Για το έθιμο του σφαξίματος του νταουλιού στα χωριά του
Πηλίου, έχουμε αναφερθεί κι (ΕΔΩ).
Σήμερα θα δούμε, πώς οι παλιοί Βολιώτες απόχτησαν οικόπεδα
στην νεοανεγειρόμενη πόλη σε εξευτελιστικές τιμές από τους Ανωβολιώτες, που τα
είχαν στην κατοχή τους. Όλα αυτά έγιναν στο τέλος του 19ου αιώνα!
Είναι γνωστό από τα γραπτά των Δημητριέων (Δανιήλ Φιλιππίδη
και Γρηγορίου Κωνσταντά) στην «Νεωτερική Γεωγραφία» τους πως οι κάτοικοι της πόλης
διέμεναν -στα γειτονικά σημερινά προάστια- στους πρόποδες του βουνού, δηλαδή
στον Άνω Βόλο και στα «Περιβόλια» (Μπαξέδες). Οι Ανωβολιώτες όπως άλλωστε κι
όλοι οι Πηλιορείτες δεν είχαν σε υπόληψη τα παραθαλάσσια κτήματα που τα
ονόμαζαν «μαμάτσες», «βαρκά» κι «αρμύρες». Αυτά ήταν γεμάτα βούρλα, αλμυρίκια και ραγάζια(=καλαμιές-ψάθες). Δεν ήταν το χειμώνα εύκολα προσπελάσιμα και το καλοκαίρι γεμάτα ελονοσία! Χώρια που η καλλιέργειά τους ήταν προβληματική.
Έτσι αυτά τα έδιναν προίκα στους γαμπρούς τους που δεν πολυσυμπαθούσαν!
Έτσι αυτά τα έδιναν προίκα στους γαμπρούς τους που δεν πολυσυμπαθούσαν!
Όταν λοιπόν άρχισαν να βγαίνουν απ’ το Κάστρο οι έμποροι
θέλοντας να κάνουν τα «Νέο Μαγαζεία» έψαχναν για οικόπεδα. Τα υπάρχοντα κτήματα
που δεν απέδιδαν γεωργικό εισόδημα, πήραν αξία. Έγιναν περιζήτητα και η τιμή
του ανέβηκε κατακόρυφα, αφού οι αγοραστές έδιναν περισσότερα χρήματα από την
αξία τους ως χωράφια. Οι Ανωβολιώτες άρχισαν να πουλάνε, αφού έπαιρναν υψηλότατο
γι’ αυτούς τίμημα. Μαζί με τους πλούσιους εμπορευόμενους Βολιώτες άρχισαν να
ζητάνε οικόπεδα και Μακριντζιώτες, Πορταρίτες και άλλοι Πηλιορείτες που έβλεπαν
να αναπτύσσεται η πόλη.
Η χαρά των πωλητών ήταν μεγάλη, αφού έπαιρναν πολλά χρήματα
για τις «αρμύρες» τους, κομμάτια γης μη αποδοτικά. Αυτό έπρεπε να συνοδευτεί με
γλέντι για το «κελεπούρ’»! Κι έτσι γινότανε.
Τότε τα γλέντια στηνόταν για κοινωνικούς λόγους (αρραβώνες,
γάμοι, βαφτίσια, γιορτές) και απαραίτητη ήταν η συνοδεία ορχήστρας, των «νταουλιών».
Αυτά ήταν ο ζουρνάς και το νταούλι. Στηνόταν όμως και για την περίπτωση της πώλησης.
Φίλοι, συγγενείς και γνωστοί μαζευόντουσαν στο σπίτι αυτού « απ’ μπαλώθ’κε» και ξόδευε αρκετό μέρος
του εισπραχθέντος τιμήματος.
Το κατηχωρίτικο και πορταρίτικο κρασί έρρεε άφθονο και συμπλήρωνε τον ψημένο τράγο!
Ο χορός κρατούσε καλά με τουφεκιές και ζητωκραυγές! Ζητωκραυγές στην υγεία των κορόιδων που πλήρωσαν τόσα λεφτά για μια …αγορά άχρηστη! Και η κορύφωση ερχόταν με το «σφάξιμο του νταουλιού», εθίμου όχι αιματηρού, μα θορυβώδικου!
Το κατηχωρίτικο και πορταρίτικο κρασί έρρεε άφθονο και συμπλήρωνε τον ψημένο τράγο!
Ο χορός κρατούσε καλά με τουφεκιές και ζητωκραυγές! Ζητωκραυγές στην υγεία των κορόιδων που πλήρωσαν τόσα λεφτά για μια …αγορά άχρηστη! Και η κορύφωση ερχόταν με το «σφάξιμο του νταουλιού», εθίμου όχι αιματηρού, μα θορυβώδικου!
Ο οικοδεσπότης που παρέθετε και το συμπόσιο, έπαιρνε ένα
μαχαίρι και έσκιζε το δέρμα-μεμβράνη του νταουλιού πληρώνοντας όσα του έλεγε ο
τυμπανάρης-νταουλτζής. Ακουγόταν τότε ο δυνατός ήχος του αέρα που έφευγε και αυτό
το γλέντι τελείωνε!
Σε άλλη αγοραπωλησία πάλι γινόταν το ίδιο.
Κάθε «ζεύκ’» και ένα νέο σφάξιμο νταουλιού και μάλιστα με συναγωνισμό!
Σε άλλη αγοραπωλησία πάλι γινόταν το ίδιο.
Κάθε «ζεύκ’» και ένα νέο σφάξιμο νταουλιού και μάλιστα με συναγωνισμό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου