Παρασκευή της Μ. Σαρακοστής σήμερα και εκτός από τους Χαιρετισμούς έχουμε και τα «σ’τιάρια»... Ας δούμε τα σχετικά περί κολλύβων και μνημοσύνων:
Γενικά
Τα «σ’τιάρια»(=κόλλυβα < αρχ. κόλλυβος)
ήταν και είναι μια συνήθεια που υπάρχει στην εκκλησία μας -και στο λαό μας- από αιώνες.
Είναι τα βρασμένα σιτάρια που ετοιμάζονται σε τρεις περιπτώσεις.
Πρώτη στη μνήμη κάποιου Αγίου,
στο πανηγύρι του. Σε αυτήν την περίπτωση
το εκκλησίασμα δοξάζει το Θεό και τιμά τον Άγιο. Αυτό γινόταν και γίνεται
συνήθως στα μοναστήρια, όπου υπάρχουν ειδικοί καλόγεροι που στολίζουν με ζάχαρη
τις πιατέλες και τους δίσκους με τη μορφή του Αγίου.
Στη δεύτερη, πάλι στα μοναστήρια, φτιάχνουν κόλλυβα στη
μνήμη του κτήτορα(=ιδρυτή) του μοναστηριού.
Τέλος η τρίτη που μας ενδιαφέρει
εδώ, είναι πώς παρασκευάζονταν και παρασκευάζονται «σ’τιάρια» στο
μνημόσυνο «τεθνεότος» συγγενούς, όπου όσοι συμμετέχουν προσεύχονται για τη
σωτηρία της ψυχής του «κεκοιμημένου» .
|
(Wikipedia -τμήμα από μεγαλύτερη) |
Μνημόσυνα
-Τα «τρίμι(ε)ρα». Τρεις μέρες μετά το θλιβερό γεγονός οι
συγγενείς πήγαιναν και πάνε το απόγευμα στο κοιμητήριο μαζί με τον παπά και
«διαβάζουν» τρισάγιο «επί του μνήματος». Μετά επιστρέφουν στο σπίτι, όπου
πίνουν καφέ και τρώνε «στάρια» (κόλλυβα χωρίς ζάχαρη).
|
«Μετά πνευμάτων δικαίων...». «Τρισάι» επί του τάφου. (Φωτογραφία της κ. Ξανθούλας Παπαπαναγιώτου. Την Ευχαριστώ!) |
-Τα «ενάημερα». Στις εννέα ημέρες έκαναν τις ίδιες ενέργειες όπως στα τρίμι(ε)ρα.
-Τα «σαράντα». Πριν συμπληρωθούν ακριβώς οι σαράντα ημέρες
από τη θανή του προσφιλούς προσώπου, τελούσαν όπως και σήμερα το μεγάλο μνημόσυνο. Αυτό γινόταν
στο ναό της ενορίας, συνήθως Σάββατο ή
Κυριακή.
Εκεί την ώρα της Λειτουργίας
στο Κοινωνικό, οι ψάλτες έψαλαν
τον «Άμωμο»(=τμήμα της ακολουθίας των κεκοιμημένων που αρχίζει με το «Άμωμοι εν
οδώ Αλληλούια».
Οι επίτροποι ή ο νεωκόρος μοίραζαν «κεριά»(=μικρές λαμπάδες) που όλοι οι παρευρισκόμενοι
άνθρωποι άναβαν κατά τη διάρκεια του μνημοσύνου. Αυτά τα είχαν φέρει οι
σπιτικοί και παλιότερα τα έφτιαχναν οι γυναίκες στο σπίτι, από κερί των
μελισσιών τους. (Αν κάποιος δεν είχε συγγενείς, νοιάζονταν για το μνημόσυνό του άλλοι γνωστοί, γείτονες και συγχωριανοί.)
Στη συνέχεια «διαβαζόταν» το μνημόσυνο όπως και σήμερα. Τότε όμως υπήρχαν και τα παιδιά που ντύνονταν «παπαδάκια» και που κατά τη διάρκεια της τελετής κρατούσαν τα «ξιφτέρια κι του θυμιατό» γύρω από το τραπέζι με «του σ’τιάρ’» . Αυτό έκανε πιο μεγαλόπρεπο μνημόσυνο και εξασφάλιζε στους μικρούς «φ'λιά»(=φίλεμα).
Μετά στο νάρθηκα, οι
επίτροποι της εκκλησίας ή οι σπιτικοί μοίραζαν τα κόλλυβα στους ανθρώπους που
παραβρέθηκαν. Αυτοί τα έβαζαν μέσα στη χούφτα τους ή σε χαρτί ή στο μαντήλι τους και τα έτρωγαν λέγοντας «Θιός σ'χωρέσ' τον»!
|
(Φωτογραφία της κ. Ξανθούλας Παπαπαναγιώτου) |
Ακολουθούσε ο «καφές»- αν υπήρχε- όπως σήμερα, αλλά πάντα στο
σπίτι.
-Το «χρονιάτ’κου». Με τη συμπλήρωση ενός έτους γινόταν πάλι
μνημόσυνο, όπως στα σαράντα, αλλά λιγότερο επίσημο.
-Τέλος μικρό μνημόσυνο (μεταξύ των συγγενών) γινόταν με το
«ξέχουμα»(=ανακομιδή) που συνέπιπτε με τα «τρίχρουνα» ή τα «πιντάχρουνα».
Υπήρχαν και συνεχίζουν ακόμη τα «Σαρανταλείτουργα»(τη
Σαρακοστή των Χριστουγέννων), τα «Δωδεκαλείτουργα»
ή «Σκουτέλια» καθώς και τα «Ψ’χάτα» της Μ. Σαρακοστής.
Παρασκευή «σ’τιαριών»
Την παραμονή οι γυναίκες του σπιτιού μαζί με άλλες συγγενείς
και γειτόνισσες από μέρες ετοίμαζαν «του σ’τιάρ’». Οι σπιτικοί αγόραζαν ή είχαν
δικό τους σιτάρι που έβρεχαν και μετά μέσα σε τσουβάλι κοπανούσαν με τον κόπανο
για να φύγει η φλούδα(=το πίτουρο). Έτσι τότε γινόταν η αποφλοίωση του σιταριού
για τα κόλλυβα, αλλά και για τον τραχανά άλλοτε. Ήταν δύσκολη δουλειά και γινόταν μεσοβδόμαδα. Μετά το έπλεναν και την
προπαραμονή το έβραζαν σε καζάνι μέχρι να «σκάσ’ σαν πασχαλούδα» (=να ανοίξει),
δείγμα πως έβρασε σωστά. Μέσα στο νερό έβαζαν λίγο αλάτι για να «νοστ’μίσ’». Έπειτα το έβαζαν σε πανέρια να στραγγίσει από
τα νερά. Αφού στράγγιζε, το τύλιγαν σε άσπρο πανί για να φύγει εντελώς η
υγρασία.
Την παραμονή, μετά το μεσημέρι «φκιάνανι του σ’τιάρ’». Μέσα σε ξύλινη σκάφη το
ανακάτευαν με τα άλλα υλικά και μυρωδικά. Αυτά τα είχαν ετοιμάσει από πριν και
ήταν «στουμπ’σμένα» στο «γ'δί» κι «κουπαν’σμένα» στο «χαβάν’».
Το «παξ’μάδ’», το «στραγάλ’», το «μουσχουκάρφ’», η «κανέλα»
και το «μουσκουκάρ’δου», το «καρύδ’» το «καβουρντ’σμένου μύγδαλου» ήταν αυτά
που με την ανάμειξη θα «φκιάνανι του δίσκου». Αυτά τα είδη, όπως επίσης τις
σταφίδες, την άχνη ζάχαρη και τα κουφέτα τα προμηθεύονταν απ’ την αγορά. Βέβαια
σε κάποια χωριά (όπου υπήρχαν Μικρασιάτες πρόσφυγες) βάζανε μέσα στο «ζύμουμα»(=ανακάτεμα)
και «μαϊδανό» ή και «μπουρμπόλια απ’ ρόιδου» που συμβόλιζαν τον «τόπον χλοερόν, τόπον αναψύξεως»!
Η γυναίκα που «ζύμουνι(ε) του σ’τιάρ’» ήταν γνώστρια της
παρασκευής αυτής. Αυτό σήμαινε πως είχε ξανακάνει κόλλυβα και ήταν πολύ
«πτ’ήδεια»(=επιδέξια, νοικοκυρεμένη).
Οι υπόλοιπες γυναίκες βοηθούσαν και εννοείτε πως έλεγαν τη γνώμη τους.
Στο κάθε χωριό βέβαια, δεν έλειπε και η «κριτική» για το ποιας «του σ’τιάρ’» ήταν το καλύτερο από γεύση και εμφάνιση!
Αφού γινόταν το
ζύμωμα και έμπαινε η απαραίτητη ποσότητα στο δίσκο που την επομένη θα πήγαινε
στην εκκλησία, το υπόλοιπο έμπαινε σε λευκά χάρτινα σακουλάκια που πάνω τους
είχαν τυπωμένο σταυρό και μοιραζόταν στα σπίτια του χωριού, σαν κάλεσμα. Πολλές
φορές αντί για σακουλάκια χρησιμοποιούσαν πιάτα για το μοίρασμα στη γειτονιά. Αυτήν τη δουλειά την έκαναν
πάντα τα παιδιά.
Επίσης την παραμονή στον Εσπερινό, έστελναν κι ένα μικρό
πιάτο με κόλλυβα, που ο παπάς διάβαζε «Τρισάι»(=Τρισάγιο).
Ο δίσκος στο πάνω μέρος του είχε στρώμα τριμμένου στραγαλιού
κι άχνης. Τέλος ήταν στολισμένος με το σταυρό και τα αρχικά του κεκοιμημένου.
Αυτός ο δίσκος ή μεγάλη πιατέλα, το πρωί ανήμερα του μνημοσύνου μεταφερόταν
στο ναό κι όπως αναφέρθηκε παραπάνω ετοιμαζόταν το τελετουργικό. Μαζί με το δίσκο έφερναν και τέσσερα κεριά, μεγαλύτερα σε μέγεθος από αυτά που μοιράζονταν. Το μεγαλύτερο το τοποθετούσαν στο «σιαμ'ντάν'»(=κηροπήγιο) πάνω στο τραπέζι του μνημοσύνου. Τα υπόλοιπα τρία τα κρατούσαν ο παπάς και οι ψάλτες.
Τα «σ’τιάρια» της Σαρακοστής
Τις Παρασκευές και τα Σάββατα της Μ.Σαρακοστής οι
συγγενείς έφερναν και φέρνουν
«σ’τιάρια» στην εκκλησία, για να διαβαστούν. Η
ημέρα που ξεκινούν τα «ψ’χάτα» αρχίζει
από το Σάββατο (Ψυχοσάββατο) πριν την Κυριακή των
Απόκρεω και συνεχίζεται ως την Μ. Πέμπτη.
Τα τρία
Σάββατα, δηλαδή των Απόκρεω, της Τυρινής και των Αγίων Θεοδώρων, είναι τα «Ψ'χουσάββατα» κατά την πίστη των Πηλιορειτών.
Αυτά τα
Σάββατα είναι για «τ΄ς ψ’χές», λέγανε, όπως άλλωστε και όλα τα
Σάββατα του χρόνου είναι αφιερωμένα από την Εκκλησία μας στους «κεκοιμημένους».
Τότε οι γυναίκες δεν έκαναν δουλειές ούτε του σπιτιού ούτε άλλες.
Χαρακτηριστικό
ήταν το δίστιχο:
«Ανάθιμα απ’
δούλευαν τα τρία τα Σαββάτα,
του Κρεατ’νό
του Τυρ’νό και των Aγιών Θoδώρων».
|
Το πιάτο με τα κόλλυβα, που «διάβασε» ο παπάς
και το «ψ'χουχάρτ'».
(Φωτογραφία της κ. Ξανθούλας Παπαπαναγιώτου) |
Τα κόλλυβα τούτα, ήταν συνήθως απλά κόλλυβα-σ'τιάρια- χωρίς ζάχαρη και
άλλα υλικά.
Ο παπάς είχε ένα μεγάλο πανέρι που εκεί όλες οι γυναίκες
έριχναν το «σ’τιάρ’» από το πιάτο που έφερναν. Μαζί έδιναν και τα ονόματα των
προσφιλών νεκρών γραμμένα στο «ψ’χουχάρτ’». Οι ίδιες «έμπηγαν μες στου σ’τιάρ’» κεριά αναμμένα. Οι γυναίκες
που συμμετείχαν, πλησίαζαν στα κόλλυβα και «μακροπροσκ’νούσαν».
|
«Ρόιμα...»(Φωτογραφία της κ. Ξανθούλας Παπαπαναγιώτου) |
Στο «Τρισάι»
που ακολουθούσε ο παπάς «τα διάβαζι(ε)» μνημονεύοντας τα ονόματα.
Μετά έξω απ’ το Ναό, «ρουεύαν’» (=μοίραζαν)
το περιεχόμενο του πανεριού. Βέβαια είναι ευνόητο πως όλοι έψαχναν να βρουν «φτιαγμένου σ’τιάρ’» που ήταν γλυκό, αν υπήρχε βέβαια!
Περιττό να επαναλάβουμε και τη χρήση αυτών των κολλύβων για το μάντεμα του γαμπρού. (ΕΔΩ)
Τέλος, το δεύτερο (πραγματικό) Ψυχοσάββατο είναι την παραμονή της Πεντηκοστής.
Φράσεις
-Να φά του σ’τιάρ’ σ’! (κατάρα -να σε δω πεθαμένο)
-Κάν’ μνημόσυνου μι ξένα κόλλ’βα. (κάνει κάτι με έξοδα άλλων)
-Μνημόσυνου μι ξένα κόλλ’βα
δε γιένεται.
ΠΗΓΕΣ
-Λαογραφικά Σύμμεικτα, τμ Γ΄, Νικ. Πολίτης, 1931
-Περιοδικό ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, Ζωσιμά Εσφιγμενίτη, 1899
-Εμπειρίες- Διηγήσεις
Σχετικά με τα Ψυχοσάββατα κλπ, δείτε και (ΕΔΩ) στο ΦΙΡΙΚΙ