(Το κείμενο αντιγραφή σε μονοτονικό)
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ
(ΔΙΗΓΗΜΑ )
... Την ίδια μέρα έφυγα
για το Πήλιο, βιαζόμουν να επισκεφτώ όλους τους φίλους μου: ανθρώπους, δέντρα
και βράχους. Πέρασα την Τσαγγαράδα και κατέβηκα στον Άη Γιάννη.
Έφτασα στο ξενοδοχείο
«Αιγαίov», τη νύχτα τσακισμένος απ’ την κούραση. Όλη τη μέρα δεν είχα βάλει
μπουκιά στο στόμα. Έφαγα κι έπεσα αμέσως στο κρεβάτι, για να ξυπνήσω πριν βγει
ο ήλιος. Αυτό γινόταν τώρα δέκα χρόνια ... Κάποια αυγή του Ιούλη, μ’ έβρισκε να
περιμένω μαγεμένος μπρος στο βαθυγάλαζο Αιγαίο. Εγώ που δε σηκωνόμουν ποτέ πριν
απ’ τις εννιά, βρέθηκα το πρωί στις πέντε μπρος στη ναρκωμένη θάλασσα. Κάποιον
περίμενα ...
Κοίταζα το πέλαγο κι
αισθανόμουν να βυθίζουμαι μέσα στο σκούρο πυκνό χρώμα του, σα μέσα σ’ ένα υγρό
βαθύ στοιχείο γεμάτο ρίγος κι έκσταση. Κάτω στην ανατολή μια πλατειά μαβιά
γραμμή μού ’δειχνε το δρόμο που θα ’παιρνε εκείνος που περίμενα μια φορά το
χρόνο, για να τον χαιρετήσω από τούτη την άκρη κάτασπρη ακτή κοιμόταν ακόμα
σκεπασμένη με το λεπτοκομμένο στιλπνό της βότσαλο. Πνιγμένος από καημό κάπνιζα
το πρώτο τσιγάρο μου στο στενό εξώστη του ξενοδοχείου. Ήμουνα ήσυχος, τόσο
ήσυχος, που ‘χα ξεχάσει τη ματωμένη καρδιά μου. Ανάσαινα σαν ευτυχισμένο
αγρίμι. Εκείνη την ώρα δεν ήθελα τίποτα ... Ήθελα μόνο να μπορούσα να κρατώ το
χέρι της Ελένης. Όμως δεν πείραζε κι αν δεν το κρατούσα ... Κείνη την ώρα δεν
ήθελα παρά την ευτυχία της, την ευτυχία όλου του κόσμου. Ακόμα κι αυτών των τσαρλατάνων
που ‘καναν τούμπες γύρω της .. . Αισθανόμουνα αγαθός σαν ένα βρέφος κι ήμουνα
έτοιμος να δεχτώ το καθετί μυ μια καλοσύνη που μού ’φερνε δάκρυα. Περίμενα, και
μου φαινόταν σα να περίμενα χιλιάδες χρόνια αυτόν που τον είχα ξεχάσει ολότελα εκείνη
την ώρα. Μου φαινόταν σα ν’ άνοιγαν οι ουρανοί κι ο Θεός έφτανε με το πρόσωπο
τού ήλιου να με μερώσει...
Πέρασε τόση ώρα κι ο
ήλιος είχε ανέβει. Ο δίσκος του με κοίταζε κατακόκκινος πάνω απ’ τη θάλασσα,
που ξύπνησε απ’ το ίδιο ρίγος που συντάραξε κι εμένα. Άδειος, χωρίς καμιά
σκέψη, τον έβλεπα που ψήλωνε σκορπίζοντας αγκαλιές ρόδα πάνω στο γαλάζιο Αιγαίο.
-Ήλιε μου... Ήλιε
μου... ψιθύρισα.
Ορθός τον έβλεπα π’
ανέβαινε σέρνοντας μαζί του το νόημα της ζωής μου.
-Γιατί να πονάω για την
ομορφιά μιας γυναίκας; μουρμούρισα και δάκρυσα.
Είχα αλαφρώσει απ’ τις
κακίες μου. Σα να ’χα φτερά πετούσα σ’ αυτή τη σκούρα αδειανή θάλασσα, τη
γεμάτη αρχαία ποίηση κι αρχαία νιάτα... Ένα πελώριο κύμα σχηματίστηκε και
προχωρούσε μονοκόμματο απ’ τη μιαν άκρη της ακτής ως την άλλη. Έσπασε με μεγάλη
βουή πάνω στο ψηλό τοίχωμα απ’ το κάτασπρο βότσαλο. Έτρεξα όπως ήμουνα κι έπεσα
πάνω στο δεύτερο κύμα που ’ρχόταν με μεγαλύτερη ορμή. Χάθηκα μέσα στους αφρούς.
Σφιχτά και μεγάλα κύματα μ’ έδερναν και με παίδευαν από αγάπη. Η ψυχή μου
αλάλαζε μεθυσμένη από άγρια χαρά. Την έβλεπα σα μια θέαινα να τινάζει τα
πλοκάμια της πάνω σ’ αυτό το πέλαγο, κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο, που την κοίταζε και
γελούσε. Κείνη την ώρα ζούσα με την ψυχή μου. Το κορμί μου είχε μουδιάσει από
τρόμο...
Η θάλασσα μού ’στελνε το
’να πάνω στ’ άλλο τα κύματά της κι εγώ ορμούσα και τ’ αγκάλιαζα σαν αδέρφια μου
και κυλιόμουν μαζί τους ως τον πάτο της και σηκωνόμουν μαζί τους ως που μου
κοβόταν η ανάσα. Έπειτα από πολλή ώρα βγήκα απ’ τα χέρια της. Τσακισμένος έπεσα
πάνω στην ακτή, που ασπροβόλαγε σαν καλοπλυμένο λουλακιαστό σεντόνι. Ναρκωμένος
άκουγα τη βουή της θάλασσας, πού ’σπαζε στα πόδια μου βραχνή απ’ το μεγάλο
πάθος της…
- -
- - -
- - - -
Μεσημέριασε όταν
σηκώθηκα. Το κορμί μου όλο κακιωμένο πονούσε, όμως η ψυχή μου χόρευε. Χόρευε
έχει μπροστά μου και μ’ έσερνε γι’ άλλα ανταμώματα και γι’ άλλες χαρές.
Πηδώντας μπροστά μου πότε στο ’να και πότε στ’ άλλο ποδάρι με τα μαλλιά στον αέρα,
δεμένα ακόμα με το θαλασσί κορδελάκι που της το ’χα χαρίσει εδώ και τριάντα
ολόκληρα χρόνια, η ψυχή μου μ' έφερε μπροστά στους πολυαγάπητους βραχόφιλους.
—Να τοι! Ποιός μπορεί να ξέρει πόσες χιλιάδες
χρόνια κάθονται εδώ σκόρπιοι και τα λένε... μου ’πε και βάλθηκε να τους
χαϊδεύει συλλογισμένη.
-Έπρεπε να το ξέρεις
καλύτερα από μένα, κυρά μου. Εγώ είμαι νιόφερτος σε τούτο τ’ άστρο, ενώ εσύ…
Χαμογέλασε γεμάτη μυστήριο και δε μίλησε. Κι εγώ δεν επέμεινα. Τι τη θέλαμε
τώρα τη μεταφυσική μέσα σε τούτο το χρώμα, σκέφτηκα... Κάθησα λίγο παραπέρα.
Έριξα τ’ αυτί μου στο νερένιο κρότο και κοίταζα τούς εξαϋλωμένους βράχους με τα
εξαίσια χρώματα. Ήταν σαν πελώρια ζάρια, που τα ξέχασε εκεί κάποια θεϊκή συντροφιά.
Καθένας ξεχώριζε με το σχήμα του και με το χρώμα του. Όλοι όμως έμοιαζαν σαν αδέρφια.
Μέσα σ’ αυτή τη μαγεμένη μοναξιά περίμεναν ακίνητοι να ξανάρθουν εκείνοι που
γι’ άγνωστη αφορμή έφυγαν ξαφνικά κι άφησαν στη μέση το παιχνίδι. Μπορεί να ’ταν
οι παρδαλοί βώλοι από κάποια θεόπουλα, που κατέβαιναν εδώ να λουστούν και να
παίξουν. Μπορεί ο γεροκένταυρος Χείρωνας να κατέβαινε απ’ το «σεμνόν και
άφθιτον άντρον» του οδηγώντας το γιο της Θέτης, τον Αχιλλέα. Μαζί με τίποτα
κενταυρόπουλα, για να κολυμπήσουν σε τούτη την ανεμοδαρμένη θάλασσα... Αφού τα
’λουζε, θα τους έτριβε το τομάρι να γυαλίσει, θα γύμναζε τον Αχιλλέα με τούτες
τις μπάλλες από πέτρα, κι ύστερα θα ’κανε το χατίρι σ’ όλους να παίξουν τις
γιγαντομαχίες μ’ αυτά τα γιγαντοβραχόπουλα.
-Αδύνατο τούτα τα
γλυμένα λιθάρια με τούτα τα χρώματα να ρίχτηκαν εδώ για μας... Αδύνατο αυτό το
βότσαλο να κόπηκε τόσο λεπτό, διάφανο και απαλό, για να το πατούν τα
βρωμοπόδαρα τα δικά μας, μουρμούριζα θαμπωμένος. Αδύνατο αυτό το μακρύ αφρισμένο
κύμα να φτάνει κάθε τόσο για να παίζει με μας τους μυξιάρηδες.
- -
- - -
- - - -
Σηκώθηκα με την καρδιά
φορτωμένη λαχτάρα και πήγα κοντά τους. Άρχισα να τα καλημερίζω ένα-ένα
ντροπαλός: τούτο το πράσινο, το φυστικί, και δίπλα του κείνο το γαλαζωπό και
παραπέρα το λευκό με τους μαύρους αρμούς και τ’ άλλο το κόκκινο, το κεραμιδί, και
τούτο πάλι το κεχριμπαρένιο με τον ήλιο μέσα του... Θεέ μου ! Από ποια
βραχομάνα τα ’βγαλες τόσο ανόμοια, όμως τόσο ίδια αρμονικά, τούτα τα
βραχοπαιδόπουλα και τα ’ριξες να
λιάζουνται μέσα σε τούτον τον καθαρό ήλιο, πάνω σ’ αυτό το άγγιχτο τοπίο, το
στοιχειωμένο απ’ τί μεγάλη ομορφιά...
Καθόμουν και τα χάιδευα
και τα μιλούσα σα να’ ταν ζωντανά. Τους έκανα αστειάκια και τα πείραζα, που
καθόνταν εκεί μοναχούλια τους. Και κείνα γυάλιζαν από χαρά και πετούσαν το
χρώμα τους μέσα στον ανοιξιάτικο ήλιο σαν ουράνιο τόξο. Η θάλασσα έφτανε κάθε
στιγμή και τα ’σφιγγε στους αφρούς της, τα ’λουζε και τα χτένιζε, τα χάιδευε και
τα φιλούσε, σα μια ερωτιάρη πανέμορφη κυρά. Κάθισα ανάμεσά τους Τας τις δυο τ’
απομεσήμερο, κι όταν το πετσί μου άρχισε να καίγεται σηκώθηκα σα μεθυσμένος.
Λίγο παραπέρα, εκεί που τελειώνει το βότσαλο, πάνω στη χοντρή άμμο, φύτρωναν
κάθε άνοιξη κάτι άσπρα μικρά κρίνα. Πήγα να τα δω, Με περίμεναν κι αυτά στη
σειρά άσπρα-άσπρα σαν περιστεράκια, τα τσαμένα μου! Τα ψαχούλεψα ένα-ένα, τους
τράβηξα λίγο τ’ αυτάκια τους και ξεκίνησα για το ξενοδοχείο.
Πιο κάτω γύρισα να τα
ξαναδώ. Σήκωσα το χέρι και τους το κούναγα, όταν κόντεψα να πέσω πάνω σ’ έναν αγωγιάτη
που πήγαινε στη Νταμούχαρη. Σταμάτησε μπρός στο μουλάρι του και με κοίταζε με
γουρλωμένα μάτια. Και μόνο επειδή το χέρι του είχε παραλύσει απ’ την τρομάρα, δεν
το σήκωσε για να σταυροκοπηθεί. Δεν ήταν δα και μικρό πράμα μέσα σε κείνη την ερημιά
να πέσεις πάνω σ' έναν τρελό μαντράχαλο, που φορούσε μόνο το σώβρακο και
κούναγε τη μαλλιαρή χερούκλα του σαν παιδούλα σε κάποιον αόρατο! Για να τον
συνεφέρω βιάστηκα να του δώσω ένα τσιγάρο. Τ’ άναψε συλλογισμένος και με ρώτησε
τι γύρευα εκεί.
-Τίποτε το σπουδαίο, τον
καθησύχασα.
-Σε ’δα που κούναγες το
χέρι...
-Ναι, άρχισα να τού εξηγώ,
αυτά τα κρινάκια εκεί... Όμως σαν είδα το μουλάρι του παρακάτω να μου τα τρώει ένα-ένα,
έγινα έξω φρενών! Άρπαξα μια πέτρα, κι άρχισα να ξεφωνίζω σαν παλαβός.
-Για στάσου, αφεντικό!
μου κάνει. Δικά σου είναι και φωνάζεις ;
-Του Θεού είναι, καλέ
μου άνθρωπε, απάντησα σχεδόν κλαίοντας, όμως το μουλάρι σου μπορεί να φάει και
τίποτε άλλο... Δεν είναι ανάγκη να την τυλώνει με κρινάκια...
Αυτή τη φορά δεν
κρατήθηκε. Κούνησε με σημασία το κεφάλι του κι έκανε τρεις φορές το σταυρό του.
Έπειτα βάλθηκε να πατάει πάνω στα λουλούδια μου τόσο άσπλαχνα, που γύρισα το
κεφάλι να μην τον βλέπω, τον παλιομούλαρο!
ΚΟΥΛΑ
ΓΙΟΚΑΡΙΝΗ
Το παρακάτω είναι από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ της 15-2-1957, τχ.711,
σελ. 258