ΔΑΝΙΗΛ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ*
[…] Μεταξύ των ανδρών εκείνων, οίτινες, λόγω
τε και έργω», ειργάσθησαν, κατά τους
χρόνους της δουλείας, υπέρ του έθνους ήτο και ο διάσημος κληρικός Δανιήλ
Φιλιππίδης, περί ου γράφομεν εν ολίγοις.
Ο Δανιήλ Φιλιππίδης εγεννήθη εν Μηλέαις του
Πηλίου τω 1758, ένθα διήκουσε και της στοιχειώδους παιδεύσεως εν τη τότε Σχολή.
Λίαν ενωρίς εχειροτονήθη ιερεύς εκτελών τα ιερατικά του καθήκοντα μετά ζήλου
και ενθουσιασμού. Αλλ’ είχεν άσβεστον δίψαν μαθήσεως, ην ήκιστα ηδύνατο να
πλήρωσή εις τα υπάρχοντα τότε Σχολεία της πατρίδος του. Διά τούτο μετέβη εις το
Αγιώνυμον Όρος χάριν κυρίως της μαθήσεως. Άλλ’ ενταύθα, διά πολλούς λόγους, δεν
έβλεπε τον πόθον του εκπληρούμενον, και ούτω ήναγκάσθη να μεταβή εις την πολυπαθή
και ένδοξον Χίον, ένθα υπήρχε Σχολή εν τη Ι. Μονή του Αγίου Μηνά. Εν τη Σχολή ταύτη
εδίδασκε και μαθητής τις του αοιδίμου και σοφού Νικηφόρου Θεοτόκη, όστις δαψιλώς
διέχεε τα νάματα της παιδείας και αληθούς σοφίας. Συμμαθητής τού Δ. Φιλιππίδου
ήτο και ο Γρηγόριος, αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Σμύρνης Προκοπίου, ο κατόπιν
ιερομάρτυς Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε'.
Μετά την διάλυσιν της Σχολής τούτης της Χίου
άαπήλθεν εις το Βουκουρέστιον, ένθα ηκροάσατο του σοφού Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου·
μετά τον θάνατον δε τούτου διωρίσθη διδάσκαλος της εν Ιασίω Αυθεντικής λεγομένης
Σχολής, ένθα επιτυχώς και μετά ικανότητος ου τυχούσης εδίδαξε επί δύο έτη τους Ελληνόπαιδας.
Η σοφή και μεθοδική αυτού διδασκαλία ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την ηθικήν ανύψωσιν
της Σχολής, αλλ’ είχεν άσβεστον πόθον περισοότέρας μαθήσεως.
Διά τούτο, αφήσας την επίζηλον άλλως θέσιν
του διδασκάλου εν Ιασίω, μετεβη εις την Βιέννην, ένθα ήτο εφημέριος της
Ελληνικής Ορθοδόξου κοινότητος ο συμπολίτης αυτού σοφός και φιλόπατρις κληρικός
Άνθιμος Γαζής. Εν Βιέννη διέμεινε δύο έτη περίπου και εν Παρισίοις τρία·
διήκουσε δε ανώτερα μαθήματα και δη Αστρονομίαν και Βοτανικήν και Ανατομίαν.
Ούτω εν τη Δύσει φιλοπόνως επεδόθη ο φιλομαθής Δανιήλ εις την εκμάθησιν των
επιστημών και των Ευρωπαϊκών γλωσσών, ων εγένετο εγκρατής και δη της Λατινικής,
της Γαλλικής και της Γερμανικής. Διά της λαμπράς μελέτης των τε αρχαίων συγγραφέων
και των νεωτέρων απέβη πολυμαθής και εν ταις αναστροφαίς αυτού λαλίστατος και,
έστιν ότε, οχληρός. Φαίνεται δε, ό,τι ήτο ζωηρού χαρακτήρας και άστατου, ως
αναφέρει ο Κ. Κούμας, και ως γίνεται δήλον εκ των ιδεών ας είτε περί του
γλωσσικού ζητήματος και δη περί της εκάστοτε μεταβολής του τρόπου του γράφειν
εν τω αυτώ ενίοτε βιβλίο. Κατά δε το «αργαλέον και ουλόμενον γήρας» εγένετο δύστροπος
και παράξενος, ως αναφέρει ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ίσως δε εκ της κακής εκβάσεως
των υποθέσεων αυτού. Πλην κατά την νεότητά του εγένετο ωφέλιμος εις το Έθνος
διά τε της σοφής διδασκαλίας και των πολλών συγγραφών. Εφλέγετο υπό του ιερού
πυρός της φιλοπατρίας και ωφελείας των ομογενών και διά τούτο έγραφεν εν
τη απλή ή άλλως λεγομένη δημοτική γλώσση, ει και ήδύνατο, ως έπραττεν ενίοτε, να
γράφη ως άριστα την αρχαίαν Ελληνικήν.
Εν έτει 1791 ο αοίδιμος Δ. Φιλιππίδης μετά του
Γρηγορίου Κωνσταντά εξέδοτο
Γεωγραφίαν (σελ. 648). «Γεωγραφία Νεωτερική ερανισθείσα από διαφόροις
συγγραφείς παρά Δανιήλ ιερομονάχου και Γρηγορίου ιεροδιακόνου των Δημητριεων» τομ. Α . ΄
Το βιβλίον τούτο είνε μοναδικόν εν τη
νεωτέρα Ελληνική φιλολογία, εν ω το πρώτον λόγιοι Έλληνες διέγραψαν τα αληθή
της Ελλάδος όρια και παρέστησαν το πρώτον μετά θάρρους, ως λέγει και ο Γερβίνος,
την πολιτικήν αυτής κατάστασιν υπό την δουλείαν και την κακοδιοίκησιν. Το πόνημα
αφιερούται προς τον Ρώσσον στρατηγόν Ποτέμκιν ον εγνώρισαν εν Βουκουρεστίω
διατρίβοντες και εθεώρουν ως μέλλοντα λυτρωτήν του Ελληνικού Γένους. Διά τούτο την
αφιέρωσιν προσφωνούσιν ουχί αυτοί, αλλ’ η Ελλάς, υπομιμνήσκουσα τα δεινά της.
Η Νεωτερική Γεωγραφία, πλην της άφιερώσεως και
του προοιμίου, είνε γεγραμμένη εις γλώσσαν δημώδη, διότι εφρόνουν ότι αυτή,
καλλιεργούμενη, θα υπερτέρει πάσας τας Ευρωπαϊκάς γλώσσας, σφοδρώς δ’
επετίθεντο κατά των αντιφρονούντων. Ανά πάσαν σελίδα η γραφίς των καταλείπει όπισθεν
το στυγνόν χρώμα της οδύνης. Εν τη αφιεριώσει ονομάζουσι την Ελλάδα «οικτράν και τραγωδίας υπόθεσιν,
λείψανον της βιαίας καταιγίδος, πανάθλιον και δύστηνον Ελλάδα». Μετά βαθείας δε
παρατηρητικότητας λέγουσι περί των Ελλήνων : «Διά τα ήθη τους με τι να πη τινάς διά τα ήθη αυτών
οπού είναι υπόζυγοι, υστερημένοι από Σχολεία, από βιβλία, από ανατροφή, από
παιδεία. Μόλον τούτο το Ελληνικόν εκείνο πνεύμα, όπου εμψύχονε τους προπάτορας τους, ένας πολυχρόνιος ζυγός, όπου
ζωόνει όλα και τα νεκρώνει, δεν ημπόρεσε να το σβύση· δεν προσμένει παρά ένα αίσιo άνεμο να πνεύση
διά να ανάψη πάλιν εις το θέατρο του
κόσμου».
Καθορίζονται δε τα όρια της Ελλάδος, όπερ ουδείς
προ αυτών έπραξεν. «Η
Ελλάδα τώρα
διαιρείται εις Ευρωπαϊκή Ελλάδα και Ασιατική. Η Ευρωπαϊκή Ελλάδα περιέχει
αρχίζοντας από τα νότια 1) την Πελοπόννησο, 2) την καθ’ αυτό Ελλάδα, 3)
την Θεσσαλία, 4) την Ήπειρο, 5) την Αρβανία, 6) την Μακεδονία, 7) την Θράκη, 8)
την Κρήτη, 9) τα λοιπά νησιά του Αιγαίου Πελάγους όπου ανήκουν εις την Ευρώπη,
10) τα νησιά του Ιονίου Πελάγους…» Περί της Ασιατικής Ελλάδος δεν ποιούνται
λόγον εν τω Α΄ τόμω, ένθα μόνον περί της Ευρώπης γίνεται λόγος. Πάντως θα εγίνετο
λόγος εν τω Β΄ τόμω, όστις δεν εξεδόθη και του οποίου το χειρόγραφον εγένετο
παρανάλωμα του πυρός εν Κωνσταντινουπόλει.
Ο Δ. Φιλιππίδης όστις, ως φαίνεται, είνε
κυρίως ο συντάκτης της Νεωτερικής Γεωγραφίας, δείκνυται λίαν φιλελεύθερος.
Κατακρίνει πολλάς καταχρήσεις εν τη Εκκλησία, ως την περιοδείαν των Μοναχών προς
αργυρολογίαν. « Έργο όπου δεν είναι, όχι μόνον καλογερικό, αλλά μήτε
χριστιανικό, μήτε ανθρώπινο» . Ήκιστα δε λαμβάνει υπ’ όψιv ότι δυνατόν οι δεισιδαίμονες και υποκριταί
να θεωρήσωσιν αυτόν ως αίρετικόν διότι «ο φωτισμένος και αληθινός χριστιανός δεν θα στοχασθή
τοιαύτα». Ως βαθύς ερευνητής και
από εθνικής απόψεως εξετάζει περί των Ι. Μονών, το πλήθος των
οποίων καταδικάζει αυστηρότατα τόσω μάλλον, όσω εις τας Ι. Μονάς «επήγαιναν οι δεισιδαίμονες,
οι πλανεμένοι, λέγω, ευλαβείς, ή επήγαιναν οι πονηροί και ακαμάται και η
συνήθεια ήταν ολέθρια στον τόπο».**
Ο αοίδιμος Δανιήλ Φιλιππίδης μετέφρασεν εις
την Ελληνικήν την Λογικήν του Κονδυλιάκ (1801) εκδοθείσαν εν Βενετία επιμελεία
του σοφού Ανθίμου Γαζή, ως και την Αστρονομίαν του Λαλάδου (1808). Εν τη
μεταφράσει της Λογικής μεταχειρίζεται την δημώδη γλώσσαν, άλλα παραδόξως εν τω
αυτώ συγγράμματι εδημοσίευσε διατριβάς εν αρχαΐζοντι ίδιώματι, ως η προς τον Αλαμβέριον
απάντησις του Κονδυλιάκ και το περί διδασκαλείων, περί ων λέγει: «των επ’ ωφελεία του κοινού
ιδρυμάτων ουδείς έστιν ο αμφιβάλλων ότι τα αξιολογώτερα, τα κοινωφελέστερα
πάντων, μάλλον δ’ ειπείν τ’ αναγκαιότερα και επομένως, οις πρώτως προσήκει τα
φιλάνθρωπα ηγεμόνων και απλώς των προυχόντων όμματα τρέπεσθαι, τυγχάνουσιν
εκείνα, άπερ επί τη των νέων παιδεία αφώρισται»
Εν τω αυτώ δε αρχαΐζοντι ιδιώμα συνέγραψε
μετά δεκαπενταετίαν και την τετράτομον Ιστορίαν και Γεωγραφίαν της Ρουμανίας, εν
η δι’ αοριστολογιών εν επιλεγομένοις έπετέθη κατά πάντων των διδασκάλων και
ιδία των συντακτών του Λογίου Ερμού χωρίς
να δικαιολογήσω καθαρώς την καινοτομίαν αυτού
περί την γλώσσαν. Εν έτει 1817 μετέφρασε τα Φιλιππικά του Τρόγου εις την Αιολοδωρικήν
διάλεκτον και εν τοις επιλεγόμενοις έγραψε τινα εις υπεράσπισιν της υπό του Αθ.
Χριστοπούλου ούτως ονομασθείσης απλής διαλέκτου.
Εις τα επιλεγόμενα εξήνεγκε παραδόξους τινάς
ιδέας περί εκπαιδεύσεως, τας οποίας διά μακρών ανέπτυξεν εν ιδία πραγματεία
δημοσιευθείση ταυτοχρόνως εν Λειψία (1817) υπό τον όλως παράδοξον τίτλον «Απόπειρα Αναλύσεως του
Νοούμενου. Εταιρείας παρά
τας νυν, νυν πρώτον εκπονηθείσα και εκδοθείσα
παρά του απειρογράφου της Ρουμανίας. Η «Απόπειρα Αναλύσεως του Νοούμενου» είνε αυτή η γλώσσα, ήτις «εδόθη υπό του δημιουργού
κατά πρώτον και έσχατον λόγον εις εξαγγελίαν και έξήγησιν των εν τω νω».
Το βιβλίον τούτο εγράφη εις αρχαΐζουσαν
γλώσσαν και έχει παραδόξους ιδέας.
Η όλη πραγματεία (σελ. 252) ούσα ακατάληπτος,
επισκοτίζει μάλλον ή εξηγεί τα πράγματα. Αυτός ο συγγραφεύς αναγνωρίζει ότι θίγει
παράδοξα τινα και άρχεται ούτι : «τοις αναγνωσομένοις»· «ξενίζειν πάντως δόξω τισί, τοις το ξένον, ου παρά την αλήθειαν, άλλα παρά
την συνήθειαν υπάρχειν οιομένοις, και το καλόν απλώς τω του χρόνου μέτρω, όποιο
ποτ’ αν η, μετρείν προαιρούμενοις και ειωθόσιν».
Οι χρόνοι, καθ’ ους έζησε και έδρασεν ο
αοίδιμος Φιλιππίδης, ήσαν χρόνοι μεγάλης και θαυμαστής πνευματικής κινήσεως του
δουλευοντος Έθνους. Το ιερόν παρ της μαθησεως ανέφλεγε τας ψυχάς κληρικών τε και
λαϊκών, οίτινες ηγωνίζοντο γενναίως όπως επιφανή πολυπόθητον «φάος μέγα και λευκόν ήμαρ
νυκτός εκ μελαγχίμου».
Άλλα
μεταξύ των λογίων των χρόνων εκείνωv υπήρξεν, ως μη ώφελε, σπουδαιότατη και
σφοδρά έρις περί της γλώσσης, εις ποιον δηλαδή ιδίωμα έδει να γράφωσι. Περί τούτου
εγράψαμεν άλλοτε συντόμως αλλαχού, νυν δε θα εκθέσωμεν ώδε τας γνώμας και τας
σκέψεις του διάσημου κληρικού.
Ο Δ. Φιλιππίδης ήτο, εις τις και άλλος,
θερμός θιασώτης της καλουμένης γλώσσης και υπέρ ταύτης πολλαχού των συγγραφών και
μεταφραστικών έργων έγραψεν εκτενώς. Εφρόνει δε ότι όλα μεταβάλλουν εις αυτόν
τον κόσμον, θέλεις τον φυσικό είπε, θέλεις τον ηθικό· επειδή και οι δύο έχουν
μεγάλη σχέσι αναμεταξύ τους· μεταβάλλεται λοιπόν και η γλώσσα και πρέπει να υποκείμασθε εις αυτή την
μεταβολή και να μη ισχυρογνωμούμεν, επειδή κοντά όπου του κάκου εναντιονόμασθε εις
τη φύσι, φαινόμασθε καί παράξενοι. Αρχίσατε λοιπόν, ω απόγονοι των παλαιών εκείνων
και περίφημων Ελλήνων, να τους μιμηθήτε καλλιεργώντας τη γλώσσα σας και τότε
θέλετε μαθαίνη και Ελληνικά καλλίτερα. Τότε να είσθε βέβαιοι πως γυρίζει και η
φιλοσοφία εις την πρώτη της φωλιά· επειδή αυτή αγαπά να ομιλή με ζωντανούς ανθρώπους
και όχι μ’ απεθαμένων κόκκαλα».
Η γλώσσα είνε, ως λέγει, «όργανον μόνον θαυμασίως
ευκολυντικόν μαθήσεως και όχι καθ’ εαυτό μάθησις».
Είνε δε η γλώσσα, ην ομιλεί ο Ελληνικός
λαός, ουχί ξένη τις και βάρβαρος, άλλα «έχει μια συγγένεια με την Ελληνική μεγάλη και η
μπορεί δικαίως να ονομασθή πέμπτη διάλεκτος της Ελληνικής· μία όμως διάλεκτος οπού
υποδιαιρείται εις άλλας διαλέκτους».
Διά τούτο εφρόνει, ότι η τοιαύτη γλώσσα «κοντά εις τα άλλα προτερήματα όπου έχει,
είναι και πολλά αρμονική και ποιητική και όλα τα ξένα έθνη το ομολογούν».
είναι και πολλά αρμονική και ποιητική και όλα τα ξένα έθνη το ομολογούν».
Όσον δ’ αφορά την εκπαίδευσιν της νεολαίας
επετίθετο δριμύτατα κατά της τότε μεθόδου της εκμαθήσεως της αρχαίας Ελληνικής
γλώσσης, διότι οι διδάσκαλοι ηγωνίζοντο να διδάσκωσι την αρχαίαν πριν ή
γνωρίσωσιν ούτοι την μητρικήν των γλώσσαν. «Το πρώτο και φυσικό μάθημα των νέων, λέγει, πρέπει
να είναι η σπουδή της μητρικής τους γλώσσας, υστέρα η γεωγραφία και η ιστορία...
κάθε άλλη μέθοδος είναι ολέθρια εις τους αρχαρίους, μάλιστα το να τους βάνουν
εις μία παλαιά γλώσσα πρώτο μάθημα· απ’ εδώ λοιπόν προέρχεται όπου διαβάζουν και δεν
μαθαίνουν τίποτες και το χειρότερο είναι όπου με αυτόν το ολέθριο τρόπο της
σπουδής εξαμβλύνεται και ο νους τους, καθώς μία καλή μέθοδο οξύνεται και
τελειοποιείται».
Ο αοίδιμος Δ. Φιλιππίδης εν τω πολυθρυλήτω και
τότε γλωσσικώ ζητήματι εφθασεν εις τ’ άκρα έγραφε δηλ. την γλώσσαν, ως ωμιλείτο
υπό των χυδαίων και αμορφώτων. Διό πολλοί εξεμυκτήρισαν ταύτην ως γλώσσαν των π α κ ά λ ι δ ω ν τ η ς Ζ
α γ ο ρ ά ς. Και αυτός δε, συν τω χρόνω
προϊόντι, έγραφεν εις καθαρώτερον ύφος, ως φαίνεται εκ της μεταφράσεως εκ του
Λατινικού της Επιτομής των Ρωμαϊκών του Φλόρου εις τον Αιολοδωρικήν διάλεκτον
(1818). Πολλαχού δε εξήνεγκε την γνώμην περί της ανάγκης της καλλιεργείας της
γλώσσης υπό σοφών, ότε «ημπορεί να γένη ακόμη η ευκολώτερη
ίσως της Ευρώπης και διά τούτο και η καλλίτερη και θα τιμάται από όλα τα σοφά
έθνη».
Ο δε Γρηγόριος Κωνσταντάς εις τα προλεγόμενα
των «Στοιχείων της Φιλοσοφίας» Φραγκίσκου του Σοαβίου
(1804) προέτεινε (σελ. 17-23) την συγκρότησιν Συνόδου προς λύσιν του ζητήματος και
την ίδρυσιν Ακαδημίας προς ρυθμισιν της νεοελληνικής γλώσσης
και της εκπαιδευσεως, διότι η καλλιέργεια της
γλώσσης ενός έθνους καλλιεργεί και πλουτίζει το πνεύμα τού Έθνους... το Έθνος όπου
αμελεί την γλώσσαν του, δεν έχει γλώσσαν, είναι αυτόχρημα βουβόν».
Αληθώς πολλαί γνώμαι του αοιδίμου Δ.
Φιλιππίδου είνε όρθαί, ας κατά κόρον επαναλαμβάνουσιν οι οπαδοί και θιασώται της
δημοτικής, πλην οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι έφθασε κατ’ αρχάς εις τα άκρα. Η
μέση οδός είνε πάντοτε και πανταχού η ορθοτέρα.
Συνελόντι ειπείν, ο αοίδιμος πολυμαθής
κληρικός Δανιήλ Φιλιππίδης ειργάσθη σπουδαίως «από καθαράς πληΐδος φρενών» υπέρ του δουλεύοντος
Έθνους.
Μετήλλαξε δε τον βίον τη 9 Νοεμβρίου 1832 εν
Πωάλταις της Βασσαραβίας, ένθα τελευταίον διέτριβεν έχων δικαστικάς υποθέσεις προς
τινας αχάριστους.
Αντί δε πάσης άλλης κρίσεως αναγράφομεν την του
Γρηγορίου Κωνσταντά : «Είθε να είχε το Έθνος και
άλλους τοιούτους αλλοκότους μεν εν γήρα, κοινωφελείς δε εν νεότητι
άνδρας, οι όποιοι εκλείπουσι καθ’ ημέραν ένας ένας και γυμνούται το Έθνος
τοιούτων ανδρών».
------------------------------------------------------
*ΥΠΟ ΑΡΧΙΜ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ. Άρθρο στο Θεολογικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΔΑΧΗ», τόμος Γ΄, Αθήναι 1920. (Αντιγραφή σε μονοτονικό)
**Αδελφός του σοφού και
φιλοπόνου Δανιήλ ήτο ο Αργύρης
Φιλιππίδης. Τούτου υπάρχει χειρόγραφον (σελ. 500) βιβλίον καλούμενον Γ ε ω γ ρ α φ ί α Μ ε ρ ι κ ή. Καίτοι ούτος δεν είχε την
πολυμερή μάθησιν του αδελφού του, όμως είνε παρατηρητικός και συναισθάνεται
βαθέως την κακοδαιμονίαν του Έθνους και δη της ιδίας πατρίδος του, της
Θεσσαλίας. Περιέχει δε πολυτίμους γνώσεις περί των τόπων, ους είδεν.