Για την τεράστια, διαχρονική, παιδαγωγική αξία των παραμυθιών-αλλά και των δημοτικών τραγουδιών- δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση! Ο παλιός σπουδαίος τσαγκαραδιώτης δημοσιογράφος Γεώργιος Αδρακτάς γράφει γ' αυτό:
Να, ένα πηλιορείτικο διήγημα (παραμύθι) για τα παιδιά, τις γιαγιάδες και ...τους παππούδες, τώρα που είναι χειμώνας και γιορτές και τα τζάκια αναμμένα!
Παρμένο από τις επιφυλλίδες της παλιάς βολιώτικης εφημερίδας ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, είναι γραμμένο από το βολιώτη ποιητή, κριτικό και πεζογράφο Φάνι Μιράνα., από τη συλλόγή του "Ιστορίες του χθεσινού Πηλίου".
Καλή ψυχή…
Ο Νικόλας ήταν τόσο μανιακός στα χαρτιά, μα και τόσο αδέξιος
και άτυχος στο παίξιμό τους, ώστε μια μέρα έφτασε να πουλήσει και την τελευταία
του περιουσία. Μια μέρα αποφάσισε να παίξει και το τελευταίο του ατού μ’ ένα
μαγαζάκι που είχε νοικιασμένο σ’ ένα γέροντα. Και μόλις σηκώθηκε το πρωί, λέει
της γυναίκας του:
-Βρε γ’ναίκα, θα πάου να παίξου κι σήμιρα χαρτιά κι ό,τι
γι(έ)νει, γίνηκι(ε)! Τι να κάνουμι, αφού του θι(έ)λει έτσ’ ι Θιός κι η τύχ’!
-Κι πώς θα ζήσουμι(ε) μιτά βρε σκ’λί, τον ρώτησε άγρια
εκείνη.
-Να παρακαλάς του Θιό
να μας δίν’ γεια. Κι άμα έχουμι(ε) γεια, δ’λεύουμε κι ζούμι(ε)…
Αποβραδίς είχε κάνει εκατό μετάνοιες μπρος στα εικονίσματα.
Κι έκανε κι ένα μεγάλο τάμα. Έτσι:
-Αϊ, Θέ μου, βουήθα μι να κερδίσου στα χαρτιά κι ιγώ χρέους
μ’ θα ι(έ)χου να σ’ φκιάσου ένα μιγάλου μάτ’ απού μάλαμα κι ασήμ’ κι διαμάντ’
για να του βάλ’νι(ε) απάν’ απ’ την Άγια Πύλ’
στην ικκλησιά μας… Βόηθα μι, Θέ μ’, κι να μαζώνου κάθι μέρα τ’ς φτωχοί κι τ’ς πεινασμένοι τ’ς χώρας, να τ’ς
στρώνου πλούσιου τραπέζ’…
Έτσι έκαμε το τάμα του και το βραδάκι, ο καλός σου,
ετοιμάστηκε και τράβηξε ίσια για το χαρτοπαίγνιο.
Λες κι από Θεού ήτανε να κερδίσει και να κερδίσει όχι λίγα
μάλιστα. Και την άλλη το πρωί για να πραγματοποιήσει το τάμα, αγόρασε μισό αρνί
και τόβαλε στο φούρνο. Έκανε λοιπόν, να βγει έξω από το σπίτι του να καλέσει
τους φτωχούς και τους πεινασμένους. Και άμα βγήκε όξω συναντάει έναν αντρούκλα,
αψηλό με μακριά χέρια, γερασμένο και καμπουριασμένο με μεγάλα άσπρα μαλλιά και
γένια, ακατάστατα και άπλυτα. Τα χέρια του ήταν σαν λοβιασμένα. Κι αυτός
φαινόταν πως πεινούσε.
-Έι παππού, τον φωνάζει ο Νικόλας, θέλι(ε)ς να σι βουηθήσου;
-Αμέ! Και ρωτάς αφέντη μου; του αποκρίθηκε εκείνος.
-Ε λοιπόν, να έρθ’ς του μισ’μέρ’ να φάμι(ε) μαζί στου σπίτι
μ’. Έχου ένα ψ’τό πρώτ’ς! Μα κοίτα, αν δεν έρθ’ς δε θέλου να σι ματαϊδώ στα μάτχια
μ’!
-Τι λες αφεντικό ! Είσαι τόσο καλός εσύ, αφέντη, είπε ο
γέρος κι έκανε να φύγει.
-Άκου, τον σταμάτησε ο Νικόλας, άμα έχις κι τίπουτα γνωστοί,
έτσ’ σαν κι ισένα, φέρτ’ τοιν και κείνοιν. Φαΐ θα ι(έ)χουμε. Ψουμάκι και
κρασάκι δε θα μας λείψ’…
Ο γέρος έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι απ’ τη δυστυχία όπως
πάντα, αφήνοντας ένα:
-Ευχαριστώ αφέντη! Ενώ ο κυρ-Νικόλας έφυγε με το κεφάλι ψηλά
από ικανοποίηση που θα εκπλήρωνε το τάμα του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Το μεσημέρι ο γέρος χτύπησε την πόρτα. Η κυρα-Νικόλαινα
άνοιξε, μα αντί για έναν είδε ένα τσούρμο κακομοιριασμένους ανθρώπους. Άρχισε
να μετράει: ένας, δυο, τρεις, τέσσερις …επτά …έντεκα, δώδεκα, δεκατρείς! Μπήκε
αμέσως μέσα και ρωτά:
-Βρε Νικόλα, πόσοιν προυσκάλεσες να φάνι(ε);
-Έναν γι(έ)ρο, δε σ’ είπα;
-Βρε, αυτός μπήκι(ε) πρώτους κι απού πίσου άλλοι δώδικα σ’μμαζώχτ’καν!
Τι θα τ’ς κάνουμι(ε) τόσοιν;
-Δεν π’ράζει! Δεν π’ράζει! Έχει ι Θιός!
Είπε ο Νικόλας και πετάχτηκε όξω να δεχτεί τους καλεσμένους:
-Καλώς τα πιδιά! Καθίστι(ε) ούλοι. Φαΐ έχουμι(ε), θα φάμι.
Κρασί έχουμι(ε), θα πιούμι. Δόξα του Θιώ. Καθίστι(ε) ούλοι!
-Καλοσύνη σου, άρχοντα, έκανε ο αψηλός γέρος που ήτανε –ας
πούμε- ο αρχηγός των άλλων.
Κι έπειτα κάθισαν όλοι μέσα στην κάμα κι άλλοι καταγής. Η
νοικοκυρά τους πρόσφερε τσίπουρο ντόπιο.
Το μεσημέρι στρώθηκε πλούσιο τραπέζι με δεκαπέντε καρέκλες.
Και όλοι γιοματίσανε καλά και περίσσεψε και για τις γάτες φαΐ.
Μεγάλες ευχαριστίες για τον Πανάγαθο ακούγονταν απ’ τα
στόματα ολωνών την ώρα που τρώγανε. Κι όταν το φαγοπότι τελείωσε, ο αψηλός
γέρος λέει του κυρ-Νικόλα:
-Και τώρα, άρχοντά μου, τι ευχή θέλεις νάχεις απ’ το Θεό για
το καλό που μας έκανες;
-Ούλες τ’ς ηυχές τ’ς θέλου! απάντησε χαρούμενος ο Νικόλας.
-Ναι, μα τι ακριβώς θέλεις απ’ το Θεό; Εγώ πρέπει να ξέρεις,
έχω τη δύναμη να τον παρακαλέσω να σου κάμει το θέλημά σου! Τι θέλεις, λοιπόν;
-Καλή ψυχή πες, άρχοντα, του είπανε οι άλλοι δώδεκα φτωχοί
του Νικόλα.
Αυτός μ’ ένα γελοίο ύφος τους λέει:
-Καλήν ψ’χή κι κουλουκύθια τούμπανα! Δεν ξι(έ)ρου ιγώ απού
τέτχοια πράματα!
Και γυρνώντας στο γέρο του είπε:
-Ιγώ, κουμπάρι μ’, θέλου να μι βουηθάει ι Θιός να κιρδίζου
κάθι μέρα στα χαρτιά κι να στρώνου τραπέζ’ τ’ς φτουχοί!
-Ε, αυτή τη χάρη θα την έχεις πάντα απ’ το Θεό.
Του είπε ο γέρος και μετά πρόσθεσε:
-Τώρα τι άλλο θέλεις;
-Καλή ψυχή πες, του συνέστησαν πάλι οι άλλοι δώδεκα.
-Ουφ! Αφήστι(ε) την καλήν ψ’χή κι ιγώ γέρουντά μ’ θέλου να
πχιάνιτι(ε) ι λόγους μ’ παντού κι πάντα!
-Καλά κι αυτό θα τόχεις απ’ το Θεό!
Του είπε ο γέρος και πρόσθεσε:
-Και τι άλλο ακόμα θέλεις;
-Καλή ψυχή πες, του ξανάπανε πάλι οι άλλοι δώδεκα.
Ο Νικόλας έκανε να σκεφτεί κι έσκυψε το κεφάλι του. Εκείνη
τη στιγμή ένα φωτοστέφανο περικύκλωσε το κεφάλι του γέρου κι έγινε αμέσως ένας
νέος ψηλός άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια!
Η Νικόλαινα ζαλίστηκε και δεν έβλεπε πια. Κι ο Νικόλας χωρίς
να αντιληφτεί τίποτα απ’ όλα αυτά, μέσα στη σιγαλιά μουρμούρισε:
-Ε, κι καλήν ψ’χή, θέλου γέρουντά μ’!
Κι όπως σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει το γέροντα, Τον
αντίκρισε και τον αναγνώρισε!
-Την έχεις κι αυτήν τη χάρη απ’ τον πατέρα των πάντων, παιδί
μου, του απάντησε ο Χριστός κι αμέσως
χάθηκε μαζί με τους δώδεκα μαθητές Του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Οι μέρες περνούσαν και τα χρόνια φεύγανε. Όμως οι προσευχές
και οι μετάνοιες ήταν πάντα στο στόμα του κυρ-Νικόλα και της οικογένειάς του. Ο
Νικόλας σε λίγον καιρό έγινε εκατομμυριούχος και πάμπλουτος απ’ τα χαρτιά. Η
τύχη του παρέστεκε πάντα και τον αποχωριζόταν!
Σε κάμποσα χρόνια έφτιαξε και μια εκκλησία που ήθελε να την
ονομάσει «Ναός της καλοσύνης του Θεού». Οι παπάδες όμως τον ερμήνευσαν να την
ονομάσει «Ναός της Παναγίας». Έτσι κι έγινε. Μέσα στο ναό και πάνω απ’ την
Ωραία Πύλη καρφώθηκε και το χρυσό μάτι του Θεού…
Δε λησμονούσε όμως ο
κυρ-Νικόλας να στρώνει κάθε τόσο τραπέζια στο αρχοντικό του για τα παιδιά και
τους φτωχούς που πεινούσανε.
Όμως όλα κι όλα, τα «χαρτάκια» δεν τα’ άφηνε απ’ τα χέρια
του. Περπατούσε, καθόταν, έτρωγε κοιμόταν με την τράπουλα πάντα στα χέρια ή
στην κωλοτσέπη του! Του άρεζε να την κρατά και να χαϊδεύει τα χαρτιά. Ήταν η μεγαλύτερη ηδονή κι ευχαρίστηση γι’ αυτόν
να χαζεύει κρατώντας τα «χαρτάκια τ’»!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Τα χρόνια του Νικόλα περνούσαν με καλή ζωή και …καλή ψυχή.
