Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ευχές!

(Δεν παριστάνω το Σουρή ούτε και τον Καπίνο,
λίγα στιχάκια στη στιγμή στα χέρια σας αφήνω)

Ευχές, ευχές, πολλές ευχές
που να πέφτουν σα βροχές,
σας στέλνει τώρα μποναμά
το μπλογκ anolehonia,
ευχές για την Πρωτοχρονιά
και για μια Καλή Χρονιά!
Να ζήστε να γεράσετε
και στα μαλλιά σας χιόνια!
Ειρήνη, αγάπη στις καρδιές
ας βασιλεύει αιώνια!
Υγεία, προκοπή, δουλειά
νάχετε όλη τη χρονιά.
Μόρφωση, γνώση και χαρά
πάρτε απ’ τα βιβλία
κι από το διαδίκτυο…
μάθετε την Τοπική Ιστορία!
(ΕΔΩ) είναι κι ο Αντώνης Ζ,
(ΕΔΩ) το μπλογκ Φιρίκι
που γράφουνε συχνά-πυκνά
και μας μαθαίνουν τα παλιά.
Αυτά τα λίγα είχα να πω,
παιδιά, και να σας ευχηθώ,
έστω και έτσι ατάλαντα.
Πες τε, πως ήταν …κάλαντα!

Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

Σε παλιότερη ανάρτηση (ΕΔΩ) είχαμε παρουσιάσει κάποια ντόπια πρωτοχρονιάτικα έθιμα. Δυο ακόμη έθιμα ήταν και  τα παρακάτω: 
α)  Απ’  τα έθιμα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε το …τουφεκίδι!
Οι χωρικοί τουφεκούσανε με τον ερχομό του Νέου χρόνου για να «βασιλέψουν» τα όπλα τους. Κι όχι όπλα πολεμικά -που κάποτε υπήρχαν πολλά λόγω των διαφόρων πολέμων- αλλά κι όπλα κυνηγετικά (μονόκανα,δίκανα, καραμπίνες). Όλα «βασιλεύονταν» ή επρέπε οπωσδήποτε να «βασιλευτούν»! Από κάθε τουφέκι έπρέπε να ριχτεί μια τουλάχιστον τουφεκιά!
Ίσως ήταν κι είναι ένας χαιρετισμός στον νιόφερτο Χρόνο, αλλά και στον Αϊ-Βασίλη που έρχεται απ’ την Καισάρεια. (Βασίλειος>βασιλεύω!)
Σήμερα εκτός των «μπαταριών» έχει επικρατήσει και η ρίψη των φαντασμαγορικών βεγγαλικών, ειδικά στις πόλεις. Μ’ αυτά «χαιρετούν» περισσότερο κι εύχονται για την Καλή χρονιά!
β)  (παραλλαγή του παντρέματος της φωτιάς)
Την παραμονή,  έφερναν στο σπίτι δυο χοντρά «κουτσιμπάνια» (=κομμένα καυσόξυλα),  που τα έστηναν στο τζάκι όρθια. Το ένα αντιπροσώπευε τον άντρα κι ήταν το αρσενικό και το άλλο τη γυναίκα κι ήταν το θηλυκό.
Λέγονταν έτσι γιατί το αρσενικό ξύλο ήταν από δέντρο του ίδιου γένους πχ ο πεύκος, ο μέλεος, ο πλάτανος, ο έλατος. Το θηλυκό πάλι ήταν από θηλυκό δέντρο όπως η καστανιά, η μηλιά, η ελιά. Αυτά εκπροσωπούσαν τα γένη στην Πρωτοχρονιάτικη φωτιά. Όταν άναβαν τη φλόγα και τα κουτσιμπάνια έπαιρναν φωτιά και καίγονταν, κοιτούσαν πιο θα καιγόταν πρώτο. Αν καιγόταν το αρσενικό, τότε πρώτος θα πέθαινε ο άντρας κι η γυναίκα θα χήρευε. Αν συνέβαινε το αντίθετο θα χήρευε πρώτα ο άντρας.
Βέβαια δεν εννοούσαν πως αυτό θα γινόταν μέσα στην καινούρια χρονιά, αλλά σ’ όλη τη ζωή του ζευγαριού! Ούτε ίσως και να  το πολυπίστευαν. Ωστόσο το διατηρούσαν.
Τότε  τα πειράγματα δεν έλειπαν, αφού λέγανε πως οι γυναίκες που ετοίμαζαν το τζάκι έβαζαν μικρότερα και ψιλότερα κουτσιμπάνια στη θέση του αρσενικού για να καούν γρηγορότερα! (Η πονηριά της Εύας κι εδώ… παρούσα!)
Όπως και νάχε πάντως η ευχή ήταν μία:

Καλή Χρονιά!!

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Πηλιορείτικο παραμύθι

Για την τεράστια, διαχρονική, παιδαγωγική αξία των παραμυθιών-αλλά και των δημοτικών τραγουδιών- δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση! Ο παλιός σπουδαίος τσαγκαραδιώτης δημοσιογράφος Γεώργιος Αδρακτάς γράφει γ' αυτό:
Να, ένα πηλιορείτικο διήγημα (παραμύθι) για τα παιδιά, τις γιαγιάδες και ...τους παππούδες, τώρα που είναι χειμώνας και γιορτές και τα τζάκια αναμμένα! 
Παρμένο από τις επιφυλλίδες της παλιάς βολιώτικης εφημερίδας ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, είναι γραμμένο από το βολιώτη ποιητή, κριτικό και πεζογράφο Φάνι Μιράνα., από τη συλλόγή του "Ιστορίες του χθεσινού Πηλίου".

Καλή ψυχή…
Ο Νικόλας ήταν τόσο μανιακός στα χαρτιά, μα και τόσο αδέξιος και άτυχος στο παίξιμό τους, ώστε μια μέρα έφτασε να πουλήσει και την τελευταία του περιουσία. Μια μέρα αποφάσισε να παίξει και το τελευταίο του ατού μ’ ένα μαγαζάκι που είχε νοικιασμένο σ’ ένα γέροντα. Και μόλις σηκώθηκε το πρωί, λέει της γυναίκας του:
-Βρε γ’ναίκα, θα πάου να παίξου κι σήμιρα χαρτιά κι ό,τι γι(έ)νει, γίνηκι(ε)! Τι να κάνουμι, αφού του θι(έ)λει έτσ’ ι Θιός κι η τύχ’!
-Κι πώς θα ζήσουμι(ε) μιτά βρε σκ’λί, τον ρώτησε άγρια εκείνη.
-Να  παρακαλάς του Θιό να μας δίν’ γεια. Κι άμα έχουμι(ε) γεια, δ’λεύουμε κι ζούμι(ε)…
Αποβραδίς είχε κάνει εκατό μετάνοιες μπρος στα εικονίσματα. Κι έκανε κι ένα μεγάλο τάμα. Έτσι:
-Αϊ, Θέ μου, βουήθα μι να κερδίσου στα χαρτιά κι ιγώ χρέους μ’ θα ι(έ)χου να σ’ φκιάσου ένα μιγάλου μάτ’ απού μάλαμα κι ασήμ’ κι διαμάντ’ για να του βάλ’νι(ε) απάν’ απ’ την Άγια  Πύλ’ στην ικκλησιά μας… Βόηθα μι, Θέ μ’, κι να μαζώνου κάθι μέρα  τ’ς φτωχοί κι τ’ς πεινασμένοι τ’ς χώρας, να τ’ς στρώνου πλούσιου τραπέζ’…
Έτσι έκαμε το τάμα του και το βραδάκι, ο καλός σου, ετοιμάστηκε και τράβηξε ίσια για το χαρτοπαίγνιο.
Λες κι από Θεού ήτανε να κερδίσει και να κερδίσει όχι λίγα μάλιστα. Και την άλλη το πρωί για να πραγματοποιήσει το τάμα, αγόρασε μισό αρνί και τόβαλε στο φούρνο. Έκανε λοιπόν, να βγει έξω από το σπίτι του να καλέσει τους φτωχούς και τους πεινασμένους. Και άμα βγήκε όξω συναντάει έναν αντρούκλα, αψηλό με μακριά χέρια, γερασμένο και καμπουριασμένο με μεγάλα άσπρα μαλλιά και γένια, ακατάστατα και άπλυτα. Τα χέρια του ήταν σαν λοβιασμένα. Κι αυτός φαινόταν πως πεινούσε.
-Έι παππού, τον φωνάζει ο Νικόλας, θέλι(ε)ς να σι βουηθήσου;
-Αμέ! Και ρωτάς αφέντη μου; του αποκρίθηκε εκείνος.
-Ε λοιπόν, να έρθ’ς του μισ’μέρ’ να φάμι(ε) μαζί στου σπίτι μ’. Έχου ένα ψ’τό πρώτ’ς! Μα κοίτα, αν δεν έρθ’ς δε θέλου να σι ματαϊδώ στα μάτχια μ’!
-Τι λες αφεντικό ! Είσαι τόσο καλός εσύ, αφέντη, είπε ο γέρος κι έκανε να φύγει.
-Άκου, τον σταμάτησε ο Νικόλας, άμα έχις κι τίπουτα γνωστοί, έτσ’ σαν κι ισένα, φέρτ’ τοιν και κείνοιν. Φαΐ θα ι(έ)χουμε. Ψουμάκι και κρασάκι δε θα μας λείψ’…
Ο γέρος έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι απ’ τη δυστυχία όπως πάντα, αφήνοντας ένα:
-Ευχαριστώ αφέντη! Ενώ ο κυρ-Νικόλας έφυγε με το κεφάλι ψηλά από ικανοποίηση που θα εκπλήρωνε το τάμα του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Το μεσημέρι ο γέρος χτύπησε την πόρτα. Η κυρα-Νικόλαινα άνοιξε, μα αντί για έναν είδε ένα τσούρμο κακομοιριασμένους ανθρώπους. Άρχισε να μετράει: ένας, δυο, τρεις, τέσσερις …επτά …έντεκα, δώδεκα, δεκατρείς! Μπήκε αμέσως μέσα και ρωτά:
-Βρε Νικόλα, πόσοιν προυσκάλεσες να φάνι(ε);
-Έναν γι(έ)ρο, δε σ’ είπα;
-Βρε, αυτός μπήκι(ε) πρώτους κι απού πίσου άλλοι δώδικα σ’μμαζώχτ’καν! Τι θα τ’ς κάνουμι(ε) τόσοιν;
-Δεν π’ράζει! Δεν π’ράζει! Έχει ι Θιός!
Είπε ο Νικόλας και πετάχτηκε όξω να δεχτεί τους καλεσμένους:
-Καλώς τα πιδιά! Καθίστι(ε) ούλοι. Φαΐ έχουμι(ε), θα φάμι. Κρασί έχουμι(ε), θα πιούμι. Δόξα του Θιώ. Καθίστι(ε) ούλοι!
-Καλοσύνη σου, άρχοντα, έκανε ο αψηλός γέρος που ήτανε –ας πούμε- ο αρχηγός των άλλων.
Κι έπειτα κάθισαν όλοι μέσα στην κάμα κι άλλοι καταγής. Η νοικοκυρά τους πρόσφερε τσίπουρο ντόπιο.
Το μεσημέρι στρώθηκε πλούσιο τραπέζι με δεκαπέντε καρέκλες. Και όλοι γιοματίσανε καλά και περίσσεψε και για τις γάτες φαΐ.
Μεγάλες ευχαριστίες για τον Πανάγαθο ακούγονταν απ’ τα στόματα ολωνών την ώρα που τρώγανε. Κι όταν το φαγοπότι τελείωσε, ο αψηλός γέρος λέει του κυρ-Νικόλα:
-Και τώρα, άρχοντά μου, τι ευχή θέλεις νάχεις απ’ το Θεό για το καλό που μας έκανες; 
-Ούλες τ’ς ηυχές τ’ς θέλου! απάντησε χαρούμενος ο Νικόλας.
-Ναι, μα τι ακριβώς θέλεις απ’ το Θεό; Εγώ πρέπει να ξέρεις, έχω τη δύναμη να τον παρακαλέσω να σου κάμει το θέλημά σου! Τι θέλεις, λοιπόν;
-Καλή ψυχή πες, άρχοντα, του είπανε οι άλλοι δώδεκα φτωχοί του Νικόλα.
Αυτός μ’ ένα γελοίο ύφος τους λέει:
-Καλήν ψ’χή κι κουλουκύθια τούμπανα! Δεν ξι(έ)ρου ιγώ απού τέτχοια πράματα!
Και γυρνώντας στο γέρο του είπε:
-Ιγώ, κουμπάρι μ’, θέλου να μι βουηθάει ι Θιός να κιρδίζου κάθι μέρα στα χαρτιά κι να στρώνου τραπέζ’ τ’ς φτουχοί!
-Ε, αυτή τη χάρη θα την έχεις πάντα απ’ το Θεό.
Του είπε ο γέρος και μετά πρόσθεσε:
-Τώρα τι άλλο θέλεις; 
-Καλή ψυχή πες, του συνέστησαν πάλι οι άλλοι δώδεκα.
-Ουφ! Αφήστι(ε) την καλήν ψ’χή κι ιγώ γέρουντά μ’ θέλου να πχιάνιτι(ε) ι λόγους μ’ παντού κι πάντα!
-Καλά κι αυτό θα τόχεις απ’ το Θεό!
Του είπε ο γέρος και πρόσθεσε:
-Και τι άλλο ακόμα θέλεις;
-Καλή ψυχή πες, του ξανάπανε πάλι οι άλλοι δώδεκα.
Ο Νικόλας έκανε να σκεφτεί κι έσκυψε το κεφάλι του. Εκείνη τη στιγμή ένα φωτοστέφανο περικύκλωσε το κεφάλι του γέρου κι έγινε αμέσως ένας νέος ψηλός άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια!
Η Νικόλαινα ζαλίστηκε και δεν έβλεπε πια. Κι ο Νικόλας χωρίς να αντιληφτεί τίποτα απ’ όλα αυτά, μέσα στη σιγαλιά μουρμούρισε:
-Ε, κι καλήν ψ’χή, θέλου γέρουντά μ’!
Κι όπως σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει το γέροντα, Τον αντίκρισε και τον αναγνώρισε!
-Την έχεις κι αυτήν τη χάρη απ’ τον πατέρα των πάντων, παιδί μου, του απάντησε ο Χριστός  κι αμέσως χάθηκε μαζί με τους δώδεκα μαθητές Του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Οι μέρες περνούσαν και τα χρόνια φεύγανε. Όμως οι προσευχές και οι μετάνοιες ήταν πάντα στο στόμα του κυρ-Νικόλα και της οικογένειάς του. Ο Νικόλας σε λίγον καιρό έγινε εκατομμυριούχος και πάμπλουτος απ’ τα χαρτιά. Η τύχη του παρέστεκε πάντα και τον αποχωριζόταν!
Σε κάμποσα χρόνια έφτιαξε και μια εκκλησία που ήθελε να την ονομάσει «Ναός της καλοσύνης του Θεού». Οι παπάδες όμως τον ερμήνευσαν να την ονομάσει «Ναός της Παναγίας». Έτσι κι έγινε. Μέσα στο ναό και πάνω απ’ την Ωραία Πύλη καρφώθηκε και το χρυσό μάτι του Θεού…
Δε λησμονούσε  όμως ο κυρ-Νικόλας να στρώνει κάθε τόσο τραπέζια στο αρχοντικό του για τα παιδιά και τους φτωχούς που πεινούσανε.
Όμως όλα κι όλα, τα «χαρτάκια» δεν τα’ άφηνε απ’ τα χέρια του. Περπατούσε, καθόταν, έτρωγε κοιμόταν με την τράπουλα πάντα στα χέρια ή στην κωλοτσέπη του! Του άρεζε να την κρατά και να χαϊδεύει τα χαρτιά. Ήταν  η μεγαλύτερη ηδονή κι ευχαρίστηση γι’ αυτόν να χαζεύει κρατώντας τα «χαρτάκια τ’»!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Τα χρόνια του Νικόλα περνούσαν με καλή ζωή και …καλή ψυχή. Μα κάποτε ήρθε ο καιρός του, η ώρα του. Ο Θεός διέταξε έναν άγγελο να κατέβει στη γη να πάρει την ψυχή του. Ο άγγελος μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και πήγε στο σπίτι του κυρ-Νικόλα, που ήτανε πια πολύ γέρος. Η κυρα-Νικόλαινα του έστρωσε τραπέζι αμέσως να φάει. Μα εκείνος αρνήθηκε.
-Ε, τότι(ε) φεύγα! Όσοιν έρχουντι ιδώ μέσα, τρώνι(ε) κι πίν’νι(ε) κι φεύγ’νι(ε) χουρτάτοιν! Όσοιν έρχουντι ιδώ δεν κάθουντι μι τα χέργια σταυρουμένα! Ούτι έρχουντι για να κουβιντιάσ’νι(ε) πράματα πουλιτικά!
Τότε ο ξένος τράβηξε παραέξω το Νικόλα και του λέει:
-Εγώ δεν ήρθα εδώ ούτε για να φάω ούτε για να κάτσω. Είμαι άγγελος και με στέλνει ο Κύριος να σε πάρω, γιατί οι μέρες σου σωθήκανε…
Χωρίς να ταραχτεί ο Νικόλας είπε:
-Καλά πιδίμ’! άμα του λέει ι Κύριους τι μπουρούμι να πούμι ιμείς τα πλάσματα τ’! Αλλά, άγγιλέ μ,’ κάτσι να φάμι, να χιριτίσου κι ιγώ τα ιπήγεια κι μιτά πααίνουμι…
Ο ξένος συμφώνησε. Έκατσαν, έφαγαν καλά -καλύτερα από κάθε άλλη φορά- κι άμα τελειώσανε με το φαΐ βγήκαν έξω. Ο Νικόλας άρχισε να χαιρετά τα ζωντανά του. Τις κότες του, την κατσίκα, τα κουνελάκια του, το σκύλο, τις γάτες, τα λαχανικά του και τον …παπαγάλο του. Γιατί είχε και τέτοιον ο άρχοντας Νικόλας!
Περπάτησαν κι ως παραέξω στο μεγάλο κήπο που ήταν γεμάτος με πάμπολλα δέντρα. Κι εκεί, η ψυχή του αγγέλου πόθησε από μιαν όμορφη κι εξαιρετική μηλιά, να κόψει ένα μήλο. Ο Νικόλας τον προέτρεψε:
-Κι δεν ανιβαίνεις απάν’, άγγιλέ μ’, να τα κόψεις ούλα, να δώκ’ς και στ’ς αγιούς;
Κι ο άγγελος ανέβηκε. Μα το δέντρο ήταν γεμάτο ξώβεργες για να κολλούν πάνω τους τα πουλιά. Ο άγγελος κόλλησε πάνω στις ξώβεργες και φώναξε το Νικόλα να τον βοηθήσει να ξεκολλήσει. Αυτός με το νου του τραγουδούσε:
Κι μι τα τόσα βάσανα
πάλε η ζωή γλυκιά ’ναι.
κι όπχοιους τουν θάνατου ζητά
τριλός πρέπ' για ’νάνι!
Όταν άκουσε τον άγγελο να ζητάει βοήθεια καλώντας τον, απάντησε γελώντας:
-Άι, σι κρατώ τώρα, αγγιλέ μ’! Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ ζουή ισύ κι ιγώ θα σι κατιβάσου κάτ’. Γιατ’ αυτήν τ’ν στιγμή καταλαβαίνου πως η ζουή έχ’ πουλλήν γλύκα, όσην γλύκα ισύ δεν μπουρείς να καταλάβ’σ’ κι ισύ ακόμα απ’ είσι(ε) κι άνθρουπους τ’ Παντουδύναμου. Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ν ζουή μ’ κι ιγώ θα χρουστάου του καλό στουν Ύψιστου!
Με τα πολλά ο άγγελος του χάρισε πενήντα χρόνια. Έτσι ο Νικόλας τον ξεκόλλησε απ’ τα ξώβεργα της μηλιάς και τον κατέβασε κάτω φορτωμένο μήλα για τους αγίους και το Θεό!
Τη νύχτα ο άγγελος ανέβηκε στον ουρανό κι Θεός τον ρώτησε:
-Πού είναι η ψυχή του Νικόλα, που σου παράγγειλα να φέρεις;
Ο άγγελος διηγήθηκε τα καθέκαστα στο Θεό, στο Χριστό και στους υπόλοιπους του Ουρανού κι αυτοί …λύθηκαν στα γέλια!
-Δεν πειράζει, είναι καλής ψυχής άνθρωπος! είπε τότε ο Χριστός.
-Και πόσα του χάρισες;
-Πενήντα!
- Εντάξει. Έχει κι άλλα πενήντα από Μας. Συνολικά εκατό! Να δούμε δε θα βαρεθεί τη ζωή του;
- - - - - - - - - - - - - - - - -
Κάποτε τα εκατό χρόνια που του χάρισε ο Χριστός πέρασαν κι ήρθε η ώρα που θα παρέδινε την ψυχή του. Μόλις έφεξε ο θεός τη μέρα παρουσιάστηκε πάλι ο άγγελος μεταμορφωμένος όπως και την άλλη φορά.
-Καλημέρα γερο-Νικόλα, πώς πάνε τα κέφια;
- Δόξα του Θιώ, καλά!
-Θα φάμε μαζί σήμερα; ρώτησε ο άγγελος.
-Κι θα πχιούμι! πρόσθεσε ο Νικόλας.
-Και το βράδυ μόλις νυχτώσει, φεύγουμε για το μεγάλο ταξίδι! είπε ο άγγελος.
- Θιού θέλ’μα, ανθρώπ’ πίστ’! άγι(ε) μ’ άγγιλε!
Η γυναίκα και το παιδί του Νικόλα είχαν πεθάνει από χρόνια-ούτε ο ίδιος δε θυμόταν-. Αυτός ήταν ο τελευταίος της οικογένειας. Πήρε ένα χαρτί κι έγραψε προς την Κοινότητα του χωριού του τη διαθήκη του:
«Άφηνου βασιέτ(=διαθήκη) ούλα τα υπάρχουντά μ’ στ’ς φτουχοί κι τ’ς  απόκληροιν, μι τ’ συμβουλή μ’ να δουξάζ’νι(ε) πάντουτι του Θιό»!
Ύστερα κλείστηκαν μες στο σπίτι με τον άγγελο και περίμεναν να νυχτώσει. Σαν νύχτωσε πέσανε να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ο άγγελος με την ψυχή του Νικόλα, ξεκινούν να φύγουν. Και τότε η ψυχή λέει:
-Στάσ’, στάσ’ να πάρου κι τα «χαρτάκια» μαζί μ’!


Υ.Γ. Η αφορμή για τη δημοσίευση του παραπάνω παραμυθιού δόθηκε, από την αρχαιότατη συνήθεια του ανθρώπου, αλλά και του Έλληνα να «δοκιμάζει» την τύχη του παίζοντας ή τζογάροντας, αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου! Αν αυτό μετά γίνει συνήθεια, τότε θα βρεθεί στην αρχική δύσκολη θέση του ήρωα … με σίγουρα άσχημο τέλος. Γιατί τα υπόλοιπα, απλά, συμβαίνουν μόνον στα ...παραμύθια!

Καλή Πρωτοχρονιά! 

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Καλά Χριστούγεννα!

 Καλά Χριστούγεννα σ' όλους !
Ο "Απόστολος" των Χριστουγέννων (*) 
(από παλαίτυπο εκκλησιασικό βιβλίο)
Ένα ποίημα σε εκκλησιαστική γλώσσα-ομιλία της ιστορίας της Γέννησης, που διάβάζεται και σήμερα εύκολα.
 "Υπό του αιδεσίμου εν ιερεύσι παπα-Κωνσταντίνου Ζ. Κυρτσώνη  ΕΔΩ (θείο του ιατροφιλόσοφου Ζήση Κυρτσώνη γνωστού κι ως Ποδαλείριου) του εκ Δρακίας, κωμοπόλεως Θετταλομαγνησίας" και απ' το βιβλίο του "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΟΝΗΜΑ κλπ- Εν Σμύρνη 1861"
(*) Κείμενο αποστολικής περικοπής:
Αδελφοί, ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ' υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Ιησοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνεία-Απόδοση:
Αδέλφια, όταν συμπληρώθηκε ο καιρός, τότε έστειλε ο Θεός το Γιο του, που γεννήθηκε από γυναίκα και βρισκόταν κάτω από το νόμο, για να εξαγοράσει εκείνους, που ήταν δούλοι κάτω απ’ το νόμο, για να πάρουμε την υιοθεσία.
Κι επειδή είστε γιοι, ο Θεός έστειλε στις καρδιές σας το Πνεύμα του Υιού Του, το οποίο κράζει Αβά, Πατέρα. Ώστε (τώρα) δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά γιός. Κι αν είσαι γιος, τότε είσαι και κληρονόμος του Θεού μέσα απ’ τον Ιησού Χριστό.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Βάνε ένα τσίπ'ρου!

Καζάνι εν ενεργεία! Θυρωμένο βράζει, και βγάζει το λαμπίκο...
Το πηλιορείτικο τσίπουρο
Στη Μεσόγειο που σ’ όλα τα κράτη της φτιάχνουν-παράγουν οινόπνευμα από απόσταξη, η ρακή-ρακιά ή το ρακί, είναι το ίδιο προϊόν με το τσίπουρο ή τσικουδιά, τη γκράπα και το αράκ της Μ. Ανατολής. Τουλάχιστον παρασκευάζονται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Ήταν κι είναι μέρος της οικιακής παραγωγής-οικονομίας.
Τα ποτά αυτά είναι αποστάγματα φρούτων που έχει επέλθει η αλκοολική ζύμωση, με διάφορες γεύσεις κι αναλόγως της πρώτης ύλης. Αυτή μπορεί να είναι μούρα, κούμαρα, αχλάδια, μήλα, τζάνερα…με τα σταφύλια να έχουν πάντα την πρωτιά. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει και η μονή ή διπλή απόσταξη, καθώς και τα διάφορα μυρωδικά που μπαίνουν στο καζάνι. 
Στο Πήλιο -που είναι ένα σημαδάκι στο χάρτη της Μεσογείου-  το τσίπουρο, παρασκευάζεται κυρίως από σταφύλια, αλλά στα χωριά Λαμπινού, Πρόπαν, Πουρί, Λαύκο κ.ά. κι από κούμαρα. Είναι το γνωστό «κουμαρίσιο»!
Τα καζάνια, στήνονται τις βροχερές συνήθως μέρες του φθινόπωρου και του χειμώνα. Παλιότερα στις αποθήκες, στα καλύβια και στα ντάμια κι έξω απ' τα χωριό! Δυο ήταν οι λόγοι που έβαζαν το καζάνι στα παραπάνω μέρη: Ο πρώτος ήταν η ...παρανομία κι ο δεύτερος σίγουρα, όπου υπήρχε κι έτρεχε νερό! 
Η δουλειά γινόταν από τα άτομα της οικογένειας ή ομάδων, επειδή χρειαζόταν χειρονακτική δουλειά στο γέμισμα-άδειασμα του καζανιού, στη φωτιά και στην προετοιμασία των υλικών και σκευών.
Μετά τη «σούμα» στο «λαμπίκο» στα καζάνια του Πηλίου, αλλά και στον Τύρναβο, ρίχνουν μυρωδικά. Βάζουν οπωσδήποτε γλυκάνισο για γεύση-μυρουδιά, μια χούφτα καλαμπόκι ή κριθάρι ή μια φέτα ψωμί για να γλυκάνει. Επίσης κάποιοι αλείφουν με μέλι εσωτερικά το καπάκι, για να «γιένει γλυκόπχιοτο». Άλλοι βάζουν στην άκρη-έξοδο ροής του ζεστού τσίπουρου, ένα μικρό «τ'λουπάν' ή τσαντήλ'» που έχει τυλιγμένη χιώτικη μαστίχα ή φλούδες τσιτσιραβιάς(φυτό ίδιας οικογένειας) για να πάρει μαστιχάτη μυρουδιά. Βάζουν κι ένα «κάρβ’νου» για να «κόβ’ αλ’σίδα». Κι οπωσδήποτε πάνω απ' την κατσαρόλα συγκέντρωσής του, υπάρχει ένα μεγάλο τλουπάν' για το σούρωμα. Όλα αυτά βέβαια υπόκεινται στον κανόνα: «περί ορέξεως ουδείς λόγος»!
Το παραγόμενο ποτό αποθηκεύεται σε γυάλινα δοχεία:  1. Σε «γυαλιά πιντάρ’κα» δηλαδή φιάλες με περιεχόμενο πέντε οκάδων ή περίπου έξι κιλών.  2.  Σε νταμιτζάνα (αρχαία λάγηνος καλαμωτή ή αγγείον εγκλεισμένον εν καλάθω) μεγαλύτερης χωρητικότητας ως και τριάντα οκάδες.
Ο Γιώργος Μπάρδης είναι ο ιδανικός -ως ειδικός,ποτοποιός- να μας μιλήσει για το πηλιορείτικο τσίπουρο. Στο βιβλίο του σελ. 116-117 λέει:
Σήμερα, μετά τη δεκαετία του 1980, είναι ελεύθερη η παραγωγή τσίπουρου για οικιακή κατανάλωση και πολλοί «βράζ’νι  θ΄κό  τ’ς  τσίπ’ρου».
Η διαδικασία είναι η ίδια …αιώνες τώρα. Πάντα πρέπει να υπάρχει κάποιος γνώστης του αντικειμένου για να μαθητεύσουν κι οι νεότεροι-αδαείς. Οι αλλαγές που υπάρχουν είναι στα ανοξείδωτα και κλεινόμενα καζάνια και στη σταθερή φωτιά που είναι από γκάζι, οπότε δεν χρείαζεται ειδικός όπως παλιά, για να «μην κουλήσ' του καζάν'»!
Καζάνι εν βρασμώ...
και φωτιά με ...φλόγιστρο προπανίου.
Το όλον σύστημα -αποστακτήρας- εν δράσει...
Στα χωριά μας προτιμάται το ντόπιο τσίπουρο κι όπου υπάρχει καταναλώνεται, αφού είναι το κατ’ εξοχήν πηλιορείτικο ποτό. 
Παλιότερα τα καφενεία σέρβιραν χύμα τσίπουρο από βολιώτικα ή τυρναβίτικα ποτοποιεία. Ήταν συνήθως χαμηλής ποιότητας (βλ. κέρδος!) και …σύντομης παρασκευής με οινόπνευμα, εκχύλισμα γλυκάνισου και νερό σε αναλογίες, αν δεν ήταν και νοθευμένο!  
Σήμερα τα ντόπια ποτοποιεία παράγουν ελεγμένο εμφιαλωμένο απόσταγμα, που καταναλώνεται πολύ, αλλ' αυτό δεν συγκρίνεται με το ντόπιο κι ειδικά το σπιτικό που κλείνει όλο το μεράκι και την εμπειρία της κάθε οικογένειας! Είναι ως επί το πλείστον η παραγωγή αυτή, από τα ποτοποιεία της Ν. Αγχιάλου, του Τυρνάβου και μικρότερων θεσσαλικών μονάδων. 

Νεωτερισμός στην κοπάνα! 
Σιδηροβάρελο με σερμπαντίνα από χαλκοσωλήνα 
για ψύξη των ατμών και "λάστιχο"
 που με το νερό του ανανεώνει το περιεχόμενο νερό του βαρελιού.
Το "άγιο τσιπουράκι" ρέει, βρυσούλι...
Το βασικό μυρωδικό του πηλιορείτικου τσίπουρου, ο"γλυκάνισος"
Να, κι ο μπουργός (υπουργός ;)
Στα «μαγαζιά» των χωριών πάλι, το χύμα τσίπουρο (ντόπιο ή ποτοποιείου), σερβίρεται ένα-ένα στα ποτηράκια με «τ'ν καραφίνα και τουν μπουργό» (ή υπουργό) ή σε πιο κυριλέ και τεμπέλικη συσκευασία-εκδοχή, στα νέα εισοσιπεντάρια και σε κρασοπότηρα για να μη χάνεται το μέτρημα...! Οι παλιοί καφετζήδες ποτέ δεν ...έχαναν στο μέτρημα, παρ' όλο «που το σύρε κι έλα» της κάθε παρέας ήταν διαρκές!
Κάποια απ' τα κυκλοφορούντα εικοσιπενταράκια!
Γλωσσάρι:
Άδεια (η)= 24ωρη συνήθως άδεια απόσταξης για κάθε οικογένεια. Οι επαγγελματίες παραγωγοί ή αυτοί που είχαν καφενεία έβγαζαν άδεια μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας.
Αλ’σίδα(η)= η σειρά από φυσαλίδες στα τοιχώματα του ρακοπότηρου. Λένε: «Καλό του τσίπ’ρου σ’, κόβ’ αλ’σίδα!»
Απουράκ’ ή πουρδουράκ’(το)= το απόσταγμα πριν από το τέλος της απόσταξης που περιέχει ελάχιστη ποσότητα οινοπνεύματος. Ο έλεγχος γινόταν εμπειρικά με το ρίξιμο του ρέοντος αποστάγματος στη φωτιά. Αν άναβε, περιείχε ακόμη οινόπνευμα. Αν όχι, τότε είχε τελειώσει το «βράσ’μου». Το συγκέντρωναν σε χωριστό δοχείο και το έριχναν ξανά στην επόμενη σούμα. Δηλαδή, τίποτα δεν πάει χαμένο…
Βράσ’μου(το)= η διαδικασία της απόσταξης.
Γαλάνιασμα(το)= το θόλωμα-άσπρισμα του ποτού όταν προστεθεί νερό ή πάγος. Είναι το αποτέλεσμα της προσθήκης γλυκάνισου.
Γλυκάν’σους (ο)= αρωματικός καρπός του φυτού γλυκάνισος (Pimpinella anisum) που προστίθεται στο λαμπίκο (β΄ απόσταξη), για γλυκανισάτη γεύση.
Γραδάρ'σμα(το)= η μέτρηση του αλκοολικού βαθμού, αλλά και η δοκιμή της γεύσης του φρέσκου ποτού. Παλιά γινόταν από δοκιμαστή, σήμερα με αλκοολόμετρο.
Εικουσ’πιντάρ’(το)= φιαλίδιο που περιείχε 25 δράμια ποτού (δράμι= παλιά υπομονάδα βάρους -της οκάς, ίσο με 3,2 γραμμάρια) τσίπουρου. Ήταν περίπου τρία «πχιτά»!
Καζάν’(το)= χάλκινος ανοιχτός κοινός λέβητας. Ήταν εσωτερικά πάντα «γανωμένο»(=επικασσιτερωμένο). Η χωρητικότητά του ήταν ανάλογη. Για τα «ρακουκάζανα» το μεγαλύτερο έφτανε ως τις εξήντα οκάδες.
Καζανιά (η)= Το γέμισμα με νερό και τσάμπουρα του καζανιού και ο βρασμός την κάθε φορά. Συνήθως στη «σούμα» έβγαινε το 1/3  του βάρους των τσάμπουρων τσίπουρο. Στο «λαμπίκο» έβγαινε περίπου το 1/2 του βάρους της καζανιάς.
Καπάκ’(το)= ο κυρίως άμβυκας(=κυρτό ημικυκλικό σκέπασμα του καζανιού που καταλήγει επίσης σε κυρτό σωλήνα στο μασούρ’, σε σχήμα ανάποδης πίπας (=λουλά) . Ταίριαζε ακριβώς στο στόμιο του καζανιού.
Κοπάνα (η)= ξύλινη συνήθως παραλληλεπίπεδη σκάφη, γεμάτη κρύο νερό που ανανεωνόταν συνεχώς. Σήμερα αντικαταστάθηκε από βαρέλι πλαστικό ή μεταλλικό. Χρησιμοποιείται σαν ψυκτήρας (=ψύξη των υδρατμών).
Λαμπίκου(το)= η δεύτερη απόσταξη, το «ματάβρασμα» με την προσθήκη των κατά βούληση μυρωδικών.
Λικούν’ (το)= αλοιφή για το αεροστεγές κλείσιμο του καπακιού(=θύρουμα). Φτιαχνόταν από αλεύρι, στάχτη και ασβέστη. Κάποτε χρησίμευε και για κλείσιμο ρωγμών σε πιθάρια κλπ. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν στην α΄ απόσταξη(=σούμα) κοκκ’νόια(=λάσπη από κοκκινόχωμα) ή μόνο ζυμάρι.
Μασούρ’(το)= σωλήνας χάλκινος προέκταση του καπακιού, που περνούσε μέσα του το απόσταγμα στη διαδρομή για την υγροποίηση. Μέρος του ήταν πάντα βυθισμένο στο νερό της κοπάνας κι αυτό ήταν του ιδίου μήκους μ’ αυτήν. Σήμερα είναι από χαλκοσωλήνα σαν σερμπαντίνα.
Μπουργός(ο)=λεπτό σωληνοειδές ακροστόμιο καραφίνας καφενείων συνήθως, για σερβίρισμα στα ρακοπότηρα.
Ξηρουσφύρ’(το)= Η κατανάλωση τσίπουρου με ελάχιστο ή χωρίς μεζέ ή και «σταφιδοστράγαλα».
Πρωτοστάλαμα ή πρώτο(το)= το πρωτόβγαλτο υγρό μετά την υγροποίηση. Είναι υψηλού αλκοολικού βαθμού και δεν πίνεται. Πολλοί όμως το χρησιμοποιούν για εμπορικούς λόγους, ανεβάζοντας τον αλκοολικό βαθμό του τσίπουρου. Αυτό χρησιμοποιείται για εντριβές ή κομπρέσες-κατάπλασμα(=τσιπρουμπάλουμα), όπως το κοινό οινόπνευμα.
Ρακί(η)= προέρχεται από την ελληνική λέξη ράκος-η. Κι αυτό γιατί η παραγωγή τσίπουρου-ρακής γίνεται από τα υπολείμματα της παραγωγής του κρασιού.
Ρακουγυάλ’ ή τσιπρουγυάλ’(το)= μποτίλια όπου έβαζαν μέσα το τσίπουρο. Αλλιώς καράφα ή καραφίνα των καφενείων, συνήθως «μ’σουκαδιάρ’κη»(=βάρους μισής οκάς).
Στα σπίτια συνήθως, το σέρβιραν σε «γαραφάκια» ή «εικοσ’πεντάρια» χωρητικότητας πενήντα δραμιών  και εικοσιπέντε αντίστοιχα. 
Ρακουπότ’ρου ή τσιπρουπότ’ρου(το)= μικρό ποτήρι για το τσίπουρο. Ήταν και μονάδα μέτρησης της ποσότητας που έπιναν οι «τσιπράδες-ρακιάδες». Πχ έλεγαν: «Κουπάν’σα καμιά ικουσαριά τσίπ’ρα» εννοώντας πως ήπιαν είκοσι ποτηράκια ο καθένας!
Ρακουχών’(το)= σωλήνας σαν χωνί στη μια του άκρη, απ’ όπου περνούσαν οι ψυχόμενοι υδρατμοί που περιέχουν και το οινόπνευμα.
Σούμα(η)= η πρώτη απόσταξη των τσάμπουρων.
Τ'λουπάν'(το)= Προέρχεται από τη λέξη τουλούπα =τούφα μαλλιού ή βαμαβακιού για γνέσιμο. Αραιοϋφασμένο πάνινο ύφασμα- τσαντήλα, που χρησιμεύει στη διήθηση, δηλ. λειτουργεί σαν σουρωτήρι. Από το ίδιο πανί έφτιαχναν οι γυναίκες μαντίλες.
Τσάμπ’ρα (τα)= τσάμπουρα ή στέμφυλα ή και τσίπ’ρα. Ό,τι δηλαδή απομένει μετά το πάτημα των σταφυλιών και την αφαίρεση του μούστου.
Τσιπ’ράδ’κου(το)= το ουζερί.
Τσιπ’ρουκατάνυξ’(η)= τσιπουροποσία-ουζοποσία.
Τσιπρουφουνιάς ή ρακουφουνιάς (ο)= ο δυνατός πότης τσίπουρου.
Σφράισμα(το)= σφράγισμα του άμβυκα με πάνινη ταινία και βουλοκέρι, από τον υπεύθυνο -πάντα δημόσιο υπάλληλο- του κάθε χωριού, για να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Αυτός συνηθέστατα ήταν ό δάσκαλος! Πολλές φορές σφράγιζε-αποσφράγιζε ο γραμματέας της Κοινότητας κι η αστυνομία. Αυτό γινόταν γιατί η παραγωγή αλκοολούχων ποτών ήταν απαγορευμένη και επιτρεπόταν μόνον για οικιακή παραγωγή και για διάστημα συνήθως 24 ωρών, για κάθε μικροπαραγωγό-νοικοκυριό, κάθε χρόνο. Η διαδικασία για την παροχή άδειας, ήταν η καταβολή παράβολου και η αποσφράγιση-σφράγιση του άμβυκα-καπακιού. Κατά καιρούς βέβαια, υπήρχαν διάφορες διαδικασίες ή απαγορεύσεις.
Από  δεξιά ντόπιο "άνευ ετικέτας", αλλά από "οικογένεια". 
Αριστερα και μέση ποτοποιείων Τυρνάβου και Αγχιάλου αντίστοιχα.
Κι ενδεικτικά, ένα ΦΕΚ του 1934, με νόμο για τους άμβυκες
Πηλιορείτικος διάλογος:
-Άντι, βάνε ένα τσίπ'ράκι, να σ' πούμι κι καλοξουδιμένου!
-Σουστά! Να ζισταθούμι κιόλα κι να πάνι κι τα φαρμάκια κατ'.
-"Δια του οινουπνεύματους, αρχίζ' κι η ινέργεια τ' πνεύματους" απ' είπι κι κάποιους γραμματ'σμένους!

Πηγές:
- «ΚΑΤΗΧΩΡΙ- άλλοτε και τώρα»  Γ.Μπάρδης, Βόλος 2008,
- «ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ»  Κ.Λιάπης, ΠΥΛΗ, σελ. 41-46

Δείτε σχετικά -κι άλλα πολλά περισσότερα- στο «ΦΙΡΙΚΙ» !