέλφι, 
Δανιήλ βγαίνει με κέφι, 
Το τζιφούρι Σοφονίας 
Μαγλαμάν ο Ζαχαρίας, 
Τον ζουρνάν δε ο Αγγαίος 
Το παράβλι ο Θαδδαίος. 
Και λοιποί οι Αποστόλοι 
Τραγωδούν, χορεύουν όλοι. 
Στην αρχήν έχουν τον Πέτρον, 
Και χορεύουν με το μέτρον. 
Και κατόπιν τον Ανδρέαν 
Κ’ έκραξε το έα έα. 
Και κοντά ο Ιωαννης 
Κ’ έλεγε «Χριστός ανέστη», 
Και οι εναπολειφθέντες 
είπον «αληθώς ανέστη». 
Τον Ιάκωβον μαζύ τους 
Χαίρεται πολλά ψυχή τους. 
Έρχετ’ ο Ματθαίος πάλιν, 
Με στολήν λαμπράν μεγάλην. 
Τον Θωμάν έχ’ απ' το χέρι 
Και εις τον χορόν τον φέρει. 
Και λοιπόν οι Αποστόλοι 
Τραγωδούν, χορεύουν όλοι. 
Το τραγούδι τους μελάτο 
Εύμορφον και μυρωδάτο.
Και να ζήτε από χρόνου 
Και εδώ το τελειόνου.

Αλμυρός ͵αϡα΄ (1901)

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Περί τελευτής

Ο τάφος της οικογένειας Κοντού
στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου (Αρχείο ΔΗΚΙ Βόλου)

Περί θανάτου και τελευτής 
Είναι από το Παροιμιαστήριο του ζαγοριανού Πατριάρχη Καλλίνικου, σήμερα Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα 2017, όπως αντέγραψε ο Βαγγέλης Σκουβαράς από το χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης Ζαγοράς:
«Από το θανατικόν φεύγε μακράν»
«Θνήσκουν και οι νέοι ως και τους γέροντας» 
«Μεταχειρίσου τα πλούτη σου, ότι μετά θάνατον τα αφίνεις»
«Ο άνθρωπος είναι γη και σποδός»
«Ο αριθμός των ημερών μας ολιγοστεύει καθ’ ημέραν»
«Ο θάνατος είναι ο πλέον καλλίτερος ιατρός του κόσμου, όστις ιατρεύει όλα τα κακά»
«Ο καιρός τρέχει και ο θάνατος έρχεται»
«Ο καλλίτερος θάνατος είναι το φαρμάκι»
«Ό,τι έχουν εδώ τ’ αφίνουν και το σώμα πηγαίνει εις τον τάφον»
«Όλα τα αφίνεις εδώ, όπου τα εύρες»
«Όστις ζη καλά δεν αποθνήσκει κακά»
«Ότι έχει να αποθάνη κάθε ένας είναι βέβαιον, αμή τινάς δεν ηξεύρη πότε και πώς;»
«Σήμερον εν δόξη, αύριον εν θήκη»
«Σήμερον εν θρόνω, αύριον εν θρήνω»
«Σήμερον εν τιμή, αύριον εν τη γη»
«Σήμερον εν τύφω, αύριον εν τάφω.
«Σήμερον επί βήματος, αύριον επί μνήματος.
«Σήμερον λαμπρός, αύριον πηλός.
«Σήμερον προεστώς, αύριον σποδός.
«Ψυχή, μετανόει, ο θάνατος εγγίζει»