Μα κάποτε ήρθε ο καιρός του, η ώρα του. Ο Θεός διέταξε έναν άγγελο να κατέβει
στη γη να πάρει την ψυχή του. Ο άγγελος μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και πήγε στο
σπίτι του κυρ-Νικόλα, που ήτανε πια πολύ γέρος. Η κυρα-Νικόλαινα του έστρωσε
τραπέζι αμέσως να φάει. Μα εκείνος αρνήθηκε.
-Ε, τότι(ε) φεύγα! Όσοιν έρχουντι ιδώ μέσα, τρώνι(ε) κι
πίν’νι(ε) κι φεύγ’νι(ε) χουρτάτοιν! Όσοιν έρχουντι ιδώ δεν κάθουντι μι τα
χέργια σταυρουμένα! Ούτι έρχουντι για να κουβιντιάσ’νι(ε) πράματα πουλιτικά!
Τότε ο ξένος τράβηξε παραέξω το Νικόλα και του λέει:
-Εγώ δεν ήρθα εδώ ούτε για να φάω ούτε για να κάτσω. Είμαι
άγγελος και με στέλνει ο Κύριος να σε πάρω, γιατί οι μέρες σου σωθήκανε…
Χωρίς να ταραχτεί ο Νικόλας είπε:
-Καλά πιδίμ’! άμα του λέει ι Κύριους τι μπουρούμι να πούμι
ιμείς τα πλάσματα τ’! Αλλά, άγγιλέ μ,’ κάτσι να φάμι, να χιριτίσου κι ιγώ τα
ιπήγεια κι μιτά πααίνουμι…
Ο ξένος συμφώνησε. Έκατσαν, έφαγαν καλά -καλύτερα από κάθε
άλλη φορά- κι άμα τελειώσανε με το φαΐ βγήκαν έξω. Ο Νικόλας άρχισε να χαιρετά
τα ζωντανά του. Τις κότες του, την κατσίκα, τα κουνελάκια του, το σκύλο, τις γάτες,
τα λαχανικά του και τον …παπαγάλο του. Γιατί είχε και τέτοιον ο άρχοντας Νικόλας!
Περπάτησαν κι ως παραέξω στο μεγάλο κήπο που ήταν γεμάτος με
πάμπολλα δέντρα. Κι εκεί, η ψυχή του αγγέλου πόθησε από μιαν όμορφη κι
εξαιρετική μηλιά, να κόψει ένα μήλο. Ο Νικόλας τον προέτρεψε:
-Κι δεν ανιβαίνεις απάν’, άγγιλέ μ’, να τα κόψεις ούλα, να
δώκ’ς και στ’ς αγιούς;
Κι ο άγγελος ανέβηκε. Μα το δέντρο ήταν γεμάτο ξώβεργες για
να κολλούν πάνω τους τα πουλιά. Ο άγγελος κόλλησε πάνω στις ξώβεργες και φώναξε
το Νικόλα να τον βοηθήσει να ξεκολλήσει. Αυτός με το νου του τραγουδούσε:
Κι μι τα τόσα βάσανα
πάλε η ζωή γλυκιά ’ναι.
κι όπχοιους τουν θάνατου ζητά
τριλός πρέπ' για ’νάνι!
Όταν άκουσε τον άγγελο να ζητάει βοήθεια καλώντας τον,
απάντησε γελώντας:
-Άι, σι κρατώ τώρα, αγγιλέ μ’! Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ ζουή ισύ κι
ιγώ θα σι κατιβάσου κάτ’. Γιατ’ αυτήν τ’ν στιγμή καταλαβαίνου πως η ζουή έχ’
πουλλήν γλύκα, όσην γλύκα ισύ δεν μπουρείς να καταλάβ’σ’ κι ισύ ακόμα απ’ είσι(ε)
κι άνθρουπους τ’ Παντουδύναμου. Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ν ζουή μ’ κι ιγώ θα χρουστάου
του καλό στουν Ύψιστου!
Με τα πολλά ο άγγελος του χάρισε πενήντα χρόνια. Έτσι ο
Νικόλας τον ξεκόλλησε απ’ τα ξώβεργα της μηλιάς και τον κατέβασε κάτω φορτωμένο
μήλα για τους αγίους και το Θεό!
Τη νύχτα ο άγγελος ανέβηκε στον ουρανό κι Θεός τον ρώτησε:
-Πού είναι η ψυχή του Νικόλα, που σου παράγγειλα να φέρεις;
Ο άγγελος διηγήθηκε τα καθέκαστα στο Θεό, στο Χριστό και στους
υπόλοιπους του Ουρανού κι αυτοί …λύθηκαν στα γέλια!
-Δεν πειράζει, είναι καλής ψυχής άνθρωπος! είπε τότε ο Χριστός.
-Και πόσα του χάρισες;
-Πενήντα!
- Εντάξει. Έχει κι άλλα πενήντα από Μας. Συνολικά εκατό! Να δούμε
δε θα βαρεθεί τη ζωή του;
- - - - - - - - - - - - - - - - -
Κάποτε τα εκατό χρόνια που του χάρισε ο Χριστός πέρασαν κι
ήρθε η ώρα που θα παρέδινε την ψυχή του. Μόλις έφεξε ο θεός τη μέρα
παρουσιάστηκε πάλι ο άγγελος μεταμορφωμένος όπως και την άλλη φορά.
-Καλημέρα γερο-Νικόλα, πώς πάνε τα κέφια;
- Δόξα του Θιώ, καλά!
-Θα φάμε μαζί σήμερα; ρώτησε ο άγγελος.
-Κι θα πχιούμι! πρόσθεσε ο Νικόλας.
-Και το βράδυ μόλις νυχτώσει, φεύγουμε για το μεγάλο ταξίδι!
είπε ο άγγελος.
- Θιού θέλ’μα, ανθρώπ’ πίστ’! άγι(ε) μ’ άγγιλε!
Η γυναίκα και το παιδί του Νικόλα είχαν πεθάνει από
χρόνια-ούτε ο ίδιος δε θυμόταν-. Αυτός ήταν ο τελευταίος της οικογένειας. Πήρε
ένα χαρτί κι έγραψε προς την Κοινότητα του χωριού του τη διαθήκη του:
«Άφηνου βασιέτ(=διαθήκη) ούλα τα υπάρχουντά μ’ στ’ς φτουχοί
κι τ’ς απόκληροιν, μι τ’ συμβουλή μ’ να
δουξάζ’νι(ε) πάντουτι του Θιό»!
Ύστερα κλείστηκαν μες στο σπίτι με τον άγγελο και περίμεναν
να νυχτώσει. Σαν νύχτωσε πέσανε να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ο άγγελος με
την ψυχή του Νικόλα, ξεκινούν να φύγουν. Και τότε η ψυχή λέει:
-Στάσ’, στάσ’ να πάρου κι τα «χαρτάκια» μαζί μ’!
Υ.Γ. Η αφορμή για τη δημοσίευση του παραπάνω παραμυθιού δόθηκε, από την
αρχαιότατη συνήθεια του ανθρώπου, αλλά και του Έλληνα να «δοκιμάζει» την τύχη
του παίζοντας ή τζογάροντας, αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου! Αν αυτό μετά
γίνει συνήθεια, τότε θα βρεθεί στην αρχική δύσκολη θέση του ήρωα … με σίγουρα άσχημο
τέλος. Γιατί τα υπόλοιπα, απλά, συμβαίνουν μόνον στα ...παραμύθια!
Καλή Πρωτοχρονιά!