Ένα εξαιρετικό κείμενο του αγιολαυρεντίτη Γεωργίου Σακελλαρίδη-Θετταλομάγνη, (ΕΔΩ) δημοσιογράφου και εκδότη της πρώτης εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΙΑ, για το χωριό του Ανατολικού Πηλίου, τον Κισσό.
Πότε ακριβώς είναι γραμμένο, δεν είναι γνωστό. Πιθανόν στα χρόνια 1911-1915.
Απολαύστε το !
--------------
[ Η
κωμόπολις Κισσός είναι νυν έδρα δήμου και κείται προς την ανατολικοβορείαν άκραν
της Μουρήεως αφ’ ης απέχει μίαν μόνον μόνον ώραν, είναι δε εκτισμένη επί
περιβλέπτου γηλόφου, αποτελούντος ράχιν απότομον προς την θάλασσαν, ήτις απέχει
μίαν ώραν και είκοσι λεπτά. Έχει η κωμόπολις 400 οικίας λιθοκτίστους και
κατοίκους 2.000. αισθηματίας και συζητικωτάτους αλλά πτωχούς ένεκα της οκνηρίας
των. Κέκτηται αγοράν λιθόστρωτον, αλλ’ ιδιόρρυθμον, χρησιμεύουσαν προς αγοραπωλησίαν
μόνον, ενώ οι δημόσιοι οι χοροί γίνονται εντός του περιβόλου της εκκλησίας της
Αγίας Μαρίνης υπό την σκιάν των πλατάνων. Πέριξ της αγοράς είναι τα καφφεία και
παντοπωλεία και τινά παρά την γέφυραν την ενώνουσαν τας δύο συνοικίας, άς διαχωρίζει
ποταμός κατερχόμενος εκ των κορυφών του ζυγού. Είναι διάρρυτος πάσα η κωμόπολις και περιβαλλομένη υπό κήπων εκτεταμένων,
περιεχόντων κάρπιμα δένδρα και ένιοι τούτων λαχανικά, δι’ ιδίαν χρήσιν των κατόχων.
Φήμη υπάρχει
εκ παραδόσεως διαδοχικής, ότι ο Κισσός εκτίσθη και συνωκίσθη υπό μεταναστών Μακεδόνων εκ του ομωνύμου χωρίου του όρους
Κισσού, κατά την επιδρομήν των Σαρακηνών εν Θεσσαλονίκη, εν έτει 1250 και της
του Καμενιάτου (ιεροδιακόνου) αιχμαλωσίας,
όστις την εαυτού και της Θεσσαλονίκης συνέγραψεν ιστορίαν. Την είδησιν ταύτην
ηρυσάμεθα εκ του αγιορείτου γέροντος ιερομονάχου Παύλου Ξηροποταμηνού εκ
Πινακατών καταγομένου, όστις εύρεν αυτήν γεγραμμένην εν τω Κώδικι της Μονής Σίμωνος
Πέτρας. Εις τον αυτόν Κώδικα ήν γεγραμμένα και η κτίσις της κωμοπόλεως
Τσαγγαράδος, ήτις συνωκίσθη τω 1650 υπό προσφύγων Λαγκαδιωτών Μακεδόνων. Πλην,
αλλά και η κωμόπολις Κισσός και άλλα ανατολικά χωρία, πιθανώτερον είναι ότι
κάτωκήθησαν τον ΙΣΤ' αιώνα, εάν κρίνωμεν εκ των ανακαινίσεων των μονυδρίων εις
ναούς.
Είς δε
συνοικισμός εξ 150 περίπου οικογενειών, ο του Αγίου Δημητρίου καλούμενος,
απέχει ημίσειαν σχεδόν ώραν εκ του κυρίου χωρίου. Κατά δε την παραλίαν του
χωρίου, εν τω όρμω του Αγίου Ιωάννου εκτείνεται κοιλάς διαρρεομένη υπό του διαχωρίζοντος
τας δύο χώρας, Κισσόν και Μούρισιν ρεύματος. Ποικίλλεται δε η προμνησθείσα
ωραία και τερπνοτάτη κοιλάς διά πορτακαλλεών, λεμονεών, νεραντζιών και κιτριών,
οι καρποί των οποίων είναι απαράμιλλοι κατά την ογκότητα (!) και την ποιότητα,
μετά των νησιωτικών.
Παρά τω χωρίω απεκαλύφθησαν μεταλλεία προ εξηκονταετίας
αργυρούχου μολύβδου, ούτινος η εκμετάλλευσις εγκατελείφθη, ελλείψει αρκούντων
εκμεταλλευτικών μέσων προ πεντηκονταετίας, ως και τα της Ζαγοράς. Από δε της ενώσεως
της Θεσσαλίας μετά της μητρός Ελλάδος, αποτελεί η κωμόπολις δήμον, μετά του
μικρού γειτονικού χωρίου Ανηλίου.
Ο δε Δ. Κυριαζής
εγκατέλειπε διά διαθήκης του 20.000 δραχμάς, προς διοχέτευσιν ποσίμου ύδατος εις
διαφόρους συνοικίας και εις την κεντρικήν αγοράν. Επειδή όμως μέχρι σήμερον οι
εκτελεσταί της διαθήκης δεν επεχείρησαν την διοχέτευσιν του ύδατος, ανέλαβε την
κατασκευήν ο ζάπλουτος Ι. Τριανταφύλλου, όστις οίδε με οποία κοινωφελή έργα
προτίθεται να προικίση την ιδιαιτέραν του πατρίδα Κισσόν και την πόλιν του
Βόλου, προς διαιώνισιν του ονόματός του και εύρεσιν εργασίας υπό του πτωχού
λαού.
Γίνεται δε
δημοσία πανήγυρις την ημέραν της Αγίας Μαρίνης, εις ην προσέρχονται πολλοί
πανηγυρισταί προς ευωχίαν και απόλαυσιν διασκεδαστικήν, χορεύοντες εν τω
τριημέρω δημοσίω χορώ. Τοιαύτη παρομοία πανήγυρις εγίνετο και κατά την εορτήν
του Αγίου Ευσταθίου, ήτις νυν σχεδόν κατηργήθη. Αλλά και η του Αγίου Ευσταθίου,
ήτις νυν εωρτάζετο πανηγυρικώς εν τω συνοικισμώ του Αγίου Δημητρίου.
Εκ του χωρίου τούτου κατάγονται και οι εν
Καΐρω της Αιγύπτου καπνεργοστασιάρχαι αδελφοί Κυριαζή, Ιωάννης (ο και ιδρυτής),
Επαμεινώνδας και Ευστάθιος, εν τω εργοστασίω των οποίων εργάζονται 500 περίπου
εργάται Έλληνες και ολίγοι αλλοεθνείς.
Οι Κισσιώται
ηκολούθησαν τας εκάστοτε επαναστάσεις και δη την του 1878, έχοντες σωματάρχην
τον Ιωάννην Κόγιανον.
Λειτουργεί
από της ενώσεως της Θεσσαλίας Ειρηνοδικείον επιδικάζον των δήμων Μυρεσίων και Κισσού τας δικαστικάς υποθέσεις.
Επίσης
σχολεία δημόσια αμφοτέρων των φύλων
διτάξια και τριτάξια, ου μην αλλά και Ελληνικόν Σχολείον διτάξιον.
Άνωθεν της η κωμοπόλεως είναι η κοινοτική Μονή του Αγίου
Ευσταθίου και έτι άνωθεν, εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου, περιστοιχούμενον υπό
παλαιοτάτων δρυών και πλατάνων και διαρρεόμενον υπό πηγαίων υδάτων. Εν τη θέσει
ταύτη εξέρχονται συμποσιασταί προς διασκέδασιν, οικογενειακώς έχοντες ως μόνην
τροφήν των τους οπτούς ομηρικούς αμνούς, τυρούς εντοπίους και ως επιδόρπια
διαφόρους νωπάς ή ξηράς οπώρας και δη οίνον μέλανα, άκρατον.
Εν τη
περιγραφομένη κωμοπόλει ήκμασεν ανήρ καλοκάγαθος και πλούσιος, Χατζηγιωργαλάς
καλούμενος (εφάμιλλος του της Μουρήσεως
Λεγαντίνη), όστις όντως ήν πατήρ και προστάτης της των σκουτίων βιομηχανίας. Ως
ο εν Μουρήσει Λεγαντίνης παρεχώρει δάνεια και ευθηνούς τόκους και εχορήγει
μαλλία προς επεξεργασία των σκουτίων εις τους βιομηχάνους, ούτως έπραττεν και ο
αγαθός την καρδίαν Χατζηγεωργαλάς εις τους Κισσιώτας βιομηχάνους. Τούτον
πολλάκις ελήστευσαν οι λησταί, και πολλοί έμποροι Εβραίοι και τραπεζίται της Λαρίσης και Βόλου τον
ελωποδύτησαν δια δολίων πτωχεύσεων και δη ο Λιάος Φαράσης, ο νομιζόμενος
εκατομμυριούχος. Εκαλούντο δε, ο τε Λεγαντίνης και Χαζηγεωργαλάς, πτωχομάννες υπό των κατοίκων των ανατολικών
χωρίων,υφ’ ών δη και ελατρεύοντο.
Παράγει η
κωμόπολις οίνον, γεώμηλα, κεράσια μήλα και κάστανα περίφημα, κουκούλια, σύκα ολίγα
και εσπεριδοειδή άφθονα, έλαιον ολίγον και κρόμμυα προς εμπορίαν. Από ετών δε
πολλών πολλοί εκ πτωχίας απήλθον εις Αίγυπτον, ένθα επλούτισαν και, κατ’
ακολουθίαν, δια του εισαγομένου ξένου χρήματος εν ταις οικογενείαις προς
διατροφήν, εμετριάσθη η μαστίζουσα πτωχία
τους κατοίκους. Πρότερον, ως ερρήθη υπήρχον οίκοι εμπορικοί, του Μπαρώνη, του Χαντζιάκου, του Ν. Αντωνοπούλου, του Γ. και Ιωάννου Κόγια,
του Βέργου και Σάββα Βεργοπούλου και τινές, οίτινες εσίτιζον τους εν ταις
εργασίαις των εργαζομένους.
Σήμερον ο
Κισσός δύναται να καυχηθή δια το πλουσιώτατον τέκνον του Ι. Τριανταφύλλου έχον
15.000.000 χρυσών φράγκων θετικήν, περιουσίαν εις γαίας 8.000 φεδανίων
αρδευσίμων εν τη επαρχία Ζαγαζικίου (αρχαία Βουβάστρει) της Αιγύπτου, αίτινες
τις οίδεν, οπόσα εκατομμύρια φράγκων θα εκτιμηθώσι μετ’ ολίγον χρονικόν
διάστημα. Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, ών ήδη πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητος
Ζαγαζικίου, εμφορείται υπό πνεύματος προοδευτικού και κατ’ ακολουθίαν μεγάλως
θέλει ευεργετήσει την ελληνικήν παροικίαν. Πλην, αλλά την κωμόπολιν αυτού, εις
ήν είδε το φως του ηλίου και ανετράφη, δέον να προικίση δι’ ενός τεχνουργικού
εργαστηρίου αμφοτέρων των φύλων υδατοκινουμένου και καλώς ωργανωμένου υπό
Άγγλου βιομηχάνου προς διαιώνισιν του ονόματός του και σωτηρίαν των πτωχών
οικογενειών, νυν μάλοιστα ότε πρόκειται να κατασκευασθή ο από Μηλεών μέχρι
Ζαγοράς σιδηρόδρομος. Ο Ι. Τριανταφύλλου κατασκευάζει, το υδραγωγείον προς
άρδευσιν των κήπων και πόσιν.
Αλλά και τα
άλλα πλούσια τέκνα του Κισσού Ιωάννης Κυριαζής και οι αδελφοί αυτού Επαμεινώνδας
και Ευστάθιος πολλά τα’ αγαθά δύνανται να πράξωσιν εν τη γενετείρα των πατρίδι.
Υπήρξαν όμως
και πρότερον άνδρες μεγάθυμοι εν Κισσώ ως και η οικογένεια Σακελλίωνος, ήτις
πολυειδώς και ποικοιλοτρόπως εξυπηρέτησε της χώρας τα συμφέροντα. Ο δε πατήρ
του Δημητρίου Σακελλαριάδου ιερεύς Γεώργιος είχε συνδεθή δια στενής φιλίας μετά
του Ρήγα, καθ’ όν χρόνον ούτος ήν διδάσκαλος,β ραδύτερον εμύησεν αυτόν εκ
Βλαχίας μάλλον ή εκ Βιέννης ως και άλλους προύχοντας της Ζαγοράς. Ο περί ού ο
λόγος Γεώργιος εκαλείτο Σακελλίων και ουχί Σακελλάριος, διότι το εκκλησιαστικόν
οφφίκιον του σακελλαρίου ήτο ιδιαίτερον του σακελλίωνος και δη ανώτερον κατά
μίαν βαθμίδα. Αποθανών ο υιός του Δημήτριος τω 1886 εν ηλικία σεβαστή,
ηκούσαμεν αυτόν διηγούμενον όσα εν τω περί καταγωγής και γεννήσεως του Ρήγα
εγράψαμεν εξ αφηγήσεως του συγγενούς του Δ, Σγατζούρη, άτινα προσεπεκύρει κατά
γραμμήν, διότι και ούτος ήν άποικος εξ Αγράφων , και κατ’ ακολουθίαν, γνώστης
της οικογενείας Κ. Τρανού και Κυριαζή Αντωνίου ή Κουκουζέλη, πατρός του Ρήγα.
Απελθούσα εξ Αγράφων η οικογένειά των, διότι ο Αλή Πασσάς εζητήσατο την σύζυγον
του πατρός του Γεωργίου ιερέως Χρυσάνθου ως παλλακήν του, κατώκησε εν Κισσώ τω
1770, ένθα απεκατέστη διαρκώς διαμείνασα μέχρι σήμερον. Διερχομένη η οικογένεια
του πατρός του Γεωργίου ιερέως Χρυσάνθου, νύκτωρ πάντοτε τας ατραπούς και τα
δάση και τας κλιτύας των Καμβουνίων (Χασίων) ορέων, απεβίωσεν η ωραία γυνή του
γέροντος λευίτου ήν ενταφίασαν εκεί που, ως μαρτύριον της θηριωδίας του
βαρβάρου σατράπου. Ο πατήρ του Γεωργίου Χρυσάνθος, ήν ιερεύς λόγιος και
τιμητικώς έφερεν τον τίτλον του σακελλίωνος, ήτο δε διδάσκαλος εν Αγράφοις και
συγγραφεύς παραφράσεως του Ευριπίδους εις ρυθμικούς στίχους κατά το νεώτερον ιδίωμα, όπερ χειρόγραφον εκλάπη εκ της βιβλιοθήκης του
Γ, Σακελλαριάδου τω 1875 (όρα Ν. Σταυρίδου πραγματείαν εν εφημερίδι «Τύπος»
1903, αριθμ. 366).
Εν έτει 1772
γενόμενος ιερεύς ο ευπαίδευτος υιός του Χρύσανθου Γεώργιος διήγεν εν αρετή ως
ιερεύς και διάδοχος του Ρήγα διδάσκαλος τω 1776,ότε ο Ρήγας απήλθεν εις
Αμπελάκια τω αυτώ έτει προς εξακολούθησιν των σπουδών του εν ηλικία 19 ετών. Τω
δε 1814, διευθύνων τα της Φιλικής Εταιρείας ο εκ Κισσού καταγόμενος αοίδιμος
Μητροπολίτης Δημητριάδος Θεόκλητος, εμύησεν εις τα της Φιλικής Εταρείας
μυστήρια τον ιερέα Γεώργιον Σακελλίωνα, όν βραδύτερον έπεμψεν εις Κυδωνίας της
Μικράς Ασίας ως διδάσκαλον μεν, αλλά και προς διάδοσιν της μεγάλης περί
εξεγέρσεως ιδέας. Προδοθείς όμως
κατείρχθη μετ’ άλλων συνεργών του προυχόντων Κυδωνιέων, οίτινες απεφυλακίσθησαν
δια μεγάλων δωροδοκιών, ότε μετά δεκατριετή διαμονήν και ευδόκιμον ηθικήν και
εθνικήν εργασίαν, απήλθεν οίκαδε φέρων τον υιόν του Δημήτριον και πολλά της
Φιλικής Εταρείας έγγραφα , άτινα τη συμβουλή του φίλου του Κ. Τσοποτού,
κατέστρεψεν ίνα μην προδοθή και πάθη τα έσχατα (όρα Ν. Σταυρίδου πραγματείαν εν
εφημερίδι «Τύπω» 1893, αριθμ. 367).
Εν τη
περιγραφομένη
κωμοπόλει εδίδαξεν ο πρωτομάρτυς Ρήγας ο Φεραίος ως διδάσκαλος επί δύο έτη και
κατά τίνας τέσσαρα. Ο εθνομάρτυς της Παλιγγενεσίας Ρήγας ο Φεραίος είχε γράψει
εν τοις βημοθύροις του ναού
Αγίας Μαρίνης ιδιοχείρως τάσδε τας χρονογραφικάς λέξεις: «Έπεσε χιών πολλά και
λύκοι ήλθον εις την κώμην, εις το ψωμί είναι ακρίβεια, 1771 Νοεμβρίου 9. Ρήγας
Βελεστινλής». Tην χρονογραφικήν ταύτην είδησιν και την υπογραφήν του Ρήγα
απείλειψεν ο Ευστάθιος Ιωαννίδης, κατά την μαρτυρίαν του Γ. Κιαράνη, τω 1867.
Είναι
αξιοπαρατήρητον φαινόμενον η των κατοίκων διαύγεια του πνεύματος και η παρατηρητικότης επί παντός
πράγματος και δη επί της πολιτικής πορείας των πολιτευομένων. Είναι γνωστόν ότι καλλιέργεια του μεταξοσκώληκος επανελήφθη και ενταύθα, ως εις πάντα τα χωρία,
προνοία κυβερνητική χάρις εις την των Γεωργικών Σχολών και Σταθμών, οι μαθηταί
των οποίων τα μάλιστα συνετέλεσαν και συντελούσιν εις την πρόοδον της γεωργίας, της διατροφής
μεταξοσκώληκος και της του μεταξοσπόρου καλλιεργείας και εκλογής.
Τόδε το άσμα
ηκούσαμεν αδόμενον υπό νεανιών χορευόντων, ων η παρουσία τα μάλιστα συνέτεινεν
εις τον πανηγυρισμόν της ημέρας της Αγίας Μαρίνης εν τω δήμω Κισσού:
Πάρε, Μαριώ
μ’, τη ρόκα σου
κι έλα το φράχτη φράχτη
βάσανα πούχ’
η αγάπη.
Κι αν σε
ρωτήσ’ η μάννα σου
τι τόκανες
τ’ αδράχτι
πές, πως
σούπεσε στο φράχτη.
Μαριώ μ’,
σαν πας στην εκκλησιά
προσκύνα και για μένα
αγαπώ Μαριώ
μ’, εσένα
να λιώσουνε τα κρίματα
πούχωμε
καμωμένα.
Έτερον
αδόμενον υπό νεανίδων:
Της Αγιάς
Μαρίνας σύκο
και του
Αηλιά σταφύλι,
και του
Αγίου Παντελεήμων
κίνησε με το
κοφίνι.
Η Αγιά
Μαρίνα κίν’σε
για σταφύλια
και για σύκα
κι Άης Λιας
της δίν’ στο χέρι
κοφινάκι και
μαχαίρι.
Βγήκε κι
Αγιά Παρασκευή
στο δρόμο
και της λέει:
-Ώρα καλή
Μαρίνα μου,
και σαν
ερθής το βράδυ,
φέρε μας
σύκα τροφαντά
μεγάλα και
μελάτα
σταφύλια
δροσερά πολλά
και νάναι αυγουλάτα.
Τα δημώδη άσματα των χωρίων του Πηλίου, της Όσσης και τινών πεδινών και
ορεινών κωμών της Όθρυος όζουσι θρησκευτισμού. Το τοιούτον συμβαίνει διότι αι
κώμαι είναι ωκοδομημέναι πλησίον μονών, όπερ φαινόμενον πιστοποιεί την
καθολικήν γνώμην περί της ιδρύσεως αυτών ο πρώτον υπό των κολλήγων των
μοναστηρίων. Και όντως μεγίστη διαφορά υπάρχει μεταξύ των χορικών τραγωδιών των
πεδινών χωρίων της Θεσσαλίας και των κωμών του Πηλίου, της Όσσης και της
Όθρυος, ου μην αλλά και μεταξύ των χωρίων του Ολύμπου, των Καμβουνίων
ορέων(Χασίων) και της Πίνδου. Διότι εν
τοις όρεσι τούτοις, καίτοι υπάρχουσι ισάριθμοι και πλειότεραι μοναί, ουχ ήττον
όμως δεν επέδρασε ο θρησκευτισμός, συνεπεία της των αρματωλικών σωμάτων
παραμονής και της επικοινωνίας των λαών μετά των αρματωλών, μεθ’ ων οιονεί
συνεδέοντο διά φιλίας και γάμων.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου