Παρατσούκλια – Σουσούμια
(σούμ(ν)ια στο πηλιορείτικο ιδίωμα)
(σούμ(ν)ια στο πηλιορείτικο ιδίωμα)
Τα παρατσούκλια (παρωνύμια-προσωνύμια) έχουν μεγάλη διάδοση σ’ όλη την Ελλάδα. Στα
πηλιορείτικα χωριά ακόμα περισσότερο! Είναι
αμέτρητα! Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας χωρίς παρατσούκλι!
Αυτά χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) τα σκωπτικά
(περιπακτικά-χλευαστικά) και β) τα διακριτικά (χαρακτηριστικά– ιδιωματικά).
Βέβαια τα «παρωνύμια» αυτά έρχονται ως τις μέρες μας από
τους αρχαίους καιρούς, όταν οι Έλληνες τα είχαν καθιερώσει για σκωπτικούς
λόγους και σ’ αυτά βασιζόταν σε μεγάλο μέρος κι η αρχαία τραγωδία!
Προέρχονται από τη λαϊκή φαντασία κι από ειρωνική διάθεση
σε μικρές συνήθως κοινωνίες, όπου όλοι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.
Τα
δημιουργούσαν οι χαριτολόγοι και τα «κολλούσαν» !
Γενικά οι άνθρωποι τα καθιέρωναν παλιά και για λόγους
συνεννόησης μεταξύ τους. Έτσι από τις μικρές ηλικίες ακόμα οι χωριάτες …αποκτούν
το παρατσούκλι τους και σε πολλές περιπτώσεις αυτό γίνεται κυριολεκτικά το
όνομά τους! Κάποια παρατσούκλια μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο, σαν
κληρονομιά ή σαν επώνυμο!
Σ’ αρκετές περιπτώσεις ο τόπος καταγωγής δίνει το
παρατσούκλι, σ’ αυτόν που το φέρνει.
Πολλά απ’ τα παρατσούκλια προέρχονται από σωματικά
γνωρίσματα και λέγονται «σουσούμια» (=διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου,
χαρακτηριστικά). Επίσης από ψυχικά προτερήματα κι ελαττώματα, από κινήσεις και
πράξεις, καθώς κι από τυχαία περιστατικά, όπως πχ όταν κάποιος φοβήθηκε κι είπε
«μανούλα μ’» του κόλλησε το παρατσούκλι «ι Μανούλας». Κάποια παρατσούκλια προέρχονται από το
επάγγελμα του ανθρώπου ή συγγενή του, καθώς αυτά σε περίπτωση συνωνυμίας
ξεχωρίζουν το άλλο άτομο.
Παρατσούκλια όμως προέρχονται
από παρομοιώσεις με ζώα, πουλιά, ψάρια.
Πρέπει να σημειώσουμε, πως πολλές φορές παρατσούκλια
δίνονταν και σ’ άψυχα ή ζώα. πχ
κουλουβρέχτ’ς: η μικρή βάρκα που μπάζει εύκολα νερά και βρέχει τον καθισμένο ψαρά, κουλουβός: συνήθως ο σκύλος με κομμένη ουρά, νταλακουνέρ’: το νερό που δεν ξεδιψά, σκληρό με άλατα, κουλουσούρτ'ς: το τρενάκι του Πηλίου κ.ά.
Ενδεικτικά, κάποια απ’ τα πηλιορείτικα παρατσούκλια είναι
τα παρακάτω(*):
Αλουή (η): αυτός που είναι πικρόχολος (από το φυτό αλόη, με πικρή την γεύση των φύλλων).
Αλ’πός-ού(ο-η): αυτός που είναι παμπόνηρος
Αλ’πός-ού(ο-η): αυτός που είναι παμπόνηρος
Αλμπάν’ς: αυτός που έχει σχέση με το επάγγελμα του
πεταλωτή (=αλμπάνης)
Αλμπανέζους: αυτός που καταγόταν απ’ την Αλβανία.
Αμπάς
: (ο) αυτός που φορούσε
μάλλινα χοντροϋφασμένα ρούχα, σκουτιά.
Άσουτους
(ο):
αυτός που κάνει ασωτίες.
Βινιαμίν (ο): ο μικρότερος απ' τα πολλά άρρενα αδέλφια.
Βόμπρας (ο): αυτός που είναι μικροκαμωμένος κι άσχημος.
Βόμπρας (ο): αυτός που είναι μικροκαμωμένος κι άσχημος.
Γαλιάντρας(ο)
: αυτός που λέει πολλά, φλύαρος.
Γιάναρους
(ο), Γιουργάρας, κλπ :
Ο Γιάννης, ο Γιώργος κ.ά. με ογκώδη σωματότυπο.
Γιλαδάρ’ς
(ο):
αυτός που έβοσκε ή είχε γελάδια.
Γιρμανός
(ο):
αυτός που ήξερε τη γερμανική γλώσσα. Συνήθως το έπαιρναν οι επιστρέψαντες
αιχμάλωτοι του Γκαίρλιτς.
Γκαϊδός(ο): αυτός που ήταν αλλοίθωρος, στραβός.
Γκιέκας(ο) : αυτός που δούλευε σκληρά, όπως οι Γκέκηδες Αλβανοί.
Γκιέκας(ο) : αυτός που δούλευε σκληρά, όπως οι Γκέκηδες Αλβανοί.
Γουμαρόγαλος
(ο):
αυτός που στη βρεφική ηλικία του ήπια γάλα γαϊδούρας.
Ζούνους
(ο):
αυτός που στριφογυρίζει, γυροφέρνει και δεν απομακρύνεται.
Ζύγρα
(η): αυτός που γινόταν ενοχλητικός.
Ι
Βλάχους: αυτός που μετανάστευσε στο Πήλιο, κυρίως από το εσωτερικό
της Θεσσαλίας, αλλά και κάθε ξένος. (Βλαχομαχαλάς=Άλλη Μεριά Βόλου)
Ι
Γιάνν’ς τ’ Γληγόρ’: ο Γιάννης που έχει πατέρα το Γρηγόρη σε
αντιδιαστολή με άλλον Γιάννη συνεπώνυμο,
πιθανά εξάδελφο.
Ι
Γιάνν’ς τ’ς Μαριώς (ο) : ο Γιάννης που έχει μητέρα τη Μαρία.
Κ’δούνας
(ο):
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι σαν κουδούνα.
Καζαμίας(ο) : αυτός που ήταν
μικροβιβλιοπώλης.
Καλόερους
(ο) :
αυτός που είχε κάποιον συγγενή καλόγερο ή κάποτε ήταν καλόγερος.
Καναβός(ο): αυτός που δεν είχε φωνή ή δεν τα κατάφερνε
καλά στη δουλειά.
Καούνης (ο): αυτός που ήταν φαλακρός
Καραΐσκους(ο) :
αυτός που έχει μουστάκι σαν του Καραϊσκάκη.
Κάργας(ο):
αυτός που έκανε τον παλικαρά.
Καρεζ’νός(ο): αυτός που
ήταν πεισματάρης.
Κατράνης
(ο): αυτός που είναι μελαμψός ή κατάμαυρος.
Κατρέλιας(ο)
–Κατρέλου (η), Κατρελής(ο): αυτός/ή που μικρός/ή κατουριόταν συχνά.
Κατσιαπρόκους
(ο):
αυτός που είναι ζωηρός- αεικίνητος και μικρόσωμος. (από το ομώνυμο εργαλείο του
τσαγκάρη)
Κικίμπας
(ο):
αυτός που είναι βραδύγλωσσος, τραυλός, τσευδός.
Κλανίκας (ο): αυτός που φοβάται.
Κλιάρ’ς (ο):
αυτός
που έχει μεγάλη κοιλιά.
Κ'λόχειρους (ι): αυτός που είχε κομμένο χέρι (συνήθως από δυναμίτη στο Ανατ. Πήλιο).
Κουκκ’νόκωλους (ο): αυτός που έχει κόκκινο πρόσωπο.
Κόκκινους(ο) : αυτός που έχει στο πρόσωπο κόκκινο σημάδι ή ο κοκκινοτρίχης.
Κουκκ’νόκωλους (ο): αυτός που έχει κόκκινο πρόσωπο.
Κόκκινους(ο) : αυτός που έχει στο πρόσωπο κόκκινο σημάδι ή ο κοκκινοτρίχης.
Κούκλας (ο): αυτός που ήταν όμορφο μωρό.
Κουλουκ’θάς(ο) -Κουκουκ’θού (η): αυτός που μοιάζει με
κολοκύθι ή λέει άνοστα αστεία.
Κουτέτσους
(ο):
αυτός που ήταν …κλεφτοκοτάς.
Κουτσουγιώργ’ς,
Κουτσουγιάνν’ς (ο) κλπ: σύνθετο από κάποιον χωλό-κουτσό άντρα.
Κουτσουφίτ’ς
(ο): αυτός που είχε κάποιο αυτί κομμένο.
Κρητικός
(ο): ο καταγόμενος απ’ την Κρήτη. (Η μαζική εισβολή Κρητών στο
Πήλιο έγινε στα χρόνια του Ελ.Βενζέλου)
Κ'ρούπας
(ο) :
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ή σπασμένο όπως το σταμνί , κουρούπι.
Κωλουφαγούρας
(ο):
αυτός που δεν στέκεται σε μια θέση ακίνητος.
Μαγκαφάς
(ο):
αυτός που είναι μαγκούφης, δύστροπος, κακομοίρης ή αχαΐρευτος.
Μαλλιαρουκάπανους
(ο):
ο παπάς ή ο μουσάτος (καπάν'= πηγούνι.
Μανιά
(η): αυτός που φαίνεται γηρασμένος
Μαύρους (ι): αυτός που ήταν μελαμψός.
Μόλ’τσας (ο): αυτός που επίσης προσκολλιέται σαν μόλ’τσα(=σκώρος)
Μόλ’τσας (ο): αυτός που επίσης προσκολλιέται σαν μόλ’τσα(=σκώρος)
Μπάκακας
(ο):
αυτός που έχει μάτια πεταγμένα ή πίνει πολύ νερό.
Μπαλαμούτ’ς
(ο):
αυτός που λέει ψέματα.
Μπούκλας (ο): ο
κατσαρομάλλης
Νιαούρ’ς(ο):
αυτός που είχε φωνή σαν νιαούρισμα γάτας ή μιμούνταν τη γάτα.
Νικουλάρας
(ο): ο Νίκος που είναι μεγαλύτερος σε όγκο, από κάποιον άλλον
Νίκο.
Νίτσας(ο):
παρατσούκλι που προέρχεται από το όνομα Νίτσα <Ελενίτσα, της μάνας κάποιου.
Ντάγκας(ο): αυτός που
είναι ψηλόσωμος.
Νταής(ο):
αυτός που έκανε τον παλικαρά.
Νταλακιάρ’ς
(ο) : αυτός που δεν
χορταίνει νερό, ή μένει σε περιοχή άνυδρη όπου υπάρχει έλλειψη νερού.
Ντέτσ'κας
(ο):
αυτός που είναι πεισματάρης.
Ξ’λουπειτίναρου
(το): συνήθως η πολύ λεπτή γυναίκα.
Οπαλάκιας
(ο):
αυτός που όταν καθόταν, έλεγε «όπαλακια»
Παλάβρας(ο):
αυτός
που ήταν πολύ ζωηρός κι έκανε τρέλες.
Παπαρδέλας
–ης (ο): αυτός που είναι φλύαρος κι
αερολογεί.
Πατούνης
(ο):
αυτός που έχει κάποιο σημάδι στις πατούσες ή στα πόδια.
Πατσιούρ’ς:
αυτός
που είναι πλατυμέτωπος.
Πέταβρου
(το): ο πολύ αδύνατος που μοιάζει με λεπτή σανίδα.
Πικραγγ'ριά (η): αυτός που είναι κακός, «πικρός» όπως το ομώνυμο φυτό.
Πίν’ς (ο): αυτός που τα πίνει.
Πίν’ς (ο): αυτός που τα πίνει.
Πλιεμουνιάρ’ς(ο):
αυτός που είχε φυματίωση.
Πουρτουφόλας
(ο): αυτός που είχε «μεγάλο» πορτοφόλι, πλούσιος. Επίσης κι ο
πορτοφολάς.
Σατράπ’ς (ο): αυτός που φέρνεται σκληρά.
Σιαντέρας (ο):
αυτός που ήταν ογκώδης κι άσχημος (σαν τέρας).
Σίμης(ο):
από
τα παλιά βολιώτικα μακαρόνια ΣΙΜΙ.
Σκ’λιάς
(ο):
αυτός που μοιάζει με σκύλο ή βρωμά σαν σκύλος.
Σκανταλίδ (το): αυτός
που είναι μικρόσωμος, αεικίνητος και σκανταλιάρης.
Σπάγγους
(ο) : ο άνθρωπος που είναι τσιγκούνης.
Τζιάμπας
(ο):
αυτός που την «έβγαζε» τζάμπα.
Τζιριμές (ο): αυτός που είναι ζημιάρης και πληρώνει ή ο δύστροπος.
Τζουίνας
(ο): αυτός που μικρούλης ήταν λεπτός σαν σωλήνας(>τζουίνας).
Τράγους(ι):
όπως
Μαλλιαρουκάπανους , παπάς ή μουσάτος.
Τρεύλιας:
(ο) αυτός που τραυλίζει.
Τσιμπλιάρ’ς
(ο):
αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια, αλλά και το λυχνάρι.
Τσίρλιας(ο):
αυτός που είχε ή έχει διαρκή διάρροια.
Τσίρους(ο):
αυτός που είναι λεπτός κι αδύνατος, σαν το αποξηραμένο ψάρι.
Τσίτζιρας(ο):
αυτός που είναι αδύνατος, ισχνός.
Χάχας(ο):
αυτός που χαχανίζει ή έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Χιέσιας
(ι):
αυτός που είναι φοβητσιάρης .
Ψειριάρ’ς
(ο) :
αυτός που είχε ψείρες.
Ψείρου
(ι) :
αυτός που προσκολλάται κάπου.
(*) Εσείς μπορείτε
να συμπληρώσετε, όσα ακόμη παρατσούκλια ξέρετε!
Πηγές:
- ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΟΛΙΩΤΙΚΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ, Κ. Λιάπης, Βόλος, Μάρτιος 2015, σελ. 272.
- ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΒΟΛΙΩΤΙΚΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ, Κ. Λιάπης, Βόλος, Μάρτιος 2015, σελ. 272.
- Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Γιώργος Θωμάς, ΩΡΕΣ 1996.
- ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ,
Κώστας Λιάπης, Βόλος 1996.
- ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ -Ημερολόγιον
της μεγάλης Ελλάδος 1922- σελ 111, Εκδόσεις Ι. Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήναι.
- Διηγήσεις, εμπειρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου