Άνοιξη 1854: Το Πήλιο και πάλι ξεσηκώνεται!
Πρώτος ο Νικόλαος Φιλάρετος
ξεσήκωσε το Πήλιο και μετά από ένα ενθουσιώδη του λόγο οι πρόκριτοι δημοσίευσαν
την παρακάτω προκήρυξη:
«Οι υποφαινόμενοι πρόκριτοι των χωρίων Λαύκου
και Προμυρίου μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωμεν τον προ τεσσάρων αιώνων δουλικόν
ζυγόν και τας φρικτάς συνεπείας του.
Μη ανεχόμενοι πλέον να βλέπωμεν την μεν ιεράν
ημών θρησκείαν εμπαιζομένην, την δε τιμήν εξυβριζομένην και την περιουσίαν
ληστευομένην δια διαφόρων διαρπαγών ανηκούστων και συνεχών ως και την ζωήν ημών
αυτήν κινδυνεύουσαν καθ’ εκάστην. Ακούσαντες δε ότι και οι λοιποί αδελφοί μας
Ηπειρώται, Θεσσαλοί και Μακεδόνες έδραξαν τα όπλα κατά της ανόμου Τουρκίας,
δράττομεν και ημείς αυτά επίσης και κηρύττομεν ενώπιον θεού και ανθράκων και εν
ονόματι της Αγίας Τριάδος, ότι είμεθα αποφασισμένοι να πολεμήσωμεν μέχρι
τελευταίας πνοής, υπέρ της θρησκείας, της πατρίδος και της ελευθερίας μας.Εγειρόμενοι αυθορμήτως, καταβαίνομεν εις τον
βαρύν μεν αλλ’ ένδοξον αγωνα».
Τα χωριά επαναστατούν το
ένα κατόπι του άλλου και πουθενά δεν φαινόταν ο εχθρός.
Ο αρχηγός Φιλάρετος
βρισκόταν μια απ’ τις ημέρες εκείνες έξω απ’ την Αργαλαστή με τους συμπολεμιστές
του, όταν από μακριά φάνηκε ερχόμενη μια συνοδεία. Το καραούλι σφύριξε και όλα
τα παλληκάρια έπιασαν τα όπλα. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αρχηγός από έναν
επαναστάτη ότι μια συνοδεία με κάποιον ιερέα και μερικούς γέροντες θέλει να τον
δει.
-Ας έλθουν, είπε ο
αρχηγός.
Αμέσως οδηγήθηκε μπροστά του η μικρή και πένθιμη
συνοδεία της οποίας προηγούνταν ο ιερέας. Ήταν λαός σκλάβων απ’ το Βόλο, γέροντες,
γυναίκες και παιδιά με φοβισμένα πρόσωπα.
- Η ευλογία του Θεού
σε σένα και στα παλληκάρια σου, είπε ο ιερέας.
Όλοι αυτοί, που
βλέπεις εδώ έρχονται να σου μαρτυρήσουν το τρομερό κακό, που κρέμεται στα
κεφάλια μας. Αυτουνού εδώ του γέροντα, είναι από τους Μπαχτσέδες, τούχουν στη φυλακή
τρία παλικάρια των γηρατειών του στήριγμα.
-Ναι καπετάνιο, είπε δειλά ο γέροντας. Όπως
σου λέει ο δέσποτας είναι. Κι ακόμα τη θυγατέρα μου ψες την ατίμασαν οι
Αρβανίτες.
-Κι αυτή εδώ, είπε ο
ιερεύς, με θρηνώδη τόνο και τα δάκρυα στα μάτια, έχουν τον άντρα της και τα δύο
παιδιά της στη φυλακή και φοβερίζουν οι Αγάδες πως θα τους περάσουν στη σούβλα
σαν αρνιά του Πάσχα. Κι ακόμα της κάψανε το σπίτι και της πήρανε και το βιος. Βασανιστήρια
υποφέρουν στην Λάρισα και στον κάμπο οι άνθρωποι.
- Κάθε μεγάλη πράξη, χρειάζεται και θυσίες, ειπώ
ο αρχηγός. Θυμηθείτε τον Πατριάρχη και το Ρήγα που τους έπνιξαν οι Τούρκοι και τόσους
άλλους μάρτυρες της επαναστάσεως και κάνετε υπομονή. Σε λίγο θα ανάψει η φωτιά,
που θα λάμψει και θα θαμπώσει τον κόσμο όλο.
- Και ο αρχιερέας
Γαβριήλ πώς είναι ; Εργάζεται για το σκοπό μας ;
-Απελπισμένος,
καπετάνιο μου, κάμει και άλλους να δειλιάζουν.
- Τι; Τον διέκοψε ο
αρχηγός
Αλήθεια. Εδώ και τρεις μέρες μας φώναξε στην Επισκοπή και μας είπε : Οι
Τούρκοι παντού νικούν. Είναι απειράριθμοι. Να πείτε, ότι οι χωρικοί οφείλουν να
στείλουν από δύο νοικοκυραίους, τους καλυτέρους στο Βόλο να προσκυνήσουν τον
Πασά .
-Αυτό να μη γίνει ποτέ -διέκοψε και πάλι ο αρχηγός.
- Και άλλο ακόμα. Αφού μας είπε πολλά μας έδωσε από ένα γράμμα να το
διαβάσουμε σε όλες τις εκκλησίες των χωριών.
-Πού τόχετε ;
-Εδώ καπετάνιο μου, εγώ το κράτησα και δεν το διάβασα. Πάρτο... Και έβγαλε
από το ράσο του ένα χαρτί και το τόδωσε.
Ο αρχηγός το άρπαξε με οργή, το άνοιξε και διάβασε.
«Σπεύσατε λοιπόν και πληροφορήσατε τον λαόν να μην απατηθή από ψευδείς λόγους. Πασχίσατε, ας φανούν αντάρται. Να τους πείσητε ν’ αποχωρήσουν, διότι θα γίνουν αιτία καταστροφής σας. Αν σας παραβιάσουν καλέσατε απ’ εδώ στρατεύματα και χτυπήσατέ τους κι εσείς. Να βάλετε εις τα οσπίτιά σας επάνω, ήτοι να υψώσητε, από ένα μανδύλι κόκκινο, δια να γνωρίζουν, ότι είναι εκεί πιστοί υπήκοοι.»
«Σπεύσατε λοιπόν και πληροφορήσατε τον λαόν να μην απατηθή από ψευδείς λόγους. Πασχίσατε, ας φανούν αντάρται. Να τους πείσητε ν’ αποχωρήσουν, διότι θα γίνουν αιτία καταστροφής σας. Αν σας παραβιάσουν καλέσατε απ’ εδώ στρατεύματα και χτυπήσατέ τους κι εσείς. Να βάλετε εις τα οσπίτιά σας επάνω, ήτοι να υψώσητε, από ένα μανδύλι κόκκινο, δια να γνωρίζουν, ότι είναι εκεί πιστοί υπήκοοι.»
— Κατάρα ! Φώναξε γεμάτος οργή ο αρχηγός κι αφού τσαλάκωσε το χαρτί το
πέταξε κάτω και το ποδοπάτησε, με τόση μανία, που αυτό καταξεσκίστηκε.
-Υπάρχουν λοιπόν και Έλληνες, που δεν έχουν ελληνική καρδιά. Αυτό θα το
μάθουμε!
Και αφού στράφηκε στον ιερέα είπε:
-Πηγαίνετε κι έχετε θάρρος!
Στο Πήλιο
Όταν έφυγε ο ιερέας και οι άλλοι κάτοικοι του Βόλου και
ο Φιλάρετος έμεινε μόνος, βυθίσθηκε σε συλλογισμούς για το πραξικόπημα του
Αρχιερέως του Βόλου, Γαβριήλ.
-Ποιος, λοιπόν,
είναι αυτός -έλεγε και δεν θέλει να αισθανθεί τον ίδιο εθνικό παλμό τον οποίο αυτές τις ημέρες αισθάνονται όλοι; Ποια
αίτια τον αναγκάζουν ν’ αποκηρύσσει τον ιερόν αγώνα του Έθνους και να συνιστά στους
Χριστιανούς να μεταβούν να προσκυνήσουν τους αγρίους και αιμοβόρους Τούρκους; Ποιες αφορμές
τον παρακινούν, ή ποιες αιτίες τον εξαναγκάζουν σ’ αυτό;
Με τις σκέψεις αυτές σηκώθηκε
και βάδιζε. Σφύριγμα ακούστηκε και ένας των ανδρών του σώματός του παρουσιάστηκε.
- Αρχηγέ -είπε- από τις
Πινακάτες, Μηλιές, Βυζίτσα, Νιάου, Καραμπάσι (Άγιος Βλάση), Άγιο Λαυρέντη και
Δράκια, ήλθαν προεστοί και θέλουν να σας μιλήσουν.
-Ας έλθουν, είπε ο αρχηγός.
Σε πολύ λίγο - οι προεστοί
των παραπάνω χωριών συνομιλούσαν με τον αρχηγό. Ήλθαν για να συνεννοηθούν για να
κηρύξουν την επανάσταση και στα χωριά τους.
Και πράγματι την 25η Απριλίου
οι κάτοικοι Πινακατών, Μηλεών, και Βυζίτσας, δημοσίευσαν επαναστατική προκήρυξη
όμοια με των κατοίκων Προμυρίου και Λαύκου. Την 26η η Νιάου. Την 27η το Καραμπάσι(Άγιος
Βλάση), την 28η ο Άγιος Λαυρέντης και την 29η οι κάτοικοι της Δράκιας.
Ενώ στο Πήλιο
εξαπλωνόταν η επανάσταση, οι Γ.
Γριζάνος, Χρόνης Βασδέκης καί Β. Βασδέκης μπαίνανε στα δυτικά του Παγασητικού. Οι
Τούρκοι τους χτύπησαν και ανάγκασαν, λίγους απ’ αυτούς, να μπουν στο χωριό
Άκετσι.
Από εκεί περπατώντας
νύχτα φτάσανε στο χωριό Μελισσιάτικα
Καλύβια, που απείχαν μισή ώρα από την πόλη και ετοιμάζονταν να πολιορκήσουν το
φρούριο του Βόλου.
Η πολιορκία του Βόλου
Ενώ ο στρατηγός Χατζηπέτρος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στο Λουτρό κι
ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Καρδίτσα, οι ντόπιοι Μπασδέκης, Γριζάνος και υπόλοιποι
αρχηγοί, ετοιμάζονταν στα Μελισσιάτικα
Καλύβια για την πολιορκία του Βόλου. Οι Τούρκοι όμως του Βόλου δεν τους
άφησαν να συνταχτούνε και αποφάσισαν βγαίνοντας εκείνη τη στιγμή από το Φρούριο
να χτυπήσουν την ομάδα του Μπασδέκη. Πράγματι 400 Τούρκοι στρατιώτες, 50 Αλβανοί
και 40 ιππείς σέρνοτας και δύο πυροβόλα επιτέθηκαν κατά των επαναστατών. Μάχη πεισματώδης
έγινε που κράτησε μέχρι τη νύχτα, όπου σκοτώθηκαν πολλοί απ’ τους Τούρκους. Οι Ελληνες που επωφελήθηκαν του σκοταδιού αποσύρθηκαν προς τους Μπαχτσέδες του Άνω
Βόλου, για να περιμένουν εκεί βοήθεια και γιατί πληροφορήθηκαν πως το πρωί
φτάνουν για ενίσχυση των Τούρκων πάνω από χίλιους στρατιώτες με τρία πυροβόλα.
Όταν ο Μπασδέκης και η ομάδα των
επαναστατών βρίσκονταν στους Μπαχτσέδες
και ζητούσαν με προκηρύξεις και αγγελιοφόρους να τρέξουν σε βοήθειά τους οι Πηλιορείτες,
τους κατοίκους του Βόλου τους είχε πιάσει πανικός. Τον πανικό κυρίως προκάλεσε ο επίσκοπος Δημητριάδος Γαβριήλ. Αυτός έβγαλε εγκύκλιο
προς τους ιερείς, πρόκριτους και προεστώτες κι όλους τους χριστιανούς, με την
οποία έλεγε, ότι οι Τούρκοι κατατροπώνουν τους επαναστάτες γύρω απ’ το Βόλο:
Μάχη Μπακτσέδων
Φανερό ήταν ποιο αποτέλεσμα είχε η
εγκύκλιος! Κανένας δεν βοήθησε τους αντάρτες του Μπασδέκη, που αποφάσισαν μόνοι
τους να επιτεθούν κατά του Βόλου και που δεν ήταν περισσότεροι από 900.
Οι Τούρκοι και πάλι δεν περίμεναν την επίθεση αλλά εφόρμησαν κατά των επαναστατών
και δόθηκε σκληρή μάχη.
Οι αντάρτες μάχονταν απεγνωσμένα. Επειδή και τα πολεμοφόδιά τους ήσαν ελάχιστα, έκαναν
οικονομία και ορμούσαν με τα γιαταγάνια τους εναντίον του εχθρού, καταφέρνοντας
μεγάλες απώλειες και σπέρνοντας τον πανικό.
Οι Τούρκοι κλονίζονται. Νέες όμως ενισχύσεις ατελείωτες στέλνονται από το Φρούριο.
Κατά την μάχη αυτή που κράτησε μέχρι το βράδυ φονεύθηκαν 137 Τούρκοι και τραυματίστηκαν 29. Από τους επαναστάτες
φονεύτηκαν 15, και τραυματίστηκαν 6.
Λόγω της μεγάλης δυνάμεως των Τούρκων, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να
υποχωρήσουν, αφού είδαν ότι παρόλο τον ηρωισμό τους δεν θα είχαν θετικό αποτέλεσμα.
Ανέβηκαν στη μονή του Αγ. Ιωάννη της Πορταριάς και από εκεί πέρασαν στον Αγ.
Λαυρέντη, γιατί μάθανε πως Τούρκοι στρατιώτες επρόκειτο ν’ αποβιβαστούν στην Αργαλαστή ή στο Λαύκο και προσβάλουν από
πίσω το. Ν. Φιλάρετο.
Η πληροφορία δεν αυτή δεν ήταν αληθινή για τούτο και επέστρεψαν, προσβάλλοντας
τα χωρία του δήμου Αρμενίου, Ριζόμυλο, Χατζήμισι (Στεφανοβίκειο), Γκερλή(Αρμένιο),
και ξαναγύρισαν σε Κανάλια Κερασιά, μονή Καμπάνας, Βουλγαρινή(Έλαφος) και Κισσό.
Τότε επήλθε διάσταση μεταξύ του Γ.
Γριζάνου και Χρόνη Μπασδέκη και επειδή έμειναν και από πολεμοφόδια οι
επιχειρήσεις ατόνησαν. Καθένας τραβούσε το δρόμο του και υπονομεύονταν μεταξύ
τους.
Η εξέγερση τότε τερματίστηκε και με απόφαση της κεντρικής κυβέρνησης.
Ακόμη ο Παπακώστας Τζαμάλας (μαζί με τους Ιωάννη και Αχιλλέα Βελέντζα είχαν
κάποιες αψιμαχίες στον Πλάτανο και τον Αλμυρό) είχε κάνει μια συνεννόηση για
βοήθεια στους Πηλιορείτες για την κατάληψη του Βόλου. Αυτό όμως δεν ευοδώθηκε
γιατί (όπως λέγεται) οι συμφωνημένες χρηματικές παροχές προς τον Τζαμάλα δεν
τον ικανοποίησαν!
Οι αρχηγοί του Πηλίου και οι επαναστατικές ομάδες τους δεν υπήρξαν
ευτυχέστεροι του Χατζηπέτρου που αρχικά είχε και αυτός στη Θεσσαλία νίκες.
Η επανάσταση είχε αρχίσει να ψυχορραγεί.
Και είναι αληθινό, πως κάποιοι Πηλιορείτες βοήθησαν τον αγώνα, αλλ’ η μεγάλη πλειονότητα
εμεινε απαθής. Μεταξύ των αρχηγών Πηλιορειτών ήταν κι ο Χατζηαντώνης Καρτάλης,
αρχηγός της μεγάλης οικογένειας των Καρταλαίων. Το σώμα του Καρτάλη
που συντηρούνταν με έξοδα του αρχηγού, ήταν εφοδιασμένο και μ’ ένα πυροβόλο το
οποίο μεταφερόταν στις μάχες μ’ ένα
μουλάρι. Παρόλες όμως τις θυσίες κάποιων αγωνιστών του Πηλίου, η έλλειψη
ενισχύσεων, η έλλειψη πολεμοφοδίων και η αδιαφορία των περισσότερων κατοίκων, έκαναν
δύσκολη τη θέση των επαναστατών.
Έτσι τελείωσε άδοξα αυτό κι αυτό το
επαναστατικό κίνημα της Άνοιξης του 1854.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου