Επειδή δεν ήταν όλες οι Πασχαλιές στον τόπο μας "ρόδινες",
ας δούμε το Πάσχα του 1941 (μόλις μπήκαν οι κατακτητές Γερμανοί στον τόπο μας), από την αφήγηση του φωτογράφου Νίκου Στουρνάρα.
Είναι αντιγραφή από το λεύκωμα "ΜΑΓΝΗΣΙΑ 1941-1942 Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ":
[ Άνω – Λεχώνια.
Η φήμη ότι οι γερμανοί έρχονται έχει απλωθεί
αστραπιαία, σ’ όλην την περιοχή!
Ανήσυχος ο κόσμος, περιφέρεται άσκοπα, προσπαθώντας -ο
ένας με τον άλλο- να μάθει, να πληροφορηθεί, για την κατάσταση, για την πόλη, για τους βομβαρδισμούς. Κι ακόμα,
η απίστευτη διάδοση, που θα σκορπίσει πικρή μελαγχολία· για τρεις Άγγλους
αξιωματικούς που φτάνοντας στο Βόλο «άρπαξαν» κυριολεκτικά το αυτοκίνητο της Δημαρχίας και... χάθηκαν πανικόβλητοι!
Όμως η πληροφορία αυτή θ’ αποδειχθεί σωστή! Το
αυτοκίνητο ύστερα από μέρες, θα βρεθεί κατεστραμμένο, σ’ ένα χωριό της Λαμίας,
στο «Γαρδίκι».
………………....................
« Όλοι οι κάτοικοι του Βόλου, βρίσκονται τώρα στα
γύρω χωριά. Πολλά τα προβλήματα της μικρής αυτής προσφυγιάς. Δυσκολίες στη
στέγαση, προβλήματα στη διατροφή. Οι φούρνοι και τα μπακάλικα κλειστά. Όλοι
φοβούνται το αβέβαιο μέλλον και αποφεύγουν με χίλιες δύο δικαιολογίες, να
δώσουν τρόφιμα και ψωμί. Κίνδυνος να μείνει ο κόσμος το Πάσχα, νηστικός!
»Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο Βόλο. Τουλάχιστον στο
σπίτι, κάτι θα βρεθεί, για να περάσουν, οι δύσκολες αυτές μέρες«.
»Με ποδήλατο και πολιτικά, φεύγω για την πόλη. Στα
«Κάτω Λεχώνια» και στην «Αγριά», ανήσυχος ο κόσμος, στις αυλές, στους κήπους,
στα μονοπάτια, προσπαθούν να μάθουν, να πληροφορηθούν, για την κατάσταση. Φθάνω
στα «Τσιμέντα» και ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο για τη «Γορίτσα» ένα
αίσθημα αγωνίας και φόβου με περιβάλει. Δεν ξέρω, τι θα συναντήσω, μπαίνοντας
στο Βόλο. Οι διαδόσεις, έχουν εξογκώσει, την πραγματικότητα, που παρουσιάζεται
τώρα θεοσκότεινη. Στην πρώτη στροφή της «Γορίτσας» ένα θλιβερό θέαμα, με
γεμίζει αγανάκτηση. Το μικρό επιβατικό αυτοκίνητο, της «Ναυτικής Διοικήσεως»
βρίσκεται πεταμένο, στη γωνιά του δρόμου. Η θέση του οχήματος και τα τρυπημένα
- με μεγάλες μαχαιριές - λάστιχα, προδίδουν τον πανικό των επιβαινόντων από την
εσπευσμένη εγκατάλειψη της πόλης«.
»Αυτοί λοιπόν ήταν οι άρχοντες οι εκλεκτοί της
«Κυβερνήσεως» που πριν τέσσερα χρόνια... ξεδίπλωσαν!... την ελληνική σημαία και
κομπορρημονούσαν με πύρινους λόγους, για πατριωτική σημαία έξαρση και εθνική
ανάταση;«
» Άναυρος», «Άγιος Κωνσταντίνος», «Εξωραϊστική»... Έρημα τα πάντα. Στην οδό Δημητριάδος, μέχρι
κάτω στο Δημοτικό Θέατρο, δεν υπάρχει ψυχή! Σπίτια κλειστά, καταστήματα
κλειστά, παράθυρα θεόκλειστα. Δυο-τρεις γάτες, περιφέρονται στο δρόμο, σαν
μοναδική ένδειξη ζωής, στη στατική αυτή εικόνα, στην έρημη και πένθιμη αυτή
λεωφόρο!«
» Όμως, η απέραντη ορατότητα του δρόμου, με φοβίζει,
Δεν ξέρω, τι μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να συμβεί. Οι γερμανοί - διαδίδεται
- φθάσαν στο «Βελεστίνο». Για ασφαλέστερη μετακίνηση, ανεβαίνω τη «Φιλελλήνων»
και ακολουθώ, την οδόν «Ερμού». Τουλάχιστον ο δρόμος αυτός, δεν έχει ευθεία
ορατότητα, είναι στενότερος και αποτρέπει ενδεχόμενους κινδύνους, σε περίπτωση
ανάγκης«.
»Ώρα 11 π.μ.... κάτω από το ρολόι του Αγίου Νικολάου,
η καμπάνα σημαίνει την ώρα. Ένδεκα φορές θα χτυπήσει, για ν’ αντηχήσει στην
ερημιά, ο μακάβριος τώρα, αυτός ήχος! Σαν να σημαίνει κίνδυνο, σαν να σημαίνει
παράπονο, πένθος, Θανατικό!!«
»Φθάνω στην πατρική εστία, παίρνω γρήγορα, ότι
βρίσκω πρόχειρο και ξεκινώ για την επιστροφή. Στην «Εξωραϊστική» τρεις -
τέσσερες επιβάτες, περιμένουν τώρα το τραινάκι, για το Πήλιο. Η μικρή αυτή
άγνωστη, αλλά παρήγορη συντροφιά, αιθριάζει για λίγο, την παγερή ατμόσφαιρα«.
»Σε λίγο κάτω, μακριά, στο Δημοτικό Θέατρο,
ξαγνάντησε ο μικρός αυτός γραφικός συρμός, που τόσο είναι δεμένος, με την
ιστορία του τόπου. Δεν σφυρίζει όμως, δεν χαλάει τον κόσμο, όπως τις «παληές
καλές μέρες». Έρχεται σοβαρός, μελαγχολικός, με άδεια βαγόνια και πέντ’ έξι
επιβάτες, που πήρε από το Σταθμό. Κυλάει αργά σαν να ‘χει πλήρη επίγνωση της
τραγικότητας των στιγμών«.
» Και ενώ, βουβοί κι αμίλητοι, ανεβαίνουν στο
τραίνο, οι λιγοστοί νέοι επιβάτες, οι σειρήνες αρχίζουν πάλι να στριγγλίζουν!
Τρέχουμε όλοι μαζί στα ορύγματα του πάρκου για προστασία. Όμως τίποτα, δεν
φαίνεται. Ο ολιγόλεπτος συναγερμός, θα λήξει, χωρίς περιπέτειες. Θα μας μείνει
ο θαυμασμός για το θάρρος και τη στάση των σιδηροδρομικών, στις επάλξεις του
καθήκοντος, που μόνον αυτοί, οι δημοσιογράφοι και οι χειρισταί των σειρήνων, θα
μείνουν, μέχρι της τελευταίας στιγμής, στις θέσεις τους«. »Φεύγουμε παρέα -τραινάκι
και... ποδήλατο! - για τα «Λεχώνια». Αφήνουμε τώρα πίσω μας, την αγωνία, το φόβο,
τη μελαγχολία! Από τον «Άναυρο» και πέρα, η διαδρομή μας, δίπλα στη θάλασσα και
η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα, γεμάτη λουλούδια και μοσχοβολιές, που κατεβάζουν οι
πηλιορείτικες πλαγιές, θα μας γεμίσουν νοσταλγία στη σκέψη, για την όμορφη και
ξένοιαστη ζωή, που χάθηκε! ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου