Ένα εξαιρετικό-τατο κείμενο του τέλους του 19ου αι. από τη γνωστή μας εκδότρια της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ, Καλλιρρόη Παρρέν.
(Μόνο που είναι στην ...καθαρεύουσα -ωστόσο κατανοητή!).
(Μόνο που είναι στην ...καθαρεύουσα -ωστόσο κατανοητή!).
« Η ώρα παρήλθεν, ως παρέρχονται όλαι αι ευτυχείς ημέραι της ζωής, ταχύτατα ωσεί απετελείτο υπό στιγμών μόνον. Προ της αναχωρήσεώς μας απεφασίσαμεν να μεταβώμεν εις τήν παρά τήν θέσιν Μάννα μονήν της Παναγίας, ίνα από της υψηλής εκείνης θέσεως θαυμάσωμεν το μαγικόν πανόραμα των κλιτύων του Πηλίου, ως και την κρυσταλλίνην λεκάνην τού Παγασητικού. Αλλ’ αντί να λάβωμεν την κανονικήν οδόν περιεπλανήθημεν εις αποτόμους φάραγγας, εις ατραπούς δυσβάτους, πλην καταφύτους. Ιτέαι και πλάτανοι, μύρτοι και δάφναι, βάτοι και σφένδαμνοι, συκαμηνέαι, αι φιλύραι, ροιαί και αμυγδαλέαι και πληθύς άλλη παντός είδους και γένους δένδρων και φυτών μεταβάλλουν το από του Καράβου μέχρι της Μάννας διάστημα εις μεγαλοπρεπή παράδεισον, εις λαβύρινθον αδιέξοδον του φυτικού κόσμου. Υπήρχον στιγμαί, καθ’ ας τόσον πυκνοί κλάδοι και φυλλώματα διεσταυρούντο ως εν τρυφερωτάτω εναγκαλισμώ υπέρ τας κεφαλάς μας, ώστε ούτε μικράν γραμμήν του ουρανού ά μη διακρίνωμεν δι αυτών.
Δύο χαμίνια ανυπόδυτα ανέλαβον vα μας οδηγήσουν, καθ’ ήν στιγμήν είχομεν απολέσει πάσαν ελπίδα περί ανευρέσεως του δρόμου μας. Αλλ’ υπελόγιζον τον δρόμον διαβατόν με τους γυμνούς πόδας των και τας αιλουροειδείς κινήσεις των ανά μέσον των παραποταμίων και του υπό ιλύος παχείας κεκαλυμμένου εδάφους. Η περιπλάνησις ήδη απέβαινε δι’ ημάς, εάν όχι επικίνδυνος, βεβαίως όμως επίπονος και ανιαρά και είχε φθάσει η στιγμή καθ’ ην ήρχισα και εγώ να δυσανασχετώ και να στενοχωρούμαι. Ευτυχώς ότι αφήσαμεν τους μικρούς οδηγούς μας και δι’ άλλων ευκολωτέρων ατραπών εφθάσαμεν τέλος εις τας πηγας του Κραυσίδωνος. Το ύδωρ εδώ είναι τόσον ψυχρόν, τόσον παγωμένον, η τοποθεσία τόσον εξόχως ποιητική, ο αήρ τόσον καθαρός και ζωογόνος, ώστε μετά την επίμοχθον περιπλάνησιν η όρεξις εξηγέρθη με τα απαράγραπτα δικαιώματά της.
Εκεί υπό τους γηραιούς κορμούς των προαιωνίων πλατάνων τοποθετούμεθα και ο συνοδεύων μας, απαράμιλλος εις προετοιμασίας γευμάτων υπάλληλος τής φιλοξενούσης μας, προϊδών τας στομαχικάς διαμαρτυρίας, μας παρέθεσε πρόδειπνον εκ ψυχρών εδεσμάτων και οπωρικών, το οποίον κατεβροχθίσαμεν απλήστως.
Η μονή, ήτις αρχικώς κατά τα πρώτα του Χριστιανισμού έτη προσέφερεν άσυλον και στέγην εις γυναίκας, αποχωρούσας του κόσμου και ήτις βραδύτερον, μετοικοδομηθείσα υπό Άννης της Κομνηνης, μετεβλήθη εις ανδρικήν και διοικείται υπό ενός ηγουμένου, είναι το μοναδικόν σημείον από του οποίου δύναταί τις να απολαύση τελείως του θεάματος του Πηλίου.
Η μονή ακριβώς είναι το τελευταίον όριον των βασιλευουσών υπ’ αυτήν πρασίνων εκτάσεων, υπεράνω δ’ αυτής, αμέσως σχεδόν, έρχεται η μεγαλοπρεπής εκτύλιξις του γυμνού όρους, του οποίου αι κορυφαί είναι ολίγον μεταλλικαί. Και ενώ το βλέμμα ελκύεται προς την γραφικωτάτην εικόνα, ήτις καταλήγει κάτω, μακράν ήδη, προς δύο ανοικτούς βραχίονας, εν οις η γη δέχεται ως εν μητρικώ εναγκαλισμώ την οπάλειου λίθου ακινητούσαν μεγαλοπρεπή της θαλάσσης έκτασιν, η υπεράνω των κεφαλών μας επιβλητική του Πηλίου άλυσις διεκδικεί την προσοχήν και τον θαυμασμόν μας. Και έχει το όρος τούτο ιδίαν φυσιογνωμίαν, ιδίαν έκφρασιν εν τη σκοτεινή ακινησίαν του, έκφρασιν απερίγραπτον, ήτις δεν δύναται να παραβληθή με ουδέν άλλον όρος, ουδεμίαν άλλην βραχώδη έκτασιν.
Εδώ η χροιά του είναι ερυθρωπή, εκεί φαιοπράσινος και ολίγον υψηλότερα φαιοκύανος εντελώς. Τα από των κορυφών του κατερχόμενα νερά έχουν διαυλακώσει εδώ και εκεί τας αποτόμου πλευράς του, αίτινες, σκιαζόμεναι περισσότερον, αποτελούν ήδη με την απέναντι αντανακλώσαν δύσιν, την ποικιλωτέραν και μελαγχολικωτέραν εν ταυτώ απόχρωσιν του ιανθούς χρώματος. Αι υψηλότεραι και απώτεραι κορυφαί χρωματίζονται με κυανούν διαυγές χρώμα, ωσεί ο υπέρ αυτάς ουράνιος θόλος εξήπλου τα μεγαλοπρεπή κράσπεδα του γαλανού πέπλου του μέχρις αυτών, όλαι διάστικτοι υπό των σκοτεινών νεφών, άτινα ως εν πενθίμω ρασσοφόρων λιτανεία, διασχίζουν ελαφρά και ατμήρη τας απεράντους του ορίζοντος εκτάσεις. Ήτο αργά πλέον, ώστε δεν μας έμενε καιρός να επισκεφθώμεν το εσωτερικόν της μονής. Ο ηγούμενος, ευγενής και περιποιητικός, μας προσέφερε θαυμασίου μεγέθους και γλυκύτητος κεράσια, των οποίων μόνη η ανάμνησις εγείρει κόσμον όλον πόθων και απολαύσεων γευστικών.
Αλλ’ η ώρα παρέρχεται και μετά μελαγχολίας απομακρυνόμεθα της ωραίας εκείνης τοποθεσίας. Η κάθοδος δια της ομαλής οδού είναι κανονικωτάτη και οι ίπποι μας, ανυπομονούντες και αυτοί να επιστρέψουν, σπεύδουν εις προϋπάντησίν μας. Η μαγεία της επιστροφής, με τον δύσαντα ήδη ήλιον και τας υπό το εσπερινόν σκιόφως διαγραφομένας γραμμάς, αποτελεί μοναδικήν των οφθαλμών πανήγυριν. Ο ουρανός είναι ωραίος, καθαρός ως κρύσταλλος και ωσεί αποπνέων έτι την θερμότητα της ημέρας. Το Πήλιον απομακρύνεται σοβαρόν, μεγαλοπρεπές και απέριττον, αποβάλλον ήδη την ιανθή χροιάν του και ως Πατριάρχης της Γραφής καλυπτόμενον υπό γλυκυτάτου κυανού χρώματος καλύπτραν.
Ο αήρ συμπυκνούμενος ήδη ως εκ της αποστάσεως παρεμβάλλεται μεταξύ ημών και του όρους ωσεί αραχνοειδές διάφραγμα, ενώ η υπό τους πόδας μας κατάφυτος πεδιάς αποτελεί το κοσμητικόν της όλης εικόνος εξάρτημα. Έχει και η φύσις τους αριστοκρατικούς τύπους της, μεταξύ των οποίων ό,τι βλέπω αυτήν την στιγμήν φέρει την σφραγίδα υπερτάτης ευγενείας. Εφ’ όσον κατερχώμεθα και η πλησιάζουσα νύξ σκιάζη επί μάλλον τον ορίζοντα, ο ήχος του Πηλίου ομοιαζει απεράντων διαστάσεων γυναίκα, ης η πλουσία αμαζών σχηματίζει τούς γραφικωτέρους κυματισμούς και τας μεγαλοπρεπεστέρας πτυχάς, ας ηδυνήθη να συλλάβη ποτέ καλλιτέχνου φαντασία.»
(Κ. Παρρέν)
Δύο χαμίνια ανυπόδυτα ανέλαβον vα μας οδηγήσουν, καθ’ ήν στιγμήν είχομεν απολέσει πάσαν ελπίδα περί ανευρέσεως του δρόμου μας. Αλλ’ υπελόγιζον τον δρόμον διαβατόν με τους γυμνούς πόδας των και τας αιλουροειδείς κινήσεις των ανά μέσον των παραποταμίων και του υπό ιλύος παχείας κεκαλυμμένου εδάφους. Η περιπλάνησις ήδη απέβαινε δι’ ημάς, εάν όχι επικίνδυνος, βεβαίως όμως επίπονος και ανιαρά και είχε φθάσει η στιγμή καθ’ ην ήρχισα και εγώ να δυσανασχετώ και να στενοχωρούμαι. Ευτυχώς ότι αφήσαμεν τους μικρούς οδηγούς μας και δι’ άλλων ευκολωτέρων ατραπών εφθάσαμεν τέλος εις τας πηγας του Κραυσίδωνος. Το ύδωρ εδώ είναι τόσον ψυχρόν, τόσον παγωμένον, η τοποθεσία τόσον εξόχως ποιητική, ο αήρ τόσον καθαρός και ζωογόνος, ώστε μετά την επίμοχθον περιπλάνησιν η όρεξις εξηγέρθη με τα απαράγραπτα δικαιώματά της.
Εκεί υπό τους γηραιούς κορμούς των προαιωνίων πλατάνων τοποθετούμεθα και ο συνοδεύων μας, απαράμιλλος εις προετοιμασίας γευμάτων υπάλληλος τής φιλοξενούσης μας, προϊδών τας στομαχικάς διαμαρτυρίας, μας παρέθεσε πρόδειπνον εκ ψυχρών εδεσμάτων και οπωρικών, το οποίον κατεβροχθίσαμεν απλήστως.
Η μονή, ήτις αρχικώς κατά τα πρώτα του Χριστιανισμού έτη προσέφερεν άσυλον και στέγην εις γυναίκας, αποχωρούσας του κόσμου και ήτις βραδύτερον, μετοικοδομηθείσα υπό Άννης της Κομνηνης, μετεβλήθη εις ανδρικήν και διοικείται υπό ενός ηγουμένου, είναι το μοναδικόν σημείον από του οποίου δύναταί τις να απολαύση τελείως του θεάματος του Πηλίου.
Η μονή ακριβώς είναι το τελευταίον όριον των βασιλευουσών υπ’ αυτήν πρασίνων εκτάσεων, υπεράνω δ’ αυτής, αμέσως σχεδόν, έρχεται η μεγαλοπρεπής εκτύλιξις του γυμνού όρους, του οποίου αι κορυφαί είναι ολίγον μεταλλικαί. Και ενώ το βλέμμα ελκύεται προς την γραφικωτάτην εικόνα, ήτις καταλήγει κάτω, μακράν ήδη, προς δύο ανοικτούς βραχίονας, εν οις η γη δέχεται ως εν μητρικώ εναγκαλισμώ την οπάλειου λίθου ακινητούσαν μεγαλοπρεπή της θαλάσσης έκτασιν, η υπεράνω των κεφαλών μας επιβλητική του Πηλίου άλυσις διεκδικεί την προσοχήν και τον θαυμασμόν μας. Και έχει το όρος τούτο ιδίαν φυσιογνωμίαν, ιδίαν έκφρασιν εν τη σκοτεινή ακινησίαν του, έκφρασιν απερίγραπτον, ήτις δεν δύναται να παραβληθή με ουδέν άλλον όρος, ουδεμίαν άλλην βραχώδη έκτασιν.
Εδώ η χροιά του είναι ερυθρωπή, εκεί φαιοπράσινος και ολίγον υψηλότερα φαιοκύανος εντελώς. Τα από των κορυφών του κατερχόμενα νερά έχουν διαυλακώσει εδώ και εκεί τας αποτόμου πλευράς του, αίτινες, σκιαζόμεναι περισσότερον, αποτελούν ήδη με την απέναντι αντανακλώσαν δύσιν, την ποικιλωτέραν και μελαγχολικωτέραν εν ταυτώ απόχρωσιν του ιανθούς χρώματος. Αι υψηλότεραι και απώτεραι κορυφαί χρωματίζονται με κυανούν διαυγές χρώμα, ωσεί ο υπέρ αυτάς ουράνιος θόλος εξήπλου τα μεγαλοπρεπή κράσπεδα του γαλανού πέπλου του μέχρις αυτών, όλαι διάστικτοι υπό των σκοτεινών νεφών, άτινα ως εν πενθίμω ρασσοφόρων λιτανεία, διασχίζουν ελαφρά και ατμήρη τας απεράντους του ορίζοντος εκτάσεις. Ήτο αργά πλέον, ώστε δεν μας έμενε καιρός να επισκεφθώμεν το εσωτερικόν της μονής. Ο ηγούμενος, ευγενής και περιποιητικός, μας προσέφερε θαυμασίου μεγέθους και γλυκύτητος κεράσια, των οποίων μόνη η ανάμνησις εγείρει κόσμον όλον πόθων και απολαύσεων γευστικών.
Αλλ’ η ώρα παρέρχεται και μετά μελαγχολίας απομακρυνόμεθα της ωραίας εκείνης τοποθεσίας. Η κάθοδος δια της ομαλής οδού είναι κανονικωτάτη και οι ίπποι μας, ανυπομονούντες και αυτοί να επιστρέψουν, σπεύδουν εις προϋπάντησίν μας. Η μαγεία της επιστροφής, με τον δύσαντα ήδη ήλιον και τας υπό το εσπερινόν σκιόφως διαγραφομένας γραμμάς, αποτελεί μοναδικήν των οφθαλμών πανήγυριν. Ο ουρανός είναι ωραίος, καθαρός ως κρύσταλλος και ωσεί αποπνέων έτι την θερμότητα της ημέρας. Το Πήλιον απομακρύνεται σοβαρόν, μεγαλοπρεπές και απέριττον, αποβάλλον ήδη την ιανθή χροιάν του και ως Πατριάρχης της Γραφής καλυπτόμενον υπό γλυκυτάτου κυανού χρώματος καλύπτραν.
Ο αήρ συμπυκνούμενος ήδη ως εκ της αποστάσεως παρεμβάλλεται μεταξύ ημών και του όρους ωσεί αραχνοειδές διάφραγμα, ενώ η υπό τους πόδας μας κατάφυτος πεδιάς αποτελεί το κοσμητικόν της όλης εικόνος εξάρτημα. Έχει και η φύσις τους αριστοκρατικούς τύπους της, μεταξύ των οποίων ό,τι βλέπω αυτήν την στιγμήν φέρει την σφραγίδα υπερτάτης ευγενείας. Εφ’ όσον κατερχώμεθα και η πλησιάζουσα νύξ σκιάζη επί μάλλον τον ορίζοντα, ο ήχος του Πηλίου ομοιαζει απεράντων διαστάσεων γυναίκα, ης η πλουσία αμαζών σχηματίζει τούς γραφικωτέρους κυματισμούς και τας μεγαλοπρεπεστέρας πτυχάς, ας ηδυνήθη να συλλάβη ποτέ καλλιτέχνου φαντασία.»
(Κ. Παρρέν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου