Λέξεις που προέρχονται από
τη συντεχνιακή συνθηματική φτωχή γλώσσα των μαστόρων-οικοδόμων, τα γνωστά Κουδαρέικα ή Κουδαρίτικα, των περιοχών Δυτικής
Μακεδονίας, Ηπείρου και Δυτικής Θεσσαλίας.
Αυτοί έρχονταν ομαδικά (μπουλούκια-εσνάφια) στο
Πήλιο τους προηγούμενους αιώνες κι έχτιζαν εκκλησίες, σπίτια και γεφύρια. Πιο γνωστοί
ήταν οι Ζουπανιώτες μαστόροι ή Ζηπανιώτες (Ζουπάνι=Πεντάλοφος Κοζάνης). Χρησιμοποιούσαν
τη συνθηματική τους γλώσσα, για τη μεταξύ τους συνεννόηση, όπως ακριβώς το ίδιο
συνέβαινε και μ’ άλλες συντεχνίες.
Παρακάτω κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις
έχουν περάσει στο πηλιορείτικο γλωσσικό ιδίωμα και ενσωματώθηκαν σ' αυτό:
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(α)μπαλώθ’κα=πληρώθηκα, πήρα χρήματα
απκάζου =εννοώ,
καταλαβαίνω
αστρέχα(η)=προεξοχή στέγης, διάκενο μεταξύ οικοδομών, υδρορροή
βάζου=πεθαίνω [έβαξι(ε)
ι αχαΐρευτους]
γκαβ(ι)ές(οι)=ξυλιές, χτυπήματα [τούρ’ξα κατ’ γκαβ(ι)ές]
γκαγκάνης <<γκόγκανας(ο)= άπλυτος,
άνιφτος, ατημέλητος
ζ’νάρ’(το)=ξυλοδεσιά, σενάζ, πρέκι
κανάλ’(το)=λούκι
καψαλίζου =φεύγω [μόλις
μ’ είδι(ε) καψάλ’σι(ε)]
κλώθου= τριγυρνώ άσκοπα
κουρδώνουμι(ε) =πεθαίνω [κουρδώθ’κι(ε) ή ντεκόρδι(ε) η μανιά]
κουφάλα(η)=πόρνη
κρικέλα(η)=κρίκος
κυραμάρου(η)=αλεπού, πονηρός
λιόκια(τα)= οι όρχεις [τουν
έγραψι(ε) στα λιόκια τ’!]
λόρδα(η)=πείνα [μ’
έκουψι(ε) λόρδα]
μαλέτσ'κους(ο) =μικρός
μάσιαλα=μπράβο
μαυρουζούμ’(το)=ο καφές
μαυρουμάτα(η)=ελιά
μόκου=σιωπή [κάνι(ε) μόκου=σώπα, μη μιλάς]
μπαγλαρώνου=δένω, συλλαμβάνω ,ασφαλίζω
μπουλούκ’ (το)=ομάδα, παρέα
ντιρλικώνου =τρώω πολύ>ντιρλίκ=φαγητό [ντιρλίκουσι(ε), ντιρλίκουσι(ε) έσκασι(ε) στου φαΐ !]
παλιά(η)=αντρικό γεννητικό όργανο [στ’ν παλιά τ’]
παππούς(ο)= εκατόδραχμο
πασ’μάκι(το)=πέτρινο σκαλί καλντεριμιού
πλατανόφ’λλα(τα)= χιλιόδραχμα, χιλιάρικα
σαούλ’(το)=νήμα της στάθμης, αλφάδι
ταλιούρ’(το)=πινάκι, ξύλινο πιάτο-γαβάθα>ταλιαδόρος=ξυλογλύπτης
τούτζ' (το)=ο αμαθής, ο άσχετος [ντιπ τούτζ’ είν’τους]
τράγους(ο)=παπάς, δεσπότης
τσα(γ)κανίζου ή ζακανίζου= συνουσιάζομαι [τ’ν ζακάν’σι(ε) τ’ν Λενιώ]
φ’σώ =έχω [του φ’σάει
του χρημα]
φαγάνι(ε)ς (οι)= δημόσιοι
υπάλληλοι, δικηγόροι
φόκου=φωτιά [τόδουσι(ε)
φόκου]
φουράδ’(το)=ξυλεία οικοδομής, σανίδες, καυσόξυλα
φρέσκου (το)=φυλακή [τουν
βάνανι(ε) στου φρέσκου]
χήνα(η)=χιλιόδραχμο
ψουρουκώσταινα(η)= φτωχολογιά, Ελλάδα
ψουρουκώσταινα(η)= φτωχολογιά, Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου