Μια ποιητική συλλογή του δημοσιογράφου
& ποιητή Ανδρέα Αρνάκη
Τα Λεχώνια πάντα ήταν ένας
μαγνήτης, που τραβούσαν στα εύφορα και φιλόξενα χώματά τους πολλούς ανθρώπους
από τα γύρω χωριά, από τη θεσσαλική ενδοχώρα κι απ’ αλλού. Ανάμεσα σ’ αυτούς
τους «πολλούς» (που απασχολούνταν κι απασχολούνται σ’ όλων των ειδών τις
εργασίες) υπάρχουν και αρκετοί άνθρωποι του πνεύματος, των επιστημών και της
τέχνης.
Ένας απ’ αυτούς είναι και ο βραβευμένος παλαίμαχος δημοσιογράφος Ανδρέας Αρνάκης, που από χρόνια επιστρέφοντας απ’ τα ξένα, εγκαταστάθηκε με
την οικογένειά του εδώ, στον τόπο καταγωγής της συμβίας του και ασχολείται με το γράψιμο και την ποίηση.
Πριν πέντε χρόνια
κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα άγουρα βερίκοκα». Είναι ένα
όμορφο –έξω και μέσα- βιβλίο κι όπως είπε και ο Κ. Λιάπης στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της
12-5-2013, που παρουσίασε τη συλλογή περιέχει «μια ώριμη ποίηση».
[…] Ένα βιβλίο μεστό, απλό,
μα τόσο καλαίσθητο που και η όψη του σε συγκινεί, έτσι απέριττα διακοσμημένο με
σχέδια σα σκιές του Γιάννη Πούλιου, και με περιεχόμενο αυστηρά επιλεγμένο από
πακτωλό υλικού. Μια ποιητική συλλογή με παρόν, παρελθόν και μέλλον, έτσι που
είναι καταταγμένο χρονολογικά ανάποδα, ακολουθώντας τη ροή της μνήμης:
2009-1998, 1997-1991, 1990-1981, 1980-1973. Ένα αγνό βιβλίο του ύψους και του
βάθους. […] γράφει η Νίκη Eideneier παρουσιάζοντάς το στο diastixo.gr
Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο
ποίημα «Τα άγουρα βερίκοκα» της σελίδας 119 κι ας ωρίμασαν κι αυτά όπως τα
αγόρια της αδελφικής παρέας που μεγάλωσαν, μέστωσαν και πήρε ο καθένας το δρόμο
του στη ζωή…
Εμείς, ας απολαύσουμε «τα
άγουρα βερίκοκα» που σίγουρα… ωριμάζουν!
Στη συλλογή επίσης
υπάρχουν τρία ποιήματα που αναφέρονται στο Πήλιο:
1. Είδα το Γέροντα Χριστό
Το Πήλιο αχιόνιστο
Και το κεφαλοχώρι στο πλατύσκαλό του
Δείχνει απρόσφορο για τη γιορτή της περισυλλογής.
Κάτω απ’ τον πλάτανο της άβολης πλατείας
Λάμπουν απορημένα φεγγαράκια,
Τα μάτια του μωρού που έμεινε μονάχο.
Το ‘χε ξεχάσει, αχρείαστο στολίδι,
Η εν συγχύσει μάνα του, την ώρα
Που έδινε τη μάχη για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Είδα τον Γέροντα Χριστό να το χαϊδεύει.
Μικρέ μου φίλε, του ‘λεγε, μην κλαις,
Χριστούγεννα είναι, θα περάσουν.
Μεθαύριο ο κόσμος θα είναι ο παλιός.
Το φύλλο που έστεκε κορώνα
Στο νεαρό πλατάνι της Αφήσσου
Κόπηκε ξαφνικά απ' το κλαδί
Καθώς το χάιδευε η θλιμμένη μου ψυχή.
Δεν άντεχα να βλέπω με τι τρόμο κι αγωνία
Πάσχιζε στον αέρα ν' αποφύγει το μοιραίο.
Το κοίταξα όταν πια όλα είχαν τελειώσει.
Στα βρώμικα νερά της καλοκαιρινής βροχής
Κείτονταν ήσυχα πνιγμένο,
Ωσάν ποτέ να μην υπήρξε.
Το νεαρό πλατάνι της Αφήσσου
Είχε για πάντα πάρει θλίψη
Απ' το φθινόπωρο του πρόωρου χωρισμού.
3. Βροχερό απόγευμα
Βρέχει και πάλι στη Φραγκφούρτη.
Μου λείπει το Πήλιο παντού.
Ας ήταν δυο σταγόνες,
Τούτο το βροχερό απόγευμα,
Να με έβρισκαν στα μάτια
Σίγουρα θα το ένοιωθα
Πως μου τις έστειλες εσύ.
Αν πάλι δεν συμβεί το θαύμα,
Ας γίνει κάτι, στον έρωτα φυσιολογικό.
Στρέψε το βλέμμα σου όταν θα είσαι μόνη
Στα δυο αστέρια που σου χάρισα στο Χορευτό.
Οι δυο σταγόνες που θα βρέξουνε τα μάτια,
Μη φανταστείς ούτε λεπτό
Πως είναι από το κύμα του Αιγαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου