Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...
(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011
Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011
Έθιμα Δωδεκαήμερου ( Β΄)
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Παραμονή:
1. Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα. Ήταν το «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά». Τα ίδια όπως τα ξέρουμε και σήμερα.
1. Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα. Ήταν το «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά». Τα ίδια όπως τα ξέρουμε και σήμερα.
2. Οι γυναίκες το πρωί ζύμωναν τη «Βασ’λόκ’λουρα». Ήταν ψωμί κανονικό που το κεντούσαν με το πιρούνι και μέσα έβαζαν σε διάφορα σημεία της στρογγυλής κουλούρας κομματάκια από άχυρο, ελιά, πουρνάρι, αμπέλι. Έβαζαν και το νόμισμα «τουν παρά», ανάλογα με την ευμάρεια του κάθε σπιτιού. Από πάνω το άλειφαν με κρόκο αυγού ή λάδι για να «γυαλίσ’». Το αλεύρι ήταν από τη σοδειά εκείνης της χρονιάς.
3. Έσφαζαν την κότα , τη ζεμάτιζαν και τη μαδούσαν. Τη γέμιζαν με ψημένα κάστανα, καρύδια, τα εντόσθια της κότας, λίγο ρύζι και τα τσιγάριζαν όλα μαζί. Τη ράβανε με κλωστή και την έβραζαν. ‘Έτσι περίμενε έτοιμη ως ανήμερα το πρωί που έβαζαν ρύζι και έφτιαχναν την κοτόσουπα. Γνωστή είναι η φράση: Σουπίτσα μι(ε) την κουτίτσα που τρώνι(ε) του Χριστού.
4. Το βράδυ οι μεγάλοι έπαιζαν χαρτιά (31), σφουρλάκι (πάρτα όλα). Οι μικρότεροι έπαιζαν με κέρματα -συνήθως δεκάρες- στριφτό (κορώνα-γράμματα). Περίμεναν να χτυπήσουν οι καμπάνες που δήλωναν την αρχή και υποδοχή νέου του χρόνου. Οι χωριάτες τουφεκούσανε με τον ερχομό του Νέου χρόνου για να «βασιλέψουν» τα όπλα τους.
Μετά πήγαιναν για ύπνο, αφού το πρωί τους περίμενε η εκκλησία.
Μετά πήγαιναν για ύπνο, αφού το πρωί τους περίμενε η εκκλησία.
5. Επίσης το βράδυ γινότανε από το νοικοκύρη του κάθε σπιτιού το «πάντριμα τ’ς φουτιάς». Έπαιρνε δυο ξύλα από θηλυκά -κάρπιμα δέντρα (κερασιά, αχλαδιά, ελιά κ.ά.) και δυο ξύλα από αρσενικά -δέντρα του δάσους (πλάτανο, πουρνάρι, αρπάκι κ,ά) και τα έβαζε στο τζάκι. Από κάτω έβαζε το θηλυκό και από πάνω το αρσενικό και τα «πάντριυει». Τη στάχτη πάλι, τη σκορπούσε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού για να γίνει εμπόδιο στην είσοδο των μυρμηγκιών το καλοκαίρι.
Ανήμερα:
1. Το φίλεμα της βρύσης: Μόλις ξημέρωνε πήγαινε κάποιος απ’ το σπίτι και «φίλευε» τη βρύση (για ευχαριστία που δίνει νερό). Έπρεπε να πάει πριν προλάβει άλλος γείτονας. Έριχνε στη βρύση πεντάρες, ρύζι, σιτάρι ή καλαμπόκι.
2. Το ποδαρικό: Ένα μικρό παιδί πήγαινε πρωί-πρωί πριν από άλλον/η στο σπίτι όπου υπήρχε νέος ή κοπέλα της παντρειάς. Στην κοπέλα πήγαινε αγόρι και στο νεαρό κορίτσι και «έκανι πουδαρ’κό». Ευχόταν «Καλή χρουνιά κι φέτου διπλή/ός». Οι σπιτικοί φίλευαν το παιδί.
3.Το σπάσιμο του ροδιού: Ο γεροντότερος του σπιτιού έριχνε ένα «ρόιδου» με δύναμη μέσα από την «γκλαβανή» στο «κατώι» για να υπάρχει αφθονία καρπών το Νέο χρόνο, όπως το πλήθος των σποριών του ροδιού.
4.Η πέτρα: Πριν ξεκινήσουν για την πρωτοχρονιάτικη λειτουργία, έριχναν «κάτ’ απ’ του κριβάτ’» μια πέτρα για να είναι όλοι υγιείς. «Γιροί στου σπίτ’» όπως η πέτρα.
5.Μετά τη λειτουργία και τη δοξολογία στο Ναό η οικογένεια καθόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι. «Ι γιρουντότιρους» παππούς ή πατέρας έκοβε τη «Βασ’λόκ’λουρα». Τα πρώτα κομμάτια ήταν «τ’ Αγίου κι τ’ σπιτχιού» αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα μοιράζονταν σύμφωνα με την αρχαιότητα των σπιτικών έπειτα από «μετάνοια» που έβαζαν στον παππού ή πατέρα.
Όποιος/α εύρισκε το φλουρί«τουν παρά», ήταν ο ταμίας, ο πλουσιότερος. Όποιος/α εύρισκε «του πουρνάρι» θα «έκουβι κλαδί για τα πράματα ούλουν του χρόνου» ή θα γινόταν «τσιουμπάνους». Όποιος/α εύρισκε «του κλήμα» θα «φρόντ’ζει τ’ αμπ΄λι κι θα ήπ’νι(ε) κρασί». Όποιος/α την ελιά «θα φρόντ’ζ' τ’ς ελιές κι θα ήταν ηυτυχής» Όποιος/α εύρισκε το άχυρο «θα φρόντ’ζ' τα πράματα».
6.Τη μέρα αυτή δεν έπρεπε κάποιος μικρός/η να «φάει ξύλου απού μιγαλύτιρουν» γιατί θα τον έδερναν όλο το χρόνο.
7.Όταν έτρωγαν την κότα κοίταζαν «του καράβ’ τ’ς» κι έκαναν προβλέψεις. Έτσι αν ήταν τρύπιο θα πέθαινε κάποιος από το σπίτι τη χρονιά αυτή. Αν ήταν γεμάτο ή άδειο (σκούρο ή ανοιχτόχρωμο) αντίστοιχα θα ήταν και το σπίτι αγαθά.
8.Όταν τελείωναν το φαγητό πήγαιναν στα «πράματα κι τα κιρνούσαν» Τους έδιναν ψωμιά ή γλυκά.
9.Το απόγευμα έφτιαχναν κούνιες στην πλατεία ή αλλού και κουνιόντουσαν τα κορίτσια. Εκεί βέβαια, πήγαιναν και τ΄ αγόρια.
Και κάτι νεότερο: Μια συνταγή βασιλόπιτας του 1936
3.Το σπάσιμο του ροδιού: Ο γεροντότερος του σπιτιού έριχνε ένα «ρόιδου» με δύναμη μέσα από την «γκλαβανή» στο «κατώι» για να υπάρχει αφθονία καρπών το Νέο χρόνο, όπως το πλήθος των σποριών του ροδιού.
4.Η πέτρα: Πριν ξεκινήσουν για την πρωτοχρονιάτικη λειτουργία, έριχναν «κάτ’ απ’ του κριβάτ’» μια πέτρα για να είναι όλοι υγιείς. «Γιροί στου σπίτ’» όπως η πέτρα.
5.Μετά τη λειτουργία και τη δοξολογία στο Ναό η οικογένεια καθόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι. «Ι γιρουντότιρους» παππούς ή πατέρας έκοβε τη «Βασ’λόκ’λουρα». Τα πρώτα κομμάτια ήταν «τ’ Αγίου κι τ’ σπιτχιού» αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα μοιράζονταν σύμφωνα με την αρχαιότητα των σπιτικών έπειτα από «μετάνοια» που έβαζαν στον παππού ή πατέρα.
Όποιος/α εύρισκε το φλουρί«τουν παρά», ήταν ο ταμίας, ο πλουσιότερος. Όποιος/α εύρισκε «του πουρνάρι» θα «έκουβι κλαδί για τα πράματα ούλουν του χρόνου» ή θα γινόταν «τσιουμπάνους». Όποιος/α εύρισκε «του κλήμα» θα «φρόντ’ζει τ’ αμπ΄λι κι θα ήπ’νι(ε) κρασί». Όποιος/α την ελιά «θα φρόντ’ζ' τ’ς ελιές κι θα ήταν ηυτυχής» Όποιος/α εύρισκε το άχυρο «θα φρόντ’ζ' τα πράματα».
6.Τη μέρα αυτή δεν έπρεπε κάποιος μικρός/η να «φάει ξύλου απού μιγαλύτιρουν» γιατί θα τον έδερναν όλο το χρόνο.
7.Όταν έτρωγαν την κότα κοίταζαν «του καράβ’ τ’ς» κι έκαναν προβλέψεις. Έτσι αν ήταν τρύπιο θα πέθαινε κάποιος από το σπίτι τη χρονιά αυτή. Αν ήταν γεμάτο ή άδειο (σκούρο ή ανοιχτόχρωμο) αντίστοιχα θα ήταν και το σπίτι αγαθά.
8.Όταν τελείωναν το φαγητό πήγαιναν στα «πράματα κι τα κιρνούσαν» Τους έδιναν ψωμιά ή γλυκά.
9.Το απόγευμα έφτιαχναν κούνιες στην πλατεία ή αλλού και κουνιόντουσαν τα κορίτσια. Εκεί βέβαια, πήγαιναν και τ΄ αγόρια.
Και κάτι νεότερο: Μια συνταγή βασιλόπιτας του 1936
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011
Χριστούγεννα 1894
Απόκομμα της βολιώτικης εφημερίδας "ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΞΩ ΕΛΛΗΝΩΝ" της 24ης Δεκεμβρίου 1894 |
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Γ Ε Ν Ν Α Τ Α Ι
Χρυσῆ λαμπὰς προβάλλουσα ἀστέρος φωτοβόλου,
Ῥίπτει τὸ φῶς τῆς ἄπλετον ἐπὶ τοῦ κόσμου ὅλου
Ἰδίως φαεινότερον τὴν Βηθλεὲμ φωτίζει,
Σκορπίζουσα ἀδάμαντας ἐνῶ τὴν ἀντικρύζει.
Τοὺς μάγους τὰ’ ἄστρον ὁδηγεῖ εἰς πόλιν τὴν Ἁγίαν,
Ὅπου ἐλθόντες γέννησιν διαλαλοῦσιν θείαν,
Σωτῆρος ἅμα καὶ Θεοῦ προσφέρουσιν λατρείαν.
Γέννησιν θείαν ὁ ἀστὴρ ἐσήμαινεν ἐκεῖνος.
Ἐν Βηθλεὲμ ἡ γέννησις, ἐν Βηθλεὲμ πλὴν θρῆνος!
Ναί, ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς τοῦ κόσμου ὁ δεσπότης,
Ναί, ἐδοξάσθη ὁ Θεὸς κι ἐσὼθ’ ἡ ἀνθρωπότης.
Ἀλλ’ ὁ Ἡρῴδης τὴν σφαγὴν ἐκείνου διατάσσει,
Τὰ νήπια φονεύονται ἐν Βηθλεὲμ ἁπάσῃ,
Ἀλλ’ ὅμως οὗτος σῴζεται ὁ τὴν ζωὴν παρέχων,
Ἰσχὺν καὶ θείαν δύναμιν ἐπὶ τῶν πάντων ἔχων.
Τουρκοκατοικημένα Λεχώνια
Ο Γερμανός ιστορικός Georg Gottfried Gervinus -Γ.Γ.Γερβίνος- (1805-71) έγραψε την "Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος". Την μετέφρασε απ' το πρωτότυπο ο Ιωάννης Η. Περβανόγλου και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1865. Στον Α΄τόμο και στη σελίδα 77 αναφέρεται στην επαρχία Ζαγορά-Πηλίου και στα Τουρκοκρατούμενα τότε Λεχώνια.
Επίσης ο Φιλήμονας στο βιβλίο του "Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως" γράφει:
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011
Έθιμα Δωδεκάημερου (Α΄)
[Δωδεκαήμερο (Δουδεκάημερου) είναι η γιορταστική περίοδος από την ημέρα των Χριστουγέννων ως και την παραμονή των Θεοφανείων]
Έθιμα Χριστουγέννων στα Λεχώνια του παλιού καιρού
Παραμονές:
Οι ενήλικες:
1.Καθαρισμός, καλλωπισμός του σπιτιού (σκούπ’σμα, «γαλάκτ’σμα» τζακιού)
2. Φροντίδα για τροφή των ζώων ( κόψ’μο κλαδιού)
3. Ζύμωμα ψωμιού και τσουρεκιού που «του πήγιναν του βράδ’ στ’ γουνείς τ’ ζηυγαριού» (Χριστόψωμο στο Πήλιο δεν έφτιαχναν)
4. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν γλυκά (λαλαγγίτες, σιδεράκια, φουσκάκια). Τα πασπάλιζαν κανέλα, μέλι και κοπανισμένα καρύδια.
5. Άναμμα καντηλιών στους τάφους των νεκρών.
6. Σφάξιμο κότας ή άλλου πουλερικού. Επίσης σφάξιμο γουρουνιού-όσοι είχαν- τεμαχισμός και μοίρασμα ή ανταλλαγή με συγγενείς και μ’ αυτούς που δεν είχαν εκθρέψει δικό τους. Η ανταλλαγή γινόταν με άλλο είδος ή χρήματα.
Τα παιδιά:
Έλεγαν πρωί πρωί τα κάλαντα στα σπίτια του χωριού και τα φίλευαν (δεκάρες, καρύδια, φρούτα και σύκα). Πήγαιναν στα σπίτια, άνοιγαν «του πουρτέλι» της αυλής και φώναζαν «Θεια να τραγ’δήσουμι;» Η νοικοκυρά που βρισκόταν σίγουρα στο σπίτι απαντούσε: « Τραγ’δήστι!»
Το τραγούδι των μικρών ήταν:
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα / πρώτη γιορτή του χρόνου
Βγιέστε βγιέστε μάθετε / πως ο Χριστός γεννάται
Γεννάται και βαφτίζεται / στους ουρανούς επάνω.
Το μέλι τρων οι άρχοντες / το γάλα οι αφεντάδες
Κι τα κηρουστάλάγματα / στον Άγιο Κωνσταντίνο»
Το τραγούδι των μεγαλύτερων παιδιών ήταν το γνωστό:
« Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννησιν να μπω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσιν το Δόξα εν υψίστοις,
Και τούτο άξιον εστίν η των ποιμένων πίστις
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
Άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα,
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσιν
Πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν’ να τον ευρώσι.
Κρατεί τους μάγους και ρωτά / πού ο Χριστός γεννάται
Χριστού τη Θεία γέννησιν να μπω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσιν το Δόξα εν υψίστοις,
Και τούτο άξιον εστίν η των ποιμένων πίστις
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
Άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα,
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσιν
Πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν’ να τον ευρώσι.
Κρατεί τους μάγους και ρωτά / πού ο Χριστός γεννάται
εν Βηθλεέμ ηξεύρομεν / κι η ‘πιγραφή διηγάται
τους είπε να υπάγουσιν / ώσπου να τον ευρώσιν
να τον επροσκυνήσωσι / να παν να του ειπώσι
όπως υπάγη και αυτός / να τον επροσκυνήση
με όσο δόλο το θεό / για νατον αφανίση...»
