Γράφω στὸ γόνατο, στή μικρὴ βεράντα, ἔχοντας μπροστά μου τὸν Παγασητικό, ἀνάγλυφα βουνά, τῇ θάλασσα γαλήνη κι ἕνα κατασπρο καραβάκι ποῦ ἀρμενίζει πέρα, μικροτερο κι ἀπὸ ἄσπρο γαρίφαλο πλάι μου. Ἀπὸ τότε ποῦ ἤρθα στὸ Πήλιο, τριγυρίζω ἀνάμεσα στή θάλασσα καὶ στά βουνά, ἀνοίγοντας ὁλοένα μπουκαπόρτες, πετώντας σαβούρα, ἀνασαίνοντας. Ἐλπίζω νὰ γυρίσω ὁλότελα διαθέσιμoς καὶ καθαρισμ΄ένος. Κολυμπῶ μέσα στ΄η δυστυχία καὶ τὴν ἀφήνω πίσω μου!
Ὅπου κι ἂν ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει. Στό Πήλιο μέσα στίς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου γλιστροῦσε μέσα στά φύλλα νά τυλιχτεῖ στό κορμί μου καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ’ ἀκολουθοῦσε ἀνεβαίνοντας κι αὐτή σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου ὥσπου νά βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Ὅπου κι ἂν ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει.
( Γ. Σεφέρης)
Ἔδω μὲ βασανίζει τὸ πουκάμισο τοῦ Νέσσου.
Κάτω ἀπ’ τὰ πλατάνια τῆς πλατείας
πίνοντας τσίπουρο, κουβεντιάζοντας ἀδιαφόρετα γιὰ πολιτικά,
ἀκούγοντας γιὰ τρίτη φορὰ τὴν ἰδίαν ἱστορία
καθὼς ἡ θάλασσα ὑψώνεται ὡς τὰ μάτια μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου