«Ιστιοφόρα σε λιμάνι» Μποκατσιάμπης Βικέντιος (1856 - 1933) |
ΤΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΚΡΙΕΖΗ
(Γκιορνάλε
δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους).
1821. Απριλίου 28. Ύδρα
Ανεχωρήσαμεν
διά την ανεξαρτησίαν του Ελληνικού έθνους.
[…] απεχαιρετίσθημεν
και ανεχώρησεν ο καθείς εις τον δρόμον
του• ήρχισε να αλλάζει ο καιρός μπάτης και εις τας 3 Μαΐου εφθάσαμεν εις
Σκιάθον, εις τας 4 εις Τρίκερι• αγκυροβολήσαμεν.
Εβγήκα έξω
με την μεγάλην λέμβον με 70 ναύτας μου.
Ήλθον οι
προύχοντες του τόπου με τους εμποροπλοιάρχους και με υπεδέχθησαν με
εσυντρόφευσαν εις την Κατζελαρίαν τους (=διοικητήριο) • τους ώμίλησα πολλά διά την ανεξαρτησίαν και
δεν ηθέλησαν να με ακούσουν• εις το ύστερον ήρχισα και με φοβέραις και άλλα.
Ευθύς τους υπεχρέωσα και έρραψαν και σημαίας με σταυρούς και ύψωσαν εις την
Κατζελαρίαν τους και τα πλοία των •και με κανονιοβολισμούς• καθώς και εγώ τους
έρριψα 25. Τους ώρκισα.
Εκεί όπου
είμαστε βλέπω και παρουσιάζεται εμπρός μου αρχηγός με 15 οπλοφόρους• με
φωνάζει αν έχη την άδειαν να έμβη να με ιδή• εσηκώθην μόνος μου και τον έπιασα
από το χέρι και τον εκάθησα σιμά μου• τον ερωτώ τις είναι και τι ζητεί• με
λέγει αν έχη το ελεύθερον να ομιλήση, του έδωσα την άδειαν• με λέγει:
— Κύριε
αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω εδώ 10 ημέραις, όπου ζητώ ν’ αναχωρήσω διά το πέρα μέρος
του Ευρίπου [, εις το] Ξηροχώρι, διά να βαρέσωμε τους εχθρούς και οι κύριοι
ούτοι με έχουν έως σήμερον εμποδισμένον και μήτε καΐκι μου δίδουν ν’ αναχωρήσω.
Και οι
κύριοι Τρικεριώτες με είπον το εναντίον, και εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης
[…]
Βασιλεύοντος
του Ηλίου εσηκώθημεν όλοι εις τα πανιά και επλεύσαμεν διά Τρίκερι και εφθάσαμεν
εις τας 8 του Μαΐου. Ηγκυροβολήσαμεν.
Κάμνοντας τας
τέντας του πλοίου, ήλθε το μεσημέρι και εκαθήσαμεν να γευματίσωμεν. Αγροικούμεν
έξω εις τα Τρίκερι πυροβολισμούς και κανονοβολισμούς• στέλλω άνθρωπόν μου έξω με
τήν λέμβον να ιδή τι τρέχει και επέστρεψεν ευθύς και φωνάζει :
— Τα
συχαρίκια !
Ανέβην εις το
κατάστρωμα και μοι λέγει ότι ήλθεν γράμμα από το Όρος γράφοντας ότι εις τας 2
Μαίου επάρθη η Κωνσταντινούπολις !
Ηρχίσαμεν
και εκανονοβολίσαμεν […]
Μετά μισήν
ώραν ήλθαν οι προύχοντες και πλοίαρχοι των Τρικέρων εις επισκεψιν• τους υπεδέχθην τρατάροντας τους ως τους
έπρεπεν• ανεχώρησαν, και εις τας 3 ώρας
μετά μεσημβρίαν έρχεται τρεχαντήρι από Ωραιούς, γράφοντας μου ότι από την Αγίαν
Μαρίναν εμβαρκάρονται 600 Αλβανοί εις εν ιμβρίκιον διά τον Εύριπον.
Εκεί βλέπω
πάλιν τους προύχοντας, να έλθουν εις απάντησίν μου• τους εδέχθην εις την
κάμαραν •ηρχισαν να με παρακαλούν διά να τούς δώσω την άδειαν να εκστρατεύσουν
με 4 πλοία τα μεγαλείτερά τους, από 9 χιλιάδας κοιλών• αμέσως τους την έδωσα,
διορίζοντας τα δύο να έμβουν μέσα του κόλφου
Μόλου, τα δε άλλα δύο να έλθουν μαζύ μου, όπου εγώ υπάγω.
Εβγήκαν έξω
διά να ετοιμασθούν, και έστειλαν και με ειδοποίησαν ότι τα ετοίμασαν, αλλά όταν
εκαλοβράδιασεν εβγήκαν εις τα πανιά, χωρίς ημείς να τους ίδωμεν.
Έστειλα την
λέμβον να σηκωθούν τα δύο πλοία• ήλθεν η λέμβος και με λέγει ότι εβγήκαν και τα
4 διά τον Μόλον. Επίστευσα• εσαλπάραμεν(=σηκώσαμε άγκυρα) και ημείς• ηρχίσαμεν τον
δρόμον μας διά την Αγίαν Μαρίναν. Μπονατζέβολας (= γαλήνιος) ο καιρός και πολλά
ρεύματα• δεν ημπορούσαμεν να προχωρήσωμεν εις τα εμπρός. Ήμουν πάνω της Κουκιέτας ακουμβισμένος εις
την ράνταν(=το προς την πρύμνη πανί) και όλος σεκλέτι(=ανησυχία) όπου δεν είχαμεν καιρόν, και εκεί αγροικώ φωναίς, ως να
εμάλωναν.[…]
— Τι φωναίς
είνε, όπου αγροικώ ; Μου λέγει ότι, οι ναύται αδημονούν κατ’ εμού, και λέγουν,
ότι ημείς καίομεν, γλυτώνομεν και οι αφωρισμένοι Τρικεριώταις έπηγαν είς Ωραιούς και Ξηροχώρι διά να λεηλατήσουν.
Προσκαλώ
τους ναύτας• με βεβαιώνουν ότι: όσα σε λένε είνε αληθινά.
Ευθύς
διορίζω να παρθή η βόλτα κατά την στεριά, εμβάζω και την γαλέραν και όλαις ταις
βάρκαις και ετραβούσαν ρεμουλκιό εξ αίτιας του ολίγου αέρος και των ρευμάτων•
διορίζω ένα ναύτην, να ανέβη εις το μεγάλο ιστίον και έτερον, εις το
τουρκέτον(=το μπροστά κατάρτι) και τας κουρζέτας(=μέρος του καταρτιού) να παρατηρήσουν αν φαίνωνται τα Τρικεριώτικα εις
Ωραιούς. Ανέβησαν και μας φωνάζουν ότι τα πίπουλα(=πλήθος κόσμου)
φαίνονται μόνον.
Τέλος εφθάσαμεν
και τα είδον αγκυροβολημένα. Εζώσαμεν τα άρματα, περίπου των 150, και εις
χείρας τα τρομπόνια(=όπλα), εβγήκαμεν εξω, και ανέβημεν εις το χωρίον Ωραιούς.
Ήλθον οι του χωρίου γέροντες και ο ιερεύς τους Παπά Δημήτριος, έως ετών 60,
ευλαβής• και με επροβόδισαν εις την κατοικίαν του ιερέως• τους ηρώτησα διά τους
πλοίαρχους Τρικεριώτας. Αυτοί εφωναξαν ότι :
— Ο Θεός σε
έφερεν, επειδή αυτοί οι θεοκατάρατοι είνε χειρότεροι από τους Τούρκους.
Άρχισαν
άλλαις ομιλίαις έως να φθάσουν οι λησταί. […]
Επάνω της
ομιλίας να και βλέπω με το κανοκιάλι από μακρυά και έρχονται οι λησταί με
πυροβολισμούς και όσω επήγαιναν εζύγωναν• βλέπω τον κάμπον γεμάτον από γιδοπρόβατα,
αγελάδας και ζώα φορτηγά, καμμία εξηνταριά, φορτωμένα. Και όταν εζύγωσαν και είδον
το πλοίον αραμένον, ήρχισαν να δαιμονίζωνται.
Είχον
ετοιμάση 10-15 βέργαις ροδιάς• είχον όλα τα πόστα(=στενά) και δεν ημπορούσαν μήτε
να εναντιωθούν. Ήλθον εις το προαύλιον του παπά• τα προσώπατά τους ήτον ως τα
λείψανα• τους επροσκάλεσα και ήλθαν μέσα εις την οικίαν όπου τους
ήρωτησα:
— Διά πού
εμείναμεν συμφωνοι ακολουθήσητε ;
'Ερριχναν το σφάλμα τού ναύτου τους και άλλα
μασκαραλίκια. Διορίζω ευθύς από έναν έναν, τους στρώνουν κάτω, τους κτυπώ από
50 ξυλιαίς εις τους κ. . . . .
Εκεί αγροικώ
φωναίς των γυναικών• προχωρώ από το παράθυρον και βλέπω ταις ταλαίπωραις
γυναίκαις ξεσκούφωταις να φωνάζουν :
— Καπετάνιε,
ο Θεός σε έφερεν εδώ ! γλύτωσέ μας τας δυστυχείς, διότι ήλθαν οι
Τουρκοτρικεριώταις και μας ήρπασαν ό,τι και αν είχομεν εις τα όσπίτια μας, όλα
μάς τα επήραν, τα σκυλιά.
Τότες ήρχισα
δέρνοντας και από τής πλάταις, κεφάλια, ως τους έπρεπεν.
Εβγαίνω
εύθύς έξω, βλέπω και έρχονται σιμά μου περίπου των 30 Τουρκοπούλαις• πέφτουν εις
τα ποδάρια μου κλαίοντας και θρηνούντας να ταις ελευθερώσω, διότι ταις επήραν
με το ζόρι οι Τρικεριώταις. Εγώ ταις εθάρρυνα και ας μη φοβηθούν• και πάλιν εγύρισα
να κτυπώ. Τέλος προσκαλόντας τας πτωχάς οθωμανίδας ταις εφιλοδώρησα 15 μαχμουντιέδες(=τούρκικα
νομίσματα) είπον και ταις πτωχαίς
Ρωμαίισαις και έβαλον επιστάτας διά να δώσουν της κάθε μιας τα ιδικά της• τα
ηύραν όλα, καθώς ζώα και γιδοπρόβατα, και έμειναν μόνον των Τουρκών, τα όποια
επαράδωσα του ίδιου ιερέως του χωρίου διά να εύρη βοσκούς να τα φυλάγουν, έως να
έβλεπα που ήθελε τρέξη το πράγμα. Εδιαλέξαμεν 150 κριάρια και τραγιά και επήγαμεν
εις το πλοίον• έδιωξα ευθύς τα 4 πλοία, λέγοντας τους: μην τύχει και δοκιμάσουν
πάλιν καμμίαν εκστρατείαν τοιαύτην, διότι ύστερον θέλω τους καύση και τα πλοία
τους.
Ανεχώρησαν
εντροπιασμένοι […]
(Αντιγραφή
σε μονοτονικό από Περιοδικό ΕΒΔΟΜΑΣ, τεύχη
3 & 4, 21 & 28-1-1889)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου