Χωρίς σαμάρι τα άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια δεν είχαν και
δεν έχουν καμιά χρησιμότητα στο Πήλιο! Έτσι ένα επάγγελμα (που -σχεδόν- χάθηκε γιατί
δεν υπάρχουν πια πολλά υποζύγια) είναι αυτό του σαγματοποιού, δηλαδή του
σαμαρά. Στα παλιότερα χρόνια ανθούσε! Σήμερα πια υπάρχουν ελάχιστοι στην
περιοχή μας, αλλά κι αλλού πχ Ήπειρο, Χαλκιδική.
Βέβαια πάντα θα υπάρχουν οι κατασκευαστές σέλας για τα άλογα και την ιππασία.
Ο σαμαράς όμως είναι ο ειδικός τεχνίτης-κατασκευαστής των σαμαριών.
Αυτός αρχικά (μετά από την παραγγελία του ιδιοκτήτη του ζώου) «παίρνει τα μέτρα»
του σαμαριού από το ζώο (μήκος-ύψος-φάρδος) έτσι ώστε όταν φτιαχτεί το σαμάρι να
μην το «κτυπάει» και πληγώνεται το ζώο. Μετά με τα εργαλεία του στο εργαστήρι
κατασκευάζει αρχικά τον ξύλινο σκελετό συναρμολογώντας τα ξύλα, μετά τη
στρωματιά, τα φορμάρει και στο τέλος κάνει
τα φινιρίσματα δηλ. τις «‘μουρφιές». Και το σαμάρ’ είναι έτοιμο, (αφού επίσης το
ζωντανό έχει την ηλικία του σαμαρώματος).
Τα σαμάρια είναι σχεδόν ίδια σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Έχουν
κάποιες διαφορές στα κοτσάκια που μπορεί να είναι μέρος από το «πιστάρ’» ή να
είναι γάντζοι σιδερένιοι. Επίσης το «μπροστάρ’ μπορεί να έχει άλλο σχήμα κλπ.
Όλες οι φωτογραφίες είναι αντιγραφή από το βιβλίο της Ελένης-Φαίης Σταμάτη «ΜΗΛΙΕΣ -ΚΩΜΗ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΟΡΟΥΣ» Αθηναίος 1989. |
Λέξεις, παροιμίες και φράσεις σχετικές με «του σαμάρ’» [*]
Λεξιλόγιο (αλφαβητικά)
Βακέτα= είδος δέρματος για σέλες και σαμάρια.
Βριζιά= το μακρύ άχυρο του σαμαριού από το δημητριακό ( =σίκαλη). Χρησιμοποιούσαν τέτοιο γιατί είναι μακρύ, μεγάλης αντοχής και σκληρό.
Ζιγκί= ο αναβολέας (εξάρτημα για εύκολη ανάβαση στο ζώο). Συνήθως το έβαζαν στη σέλα, αλλά και στα σαμάρια.
Ίγκλα= δερμάτινο λουρί (ιμάντας) που δένει σφιχτά όλο το σαμάρι στο ζώο και περνά κάτω από την κοιλιά ακριβώς πίσω από τα μπροστινά πόδια.
Κατασάρτ' (κ)= το τσιούλ΄, υπόσαγμα. ( υπόδειξη κ. Κώστας Μπαλαμπάνης )
Κι(ε)τσές= το μάλλινο (συνήθως κόκκινο) ύφασμα που μπαίνει στις άκρες (μπροστά στο λαιμό και πίσω στα καπούλια) ανάμεσα στη στρωματιά και το δέρμα για ομορφιά.
Κουτσάκια= το μπροστά εξέχον μέρος (από τις πανωπαΐδι(ε)ς) και τα πίσω άκρα όπου δένονται οι τριχιές.
Λ(α)ιμαργιά (η) =το δερμάτινο παραγεμισμένο με άχυρο χοντρό κολλάρο των ζώων. Έμπαινε στα ζώα που ήταν υποζύγια δηλαδή «ζεύονταν».
Λ’τάρ’ (το) = το σχοινί ((λυτάρι -κοντή τριχιά) που δένεται στο καπίστρι του ζώου και χρειάζεται για να το τραβούν ή να το δένουν.
Λαδουδέρματα= τα δέρματα του σαμαριού στο εξωτερικό μέρος της στρωματιάς.
Λαιμουδγιά= κουδούνια ή πλεχτά με χάντρες που μπαίνουν στο λαιμό συνήθως των αλόγων για ομορφιά.
Λουράκ’= το λεπτό λουρί που σφίγγει και δένει την ίγκλα στο σαμάρι.
Μπαλντούμια= όλη η αρματωσιά του σαμαριού, αλλά και τα μεγάλα λουριά (π’σχούν’ και πιστχιά).
Μπλαρουκούδουνο= κουδούνι μουλαριού, αλόγου ή γαϊδάρου για να ακούγεται η κίνησή του και να γίνεται γνωστή η θέση του, όταν αυτό κουβαλά ξυλεία στο δάσος ή βόσκει.
Μπρο(υ)στάρ’= το μπροστινό πλακέ ξύλο (συνήθως από ξύλο πλάτανου). Ήταν πάντα στολισμένο με χάντρες, καθρεφτάκι και πλεχτό σχοινί στα σαμάρια των αλόγων και στα των μουλαριών και γαϊδάρων είχε κάποια σχέδια με γραμμές.
Μπροστελίνα= μπροστινό λεπτό δερμάτινο λουρί που δένεται στις ανηφόρες για να μην φεύγει προς τα πίσω το σαμάρι.
Ντύσ’μου (το)= το στρώσιμο του σαμαριού για τις επίσημες περιστάσεις.
Π’σχούν’ (το) = το πρώτο από πάνω από την πιστχιά πισινό λουρί που περνά ακριβώς κάτω από την ουρά και κρατά κι αυτό το σαμάρι στην κατηφόρα.
Παΐδα ή Σαμαρουπα(γ)ίδα= τα πλαϊνά κυρτά (πέτσ’κα) ξύλα (παΐδια). Από δύο σε κάθε πλευρά που μπαίνουν χωνευτά και αγκαλιάζουν τα πλευρά του ζώου. Συνήθως από ξύλο καστανιάς.
Πανουπάιδα= οι πάνω οριζόντιες σαμαρουπαΐδι(ε)ς.
Πανουσάμαρα= φόρτωση πάνω στο σαμάρι- όχι στις δυο μι(ε)ργιές – πλευρές.
Πισ’νέλα(η) = αλλιώς η πιστχιά.
Πισ’τάρ’(το) = το πίσω μέρος του σκελετού του σαμαριού όπου πάνω του στηρίζονται με «καρόβ’δες» τα «κουτσάκια». Συνήθως ήταν από ξύλο καστανιάς.
Πισουκάπουλα= πίσω από το σαμάρι στα καπούλια του ζώου.
Πιστχιά= πισινό μεγάλο και γερό φαρδύ δερμάτινο λουρί που κρατά το σαμάρι στην κατηφόρα και περνά κάτω από την ουρά του ζώου χαμηλά στο μηρό . Είναι το ένα πισινά λουριά απ’ τα δύο το από κάτω. Το άλλο είναι το π’σχούν’.
Σάι(το) = κάλυμμα του σώματος του ζώου (κυρίως αλόγου) για να μην κρυώνει όταν βρίσκεται στη βροχή ή στο χιόνι. Χρησιμοποιείται και μουσαμάς κάτω απ’ το σαμάρι αντί κουβέρτας.
Σαγματοποιός= σαμαράς, κατασκευαστής σαγμάτων-σαμαριών.
Σακουράφα= η χοντρή βελόνα ραψίματος της στρωματιάς.
Σαμαργιάρ΄κου (ζώο) = το ζώο που έχει την ηλικία, αλλά και είναι έτοιμο για σαμάρωμα.
Σαμαρουσκούτ’= το χοντρό μάλλινο πανί που μπαίνει εξωτερικά στη στρωματιά του σαμαριού στο εσωτερικό του μέρος. Μπαίνει μετά τη λινάτσα.
Σαμαρουτριχιά= η μακριά τριχιά του σαμαριού που όταν δεν είναι φορτωμένο το ζώο μαζεύεται στα πίσω κουτσάκια ή τυλιγμένη επιμελώς στα μπροστινά (κυρίως από τους κιρατζήδες).Έπρεπε κάποιος να ξέρει να την περάσει στο σαμάρι.
Στρουματχιά= το στρώμα-στρωμνή (στρωματιά) του σαμαριού που γεμίζει αρχικά άχυρο και βριζιά, διαφορετικής ποσότητας σε διάφορα σημεία για να μην πληγώνεται το ζώο.
Συρτουθ'λιά (η) = η θηλιά της σαμαροτριχιάς (σκάλα) που έμπαινε κάτω από το φορτίο και μέσα της περνούσε η τριχιά για να δεθεί στα κουτσάκια.
Τσιούλ’(το) =το υπόσαγμα (στρωσίδι κάτω από το σαμάρι-συνήθως από παλιό χράμι ή κουρελού).
Χαϊμαλιά= χάντρες που στόλιζαν το σαμάρι στο μπρο(υ)στάρ’.
---------------------------------------
Βριζιά= το μακρύ άχυρο του σαμαριού από το δημητριακό ( =σίκαλη). Χρησιμοποιούσαν τέτοιο γιατί είναι μακρύ, μεγάλης αντοχής και σκληρό.
Ζιγκί= ο αναβολέας (εξάρτημα για εύκολη ανάβαση στο ζώο). Συνήθως το έβαζαν στη σέλα, αλλά και στα σαμάρια.
Ίγκλα= δερμάτινο λουρί (ιμάντας) που δένει σφιχτά όλο το σαμάρι στο ζώο και περνά κάτω από την κοιλιά ακριβώς πίσω από τα μπροστινά πόδια.
Κατασάρτ' (κ)= το τσιούλ΄, υπόσαγμα. ( υπόδειξη κ. Κώστας Μπαλαμπάνης )
Κι(ε)τσές= το μάλλινο (συνήθως κόκκινο) ύφασμα που μπαίνει στις άκρες (μπροστά στο λαιμό και πίσω στα καπούλια) ανάμεσα στη στρωματιά και το δέρμα για ομορφιά.
Κουτσάκια= το μπροστά εξέχον μέρος (από τις πανωπαΐδι(ε)ς) και τα πίσω άκρα όπου δένονται οι τριχιές.
Λ(α)ιμαργιά (η) =το δερμάτινο παραγεμισμένο με άχυρο χοντρό κολλάρο των ζώων. Έμπαινε στα ζώα που ήταν υποζύγια δηλαδή «ζεύονταν».
Λ’τάρ’ (το) = το σχοινί ((λυτάρι -κοντή τριχιά) που δένεται στο καπίστρι του ζώου και χρειάζεται για να το τραβούν ή να το δένουν.
Λαδουδέρματα= τα δέρματα του σαμαριού στο εξωτερικό μέρος της στρωματιάς.
Λαιμουδγιά= κουδούνια ή πλεχτά με χάντρες που μπαίνουν στο λαιμό συνήθως των αλόγων για ομορφιά.
Λουράκ’= το λεπτό λουρί που σφίγγει και δένει την ίγκλα στο σαμάρι.
Μπαλντούμια= όλη η αρματωσιά του σαμαριού, αλλά και τα μεγάλα λουριά (π’σχούν’ και πιστχιά).
Μπλαρουκούδουνο= κουδούνι μουλαριού, αλόγου ή γαϊδάρου για να ακούγεται η κίνησή του και να γίνεται γνωστή η θέση του, όταν αυτό κουβαλά ξυλεία στο δάσος ή βόσκει.
Μπρο(υ)στάρ’= το μπροστινό πλακέ ξύλο (συνήθως από ξύλο πλάτανου). Ήταν πάντα στολισμένο με χάντρες, καθρεφτάκι και πλεχτό σχοινί στα σαμάρια των αλόγων και στα των μουλαριών και γαϊδάρων είχε κάποια σχέδια με γραμμές.
Μπροστελίνα= μπροστινό λεπτό δερμάτινο λουρί που δένεται στις ανηφόρες για να μην φεύγει προς τα πίσω το σαμάρι.
Ντύσ’μου (το)= το στρώσιμο του σαμαριού για τις επίσημες περιστάσεις.
Π’σχούν’ (το) = το πρώτο από πάνω από την πιστχιά πισινό λουρί που περνά ακριβώς κάτω από την ουρά και κρατά κι αυτό το σαμάρι στην κατηφόρα.
Παΐδα ή Σαμαρουπα(γ)ίδα= τα πλαϊνά κυρτά (πέτσ’κα) ξύλα (παΐδια). Από δύο σε κάθε πλευρά που μπαίνουν χωνευτά και αγκαλιάζουν τα πλευρά του ζώου. Συνήθως από ξύλο καστανιάς.
Πανουπάιδα= οι πάνω οριζόντιες σαμαρουπαΐδι(ε)ς.
Πανουσάμαρα= φόρτωση πάνω στο σαμάρι- όχι στις δυο μι(ε)ργιές – πλευρές.
Πισ’νέλα(η) = αλλιώς η πιστχιά.
Πισ’τάρ’(το) = το πίσω μέρος του σκελετού του σαμαριού όπου πάνω του στηρίζονται με «καρόβ’δες» τα «κουτσάκια». Συνήθως ήταν από ξύλο καστανιάς.
Πισουκάπουλα= πίσω από το σαμάρι στα καπούλια του ζώου.
Πιστχιά= πισινό μεγάλο και γερό φαρδύ δερμάτινο λουρί που κρατά το σαμάρι στην κατηφόρα και περνά κάτω από την ουρά του ζώου χαμηλά στο μηρό . Είναι το ένα πισινά λουριά απ’ τα δύο το από κάτω. Το άλλο είναι το π’σχούν’.
Σάι(το) = κάλυμμα του σώματος του ζώου (κυρίως αλόγου) για να μην κρυώνει όταν βρίσκεται στη βροχή ή στο χιόνι. Χρησιμοποιείται και μουσαμάς κάτω απ’ το σαμάρι αντί κουβέρτας.
Σαγματοποιός= σαμαράς, κατασκευαστής σαγμάτων-σαμαριών.
Σακουράφα= η χοντρή βελόνα ραψίματος της στρωματιάς.
Σαμαργιάρ΄κου (ζώο) = το ζώο που έχει την ηλικία, αλλά και είναι έτοιμο για σαμάρωμα.
Σαμαρουσκούτ’= το χοντρό μάλλινο πανί που μπαίνει εξωτερικά στη στρωματιά του σαμαριού στο εσωτερικό του μέρος. Μπαίνει μετά τη λινάτσα.
Σαμαρουτριχιά= η μακριά τριχιά του σαμαριού που όταν δεν είναι φορτωμένο το ζώο μαζεύεται στα πίσω κουτσάκια ή τυλιγμένη επιμελώς στα μπροστινά (κυρίως από τους κιρατζήδες).Έπρεπε κάποιος να ξέρει να την περάσει στο σαμάρι.
Στρουματχιά= το στρώμα-στρωμνή (στρωματιά) του σαμαριού που γεμίζει αρχικά άχυρο και βριζιά, διαφορετικής ποσότητας σε διάφορα σημεία για να μην πληγώνεται το ζώο.
Συρτουθ'λιά (η) = η θηλιά της σαμαροτριχιάς (σκάλα) που έμπαινε κάτω από το φορτίο και μέσα της περνούσε η τριχιά για να δεθεί στα κουτσάκια.
Τσιούλ’(το) =το υπόσαγμα (στρωσίδι κάτω από το σαμάρι-συνήθως από παλιό χράμι ή κουρελού).
Χαϊμαλιά= χάντρες που στόλιζαν το σαμάρι στο μπρο(υ)στάρ’.
---------------------------------------
Σχετικές πηλιορείτικες ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ και ΦΡΑΣΕΙΣ:
--Βγάνανι(ε) τα σαμάργια τ’ς κι φάν’καν οι πληγές τ’ς (αποκαλύφθηκαν)
--Βγάνι(ε) τ’ν λ(α)ιμαργιά! (τη γραβάτα)
--Γίν’κι(ε) ντιπ σαμαρουπαΐδα ! (αδυνάτισε πολύ)
--Δε βάν’νι(ε) σέλα στου γουμάρ’. (αταίριαστη κατάσταση ή ενέργεια)
--Δι(ε)σπότ’ ντέν’ ή γουμάρ’ σαμαρών’; (μπέρδεμα επίσημων και ανεπίσημων πράξεων)
--Έφαγι(ε) τα σαμάργια τ’ (έπεσε και τραυματίστηκε)
-- Ι Γιάνν’ς κι του γουμάρ’, θέλ’νε κι τα δυο σαμάρ’.
--Μι(ε)γάλουσι(ε) του γουμαράκ’, μίκρυνι(ε) του σαμαράκ’.
--Στέκι(ε)τι(ε) στου ζιγκί [για τσακουμό]! (είναι εριστικός-η-ό)
--Του παντό σ’ είνι(ε) σαν σαμαρουσκούτ’ ! (είναι κακοραμμένο)
--Φόρι(ε)σι(ε) του σαμάρ’. (παντρεύτηκε)
------------------------------------------
Συμπλήρωμα από σχόλια φίλων:
--Βγάνι(ε) τ’ν λ(α)ιμαργιά! (τη γραβάτα)
--Γίν’κι(ε) ντιπ σαμαρουπαΐδα ! (αδυνάτισε πολύ)
--Δε βάν’νι(ε) σέλα στου γουμάρ’. (αταίριαστη κατάσταση ή ενέργεια)
--Δι(ε)σπότ’ ντέν’ ή γουμάρ’ σαμαρών’; (μπέρδεμα επίσημων και ανεπίσημων πράξεων)
--Έφαγι(ε) τα σαμάργια τ’ (έπεσε και τραυματίστηκε)
-- Ι Γιάνν’ς κι του γουμάρ’, θέλ’νε κι τα δυο σαμάρ’.
--Μι(ε)γάλουσι(ε) του γουμαράκ’, μίκρυνι(ε) του σαμαράκ’.
--Στέκι(ε)τι(ε) στου ζιγκί [για τσακουμό]! (είναι εριστικός-η-ό)
--Του παντό σ’ είνι(ε) σαν σαμαρουσκούτ’ ! (είναι κακοραμμένο)
--Φόρι(ε)σι(ε) του σαμάρ’. (παντρεύτηκε)
------------------------------------------
Συμπλήρωμα από σχόλια φίλων:
--Γουμάρ' που δε σέρν' του σαμάρ' του τρώει ου λύκους. (κ. Anthi Kotsiliou )
--Έκοψε τ'ν ίγκλα... (δηλ.πεθανε) (κ. Νίκος Καραβουσιάνης Μουσική Ποίηση )
--Έχασε το γάιδαρο και λυπάται το σαμάρι. (από την κ. Μαίρη Παναγιώτου )
--Κουπανάμι του σαμάρ’, για ν’ ακούει του γουμάρ’.
--Ψόφ'σει του γουμάρ', χάθ'κι(ε) (πάει) η κουλιγιά. (κ. Ελευθερια Τασιου)
[*] Την αφορμή έδωσε ο Christos για τον τελευταίο σαγματοποιό του Βόλου http://from-hand-to-hand.org/pelions-last-saddler/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου