Στο πολυσέλιδο βιβλίο του Πατρινού ποιητή, συγγραφέα και
δοκιμιογράφου Σπυρίδωνος Βασιλειάδου (ΕΔΩ)
«ΑΤΤΙΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ - ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις ΦΕΞΗ -1900 και στη σελίδα 693, βρίσκουμε το
ποίημα «Προ της Ιωλκού».
Πατριωτικό εξαιρετικό ποίημα (σχεδόν
άγνωστο) που γράφτηκε μια δεκαετία πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και έχει
αναφορές και στις ακτές του Παγασητικού!
Προ της Ιωλκού
Α΄
Πώς, από της χώρας ταύτης
Οιωνός της Σαλαμίνος, ο Ιάσων αργοναύτης
Επεπήδησεν ευτόλμως με τους πρώτους των Ελλήνων
Εν τω μέσω των κυμάτων, εν τω μέσω των κινδύνων,
Τέκνον της ελευθερίας, λάτρις της καλής ελπίδος,
Προς το γέρας της Κολχίδος:
Ναι, πιστεύω εις την
πρώτην και μεγάθυμον σελίδα
Της λαμπράς σου ιστορίας, ώ Ελλάς μου, αφού είδα
Την ωραίαν αυτήν χώραν, εν τω μέσω των ορέων
Εσπαρμένην, ως μεγάλας φωλεάς αετιδέων!
Από των ορέων τούτων, εις τα πλάτη του αιθέρος
Ζώντες, βλέποντες πλησίον πως οι αετοί πετώσιν
Υπεράνω της θυέλλης αγερώχως κ’ ελευθέρως
Εις τον κόλπον τον ωραίον έπρεπε να καταβώσι,
Να πτερώσωσι εν σκάφος, αντί ν’ αναβώσιν ίππον
Και να δώσωσι τον πρώτον κατά των βαρβάρων κτύπον,
Της Αργούς οι
επιβάται,
Με φωνήν εις τους αιώνας: «Τους ασιανούς χτυπάτε!»
Β΄
Πώς, και σήμερον εν μέσω τόσου κάλλους και μαγείας,
Βόσκετε δειλοί και δούλοι, άνδρες σεις της Θεσσαλίας;
Σας μαγεύει, σας κοιμίζει η ωραία αύτη φύσις,
Ως γυνή τους θηλυδρίας; Ενώ έδει τας αλύσεις
Να συναθραύσητ’ υπέρ ταύτης εν πυρί και εν μαχαίρα
Σώζοντες από τον Τούρκον την χρυσήν αυτήν μητέρα,
Πώς, κ’ εν μέσω των ορέων, ωργισμένων αποτόμων
Αναβαίνετε ιδρούντες τον βαρύν των δούλων δρόμον,
Δίχως κάν επί τας άκρας να μην έχετε ποθήση,
Όταν φθάνετε και σπεύδη ο υιός να σας φιλήση,
Να μην έχετε ποθήση ν’ αναπνεύσετ’ ελευθέρως
Και το μύρον της ελάτης και το ρεύμα του αέρος;
Εις αυτάς τας κορυφάς σας, ο αήρ αυτός ο πνέων,
Ο Βορράς
της Θεσσαλίας,
Όλος δρόσος, αλκή όλος, ως το φρόνημα γενναίων,
Όταν ρίπτεται ως γίγας και πληροί τους πνεύμονάς σας,
Εις το στήθος παλμόν ένα, όνειρον ελευθερίας
Εις τον νουν
ουδέν εγείρει;
Και ο μιναρές εκείνος, έως εις τας κορυφάς σας
Τινασσόμενος ως ύβρις, ουδ’ έν δάκρυ προκαλεί
Εις το όμμα, Θεσσαλοί;
Δούλοι, δούλοι, η μεγάλη αύτη φύσις σας οικτίρει…
Και τα δάκρυά της εις χρυσήν αυγήν θεάσθε,
Δρόσον λέγετε το δάκρυ, ησυχείτε και χασμάσθε.
Γ΄
Και να κύπτωσιν ως δούλοι μέτωπον ομού και γόνυ
Οι υιοί του Νικοτσάρα, οι υιοί του Κατσαντώνη !
Και να είνε κύριός των και αγρίως να δεσπόζη
Πλαδαρός τις Μουσουλμάνος, με ωχρόν αρρώστου χρώμα,
Όστις σήπεται ως τέλμα, όστις ως νεκρός απόζει,
Τούρκος στρέφων ηλιθίως το θολόν βλακώδες όμμα,
Και να λησμονώσιν ίσως ότι Θεσσαλός εκείνος,
Όστις πρώτος την Ελλάδα εις ανάστασιν εκάλει,
Και να μην νοώσιν ίσως αν του Ρήγα ήν ο θρήνος,
Όταν άνεμος εις ράχεις βρυχηθμούς πενθίμους βάλλη!
Μνήματα περιπατούντα, μνήματα ψυχρών μαρμάρων,
Όπου γέγραπται επάνω χρυσή λέξις μία: «Έλλην»,
Μνήματα ερήμου μέσω, όπως μέσω των βαρβάρων,
Των Ελλήνων βλέπω ταύτην την θεσσαλικήν αγέλην !
Δ΄
Όμως , όπως η ωραία και καμπύλη παραλία,
Ευσεβή τα γονατά μου ιδού έρχομαι και κλίνω,
Ω του
Πίνδου Θεσσαλία,
Και φιλώ τα χώματά σου και θερμόν έν δάκρυ χύνω !
Σπένδω δάκρυα εις μνήμην των μαρτύρων και ηρώων
Κ’ εις το φάσμα του Βλαχάβα κόσμον λησμονώ αθρόον…
(Εκ του ατμοπλοίου «Εύξεινος» της Εταιρείας «Fraissinet»)