Όλο το κείμενο σε αντιγραφή:
Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, Διευθύντρια Ερευνών ΚΝΕ/ΙΝΕ.
Αγροτικό πλούτος και οικοτεχνική-βιοτεχνική μεταξουργία στο Πήλιο: Το συγκρότημα Κοκοσλή στα Λεχώνια (1865-1920)
Το Πήλιο είναι μια αγροτική περιοχή που διατήρησε στενούς δεσμούς τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα, όσο και με το κύριο λιμάνι της Θεσσαλίας, τον Βόλο. Χαρακτηρίζεται καταλυτικά από τον ορεινό χώρο του, ο οποίος συνιστά πηγή πληθυσμιακού πλεονάσματος αλλά και πεδίο οικονομικών δραστηριοτήτων πρώιμης οικοτεχνικής και βιοτεχνικής παραγωγής. Κατά την οθωμανική περίοδο, οι οικισμοί του Πηλίου υπήρξαν ελλειμματικοί σε δημητριακά. Οι κάτοικοί τους καλλιεργούσαν οπωροφόρα και ελιές, επεξεργάζονταν και ύφαιναν, κυρίως το μετάξι και δευτερευόντως το βαμβάκι και το μαλλί. Από τα 24 χωριά του Πηλίου, η Ζαγορά ήταν το κύριο κέντρο μεταποιητικής δραστηριότητας υφαντικών υλών και ακολουθούσαν η Μακρυνίτσα και η Πορταριά2.
Έως τα τέλη του 18ου αι. το σύνολο σχεδόν των οικισμών του Πηλίου παρήγε 25.000-30.000 οκάδες μετάξι3. Ήδη, από αυτή την περίοδο, ο Φ. Μπωζούρ επεσήμαινε τα μειονεκτήματα της μη ορθολογικής παραγωγής του προϊόντος4. Η αναπήνιση και ύφανση του πηλιορείτικου μεταξιού αποτελούσε συμπληρωματική γυναικεία απασχόληση στο αγροτικό νοικοκυριό, ενώ η ποιότητά του εξαρτώνταν αποκλειστικά από φυσικούς παράγοντες. Σε αυτή τη φάση η εμπορευματοποίηση του μεταξιού ήταν προβληματική. Γενουάτες, Χίοι και Εβραίοι του ελληνικού χώρου εμπορεύονταν το πηλιορείτικο μετάξι με προορισμό τις βιοτεχνίες τους, μαζί με Γιαννιώτες εμπόρους, ενώ η πόλη-αγορά που καθόριζε την οικονομική τύχη του ήταν η Θεσσαλονίκη5. Ο Μπωζούρ δίνει επίσης μια εικόνα της απορρόφησης του πηλιορείτικου μεταξιού, που σχεδόν ισοκατανεμόταν μεταξύ ης ντόπιας κατανάλωσης (μαντήλια), των υφαντουργείων του Τυρνάβου, της Χίου, της Γερμανίας ενώ μια μικρότερη ποσότητα κατέληγε στη Βενετία6.
Η παραγωγή μεταξωτού υφάσματος εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ανατολική Θεσσαλία που παρήγαγε ύφασμα μεταξωτό, μεταξοβάμβακο, βαμβακερό και μάλλινο που χρησιμοποιούνταν στην ένδυση και τον οικιακό εξοπλισμό. Η Ζαγορά αποτελούσε το κύριο υφαντουργικό κέντρο του Πηλίου. Έχει εντοπισθεί μια καίρια σύνδεση μεταξύ της αγροτικής ορεινής βιοτεχνίας με τη δημιουργία ενός ντόπιου εμπορικού κυκλώματος7. Το προϊόν που θα κινητοποιήσει και εδώ, έστω σε μικρή κλίμακα, κάποιες μεταποιητικές δραστηριότητες είναι το μετάξι. Το 1830 το Πήλιο παρήγε 50.000 οκάδες μετάξι και εξήγε τις 30.000. Στις Μηλιές, το 1/3 της παραγωγής καταναλωνόταν επιτόπου και τα 2/3 προοριζόταν για εξαγωγή. Η θεσσαλική υφαντουργία έλυνε για μεγάλο χρονικό διάστημα το πρόβλημα διάθεσης του ακατάλληλου για την ευρωπαϊκή μεταξοβιομηχανία πηλιορείτικου μεταξιού. Μόνον η Χίος φαίνεται να καταναλώνει σταθερά το πηλιορείτικο μετάξι στον 19° αι8.
Το μετάξι ήταν μια υφαντική ίνα που απέκτησε «ονομασία προελεύσεως» από πολύ νωρίς. Το μετάξι της Ζαγοράς καταλάμβανε σημαντική θέση στην ευρεία αγορά της Ανατολής, αλλά η κατανάλωσή του δεν ξεπέρασε ουσιαστικά ποτέ τα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας9. Το μεγάλο πρόβλημα που βάρυνε την πηλιορείτικη αναπήνιση του μεταξιού ήταν ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του. Το μάγγανο aΙΙa piemontese ήταν αυτό που είχε βοήθησει στη δημιουργία ης αγροτικής μεταξουργίας στη βόρεια Ιταλία. Επρόκειτο για μια τεχνολογική προσαρμογή του περίφημου μεσαιωνικού μύλου 8113 bolognese, η οποία συνέβαλε στην παραγωγή ενός ανταγωνιστικού προϊόντος10. Γύρω από αυτή την τεχνική, δημιουργήθηκε ένα στρώμα εξειδικευμένων τεχνιτών, σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες. Η περίπτωση του πηλιορείτικου μεταξιού μπορεί να συγκριθεί με την ιστορία της χειροποίητης αναπήνισης στη μεταξοφόρο ανατολική Σικελία, παρόλο που το πηλιορείτικο μετάξι είχε μικρότερη παραγωγή. Η μεταξουργία της περιοχής της Μεσσήνης δεν μπόρεσε να συγκροτήσει μια ανταγωνιστική παραγωγή στον χώρο της ευρωπαϊκής μεταξουργίας τον 19° αι. και να υιοθετήσει τεχνολογικές καινοτομίες. Έτσι η ανατολική Σικελία, στηριγμένη σε ένα πλούσιο αγροτικό περιβάλλον, αντικατέστησε την καλλιέργεια της μουριάς με την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών11. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και στον χώρο του Πηλίου μετά την παρακμή των αγροτικών υφαντουργικών κέντρων και την αναπροσαρμογή των καλλιεργειών, που στρέφονται στις ελιές και τις μηλιές12.
Στη Θεσσαλονίκη, το εμπορικό κέντρο διακίνησης του πηλιορείτικου και του μακεδονικού μεταξιού, τα μάγγανα alla piemontese εμφανίστηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Ο Α. Gaudry μας πληροφορεί για την εμφάνιση της νέας τεχνικής στη Θεσσαλονίκη, όπου δεν χρησιμοποιούσαν όμως τον ατμό, και έβγαζαν «μετάξι Θεσσαλονίκης alla poemontese» με τιμή πώλησης διπλή από τα κοινά μετάξια της Ανατολής. Τα μεταξουργικά κέντρα ης οθωμανικής αυτοκρατορίας κατανάλωναν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής ενώ η Γαλλία απορροφούσε όλη την παραγωγή των κουκουλιών13. Από το 1830, λοιπόν, είναι ραγδαία η ανάπτυξη της σηροτροφίας και της αναπήνισης στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και η παραγωγή της φθάνει στις 55.000-60.000 λίβρες μετάξι14. Στα μέσα του 19ου αι. η καταστροφή της γαλλικής σηροτροφίας από την πεμπρίνα, σε συνδυασμό με την παρακμή της μεσογειακής μεταξοϋφαντουργίας, θα οδηγήσει τον παραδοσιακό κόσμο της μεταξουργίας πίσω στο κουκούλι.
Αντίθετα με τη Θεσσαλονίκη, στο Πήλιο δεν φαίνεται να δημιουργείται κανένα μεταξουργείο νέου τύπου έως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα περίπου. Παράλληλα, το Πήλιο αποσυνδέεται σιγά-σιγά από το εξαγωγικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο μεταξουργείο που Θα συνδέσει την παράδοση της οικοτεχνικής βιοτεχνίας του ορεινού Πηλίου με την πόλη των νέων οικονομικών δραστηριοτήτων, τον Βόλο, είναι το μεταξουργείο των Αδελφών Κοκοσλή στα Λεχώνια, που δημιουργείται κατά τα τέλη του 186015.
Η ιστορία της οικογένειας Κοκοσλή αποτελεί τομή στην εξέλιξη της κοινωνίας και της οικονομίας στην περιοχή του Πηλίου. Η οικογένεια κατάγεται από την Πορταριά16, έναν οικισμό που ανήκε στο σύμπλεγμα των ορεινών κοινοτήτων της οικοτεχνίας και του παραδοσιακού εμπορίου των πανηγυριών στο Πήλιο τον 18ο αι. Κύρια οικοτεχνική δραστηριότητα ήταν το μετάξι. Βρισκόμαστε στο χώρο και την εποχή κατά την οποία η καλλιέργεια της μουριάς, η σκωληκοτροφία, η αναπήνιση και η οικοτεχνική παραγωγή συμπληρωματικών ειδών ένδυσης συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο, κοντολογίς στη μεσογειακή φάση του μεταξιού. Το δρομολόγιο της εσωτερικής μετανάστευσης του 19ου αιώνα θα οδηγήσει την οικογένεια Κοκοσλή από τον ορεινό οικισμό της Πορταριάς στα Λεχώνια του Πηλίου.
Τα Λεχώνια, σε μικρή απόσταση από τον Βόλο, είναι οικισμός της Τουρκοκρατίας με μεσαιωνικό παρελθόν17. Από διοικητική άποψη τα Λεχώνια ανήκαν στα χάσια του Πηλίου, είχαν αρκετούς οχυρωμένους πύργους18 και ήταν σχεδόν ο μόνος από τους 24 οικισμούς του Πηλίου που είχε οθωμανούς κατοίκους (περίπου 100)19. Η παρουσία των Οθωμανών σε αυτόν τον πεδινό και εύφορο τόπο συνέβαλε στη διατήρηση μεγάλων κτηματικών μονάδων.
Έτσι, όταν στις αρχές του 19ου αι., οι οθωμανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τα Λεχώνια, οι κτηματικές εκτάσεις της περιοχής συγκεντρώθηκαν στα χέρια λίγων πλουσίων ελληνικών οικογενειών, οι οποίες μετεγκαταστάθηκαν εκεί από τον Βόλο, την Πορταριά και τη Μακρυνίτσα. Έως το 1882, η παραγωγή είχε επικεντρωθεί στις καλλιέργειες εντάσεως εργασίας (cash crops, όπως φρουτοκαλλιέργειες, ελαιοκαλλιέργειες), και στηριζόταν σε ακτήμονες της περιοχής ή σε μετανάστες από άλλα μέρη της Ελλάδας. Η συνεχής μετανάστευση προς τα Λεχώνια διατήρησε τόσο τη μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών, όσο και τα χαμηλά επίπεδα των ημερομισθίων. Εξάλλου, σύγχρονη κοινωνιολογική μελέτη διαπιστώνει τη σταθερή ταξική διαστρωμάτωση σε εργάτες και εργοδότες (κτηματίες) στα Λεχώνια στον 19ο και τον 20ο αι.20.
Ο Β. Σκουβαράς σημειώνει ότι στα 1840 ο Αλέξανδρος Κοκοσλής, μαζί με τους αδελφούς Γεωργιάδη, ανήκαν στην ομάδα των κοτζαμπάσηδων στην Πορταριά και ότι οι αδελφοί Αθανάσιος, Ιωάννης και Δημήτριος Κοκοσλής ήταν αντιπρόσωποι των Πορταριτών στην Κωνσταντινούπολη21. Πρόκειται για μια παραδοσιακή οικογένεια του Πηλίου που διατήρησε τις σχέσεις της με την πολιτική και μετά την αποδημία της από την Πορταριά, μέσω της πολιτικής σταδιοδρομίας του Νικολάου Αθ. Κοκοσλή22.
Στα μέσα του 19ο αι. (1854) ο πατριάρχης της οικογένειας, Αθανάσιος Κοκοσλής, αγόρασε από τουρκοαλβανό ιδιοκτήτη, Τζαφέρ Σούλτζια, μια μεγάλη κτηματική έκταση στα Λεχώνια23. Αυτή η οικονομική κίνηση υπομνηματίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελούνται στη Μαγνησία στα μέσα του 19ου αι., πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος. Από τα τέλη του 19ου αι., μετά τη σιδηροδρομική σύνδεση με τον Βόλο, τα Λεχώνια γίνονται σιγά-σιγά προάστιο του μεγάλου λιμανιού της Θεσσαλίας: μέσα στα μεγάλα κτήματα με τα οπωροφόρο δένδρα, αλλά και δίπλα τους πύργους της Τουρκοκρατίας, εμφανίζονται «εύκτιστοι οικίαι»24. Στην έκταση αυτή, που διέθετε πλούσιο φυσικό περιβάλλον με νερό και δενδροκαλλιέργειες, δίπλα σε έναν πύργο της πρώιμης τουρκοκρατίας, τα αδέλφια Απόστολος και Νικόλαος Κοκοσλής δημιούργησαν ένα υδροκίνητο παραγωγικό συγκρότημα, που περιελάμβανε αρχικά ένα ελαιοτριβείο, στη συνέχεια το μεταξουργείο και τις κουκουλαποθήκες και, τέλος, έναν υδροκίνητο αλευρόμυλο, που χτίστηκε σε χαμηλότερο σημείο του κτήματος περί το 1880. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Νικολάου Κοκοσλή στα 1897, ο Απόστολος εκμίσθωσε το μεταξουργείο στον Ζαχαρία Ιωαννίδη. Αντίθετα, το ελαιοτριβείο συνέχισε να λειτουργεί με τη δική του επωνυμία, όπως άλλωστε σημειώνεται σε Οδηγό του 1911. Στον ίδιο Οδηγό εντοπίζεται και το μεταξουργείο, που περιγράφεται ως «εργοστάσιον μέγα μεταξουργίας ανήκαν εις τον κ. Ζαχαρ. Ιωαννίδην». Το μεταξουργείο πρέπει να διέκοψε τη λειτουργία του λίγο αργότερα, ενώ το ελαιοτριβείο εξακολούθησε να λειτουργεί, άγνωστο έως πότε. Ο μύλος Κοκοσλή υποθηκεύτηκε στην Εθνική Τράπεζα το 1918 και το 1926 πουλήθηκε στον ΣΠΟΛΚ, Συνεταιρισμό Παραγωγών Οπωρών Λεχωνίων-Καραμπασίου25.
Το μεταξουργείο Κοκοσλή είχε αρχίσει να λειτουργεί κατά το 1865 στηριζόμενο στην πλούσια τοπική κουκουλοπαραγωγή της περιοχής καθώς και στην προσφορά γυναικείας εργασίαs26. Η παράδοση αναφέρει ότι το μεταξουργείο πρωτολειτούργησε με τη συνδρομή κάποιου σκωτσέζου ονόματι Μπούρελ. Η μετάκληση τεχνικού ή ειδικευμένων τεχνιτών από το εξωτερικό αποτελούσε συνηθισμένη περίπτωση στα πρώτα βήματα της σύγχρονης ελληνικής μεταξουργίας27. Το εργατικό δυναμικό του μεταξουργείου ήταν περίπου 200 εργάτριες από το Καραμπάσι και τα Λεχώνια και 100 περίπου αγωγιάτες για τις μεταφορές των κουκουλιών από τα γειτονικά χωριά28. Για τη λειτουργία της επιχείρησης του μεταξουργείου Κοκοσλή διαθέτουμε μια περιγραφή της δεκαετίας του 1890 από τον υφηγητή της αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αλεξ. Φιλαδελφέως. Ο συγγραφέας, μέσα σε ένα λυρικό πνεύμα, παρουσιάζει τα Λεχώνια ως «το Φάληρο του Βόλου» και ως «[τον] κόλπο της Γενεύης» και περιγράφει μια παραδοσιακού τύπου γυναικεία και παιδική εργασία αναπήνισης29.
Η αρχική επωνυμία της επιχείρησης ήταν Αδελφοί Απόστολος και Νικόλαος Κοκοσλής [1865-1899] και η εγκατάσταση λειτούργησε ως μεταξουργείο, ελαιοτριβείο και αλευρόμυλος. Στο κτήμα σώζονται ο πύργος, το ερειπωμένο συγκρότημα του ελαιοτριβείου (κύριο κτίριο και αποθήκη), ένα κτίριο με τριμερή στέγη, που ήταν ένα από τα δύο κτίρια του μεταξουργείου, και βοηθητικά-μικρότερα κτίσματα. Το κεντρικό κτίριο του μεταξουργείου δεν σώζεται. Ο μύλος βρίσκεται σε άλλο σημείο και υπό διαφορετική ιδιοκτησία. Σύμφωνα με περιγραφή του συγκροτήματος του 1919, το μεταξουργείο στεγαζόταν σε δύο κτίρια, ένα διώροφο και ένα μονώροφο. Εργαζόταν εποχικά, όπως όλες οι εγκαταστάσεις αυτού του είδους. Τα κουκούλια αγοράζονταν από χωριά του Πηλίου, από τον Τύρναβο και κυρίως από την Αγυιά, από την οικογένεια Τζήμερου, που είχε ως κύρια ασχολία τη σηροτροφία. Για να μην προλάβουν να τα τρυπήσουν οι μεταξοσκώληκες έπρεπε να φθάνουν στο μεταξουργείο το αργότερο σε οκτώ ημέρες. Στο ισόγειο του διώροφου κτιρίου του μεταξουργείου υπήρχαν 58 πήλινες λεκάνες αναπήνισης με τα αντίστοιχα συστήματα εξαγωγής και τύλιξης του μεταξιού (μάγγανα), ενώ άλλες 38 λεκάνες βρίσκονταν στο μονώροφο κτίριο που παροπλίστηκε το 1920. Στον όροφο, όπως και στη στέγη του πρώτου κτιρίου, υπήρχαν χώροι αποξήρανσης, καθαρισμού και αποθήκευσης των κουκουλιών. Στις εξωτερικές πλευρές του ίδιου κτιρίου υπήρχαν ξηραντήριο κουκουλιών, κλίβανοι για την αποξήρανση του ωμού μεταξιού και «κύλινδρος αλέθων τους μεταξοσκώληκας», δηλαδή, πιθανόν, μύλοι για τα άχρηστα κουκούλια, που μετατρέπονταν σε πτηνοτροφή30.
Το μεταξουργείο δεν σώζεται σήμερα και φαίνεται ότι ήταν το πρώτο που εγκαταλείφθηκε ακολουθώντας την τύχη των περισσότερων μεταξουργείων του ελληνικού χώρου, μετά από μια σχετικά σύντομη περίοδο λειτουργίας31. Μόνον το ελαιοτριβείο διατήρησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την παραδοσιακή λειτουργία του. Το μεταξουργείο του αρχιτεχνίτη του Κοκοσλή, Δημ. Κουτούπη, στα Λεχώνια στις αρχές του 20ου αι. αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τη συνέχειά του. Η πάγια δυσκολία σταθερής παραγωγής και διάθεσης του μεταξιού θα οδηγήσει και αυτό το μεταξουργείο στην παραγωγή πτηνοτροφής από τα υπόλοιπα του κουκουλιού, μέχρι το κλείσιμό του το 195832. Το μετάξι του Βόλου ουσιαστικά θα «επαναβιομηχανοποιηθεί» με τους πρόσφυγες, με την ίδρυση του εργοστασίου των Γεωργίου και Αθανασίου Εκμεκτσόγλου το 1924, το οποίο έφτασε το 1930 τις 66 λεκάνες και μέση ετήσια παραγωγή 10.000 οκάδες μετάξι (1930-1935)33.
---------------------------------------------------------------
1. Μ. Siνignon, Θεσσαλία. Γεωγραφική ανάλυση μιας ελληνικής περιφέρειας, Αθήνα 1992, 30.
2. Αικατερίνη Κουμαριανού (επιμ.), Δ. Φιλιππίδης - Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία νεωτερική (1791), Αθήνα 1988, 166-194. Α. Φιλιππίδη, Γεωγραφία μερική [1815), στο: Θ. Σπεράντζα, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, Αθήνα 1978. Γ. Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιά, Αθήνα 1960. Β. Παναγιωτόπουλος, «Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας», στο: Πληθυσμοί και Οικισμοί του Ελληνικού χώρου. Ιστορικά Μελετήματα, τετράδια εργασίας 18. Αθήνα 2003, 25-47.
3. Ο Σ. Πετμεζάς αποδίδει τον αριθμό στο σύνολο της παραγωγή του Πηλίου, ενώ οι πηγές ταυτίζουν τη συνολική παραγωγή του Πηλίου με αυτή της Ζαγοράς, πρβ. S. Petmezas, Recherches sur l’ecoοmie et les finances de villages du Ρelίοn, regίon d’ industrίes rurales (αδημοσίευτη διδακτ. διατρ.) Παρίσι 1989, 614. Φ. Μπωζούρ. Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία (1787-1789), Αθήνα 1974, 134-135. Ν. Sνοronοs, Le commerce de SaΙonίque au ΧVΙΙΙ s., Παρίσι 1956, 258.
4. Φ. Μπωζούρ, ό.π.
5. Ν. Svorοnos, le commerce..., 176, 208, 257-260.
6. Φ. Μπωζούρ, Πίνακας..., 134.
7. S. Petmezas, Recherches..., 638.
8. ό.π., 714, 720.
9. Εκτός από τις αναφορές των προξένων, διαθέτουμε τη μαρτυρία ενός εμπόρου από το Μέτσοβο, το 1823 που πιστοποιεί ότι η ποιότητα του μεταξιού της Ζαγοράς είναι τόσο υψηλή, όσο και της Προύσας και ότι εξάγεται στη Μόσχα και το Βουκουρέστι, Docum. Economίce. Din archίva caseί comercίale Ιοan St. Stamou (1714-1876), τ.1, Βουκουρέστι 1983, 143, αρ. 441.
10. C. Zanίer, “La seta del Piemonte e Ι’ Europa", στο: Le fabbriche magnifiche. La seta in ρrοvincία di Cuneo tra sίecento e ottocento, Κούνεο 1993, 42-43.
11. Για την ιστορία της σικελικής μεταξουργίας στο έργο της Sίmοna Laudani, βλ. ενδεικτικό Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, «Η νεώτερη ιστοριογραφία της ιταλικής μεταξουργίας» , Τα Ιστορικά 9/17 (1992), 410-411.
12. S. Petmezas, Recherches..., 5.
13. Α. Gaudry, Recherches scίentίfίques en Οrίent, Παρίσι 1855, 307-309.
14. Ch. Issawi, The Economicίc hίstory of Turkey 1800-1914, Σικάγο 1980, 107, 254.
15. Ο Ν. Γεωργιάδηs το 1880 σημειώνει ότι το μεταξουργείο είχε ιδρυθεί 15 χρόνια πριν. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Αθήνα 1880, 182.
16. Το τοπωνύμιο ετυμολογείται από την Παναγία την Πορταΐτισσα, μετόχι της μονής Τιμίου Προδρόμου, Φ. Κουκουλές, «Ετυμολογικά», Αθηνά 35 (1923), 194-195.
17. Β. Σκουβαράς, «Λεχωνίτικα», στο: Από τον Λειμώνα της Παράδοσης. Πηλιορείτικα, τ. Β΄, Αθήνα 1983, 192-193.
18. Β. Σκουβαράς - Κ. Μακρής, Αρχαιολογικός και τουριστικός οδηγός Θεσσαλίας, Βόλος 1958, 133-134.
19. Οθωμανική παρουσία έχει επιβεβαιωθεί και στον Άνω Βόλο. Πρβ. Αντ. Μηλιαράκης [Ε. Isambert ], Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήνα 1878, 127, όπου τα Λεχώνια είχαν 475 Έλληνες κατοίκους και 100 οθωμανούς και Υπ. Στρατιωτικών, Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήνα 1880, 192, όπου τα Λεχώνια είχαν 750 χριστιανούς και 80 μωαμεθανούς.
20. Αναλυτικό βλ. Diane Bennett, “The poor have much more money”, Journal of Modern Greek Studies 6/2 (1988), 217-243.
21. Β. Σκουβαράς, «Πορταρίτικα», στο: Από τον λειμώνα της παράδοσης: Πηλιορείτικα, 35-36. 22. Κατά μια εκδοχή, η ετυμολογία του ονόματος Κοκοσλής προέρχεται από το Κοκόσι, μία από τις διοικητικές-φορολογικές διαιρέσεις της περιοχής του Αλμυρού, όπου και ο οικισμός Κοκοτοί (Α. Φιλιππίδης, Γεωγραφία μερική.., 83-85.). Μια δεύτερη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από την τουρκική λέξη kοkοz=φτωχός (Μ. Δημητριάδης, Λεξικό ελληνο-τουρκικό, τουρκο-ελληνικό, Αθήνα 1984, β' εκδ., 295). Η πρώτη ετυμολογία μαρτυρά μια γεωγραφική μετανάστευση στο Πήλιο από την περιοχή του Αλμυρού, ενώ η δεύτερη δηλώνει μια πρότερη ιδιότητα της οικογένειας, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε με εντυπωσιακά τρόπο.
23. Β. Σκουβαρά, «Λεχωνίτικα», ..., 194. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε και από αυτή τη θέση τον απόγονο εκ θηλυγονίας της οικογένειας Κοκοσλή, κ. Α. Λιβανό, για τις πληροφορίες και το υλικό που έθεσε στη διάθεσή μας για τη μελέτη Χριστίνα Αγριαντώνη - Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, Το Συγκρότημα Κοκοσλή στο Πήλιο (18701900), ΚΝΕ/ΕΙΕ 1995 (αδημοσίευτη μελέτη).
24. Εφημ. Φωνή των Έξω Ελλήνων, Βόλος, αρ. 14, 28 Οκτ. 1894.
25. Πληροφοριακό υλικό από την εθνογραφική ιστορική έρευνα που διεξάγεται από το Πολιτιστικό 'Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και επιστημονική υπεύθυνο την καθηγήτρια Χριστίνα Αγριαντώνη, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που αφορά την καταγραφή παραδοσιακών εργαστηρίων και εγκαταστάσεων στο Πήλιο και βρίσκεται στη φάση της ολοκλήρωσής του.
26. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Αθήνα 1880, 182.
27. Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, «Η τύχη των πρώτων ιταλών μεταξουργών στο ελληνικό κράτος», Μνήμων 13 (1990), 121-138.
28. Β. Σκουβαράς, «Πορταρίτικα», ..., 36.
29. Α. Θ. Φιλαδελφεύς, Ακτίνες εκ της Θεσσαλίας. Εντυπώσεις ταξιδιώτου, Αθήνα 1897, 9-10.
30. Πληροφοριακό υλικό από το προαναφερθέν ερευνητικό πρόγραμμα (σημ. 25).
31. Το Μεταξουργείο Δουρούτη στην Αθήνα, βλ. Χριστίνα Αγριαντώνη, «Σηρική Εταιρεία τη Ελλάδος. Προσαρμογή και αφομοίωση μιας μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης», Στο: Χριστίνα Αγριαντώνη - Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου (επιμ.). Το μεταξουργείο της Αθήνας, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995, 83-136.
32. Νίτσα Κολιού (επιμ.), Η Βιομηχανία του Βόλου, Βόλος 1993, 13-14. 33. ό.π., 14.
Βιβλιογραφία
Αγριαντώνη Χριστίνα - Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα (επιμ.), Το μεταξουργείο της Αθήνας, ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995.
Αγριαντώνη Χριστίνα - Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα, Το Συγκρότημα Κοκοσλή στο Πήλιο (1870-1900) ΚΝΕ/ΕΙΕ 1995 [αδημοσίευτη μελέτη].
Bennett Dίane, "The poor have much more money", Journal of Modern Greek Studies 6/2 (1988), 217-243.
Γεωργιάδης Ν., Θεσσαλία, Αθήνα 1880.
Δημητριάδης Μ., Λεξικό ελληνο-τουρκικό, τουρκο-ελληνικό, β΄ έκδ., Αθήνα 1984.
Εφημ. Φωνή των Έξω Ελλήνων, Βόλος, αρ. 14, 28 Οκτ. 1894.
Α. Gaudry, Recherches scientifiques en Οrient, Παρίσι 1855.
Ch. Issawi, The Economicίc hίstory of Turkey 1800- 1914, Σικάγο 1980.
Κολιού Νίτσα (επιμ.), Η Βιομηχανία του Βόλου, Βόλος 1993.
Κορδάτος Γ., Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιά. Αθήνα 1960. Κουκουλές Φ., «Ετυμολογικά», Αθήνα 35 (1923), 194-195.
Κουμαριανού Αικατερίνη (επιμ.), Δ. Φιλιππίδης - Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία νεωτερική [1791], Αθήνα 1988.
Μηλιαράκης Αντ. (Ε. Isambert], Οδοιπορικό Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήνα 1878.
Μπωζούρ Φ., Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1789), Αθήνα 1974.
Παναγιωτόπουλος Β., «Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας» στο: Πληθυσμοί και Οικισμοί του Ελληνικού χώρου. Ιστορικά Μελετήματα, τετράδια εργασίας 18. Αθήνα 2003, 25-47
Petmezas S., Recherches sur l’ecoοmie et les finances de villages du Ρeliοn, region d’ industrίes rurales, (αδημοσίευτη διδακτ. διατρ.) Παρίσι 1989.
Sivignon Μ., Θεσσαλία. Γεωγραφική ανάλυση μιας ελληνικής περιφέρειας, Αθήνα 1992.
Σκουβαράς Β. - Μακρήs Κ., Αρχαιολογικός και τουριστικός οδηγός Θεσσαλίας, Βόλοs 1958.
Σκουβαράς Β., «Λεχωνίτικα», στο: Από τον λειμώνα της παράδοσης. Πηλιορείτικα, Τ. Β, Αθήνα 1983.
Σκουβαράς Β., «Πορταρίτικα», στο: Από τον λειμώνα της παράδοσης: Πηλιορείτικα, τ. Β, Αθήνα 1983.
Ν. Sνοronοs, Le commerce de SaΙonίque au ΧVΙΙΙ s., Παρίσι 1956.
Υπουργείο Στρατιωτικών, Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήνα 1880.
Φιλαδελφεύς Θ. Α., Ακτίνες εκ της Θεσσαλίας. Εντυπώσεις ταξιδιώτου, Αθήνα 1897.
Φιλιππίδης Α., Γεωγραφία μερική (18151, στο: Θ. Σπεράντζας, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη, Αθήνα 1978.
Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα, «Η νεώτερη ιστοριογραφία της ιταλικής μεταξουργίας», Τα Ιστορικά 9/17 (1992), 410-411.
Χατζηιωάννου Μαρία-Χριστίνα, «Η τύχη των πρώτων ιταλών μεταξουργών στο ελληνικό κράτος», Μνήμων 13 (1990), 121-138.
C. Zanίer, “La seta del Piemonte e Ι’ Europa", στο: Le fabbriche magnifiche. La seta in ρrοvincία di Cuneo tra sίecento e ottocento, Κούνεο 1993.
-------------------------------------------------
Rural wealth, and industrial/cottage silk craftsmanship in Pelion. The Kokosli complex in Lechonia (1865-1920)
Maria — Christina Hadjioannou
Head of Research,
Institute for Neohellenic Research/National Hellenic Research Foundation
The first silk workshop tο link the tradition of silk cottage industry located in the Pelion mountains with the new center οf financial entrepreneurship in the region, the city of Volos, is that of the Kokosli brothers, which was established around the 1860’s in Lechonia.
(*) Δείτε τη βιβλιογραφία του άρθρου. (Ειδικότερα τους Νικ. Γεωγιάδη, Βαγγ. Σκουβαρά, Γιαν.Κορδάτο, Ν.Κολιού.)