Ένα όμορφο κείμενο του βολιώτη (ποιητή και πεζογράφου του μεσοπολέμου) Φάνι Μιράνα (ΕΔΩ) που εξυμνεί τις ομορφιές του Πηλίου...
ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΣ
Η
μουσαφιρίτσα η Λαρισινή, που τόσην αγάπη τής έδειχναν όλες γύρα-γιατί και καλή
είτανε και μικρή και όμορφη και χαριτωμένη κοπελίτσα- τις διηγότανε τις ομορφιές
και τα κάλλη της Πορταριάς και του Κάραβου, της αστέρευτης και αθάνατης Μάνας. Τις
μίλαγε για τα μέρη, που πρώτη φορά αφτή τα είδε, με μια λατρεία πού πρόδηλα γιγάντωνε
μέσα της :
— Είναι κάτι
μέρη, μα κάτι μέρη! Παράδεισος μοναχός ! Θαρρείς και βρίσκεσαι στον απόκοσμο,
όταν είσαι εκεί. Πέφτουνε όλες οι ομορφιές μαζεμένες μπροστά στα μάτια που,
έτσι όπως τα φαντάζεσαι στον απόκοσμο. Και, λες και γίνεσαι όλη μύρα και άνθια.
Και μαζί με αυτό παθαίνεις και τον ωραιότερο θάνατο....Σε πνίγουν οι φυσικές
μυρουδιές. Πεθαίνεις από τις ευωδιές επάνω σε ένα ταπέτο καταπράσινων
φυλλωμάτων και πολύχρωμων λουλουδιών.... Και μετά πάλι, ξαναβρίσκεσαι ζωντανή
μέσα στην πιο ωραία και ποθητή ζωή... Δε φαντάζεσαι τι είναι εκεί ψηλά. Δε
μπορεί να το φανταστεί ο νους σου. Πεθαίνεις με τα πιο ωραία πράματα και με τους
πιο ασύλληφτους οραματισμούς.... Διάβασα πολλά στο Αρσάκειο και στο σπίτι μου
για όμορφα και μαγικά τοπεία, μα ποτές η φαντασία μου δεν συλλογίστηκε όμοια,
με τα όσα είδα, μέρη...
Κάθισα
δεκαπέντε μέρες. Εκεί μου φαινόταν πώς κάθισα μονάχα δεκαπέντε λεφτά της
ώρας... Τόρα όμως, όσο μακραίνω από ‘κεί, αρχίζω να νομίζω πώς κάθισα δεκαπέντε
ολάκερα χρόνια... Εμείς στη Λάρισα έχουμε ένα έρμο Αλκαζάρ και το λέμε
παράδεισο. Δε βαριέσαι! Αν δεν είτανε ο Πηνειός δίπλα του και αν του λείπανε τα
ψηλά δέντρα θα είτανε κόλαση, όπως είναι όλη η Λάρισα.... Λένε πως η Βενετία είναι
ένα θείο, ένα παραδείσιο μέρος. Όμως για μένα που δεν την είδα, η Πορταριά
στέκει πιο αψηλά από αυτήν, καώ ας μην έχει και θάλασσες και νησίδες. Εξάλλου εμένα
μου είπε κάποιος κύριος, με πολύ oρθή κρίση, πως η Βενετία είναι μέρος
πληχτικό.
-Στα Λεχώνια
πήγες, Πολυτίμη ; της διέκοψε την αναπόληση και την ενατένιση το Βγενιό.
-Μμμ! όχι,
δεν πήγα. Πρώτη μου φορά έρχομαι, καλέ, στο Βόλο, αποκρίθηκε εκείνη -συναφερμένη.
-Στις Μηλιές
;
-Ούτε.
-Στην Αγριά,
στα Πλατανίδια;
- Μα πρώτη
μου φορά, καημένη, έρχομαι εδώ...
- Αααά ; Μα
εκεί να πας και να δεις μέρη, που μήτε τα 'νειρεύτηκες ποτέ σου.
-Αλήθεια,
λένε όλοι πώς είναι καλά. Του χρόνου λέω να ξανάρθω για μπάνια και να πάω και
αυτού τότες.
Τα κορίτσια-
οι φιληνάδες της κόρης της κυρά Μαγδαληνής - ακούγανε το καθετί που λεγότανε στην
παρέα τους. Το Βγενιό κατόπιν άρχισε να εξυμνάει την ελιόχαρη Αγριά με το
μαγεμένο το ακρογιάλι της, πού απλώνεται έτσι σαν δίχρωμη μακριά κορδέλα έτσι
σαν περιθώριο ζηλευτό γύρο στην ομορφούλα και χαμηλή πολιτεία, με τα χαριτωμένα
σπιτάκια, που μοιάζανε σαν ξαπεταρούδια κοριτσάκια, που προβάλλουν το αγλαό
προσωπάκι τους ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των ελιών και των λεμονιών. Και
εδώ πρόστεσε:
-Αλήθεια, το
ακρογιάλι της Αγριάς λένε πώς ούτε και η πανύμνητη Μυτιλήνη δεν τόχει.
Και ύστερα
μιλούσε για τα Λεχώνια με τα πολυποίκιλλα φυλλώματα, για τα Κάτω Λεχώνια με τα
άπειρα πωρικά, για τον ποταμό το Βρύχωνα, για τα Άνω Λεχώνια που είναι :
-Να, όπως
είπες εσύ, Πολυτίμη, είναι κάτι πολύ από το απόκοσμο, είναι κάτι πολύ από την
Παράδεισο, πραγματικά. Και τόχουνε πει αυτό και όλοι οι ξένοι που ήρθανε εδώ, Φαντάσου, παιδί
μου, ώρες ολόκληρες περνάει ο σιδηρόδρομος ανάμεσα από γέφυρες λογίς-λογίς
δέντρων πούναι καταφορτωμένα καρπούς. Κατόπι της μίλαγε για τη Γαντζέα με τους
πλούσιους ελαιώνες της, για τις Μηλιές με τα νερά που εφραίνουνε εξαιρετικά όταν
κατεβαίνουνε στο λαρύγκι και που είνε λαγαρά καί κρύα σαν της μυθικής Υπέρειας
Κρήνης τα νερά, και που έχουνε όμορφες κοπέλες, όπως να είσανε μοσκαναθερμένες
μέσα στο γιαλί· να της μιλάει για τη Βυζίτσα με τα σταφύλια της, που θα τα
προτιμούσαν και οι Ολύμπιοι θεοί για τα συμπόσιά τους, για την Πρόπαν που βγάζει
τις μοναδικές πλάκες, για την Αργαλαστή με τα φημισμένα σύκα, για Χόρτο, για το Νεοχώρι, για το Λαύκο,
για το Προμύρι, που είναι εκεί δάση ολόκληρα, από λεϊμονιές και πορτοκαλιές που
οι κορμοί τους είναι χωμένοι μέσα στη γης, είναι σκεπασμένοι με χώμα και
πετράδια και άμμο από τις βροχές.
-Πού να πεις
και για την πίσω την πλευρά;... Όλη η δύναμη του ήλιου, καθώς ανατέλνει μέσα από
το νερό, δύναμη αυτή γίνεται χλωρασιά και
δέντρα και λουλούδια και καρποί και ομορφιές και μυρώματα σε κείνο το μέρος.
Η Τσαγκαράδα είναι το θαύμα του Πηλίου. Έπειτα
βάλε τη Ζαγορά με τη Βίγλα της, τον Κισσό, το Μούρεσι, το Πουρί, τον Αϊ Γιάννη,
το Χορευτό και τράβα κορδέλα... Και να ξαίρεις είναι γιομάτα φασόλια και κάστανα και κοκόσιες... Κι άλλα τόσα,
πολλά και θαμαχτά πράματα είπε το Βγενιό.
-Αμ, αυτού να πας να δεις Πήλιο, τέλειωσε.
-Γιατί;
-υπόβαλλε απότομα η μητέρα της Ευτέρπης, η νοικοκυρά, κι ανασηκώθηκε λίγο από
το σκαμνί της.
-Τα δικά μας
τα μέρη λίγο σου είναι;
Σάστισέ το
Βγενιό, που δεν καταλάβαινε για ποιον τόπο της μίλαγεν η κυρά Μαγδαληνή.
-Στη Λαμία,
λέει; στην Αθήνα; στη Σαλονίκη; αναρωτήθηκε μέσα της. Το βλέμμα της τόχεν αφερεμένο
αφιμένο απάνω στη νοικοκυρά που της μίλησε.
-Ποια μέρη;
ρώτησε.
-Τι αδέξια
την έχεις την Πορταριά; απάντησεν η κυρά Μαγδαληνή. Κι η Ευτέρπη αρώτησε μετά:
-Καλέ έχεις
πάει στον Κάραβο να δεις;
-Χμ! Στην Πορταριά εγώ δεν πήγα ποτές μου ως τα
τόρα. Και τόχω μεράκι, να σας πω την αλήθεια, αυτό... Τόσο κοντά που είμαστε εδώ
και να μην τα καταφέρω να πεταχτώ μια ματιά για μια δύο μέρες...
Και η
κουβέντα ξακολούθησε να κυλάει όμοια, αποκάτου στο χαγιάτι που καθότανε η
γυναίκεια συντροφιά, ενώ στης Πολυτίμης το νου γεννιότανε κάτι σαν αμφιβολία,
σα δισταγμός, σα δυσπιστία.
[«Από τις
ιστορίες του χθεσινού Πηλίου» - ΦΑΝΙΣ ΜΙΡΑΝΑΣ -1924 (Πιστή αντιγραφή σε
μονοτονικό)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου