Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Τρίκερι

Φωτογραφία Θεόδωρος Γκαβαρδίνας
 Ένα όμορφο κείμενο του Γιάννη Μουγογιάννη από το βιβλίο του ΟΔΟΙΠΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ-Ταξιδιωτικά, ΠΥΛΗ Αθήνα 1979: 
Το Τρίκερι είναι μια αγάπη. Αγάπη και γοητεία, νοσταλγία και καημός, συνταίριασμα γαλήνης κι ονειροπολήματος που δένεται με το παρόν και χωνεύει την ύπαρξή του στα βάθη του χρόνου. Καμάρι κι αφέντης τον τόπου, βιγλάρει απ’ την ψηλόθρονη θέση τον τα πλάνα των βουνοκορφών που ορθώνονται ενάγνρα και στεφανώνούν το περίγραμμά του. Κι αυτό στη μέση, ζωσμένο από θάλασσα κι αλμύρα γίνεται ανεμοπέρασμα κι αφουγκράζεται το παραμύθι της θάλασσας.
Λαμποκοπάει το Τρίκερι στο πρωινό. ηλιοφώτισμα κι αστράφτει στην κορφή του βράχου. Ο πειρασμός να το επισκεφτείς είναι μεγάλος. Μια γεύση αιωνιότητας κι ένα αναβάπτισμα στη συντηρημένη παράδοση, θα σου δώσει φτερά και θ’ αλαφρύνει της ψυχής σου το πέταγμα. Ανήμερα την Κυριακή του Θωμά βρίσκεσαι, κάθε χρόνο, στο γραφικό τούτο απομεινάρι των περασμένων καιρών. Από το Βόλο, μόνο με καράβι φτάνεις εκεί, και ξεμπαρκάρεις στην 'Αγια Κυριακή, επίνειο τον χωριού. Στα ψαράδικα καπηλειά θα πιείς ένα ποτήρι ντόπιο ρακί και θα κουβεντιάσεις με μορφές χαραγμένες απ’ το χρόνο και τυλιγμένες μ’ αλμυρούς θρύλους. Ζαρωμένα πρόσωπα, βαθιά ρυτιδιασμένα, που όργωσαν και δάμασαν τις θάλασσες. Το πάλαιμα με τα στοιχειά και τις γοργόνες σου διηγούνται κι η ματιά τους παίρνει μιαν έκφραση απόκοσμη, λες κι οραματίζονται θεριά που σπαρταρούν κάτω απ’ τη δύναμή τους. Χαροπαλαίματα και μπουνάτσες, πελώρια κύματα που ρουφούσαν στα σπλάχνα τους τα ξύλινα σκαριά κι ύστερα τα τίναζαν στην ασπρόκορφη αιχμή τους. Γαληνεμένα ηλιοβασιλέματα αντάμα με το ζεστό αέρα της Μπαρμπαριάς. Κι ύστερα, τον κόσμο τον βυθού. Εκείνο το γοητευτικό κι άγνωστο βασίλειο με τους δικούς του νόμους, τα παράξενα χρώματα, την ήρεμη κίνηση και τη γαλήνη της σιωπής του. Η αναζήτηση του σφουγγαριού, η αγαλλίαση απ’ την καλή σοδειά, το νικηφόρο ανέβασμα στην κουπαστή του καραβιού. Κι ακόμα ο ψαράδικος στόλος που θερίζει τα θαλασσινά γεννήματα. Τα διηγιέται ο καπετάν Κωνσταντής κι αλλάζει χίλια πρόσωπα. Πότε πλαταίνει το χαμόγελό του και πότε σκυθρωπιάζει η μορφή του. Βιώματα μιας ολάκερης ζωής αποτυπωμένα στην κουρασμένη έκφρασή του. Κι εκείνο το βλέμμα του; Καθώς κοιτάζει τη γαλάζια αγκαλιά, που μαζί της ζύμωσε το αλμυρό ψωμί της φαμίλιας του, αλλάζει χίλια χρώματα. Θαρείς πως σκίζει τον ορίζοντα αναζητώντας μια φούχτα γης ν’ αναπαυτεί, κι άλλοτε πως ψάχνει το βυθό για μαργαριτάρια και κοχύλια. Αγέρωχες κι αδάμαστες μορφές θαλασσινών, λευτερωμένες απ' το αίσθημα τον φόβου, συμπυκνώνουν μέσα τους την υπαρξιακή συνέχεια της ναυτικής ψυχής του λαού μας.
Πιο πέρα λίγο, δικάταρτα καράβια αραγμένα, κι έξω απ’ το νερό πολλά σαπισμένα σκαριά. Στο τρικεριώτικο καρνάγιο σκαρώθηκαν τα μπουρλοτιέρικα του ‘21 κι οι γολέτες που πρόσφεραν πολλά στον αγώνα. Τώρα ανάμνηση και θάμπος. Απ’ την αχλύ του θρύλου προβάλλουν τα ηρωικά τρικεριώτικα πλεούμενα που αυλάκωναν τις τρικυμισμένες θάλασσες, μεταφέροντας σ’ όλη τη Μεσόγειο τα γεννήματα της πηλιορείτικης γης.
Η ανάσα, στ’ ανέβασμά σου για το χωριό, μυρώνεται απ’ τους νιόβγαλτους εαρινούς ανθούς. Η πράσινη γη στολίζεται μυριόχρωμα κι η αύρα της θάλασσας φτάνει δω πάνω ευωδιαστή και φιλτραρισμένη απ’ τους ζωογόνους παλμούς της άνοιξης. Το χωριό σιμώνει, τ’ αρχοντικά ξεχωρίζουν, η θωριά τους χώνεται βαθιά στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Περήφανα πυργόσπιτα που μέσα τους φώλιαζε ο πλούτος κι η αντρεία, ηημεράδα κι η καλοσύνη. Εκεί υφαίνονταν οι μεταξόχρυσες στολές των γυναικών, έργο υπομονής κι αγάπης στη μακριά χειμωνιάτικη νύχτα. Εκεί κούρνιαζε η καρδιά τον θαλασσοδαρμένον καραβοκύρη κι αλάφρωνε. Σοκάκια πεντακάθαρα που ασπροβολούν απ’ τη φροντίδα της τρικεριώτισσας κυράς. Παιδάκια καλοντυμένα πλημμυρίζουν τα φιδόστριφτα περάσματα από μηνύματα αισιοδοξίας. Κυρτωμένες γριούλες στα κατώφλια των σπιτιών με το πλατύ χαμόγελο της αγάπης. Δυο παλμοί, δύο κόσμοι, μια ουσία. Και πάντα ένας λόγος καλός για τον επισκέπτη, ένα γλυκό κι ένα νερό απ’ το σταμνί για να ξαποστάσει.
Η διατήρηση της παράδοσης και της αυθεντικής ηθογραφικής ιστορίας, είναι δυο πράγματα σημαντικά που τιμούν τους Τρικεριώτες. Το πασχαλινό πανηγύρι αρχίζει απ’ τη Μεγαλοβδομάδα. Οι ταξιδεμένοι άντρες όλοι βρίσκονται στο χωριό και γλεντοκοπούν. Και σαν τ’ απόγευμα του Θωμά ντυθούν οι ψηλόκορμες κυράδες με τις βαριές κι αστραφτερές στολές τους, τ’ ανοιξιάτικο πανηγύρι κορυφώνεται. Η πλατεία φεγγοβολά απ’ το χρυσάφι και το μετάξι. Κάθε λογής χρώματα πάνω στις φορεσιές. Ποδόγυροι χρυσοκέντητοι, κλειδωτάρια αστραφτερά, πλουμίδια ολόχρυσα στο λαιμό, ντούμπλες, πεντόλιρα, ναπολεόνια. Μαντήλι κίτρινο στο κεφάλι, που φωτοστεφανώνει τη γλυκειά μορφή της τρικεριώτισσας κόρης, και στη μέση φαρδιά χρυσοστόλιστη ζώνη, που λαμπυρίζει στις στερνές ηλιαχτίδες. Κι όλη αυτή η πολύχρωμη ομορφιά χορεύει ρυθμικά στο πλακόστρωτο της πλατείας. Κι ο κόσμος θαυμάζει κι η καρδιά του σκιρτά απ’ το κάλλος της αφτιασίδωτης κληρονομιάς του λαού μας. Να εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ η μυριόχρωμη και ρυθμική αυτή πανδαισία. Γίνεσαι νοσταλγός κι ονειροπόλος της παράδοσης, που συντηρείται ακόμα στον τρικεριώτικο χώρο, και που σέρνει κάθε χρόνο τα βήματά σου στον υμνημένο τόπο, εκεί που ακούμπησες ένα κομμάτι απ’ τη ζωή σου.
Να πέφτει το σούρουπο και να ξεμακραίνεις απ’ το χωριό, ακούγοντας όλο και πιο μακριά τη μουσική της χαράς. Πανηγύρι μαζί κι αναβάπτισμα στις υγιέστερες ανθρώπινες δημιουργίες. Το Τρίκερι κι ο κόσμος του είναι πάντα μια νοσταλγία και μια μονάκριβη αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου