Πηλιορείτικες παροιμίες και φράσεις (συνέχεια)
J
Α, ρε
κιέρατου βιρνικουμένου! (Φ)
J
Άι
κουρέψ’! (Φ)
J
Άι, καλά
κρασιά! (Φ)
J 'Αι στουν κόρακα ! (Φ) (*)
J 'Αι στουν κόρακα ! (Φ) (*)
J
Άλλαξι η
χήνα κι έβανι πάλ’ ικείνα (Π)
J
Άλλαξι ι Μανουλιός κι έβαλι τα ρούχα αλλιώς. (Π)
J
Άμα δεν κλα΄ψ’
του μ’κρό, δεν τ’ δίνει μάνα τ’ να
φάει. (Π)
J
Αν δε
χτυπήσ’ ι τύμπανους κι αν δε σφαχτεί ι τράγους , δεν τόχω μάνα μ’, σίγουρου πως
θα ξικ’νήσι ι γάμους. (Π)
J
Αν δεν
κ’ν’σει η σκύλα τ’ν ουρά τ’ς, σκ’λί δεν πάει κουντά τ’ς. (Π)
J
Ανεμουμαζώματα,
διαουλουσκουρπίσματα. (Π)
J
Απ’ ν’
αναβρουχιά καλό είν’ κι του χαλάζ’. (Π)
J
Απ’ τ’
αυτί κι στου δάσκαλου. (Π)
J
Από’χτ’σε κι η αλ'πού κουλουκύθ' κι δεν
ξέρ' που να το κρύψ' (Φ) (*)
J
Απού μικρό
κι απού σαλό μαθαίν’ς τ’ν αλήθεια. (Π)
J
Αργαλαστή,
Καμάρα κακιά ξιπατουμάρα- Λαύκους κι Μπρουμίρι, πουδάρ’ μην απομείνει.(Φ)
J Απ'στομήθ'κε κι έφαγε τα σαμάρια τ' ! (Φ) (*)
J Απ'στομήθ'κε κι έφαγε τα σαμάρια τ' ! (Φ) (*)
J
Ας μι λένε βοϊβοντίνα κι ας ψουφώ απού την
πείνα. (Π)
J
Άσπρα
μαλλιά στην κιφαλή, κακά μαντάτα στην πτσ***ή. (Π)
J
Αυτοίν
τιριάξανι κι σ’μπιθιριάσανι. (Π)
J
Αυτός
κρατάει φανάρ’. (Φ)
J
Γαμώ του
φιλέκ’ σ’. (Φ)
J
Δε σ’ είχα
στου στρέμμα! (Φ)
J
Δεν κόβ’ η
γκλάβα τ’! (Φ)
J
Δεν τουν
βλέπου καλά αυτόν. (Φ)
J
Δούλευε να
τρως κι κλέψι για να έχ’ς. (Π)
J
Έγινε κι η αλ'πού θερίο (Φ)
(*)
J
Έγινι ι
λύχνους θυμιατό κι η κουτσουλιά λιβάνι κι έπισαν τ’ άστρα τ’ ουρανού κι τα
τσιμπούν οι γάλοι (Π)
J Είδε φούρνο κι θάμαξε πεζούλα κι φοβήθ'κε (Φ)(*)
J Είδε φούρνο κι θάμαξε πεζούλα κι φοβήθ'κε (Φ)(*)
J
Είν’ τους
στ’ διαόλ’ τ’ μάνα. (Φ)
J
Είν’τους
φουτχιά κι λαύρα. (Φ)
J
Είνι ντιπ
όρνιο. (Φ)
J
Είνι φως
φανάρ’. (Φ)
J
Εκαθίσαν
τα θρουνιά κι σκουθήκαν τα σκαμνιά. (Π)
J
Έπισι κι
έφαγι τα σαμάρια τ’. (Φ)
J
Η νύφ’ άμα
γιενν’θεί, τ’ν πιθιρά θα μοιάσ’. (Π)
J
Ήλιους κι
φιγγάρ’, παντρεύουντι οι γαϊδάρ’. (Π)
J
Θέλησι ι
Ουβραίους να καβαλ’κέψ’ κι έτ’χι μέρα Σαββάτου. (Π)
J
Ι δρόμους
είνι ανοιχτός κι τα σκ’λιά διμένα. (Φ)
J
Ι Θιός
αγαπάει τουν κλέφτ’, αγαπάει κι του νοικουκύρ’. (Π)
J
Ι φόβους
φ’λάει τα έρ’μα. (Π)
J
Ικεί
απ΄είσι ήμανε, κι ιδώ απ’ είμι θάρθ’ς. (Π)
J
Κάθιτι σα
βριμένη γάτα (Φ)
J
Κάλλιου
λάχανα κι ρήνια(=ειρήνη), παρά κόκουρα κι γκρίνια. (Π)
J
Λαγός τ’
φτέρα έσειε, κακό τ’ κιφαλιού τ’. (Π)
J
Λύκου είδες, πρώτος σ' είδε (Φ) (*)
J
Μι τουν
θ’κός φάι κι πχιε κι αλισβιρίσι μην
κάνις. (Φ)
J
Μια
φκιασιά είν’ τους. (Φ)
J
Μοιάζ’νι
σα δυο σταγόνες νιρό. (Φ)
J
Μπιρ κι
Μπιστινίκα, σταντός (=αγκούλα) κι δικανίκα.(Φ)
J Μπρος πιδια! Πίσου, Χαρίλαε! (Φ)
J Μπρος πιδια! Πίσου, Χαρίλαε! (Φ)
J Να σε φ'λάει ο Θεός από καινούριο νοικοκύρ' και από παλιά που**** ! (Φ) (*)
J Ό,τ’ δίν’ς, πάιρνεις. (Π)
J Ό,τ’ δίν’ς, πάιρνεις. (Π)
J
Όποιους
έχ’ πουλύ πιπέρ’, ρίχν’ κι στα λάχανα. (Π)
J
Όρνιο τ’ς
Κλεισούρας. (Φ)
J
Όταν γιράσ' ι λύκους τον γαβγίζ'νε κι τα
κ'τάβια (Φ) (*)
J Όσα φ'λάει η πουρναριά δεν φ'λάει η Παναγιά (Φ) (*)
J Όσα φ'λάει η πουρναριά δεν φ'λάει η Παναγιά (Φ) (*)
J Παπούτσ’ απ’ τουν τόπου σου κι ας είν’
κι μπαλουμένου. (Π)
J
Πίν’ η
κότα του νερό κι κοιτάει κι του Θιό. (Π)
J
Προυσκ’νάει
σα νύφ’. (Φ)
J
Σαλός
παπάς σι βάφτ’σει! (Φ)
J
Στ’ χάσ’
κι στ’ ψέξ’. (Φ)
J
Στάσ’ αγά
μ’ να βάλου φαλ’, για να σ’ πάρου του κιφάλι. (Π) (=φάλι=μπαρούτι, φυτίλι)
J
Τ’ν
τύλουσι! (Φ)
J
Τ’ς τάπι
χύμα κι τσουβαλάτα. (Φ)
J
Τα
π’λεί απάν’ κι ξιαπάν’.(Φ)
J
Τι γυρνάς
σα φλιέτρους; (Φ)
J
Του Θιό τ’
δεν έχι ιτούτους. (Φ)
J
Τουν κακό
σ’ του φλάρου. (Φ)
J
Τουν πήρι
φαλάγγι. (Φ)
J
Τουν
ψ’λλιάστ’κα. (Φ)
J Τ’ς γειτόν’σσας του πράμα, να του πιάσου τόχου τάμα.(Π)
J Τ’ς γειτόν’σσας του πράμα, να του πιάσου τόχου τάμα.(Π)
J
Τώρα στα
γιράματα, μάθι γέρου γράμματα. (Π)
J
Χαλνάει τ’
μανέστρα. (Φ)
J
Χέσι ψηλά
κι αγνάντηυε. (Π)
J
Χιόνι τ’
Δικιμβριού, χρυσάφ’ τ’ καλοκιριού.(Π)
(*) σταλμένες από τον Epaminondas Tsaknakis
ΥΠΕΡΟΧΟ!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως ξέρει κανείς από πού προέρχεται το
"Αργαλαστή Καμάρα, κακιά ξεπατωμάρα" ????
Το έχω ακούσει παλιά, αλλά δεν το έχω διασταυρώσει για την αλήθειά του:
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποτε στα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν αμαξόδρομοι, αμάξια ούτε και συγκοινωνίες, οι άνθρωποι μετακινούνταν με ζώα. Ο δεσπότης της Λάρισας που τότε του ανήκε η Μαγνησία κι ο Βόλος, έφτασε στα χωριά του Νοτίου Πηλίου. Ο δεσπότης αφού περιόδευσε στα χωριά που αναφέρονται στη φράση αυτή , θέλησε να ξεκουραστεί μένοντας εκεί περισσότερες μέρες. Κανείς όμως κάτοικος δεν έδειχνε να επιθυμεί να τον φιλοξενήσει. Αυτός φεύγοντας τους καταράστηκε με ...κακιά ξεπετωμάρα κλπ. Συνέχεια μάλλον είναι και το «Μπιρ και Μπεστινίκα...» που ταιριάζει.
(Ίσως όμως να δηλώνουν και το κατά πολλούς «αφιλόξενο» των Πηλιορειτών.)
Είδε φούρνο κι θάμαξε πεζούλα κι φοβήθ'κε (Φ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑι στουν κόρακα ! (Φ)
Να σε φ'λάει ο Θεός από καινούριο νοικοκύρ' και από παλιά που**** ! (Φ)
Απ'στομήθ'κε κι έφαγε τα σαμάρια τ' !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτολίσ'κι η νύφ' κι απόμ'νε (Φ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσα φ'λάει η πουρναριά δεν φ'λάει η Παναγιά (Φ)
ΑπάντησηΔιαγραφήEίδι ΄ου άβρακους βρακί, τού ΄δε κι τσιρλίσκι (ΑΓΡΙΝΙΟ)
ΑπάντησηΔιαγραφή