Τα κιριτζίδικα είναι μια διάλεκτος, μια συντεχνιακή γλώσσα, με λίγες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι οργανοπαίχτες όταν ήθελαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι γλεντοκόποι. Κυρίως τα χρησιμοποιούσαν όταν οι άντρες που κάνανε τις «παραγγελιές» ήταν μεθυσμένοι. (πχ Κάνε τον μπαλαμό να οσλαντίσει πέντε τσουρβαλοί, αν θέλει να κάνουμε κιρίζ= Πες στο νοικοκύρη να δώσει πέντε κατοστάρικα, αν θέλει να παίξουμε)
Προέρχονται
από τη λέξη «κιρίζ» =μουσικά όργανα και είναι λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί
«τουρκόγυφτοι» οργανοπαίχτες του Βόλου. Αυτοί ήταν κυρίως κλαριντζήδες. Πολύ γνωστός τουρκόγυφτος κλαριτζής ήταν ο Μέτος,
που έφυγε με την ανταλλαγή των πληθυσμών και είχε μαθητή το βολιώτη (με αλμυριώτικη καταγωγή) σπουδαίο κλαριντζή Γιώργο Ζήση, το γνωστό
Γυφτογιώργη ή Καραγιώργη. Οι μουσικοί των γλεντιών, γάμων
και πανηγυριών τότε, ήταν χριστιανοί εκτός από τους τουρκόγυφτους κλαριντζήδες,
Οι περισσότερες λέξεις είναι τσιγγάνικες, αλλά και τούρκικες. Έτσι τα «κιριτζίδικα», τα μιλούσαν μόνον οι «κιριτζίδες», δηλαδή οι βιολιτζήδες κι οι άλλοι οργανοπαίχτες.
Τη «γλώσσα» αυτή την κατέγραψε στη Ζαγορά του Πηλίου, ο μεγάλος γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Ίσως την γνώριζαν και την χρησιμοποιούσαν στα θεσσαλικά Τρίκαλα ή κι αλλού.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-αενελί=
καλός, όμορφος (καφές εναλίδικος)
-ανασίζικος=
κακός, άσχημος (καφές ανασίζικος)
-ατές= φωτιά
-γκανίκω=
γυναίκα
-γκιοτ= πισινός
-ζαριά= μαλλιά
-ζουζουλάμ=
αναχώρηση, φευγιό (κάνουμε ζουζουλάμ)
-ζνταπ=
ξύλο, δάρσιμο (θα μας κάνουν ζνταπ)
-κιρίζ=
μουσικά όργανα (θα κάνουμε κιρίζ)
-καϊαρτό=
συνουσία ( κάνω καϊαρτό)
-καϊαρτίζομαι=
συνουσιάζομαι & καϊαρτίσκι- καϊάρτσι
-κουρέλα
& χορέλα= χορός
-κτζισλάμ=
φεύγουμε (κάνουμε κτζισλάμ; )
-λιμπάμ=
πέρδομαι (έκανε λιμπάμ ! )
-μαγκίζ=
χρήματα
-μαγκιζλής=
πλούσιος
-μαρίζ=
καβγάς, ξύλο
-ματίζ=
μεθυσμένος
-ματζλής= μπεκρής
-ματς= κρέας
-μορτ= νεκρός
-μουρτέλα=
αφόδευση, ούρηση
-μπαγκός=
κουτσός
-μπακρό=
σφαχτό (αρνί-γίδα-τράγος-πρόβατο)
-μπαλαμός= άνθρωπος
νοικοκύρης & μπαλαμίνα
-μπιάβ=
γάμος
-μπισίζ= χορός
-μπαρός= άνθρωπος
πλούσιος, καλός νοικοκύρης
-μπάρ(ι)κος=
πλούσιος (μπάρκο μπιάβ=πλούσιος γάμος)
-νταουσάνης=
λαγός
-ντινιλός
& ντενελός= χαζός, παλαβός, κουτός
-ντικίλ
& ντικέλα= κοίτα
-ντομάνι-ντουμάνι=
καπνός, τσιγάρο
-ντιίζ=
πισινός
-ντούκα=
ανδρικό μόριο
-οσλαντίζω-ομαι=
έρχομαι, δίνω-παίρνω
-οσλαντίζω
τσόρκα= κλέβω, παίρνω κρυφά
-παπέλι=
χαρτί
-πάνι= νερό
-πεκίζ=
σπίτι
-πελέ –πιλέ=
όρχεις (ζαριά απ’ τα πελέ= τρίχες από … )
-πιίζ =κρασί
-πουλούρια=
λεφτά -παράδες
-σαρκάφ=
ρούχα, καπέλο, άλλα αντικείμενα
-σερό=
κεφάλια
-σουίζ=
ύπνος (θα κάνουμε σουίζ)
-ταούκ=
κότα, πετεινός
-ταϊακά=
μάτια
-τάτος =
καφές & τατοτζής = καφετζής
-τζιγαλίκι=
άφραγκος-απένταρος
-τζίγας=
καλοπληρωτής
-τοτζάρ
& τογκάρ= αγόρι
-τσάη=
κοπέλα
-τσόρας=
κλέφτης
-τσουλάρα=
γυναίκα
-τσουκέλι=
σκύλος
-τσινίζ-τσουνίζ=
μαχαίρι
-τσουρβαλός-τσορβαλός=
γέρος παπάς, εκατοδραχμο
-τσουρβάλω=
γριά
-τσούτης= χωροφύλακας,
αστυνόμος, αγροφύλακας
-χαίζ-χιίζ=
ουρώ, αφοδεύω (κάμω χιίζ τα μούτρα του)
-χιρ= ζώο, γάιδαρος,
άλογο