Κοινωνικές προλήψεις - δεισιδαιμονίες:
Κοινωνικές προλήψεις - δεισιδαιμονίες:
1. Πίστευαν πως τις μέρες αυτές «του Δουδεκάημερου, έρχουντι τα καρκατζούλια». Ήταν οι διαβολόμορφοι καλικάντζαροι που «μαγάρ’ζανει» το νερό που έμεινε στα κανάτια το βράδυ κι δεν έπρεπε να νιφτείς μ’ αυτό. Έπρεπε να καίνε «παλιουπάπ’τσα στ’ φουτιά για να φηύγνει».
2. Έβαζαν στο τζάκι ένα μεγάλο «κουτσιμπάνι κούρβουλου»(=κούτσουρο στραβόξυλο), όρθιο που έκαιγε λίγο-λίγο όλο «του Δουδεκάημερου, για να μην κατιβολυνι απ’ του μπουχαρί τα καρκατζούλια κι μας μαγαρίσ’νει. Ήταν «του στήριγμα τ’ σπιτχιού». Τη στάχτη του δεν την πετούσαν. Την κράταγαν ως τα Φώτα.
Ανήμερα των Χριστουγέννων:
Μετά την λειτουργία των Χριστουγέννων γύριζαν όλοι στο σπίτι. Ανταλλάσσανε τις ευχές τους και καθόταν στο τραπέζι. Αρχικά τρώγανε σούπα από κότα που είχαν γεμίσει με κάστανα, καρύδια και ρύζι. Μετά ψήνανε στο τζάκι χοιρινό κρέας και τρωγοπίνανε όλη την ημέρα. Το τραπέζι δεν το σηκώνανε, ούτε και συγυρίζανε το σπίτι. Για βραδινό φτιάχνανε κρέας πιλάφι ή κρεατόσουπα.
Στα παλιότερα χρόνια βράζανε κρέας με πληγούρι και το μοιράζανε στους φτωχούς του χωριού.
26 Δεκεμβρίου –Σύναξη της Παναγίας:
Τη δεύτερη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Τη μέρα αυτή γιόρταζαν οι Μαρίες. Οι Μαρίες που «δέχονταν» έβγαιναν στη λειτουργία. Εκεί τις έβλεπαν οι άλλοι/ες συγχωριανοί/ές τις εύχονταν κι αυτές τους/τις καλούσαν στο σπίτι τους. Αν για κάποιο λόγο δε «δεχόντουσαν», δεν πήγαινε κάποιος/α στο σπίτι για ευχές.(Αυτό γινόταν σε όλες τις ονομαστικές γιορτές αντρών και γυναικών. Ήταν ένας τρόπος να γνωρίζουν οι συγχωριανοί το ποιος/α γιορτάζει).
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011
...ἀρχαία ἐπιτύμβιος πλὰξ
Εφημερίδα "Το Άστυ" - 1 Μαΐου 1899 - αρ. φύλλου 3039 - σελίδα 2
ΕΥΡΕΣΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ ΕΙΣ ΛΕΧΩΝΙΑ
Παρὰ τὴν ἀγορὰν τῶν Ἄνω Λεχωνίων εἰς θέσιν ἔνθα ὑπῆρχεν ὁ ἠρειπωμένος ναὸς
τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εὑρέθη ἀρχαία ἐπιτύμβιος πλὰξ πρὸ ἓξ ἐτῶν. Ἐπὶ τῆς πλακὸς
ταύτης ὑπάρχει γεγλυμμένη εἰκὼν κυνηγοῦ ροπαλοφόρου ἔχοντος παρ’ αὐτῷ τὸν
μικρὸν παῖδα καὶ τὸν κυνηγετικὸν κύνα, ἔμπροσθεν δὲ δορκάδα.
Ὁ χρόνος ἔχει σπουδαίως ἐπιδράσει ἐπὶ τοῦ ἀναγλύφου, ἀλλὰ καὶ ἤδη εὐκρινῶς
διακρίνεται ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκὼν τοῦ κυνηγοῦ, οὗτινος τὸ πρόσωπον ἔχει τελείως
ἀποξεσθῆ. Ἡ πλὰξ ἔχει σχῆμα τετραγώνου ἔχοντος ἄνωθεν ἀέτειον εἰς τὴν βάσιν τοῦ
ὁποίου ἀναγνώσκεται τὸ ἐπίγραμμα: «Πρωτόδωρος Πρωταγόρου Ἥρως», ἔχει δὲ
ἑκατέρωθεν καὶ παραστάδας. Ἐκ τούτων εἰκάζεται, ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν 4ην
ἑκατονταετηρίδα πρὸ Χριστοῦ.
Ἡ πλὰξ ἐκ τῶν ἀχουρίων εἰς ἃ ἦτο ἐρριμμένη μετεφέρθη εἰς Βόλον καὶ παρεδόθη εἰς
τὸν κ. γυμνασιάρχην διὰ τὸ ἐν Βόλῳ συσταθησόμενον Μουσεῖον τῶν ἀρχαιοτήτων.
Ἐκτὸς τῆς πλακὸς ταύτης καὶ ἑτέρα εὑρίσκεται ἐν τῷ δημαρχείῳ Λεχωνίων ἔχουσα
γεγλυμμένον βωμόν. Ἡ πλὰξ αὕτη εἶνε ἐξαιρετικῆς τέχνης κατὰ τὸν ἰδόντα αὐτὴν
Γερμανὸν ἀρχαιολόγον Κέρν.
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
Τὸ ὡραῖον Πήλιον
Μια όμορφη "ταξιδιωτική εικόνα" του Πηλίου στη γλώσσα της εποχής,
από την αθηναϊκή εφημερίδα ΕΣΤΙΑ της 25ης Ιουλίου 1895. (Αρ. φύλλου 145, Σελιδες 1&2)
Είναι κείμενο του Κωστή Δημ. Τοπάλη συνιδρυτή της εφημερίδας.
Είναι κείμενο του Κωστή Δημ. Τοπάλη συνιδρυτή της εφημερίδας.
ΤΟ ΠΗΛΙΟΝ
Ἀνέλθωμεν ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς αὐτοῦ κορυφῆς, παρὰ τὰς κρυσταλλίνας πηγὰς καὶ τὰς
χλοερὰς κοιλάδας, ὅπου καὶ ὁ μᾶλλον ἀδιάφορος θεατὴς μεταβάλλεται εἰς
ἐνθουσιώδη λάτρην τῆς μαγευτικῆς ἐκείνης φύσεως! Ψυχρὰ καὶ μυροβόλος ἡ αὔρα
τῆς πρωίας διερχομένη διὰ τῶν δροσολούστων ὀξυῶν, φθάνει ἀσθενὴς μέχρι τοῦ
ἀκροτάτου βράχου τοῦ Πηλίου, πέριξ τοῦ ὁποίου ἀχανὲς ἐκτείνεται τὸ μέγα ἐκεῖνο
πανόραμα, πανήγυρις τῶν ὀφθαλμῶν ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Ἀπὸ τοῦ ὕψους
τούτου θεώμεναι αἱ Θεσσαλικαὶ πεδιάδες, φαίνονται ὡς ἀνερχόμεναι καὶ ἀποτελοῦσαι
μετὰ τῶν πέριξ χαμηλῶν βουνῶν, κατερχομένων σχεδὸν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἐπιπέδου,
μίαν πεδιάδα ἀπέραντον, ἄνευ προσκομμάτων, χωριζομένην ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ
τῶν ἐπιχαρίτως περικυκλούντων αὐτὴν ὑψηλῶν ὀρέων. Ἀναμνήσεις καὶ ποίησις καὶ
μυθολογία, τὰ πάντα συμφύρονται πρὸ τοῦ θεάματος τούτου καὶ ἡ φαντασία ἔξαλλος
δὲν δύναται νὰ παρακολουθήσῃ τοὺς ὀφθαλμούς, ὅλως ἐκθάμβους πρὸ τοῦ κάλλους
τῶν ὑπερηφάνων ἐκείνων ὀρέων, πρὸ τῆς ἀτέρμονος θαλάσσης, πρὸ τῶν ἀπεράντων
Θεσσαλικῶν πεδιάδων, ἐστολισμένων ὅλων ὑπὸ λόφων, λιμνῶν καὶ χωρίων.
Ἀπὸ τῆς κωνοειδοῦς κορυφῆς τῆς Ὄσσης τὰ βλέμματα πετῶσι ἐπὶ τοῦ γηραιοῦ
χιονοσκεποῦς Ὀλύμπου, οὗτινος ἡ κορυφὴ κρύπτεται πάντοτε εἰς νεφέλας,
συνδεούσας αὐτὸν ὑψηλὰ μὲ τὸν οὐρανὸν, καὶ μεταξὺ τῶν δύο τούτων ὀρέων ἡ
φαντασία μαντεύει τὴν περικαλλῆ κοιλάδα τῶν ἱερῶν Τεμπῶν. Αἱ δασώδεις τῆς
Πίνδου κορυφαὶ ἐξακολουθοῦσι τὴν βραχώδη ταύτην λοφοσειρὰν, συνδεόμεναι
ἀναποσπάστως μὲ τὰ δροσερὰ βουνὰ τῶν Ἀγράφων, ἐνῷ κάτω εἰς τὸ βάθος
διαγράφονται ἀορίστως οἱ μυστηριώδεις βράχοι τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Κατέναντι τοῦ
Πηλίου ἡ δασεῖα Ὄρθρυς ὑψοῖ ὑπερηφάνως τὰς κορυφὰς αὐτῆς ἐνῷ ἡ ὀγκώδης Οἴτη
ἀποκρύπτει τὸν ἀπόκρημνον Τυμφρηστὸν, οὗτινος διαφαίνονται μόλις αἱ γωνιώδεις
αὐτοῦ κορυφαί. Πρὸς στιγμὴν τὸ βλέμμα ματαίως ἀναζητεῖ τὰς Θερμοπύλας, τὴν
Ἀλαμάναν καὶ τέλος προσηλοῦται ῥεμβῶδες ἐπὶ τῶν ποικιλωνύμων κορυφῶν τοῦ
ποιητικοῦ Παρνασσοῦ. Ἡ μακρὰ Εὔβοια πρὸς τὰ ἀριστερὰ λούεται μεταξὺ τῶν δύο
θαλασσῶν τοῦ Εὐβοϊκοῦ καὶ τοῦ Αἰγαίου, ἐνῷ αἱ Σποράδες διακόπτουσι τὸ γαλανὸν
τῆς γαληνιαίας θαλάσσης χρῶμα καὶ εἰς τὸ βάθος, μεταξὺ θαλάσσης καὶ οὐρανοῦ, ἐκεῖ
κάτω, διαφαίνονται ἀμυδρῶς αἱ κορυφαὶ τοῦ Ἄθω καὶ αἱ παραλίαι τῆς Χαλκιδικῆς.
Σιγὴ καὶ ἡσυχία βασιλεύει πανταχοῦ καὶ μόλις μακρὰν ἀκούεται ὁ αὐλὸς τοῦ ποιμένος
καὶ οἱ κώδωνες τῶν προβάτων ἐπαυξάνοντες τὴν ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ θεατοῦ γαλήνην.
Κάτω μακρὰν εἰς τὴν παραλίαν, ὁ Βόλος, ἡ νύμφη αὕτη τοῦ Παγασητικοῦ, ὑπνώττει
εἰσέτι τὸν βαρὺν τῆς πρωίας ὕπνον καὶ τὰ πέριξ χωρία βραδέως ἐξεγείρονται πρὸ τῆς
ὑποφωσκούσης ἤδη ἡμέρας.
Αἴφνης, μία ἐρυθρὰ γραμμὴ διέσχισε κατὰ μῆκος τὸν οὐρανὸν ἐκεῖ πέραν εἰς τὸ
βάθος τῆς Χαλκιδικῆς, καὶ ἡ θάλασσα μετ’ ὀλίγον, σχεδὸν πυρπολουμένη, ἀφῆκε
βραδέως νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῶν κυμάτων ὁ ἐρυθρὸς δίσκος τοῦ ἡλίου, ἀναδυόμενος
πλήρης μεγαλοπρεπείας καὶ φωτὸς ἐκ τῶν ἀδύτων αὐτῆς. Τὰ πέριξ δένδρα
ἐφρικίασαν πρὸ τοῦ ἀπλέτου τούτου φωτὸς, ἀποτινάξαντα τὴν περι[...]ούουσαν αὐτὰ
δρόσον καὶ ὁ κορυδαλὸς ἐτινάχθη εἰς τὰ ὕψη ἀγγέλλων τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Φοίβου,
ἐνῷ οἱ πέριξ θάμνοι ἀνέδιδον ἐκ τῆς θερμότητος εὐωδεστέραν τὴν ὀσμὴν αὐτῶν. Εἰς
τὰ θερμὰ τοῦ ἡλίου φιλήματα, ἡ γῆ φρίσσουσα ἐνεδύθη τὸν πρωινὸν αὐτῆς πέπλον.
Πλήρεις δρόσου καὶ εὐωδίας ἀτμοὶ ἀνερχόμενοι, καλύπτουσι τὴν ὡραίαν ἐκείνην
φύσιν καὶ ὁ θεατὴς μένει ἐπί τινας στιγμὰς ἐν τῷ ἀγνώστῳ προσπαθῶν νὰ
ἀνακαλύψῃ τὸ πρὸ ὀλίγου μεγαλοπρεπὲς πανόραμα, ὅπερ ἀμυδρῶς διαφαίνεται νῦν
ὄπισθεν τοῦ διαφανοῦς ἐκείνου πέπλου, ὅστις βαθμηδὸν ἀνέρχεται ἐξατμιζόμενος εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν. Ἀχλὺς τότε περιβάλλει ἐπίσης καὶ τὴν φαντασίαν τοῦ θεατοῦ καὶ
πρὸ τοῦ βαθμηδὸν ἐξαφανιζομένου παρόντος, τὸ παρελθὸν ἐπέρχεται ταχὺ καὶ
ἀκατάσχετον φέρον εἰς τὴν μνήμην, σχεδὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὅλας τὰς παραδόσεις
καὶ ζωηρὰν ὅλην τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην ποίησιν τῆς μυθολογίας.
Ἐὰν ἀκούσῃς κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν γλυκὺν ψίθυρον τῶν δένδρων, πλήρη
ἀκατανοήτων ἤχων καὶ τόνων, μὴν ἐκπλαγῇς. Εἶνε ἡ ἠχὼ τῆς τελετῆς τῶν γάμων τοῦ
Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος. Ἐπὶ μιᾶς τῶν κορυφῶν τούτων τοῦ Πηλίου συνῆλθεν ἄλλοτε
ὅλη τῶν Θεῶν ἡ χορεία, ἵνα ἑορτάσῃ τὴν γαμήλιον τοῦ ζηλευτοῦ τούτου ζεύγους
πομπὴν καὶ ἀνὰ τὰς χλοερὰς καὶ δασώδεις χαράδρας, παρὰ τὰς παγογεννήτους
ταύτας πηγὰς, ἐξεχύθησαν μετὰ ταῦτα, παίζοντες θεαὶ καὶ θεοὶ ὑπὸ τὴν πυκνὴν σκιὰν
τῶν δροσερῶν τούτων δασῶν...
Ἐὰν ἀκούσῃς τὸν βορρᾶν μυκώμενον ἀνὰ τὰς ἀποκρήμνους κλιτύας καὶ τοὺς
ἀφρώδεις καταρράκτας, μὴν ἐφησυχάσῃς, δὲν εἶνε ἡ συνήθης τοῦ ἀνέμου πνοὴ ὁ
βαρὺς οὗτος γδοῦπος ὑπὸ τὸν ὁποῖον τρέμει τὸ Πήλιον, ἀλλ’ ὀρδὴ Κενταύρων
διερχομένη μετὰ πατάγου βροντῆς καὶ ταχύτητος ἀέρος πρὸ τῶν ἐκθάμβων σου
ὀφθαλμῶν...
Ἐὰν ὀλίγον ἀπωτέρῳ ἀποκαλύψῃς ὀπὴν σπηλαίου, εἴσελθε, μὴ διστάσης, εἶνε τὸ
ἄντρον τοῦ Χείρωνος, τὰ δὲ κείμενα λείψανα τῶν ἀγρίων θηρίων θὰ σοὶ καταδείξωσιν
ἀμέσως τὴν τροφὴν διὰ τῆς ὁποίας ἐτρέφετο ὁ ὠκύπους αὐτοῦ μαθητής...
Βλέπεις ἐκεῖ μακρὰν, ἐλαφρὰν ὁλκάδα φεύγουσαν ἐπὶ τῆς λείας τῆς θαλάσσης
ἐπιφανείας μετὰ ταχύτητος ἀστραπῆς; μὴν ἐκλάβῃς ταύτην σύνηθες τοῦ ἁλιέως ἢ
ἐμπόρου πλοιάριον. Εἶνε ἡ Ἀργὼ ὑπερηφάνως ἐκκινοῦσα ἐκ τῆς Ἰωλκοῦ πρὸς
ἀναζήτησιν τοῦ χρυσοῦ δέρατος...
Ἰδοὺ ἐκεῖ κάτω ἡ ὑπερήφανος Ἰωλκὸς μεταξὺ τοῦ Κραυσίνδωνος καὶ τοῦ Ἀναύρου ἐκ
τῶν ὑδάτων τοῦ ὁποίου ἐξῆλθε μονοσάνδαλος ὁ Ἰάσων, ὑπεράνω τὸ δασῶδες
Ὀρμίνιον, ἀπωτέρῳ ἡ ὀχυρὰ Νηλεία, ἀντικρὺ αἱ πλούσιαι Παγασαὶ λουόμεναι εἰς τὰ
κύματα τοῦ Παγασητικοῦ καὶ παρ’ αὐτὰς ἡ πολυαριθμὸς πόλις τῶν Φερρῶν, ἐν τῇ
ὁποίᾳ ῥέει πάντοτε ἡ Ὑπέρεια κρήνη...
Οἱ ἀτμοὶ διελύθησαν, ἡ ἀχλὺς διεσκεδάσθη καὶ ἡ πραγματικότης ἐφάνη πάλιν καθαρὰ
καὶ περιλάμπης, φωτιζομένη ἀπλέτως ὑπὸ τοῦ ὑπερηφάνως εἰς τὸ στερέωμα
ἀνελθόντος Ἠλίου. Καὶ ἐφάνησαν τὰ ὡραῖα τοῦ Πηλίου χωρία, λευκὰ καὶ καθάρια
διακόπτοντα τὸ πράσινον τοῦ βουνοῦ, ὡς φωλεαὶ ἀετῶν προσηλωμένα ἐπὶ τῶν
ἀποτόμων αὐτοῦ κλιτύων. Μακράν, ἐν τῇ ἀπεράντῳ πεδιάδι μεταμορφωθείσῃ ὑπὸ
τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου εἰς θάλασσαν, φαίνονται ὡς ἐπιπλέοντα τὰ θεσσαλικὰ χωρία,
ὅμοια μὲ κολοσσιαῖα θωρηκτὰ ἀγνώστου εἴδους. Ἐγγύτερον ἐκτείνεται τὸ μέγα δάσος
τοῦ Βελεστίνου περικλεῖον τὴν ποιητικὴν πατρίδα τοῦ Ῥήγα, ἀντικρὺ τούτου ἡ λίμνη
Βηβοιΐς μὲ τὰ Κανάλια παρὰ τὰς ὄχθας καὶ κατωθεν τῆς κορυφῆς ἡ ἠρωϊκὴ
Μακρινίτσα, ἡ Πορταριὰ, ἐν ᾧ μακρότερον θάλλουσι πλήρεις δρόσου, παρὰ τὴν
θάλασσαν, οἱ παραδείσιοι κῆποι τῶν Λεχωνίων καὶ ἀπωτέρῳ ἀκόμη, ἄλλα χωρία, τὰ
μὲν ὑπερκείμενα τῶν δὲ, τὸ ἓν ὡραιότερον τοῦ ἑτέρου, τὸ ἓν περιεργότερον τοῦ
ἄλλου, διακοπτόμενα ὑπὸ μακρῶν μέχρι τῆς θαλάσσης ἐλαιώνων ὑπὸ χαραδρῶν καὶ
δασῶν, ποτιζόμενα ὑπὸ ἀφθόνων πηγῶν χυνομένων μετὰ ταχύτητος εἰς σύσκια
ῥεύματα, ἅτινα ἀρδεύοντα παμπληθεῖς κήπους καὶ ἀμπέλους, καταπίπτουσιν εἶτα
μετὰ πατάγου εἰς μεγαλοπρεπεῖς καταρράκτας, ἵνα χαθῶσι μετ’ ὀλίγον ὑπὸ τὴν σκιὰν
τῶν ὑδροχαρῶν πλατάνων οἵτινες ἐξαφανίζουσι τὸ πᾶν, ὑπὸ τὸ πυκνὸν καὶ
μυστηριῶδες αὐτῶν φύλλωμα. Καὶ ἐξακολουθοῦν τὰ χωρία τὰ μὲν μετὰ τὰ δὲ μέχρι
τῆς Σηπιάδος ἄκρας, μέχρι τοῦ Αἰαντείου ἀκρωτηρίου καὶ ὄπισθεν πάλιν, ἐπὶ τῆς
Ἀνατολικῆς πλευρᾶς πρὸς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν ἐν τῷ μέσῳ καστανεώνων
φυομένων μέχρι τῆς ἀκτῆς, κρύπτονται τὰ ὡραιότερα τῶν χωρίων τοῦ Πηλίου, ἡ Ζαγορὰ καὶ ἡ Τσαγκαράδα. Εἰκοσιτέσσαρες τὸ ὅλον κωμοπόλεις κοσμοῦσι ὡς
εἰκοσιτέσσαρες ἀδάμαντες, τὸ λαμπρὸν τοῦτο στέμμα, ὅπερ φέρει τόσον
ὑπερηφάνως ἡ νύμφη τοῦ Παγασητικοῦ. Καὶ εἶνε ἀληθὲς στέμμα, κόσμημα τοῦ
Βόλου καὶ τῆς Ἑλλάδος, τὸ ὡραῖον Πήλιον, πεπροικισμένον μὲ ὅλας τὰς φυσικὰς
καλλονὰς, δυνάμενον νὰ παρέξῃ ὅλας τὰς ἀπολαύσεις ἂς μόνον ἐν τῷ Παραδείσῳ
ἠδύνατό τις νὰ ἐλπίσῃ. Καὶ εἶνε ὄντως ἀληθὴς παράδεισος, ἄγνωστος εἰς τὸν κόσμον,
ἀπρόσιτος εἰς αὐτόν. Πρὸ τῆς Πύλης αὐτοῦ ἵσταται εἷς ἀπαίσιος ἄγγελος μὲ γυμνὴν
τὴν ῥομφαῖαν ἐκδιώκων ἀμειλίκτως τοὺς πιστοὺς, τοὺς λάτρας τῆς φύσεως.
Εἶνε ὁ ἄγγελος ἣ μᾶλλον ὁ δαίμων τῆς στασιμότητος καὶ τῆς κυβερνητικῆς
ἀβελτερίας. Εἶνε ἡ ἐντελὴς ἔλλειψις τῆς συγκοινωνίας, ἥτις καθιστᾷ προβληματικὴν
τὴν ἐκεῖ μετάβασιν, ἥτις καταδικάζει τὸ Πήλιον εἰς αἰωνίαν γῆν τῆς ἐπαγγελίας,
θαυμαζομένην μόνον μακρόθεν, ἐκ τοῦ περικαλλοῦς Παγασητικοῦ κόλπου εἰς τὰ
ἤρεμα τοῦ ὁποίου ὕδατα ἀδιακόπως αὕτη κατοπτρίζεται.
Τὶς οἶδε ἐπὶ πόσον χρόνον ἀκόμη θὰ ἀναμενεταὶ ὁ νέος οὗτος Μεσσίας τῆς
συγκοινωνίας, ὅστις θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν γῆν ταύτην τῆς ἐπαγγελίας! Ἡ ἀρχὴ
ὅμως ἐγένετο. Ἤδη ἀντὶ νυμφῶν Δρυάδων ἡ ἀτμάμαξα, διέρχεται συρίττουσα ἀνὰ
τὰς κοιλάδας, ἐκεῖ ὅπου πρότερον οἱ Κένταυροι καὶ οἱ Πάνες καὶ οἱ Σάτυροι ἐτέλουν
τὰς διαρκεῖς αὐτῶν πανηγύρεις. «Ἡμέραν δὲ τινὰ, συντόμως ἴσως, συντελουμένης
τῆς συγκοινωνίας, θὰ προσέρχωνται ἐκεῖ πλεῖστοι καὶ ἐκ τῆς ἔσω καὶ ἐκ τῆς ἔξω
Ἑλλάδος, προσκυνηταὶ τῆς ὡραίας φύσεως, ὅπως εὐαρέστως διέρχωνται τὸ θέρος
αὐτῶν παρὰ τὰς διαυγεῖς πηγὰς τῶν συσκίων ἐκείνων χαραδρῶν, αἵτινες ἀφθόνως
περικοσμοῦσι τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐξετράφη ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ ἐνεπνεύσθη
ὁ Ῥήγας». Κ. Τ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)