Η τραγωδία της Δράκιας το 1943, όπως την κατέγραψε σε συνέχειες ο βολιώτικος ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ.
...Το εγκληματικό
όργιο, η εκτέλεσις των 115 Δρακειωτών κράτησε δεν κράτησε μισή ώρα. Ο γερμανός
υπολοχαγός είχε συστηματοποιήσει την δολοφονική του εργασία και έτσι τελείωσε
γρήγορα σχετικώς. Αν βέβαια εχρησιμοποιούσε πολυβόλα απ’ ευθείας Βάζοντας τους
προς εκτέλεσιν εις την σειράν και τους θέριζε μονομιάς, θα είχε μία και καλή
θέσει τέρμα εις την «αποστολήν» του. Αλλ’ αυτός, ψυχή πωρωμένη και εμποτισμένη
από το πιστεύω των Ες-Ες, προτίμησε την βραδυτέραν μεν, θεαματικωτέραν ωστόσο
μέθοδον του πιστολίου. Έτσι οι μελλοθάνατοι εξετελούντο, όπως είπαμε ανά πέντε εις
την αρχή, τέσσαρες κατόπιν και τρεις-τρεις τελικώς.
Αι σκηνές, που έλαβον
χώραν, υπήρξαν απεριγράπτως συνταρακτικοί. Ήταν φοβερό, απίστευτο το θέαμα της
θανατώσεως, κατ’ αυτόν τον ιδιαίτερα ψύχραιμο τρόπο, αθώων ανθρώπων, τόσο φοβερό
ώστε και αυτοί ακόμη οι βοηθοί του θηριώδους υπολοχαγού να τα χάσουν, να
συγκινηθούν. Δύο μάλιστα εξ αυτών εθεάθησαν κλαίοντες. Μόνον αυτός, ο
αρχιεγκληματίας Χόφφμαν, δηλαδή, δεν εκάμφθη. Συνέχισε με ψυχραιμίαν κτήνους να
πιστολίζει εις τον αυχένα τα θύματά του και μόνον όταν οι 115 Δρακειώτες έπεσαν
άψυχα πτώματα πλέον ης την χαράδρα, σηκώθηκε και με την ίκανοποίησι
ζωγραφισμένη εις το πρόσωπό του, κύτταξε προς τα κάτω, προς τον σωρό των νεκρών
Ελλήνων, λες και καμάρωνε για το ανήκουστο επίτευγμα του. Δεν χόρτασε εν
τούτοις από σαδισμό και διέταξε τα πολυβόλα να κάνουν συνεχή βολή, να γαζώσουν δηλαδή, τα
πτώματα, ώστε να μη σωθή κανένας, που τυχόν τραυματισμένος, ίσως γλύτωνε.
Πράγματι δε, ως εξακριβώθη,
τουλάχιστον είκοσι θα εγλύτωναν αν δεν επολυβολούντο κατόπιν. Εξηκριβώθη δε τούτο
όταν ανεσύρθησαν τα πτώματα και εις ωρισμένα από αυτά δεν παρετηρήθησαν
πλήγματα έως τί κεφάλι, αλλά μόνον καίρια τραύματα εις το σώμα, από τις ριπές των
πολυβόλων. Χαρακτηριστικώς δε αναφερεται η περίπτωσις του αειμνήστου Κώστα
Ευαγγελίδη, ο οποίος ευρέθη φέρων μόνον τραύμα εις την σπονδυλικήν στήλην.
Εξήγησις
του φαινομένου αυτού δίδεται με την υπόθεσιν ότι οι δύο στρατιώτες-δήμιοι τους
οποίους επέλεξεν ο Χόφφμαν, έσπρωχναν προς την χαράδρα, όταν μπορούσαν, όταν δεν
παρατηρούσε ο αξιωματικός, ζωντανούς τους Έλληνες, ρίχνοντας την πιστολιά εις τον
αέρα. Αυτή είναι μία υπόθεσις, πάντως και όχι εξηκριβωμένο γεγονός. Εν τούτοις
ευρέθησαν και ωρισμένοι ζώντες τραυματίαι μόνον μεταξύ των πτωμάτων. Ήσαν οκτώ.
Τελικώς έσώθησαν μόνον οι πέντε, ήτοι οι Κ. Ι. Τζαμτζής, Ευάγ. Σ. Νίκου, Γ. Ελ.
Κεφαλάς, Αγγ. Αντ. Ρεντινιώτης και Ι. Ν. Κάλμπαρης. Ο Νίκου διεσώθη χάρις εις την
ψυχραιμία και την ετοιμότητά του, υποδυθείς τον νεκρόν, όταν ένας Γερμανός, ο
οποίος κατήλθε εις την χαράδρα, μετά τις εκτελέσεις, σήκωσε το χέρι του (του Νίκου),
για να δη αν αυτός , είχεν εκπνεύσει. Ευφυέστατα ο Νίκου αφήκε το χέρι του να
πέση «ξερό», δίνοντας έτσι την εντύπωσι εις τον Γερμανό, ότι δεν ζούσε πια.
Είναι απερίγραπτο το δράμα των οκτώ αυτών
τραυματιών, οι οποίοι ευρέθησαν υπό τους σωρούς των πτωμάτων. Υπέφεραν από τους
πόνους, υπέφεραν από την αγωνία, αλλ’ υπέφεραν περισσότερο από το βάρος των
νεκρών σωμάτων, που τους εκάλυψαν και από την δυσκολία της αναπνοής λίγο έλειψε
να πεθάνουν από την ασφυξία. Αν τολμούσαν να κινηθούν, για να παραμερίσουν τα πτώματα
και να αναπνεύσουν, θα εγίνοντο ασφαλώς αντιληπτοί και τότε δεν θα γλύτωναν.
Ξέφυγαν από του χάρου τα δόντια, τραυματισθέντες μόνον και ήταν κρίμα να χάσουν
τη ζωή, την τελευταία στιγμή. Θέλοντας και μη λοιπόν έκαναν υπομονή,
εταλαιπωρήθησαν, αλλά -οι πέντε εσώθησαν.
...Η φοβερή
τραγωδία της Δράκειας, μία από τις μεγαλύτερες της Κατοχής, είναι αδύνατον να
ιστορηθή απόλυτα εις τις λεπτομέρειές της. Και ήταν τόσες οι λεπτομέρειες,
συνταρακτικές και σχεδόν απίστευτες. Κάθε οικογένεια εις την Δράκεια έχει να
περιγράψη και το δικό της ξέχωρο δράμα. Γιατί κάθε οικογένεια εθρήνησε αδικασκοτωμένο
πατέρα, γιο ή αδελφό. Χαρακτηριστική μεταξύ των άλλων είναι η περίπτωσις της οικογενείας
Δημ. Λιάτσικα. Το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου, το βράδυ δηλαδή των συλλήψεων ο
Δημήτριος Λιάτσικας ήταν εις το σπίτι του και δεν συνελήφθη μαζί με τους άλλους
συγχωριανούς του εις το «Μεγάλο Παζάρι» από τους επιδραμόντας Γερμανούς.
Από τα
άρρενα μέλη της οικογενείας έλειπε μόνον ο μικρότερος γιος. Η ώρα περνούσε,
είχε σχεδόν πάει μεσάνυχτα και η γυναίκα του Λιάτσικα ανησυχούσε πολύ για την αργοπορία
του παιδιού. Ξύπνησε τότε τον άνδρα της και αυτός γρήγορα κατηφόρησε προς τα καφενεία.
Συνελήφθη όμως από τους Γερμανούς. Ο Λιάτσικας κλείστηκε μαζί με τους άλλους συλληφθέντας
εις το μαγαζί και επομένως δεν επρόκειτο να γυρίση εις το σπίτι, όπου η γυναίκα
του, βλέποντας και την αργοπορία του άνδρα της ξύπνησε και τον μεγαλύτερο γιο
της Τάσο και τον έστειλε και αυτόν για να δη τι συμβαίνει. Έτσι και ο Τάσος Λιάτσικας
δεν απέφυγε την σύλληψι από τους Γερμανούς. Το πρωί πατέρας και γιος, οι δύο
αυτοί τραγικοί ανύποπτοι, που μόνοι των, γιατί το θέλησε η κακή μοίρα, έπεσαν εις
το στόμα του λύκου, εξετελούντο αγκαλιασμένοι.
Για να
καταδειχθή η πρωτοφανής θηριωδία και ατιμία του επί κεφαλής Γερμανού αξιωματικού,
αξίζει να αναφερθή και η εξής περίπτωσις:
Το βράδυ
μετά τις συλλήψεις ο Γερμανός υπολοχαγός εισήλθε εις το σπίτι του Κ. Νίτη ή
Καλίνικου. Εζήτησε να τον φιλοξενήσουν. Θέλοντας και μη θέλοντας οί καλοί
χωρικοί άνοιξαν τις πόρτες του σπιτιού των εις τον κατακτητή αξιωματικό. Του
έδωσαν και έφαγε και του έστρωσαν να πλαγιάση. Καταϋποχρεωμένος, έδειχνε ευγενέστατος
ο υπολοχαγός, αλλά το πρωί όταν σηκώθηκε απέδειξε τον πραγματικό εαυτό του, τον
δολοφόνο και ανήκουστο εγκληματία. Ο ατυχής Καλίνικος, από λεπτότητα θέλησε να
ξεπροβοδίση τον υπολοχαγό, φεύγοντα από το σπίτι του. Και αυτό υπήρξε το
μοιραίο λάθος του. Ξεχνώντας το κτήνος την φιλοξενία, ο αξιωματικός των Ες-Ες,
ξεχνώντας κάθε τι το ανθρώπινο και στοιχειωδώς ευγενικό, διέταξε τούς
στρατιώτες και συνέλαβον τον Καλίνικον, ο οποίος τελικώς εξετελέσθη μαζί μι
τούς άλλους 114 Δρακειώτες, εξετελέσθη δε με το πιστόλι από τον ίδιο τον υπολοχαγό
εις ανταπόδοσιν των περιποιήσεων και της φιλοξενίας.
Το έγκλημα της
Δρακείας δεν θα λησμονηθή ποτέ. Θα παραμένη αιώνια σαν στίγμα για εκείνους οι οποίοι
εμφανιζόμενοι ως πολιτισμένοι, απέδειξαν ένστικτα καννιβάλων. Η ιστορία ας τους
κρίνη.
Τα 115 αθώα
θύματα της Δρακείας είναι οι εξής:
Κ. Ν. Θλιβερός,
Ζήσης Ι. Στάμος, Π. Δ. Κασσαβέτης, Αθ. Ν. Θεοδώρου, Χαρίτων Απ. Μαρκάς, Ιωάν. Απ.
Μαρκάς, Αν. ΑΘ. Χαλκιάς, Πρωτεσίλαος Αθ. Μιτζέλος, Ν. Δ. Ζαμπαρδίκος, Ι. Δ.
Ζαμπαρδίκος, Παντελής Κάμπας, Θεόδ. Αθ. Χαλκιάς, Κων. Ιω. Εύαγγελίδης, Δημ. Ν.
Σφύρας, Ανέστης Ιω. Μπαλντούμης, Δημ. Γ. Κουμούτσης, Γεώργ. Α. Πατρώνης, Ν. Γ.
Κεφαλάς ή Καλαμαράς, Δημ. Ιω. Βολιώτης, Ορέστης Ι . Τσοποτός, Κωνστ. Αντ.
Δούκας, Κωνστ. Γ. Μουστάκας ή Κεφαλάς, Αντ. Ν. Θεοδώρου, Κων. Ι. Γκαραγκούνης,
Νικ. Λ. Καραβέλης, Γ. Παπαγεωργίου ή Σέμος, Κων. Φ. Κάπελας, Στέφ. Κ. Καρατζώλης,
Απ. Δ. Κουτσινάρης, Γεώργ. Ι. Αραβίδης, Δημ. Απ. Μαρκάς, Κων. Χ. Κεφαλάς, Κων.
Ι. Παπαποστόλου, Δ. Χ. Αρέθας, Γ. Αν. Ζιαμπάς, Χαρ. Αν. Ζιαμπάς, Κων. Θ. Τσάρας,
Αθ. Ζ. Κουτσομήτρος, Απ. Κ. Αναστασίου, Κων. Αν. Αναστασίου, Αντ. Χ. Βελετζάκος,
Ιωάν. Αθ. Βούλγαρης, Ιωάν. Δ. Ζάμπαλος, Αθαν. Δ. Ζάμπαλος, Γεώργ. Αντ.
Ρεντινιώτης, Σπ. Ι. Μαστρονικολάου, Κων. Γ. Νίτης ή Καλίνικος, Στ. Κουτσομήτρος, Γ. Δ.
Σταμάτης, Δ Π. Λιάτσικας, Θεοφ. Κ. Ρεντινώτης„ Σπ. Μ. Κεφαλάς, Λυκούργ. Μαυρόπυλος,
Γ. Ν. Κουτσομήτρος, Γ. Αθ. Μούτος, Δημ. Ν. Χαλκάς, Ν. Απ. Πατρώνης, Κων. Παπαγεωργίου,
Ν. Δ. Πεταλάς, Γ. Δ. Μακρυγιάννης, Σπ. Δ. Μακρυγιάννης, Ν. Β. Τζαμτζής; Σπ. Β. Τζαμτζής, Νικ. Γ. Κωστής, Θεοφ. Δ.
Σαρηγιάννης, Θωμ. Ι. Μιτζέλος, Δημ. Ι. Κεφαλάς, Γεώργ. Κ. Μπούκουρας, Αν. Κ.
Ραχούλης, Γεώρ. Αρ. Ταγάρας, Χ. Αρ. Ταγάρας, Αναστ. Κ. Παππάς, Γεώργιος Αν. Παππάς,
Χρ. Απ. Μιχόπουλος, Σπ. Κ. Πανταζάκης, Ιωάν.
Κ . Πανταζάκης, Κωνστ. Ν. Βογδάνος, Κωνστ. Στάμ. Κουτσομήτρος, Φανούριος Αθ. Αποστολίδης,
Νικ. Κ. Εύαταθίου, Ελ. Ζ. Σεϊτάνης, Αργ. Δ. Τσολάκης, Χαρ. Γ. Τσιάρας, Χαράλ.
Ν. Κεφαλάς, Δημ. Τρ. Κάδρας, Νικηφ. Δ. Αποστολόπουλος, Θ. Αθ. Τσιάρας, Κωνστ.
Γ. Μαστροκώστας, Δημ. Απ. Παπουτσής, Ιωάν.
Αθ. Ζαμπαρδίκος, Γεώρ. Αθ. Ζαμπαρδίκος, Κωνστ. Μ. Ζαμπαρδίκος, Δημ. Ι. Γεωργατζής,
Κωνστ. Στ. Κατσούδας, Αθ. Φάδακας, Εξαρ.
Αρ. Κεφαλάς, Απ. Κλειδωνάρης, Σπ. Στ. Κουτσομήτρος, Χριστοφ. Απ. Ευσταθίου.
Αριστ. Κ. Αδάμ, Κωνστ. Αθ. Μάγγος, Δημ. Γ. Μάγγος, Απ. Λιάμης, Βασ. Κολιαμήτρος,
Αθαν. Μπέιας, Δημ. Κολιαμήτρος, Χρ. Τσιαμήτας, Γεώρ. Μπέιας, Κωνστ. Αγ.
Στεργίου, Ν. Ι. Τράντος, Ν. Χ. Γιαννόπουλος, Σ. Μ. Χατζηγρηγορίου, Χρ. Ν. Μάρας."