Ένα φλογερό ποίημα που έγραψε ο μακεδόνας Σχολάρχης Μακρινίτσας
και Αγίου Λαυρεντίου Ιωάννης Δ. Σαχίνης, με την ευκαιρία της απελευθέρωσης του
Βόλου στα 1881.
Υπήρχε στο 48σέλιδο βιβλιαράκι
«Ο Σαρακηνός, ήτοι άσματα και ποιήματα εθνικά, σχολειακά και παιδαγωγικά»- Εν
Βόλω -Τύποις Ρουσοπούλου -1884.
Ήταν αφιερωμένο από τον συγγραφέα στον Άγγλο φιλέληνα Όγλ,
που σκοτώθηκε στη Μακρινίτσα το 1878.
Το βρήκε ο σπουδαίος Νικ. Γιαννόπουλος και το αναδημοσίευσε σ' εφημερίδα στα 1935:
Ο ΣΑΡΑΚΗΝΟΣ 1878
-Βλέπεις εκείνον εκεί
το βράχον
τον άνευ πόας, θάμνων
, δρυός;
-Τον βλέπω! είναι ο
πέλωρ γίγας
ο Τουρκοφάγος
Σαρακηνός!
Εκεί και πάλαι ποτέ αγρίων
στίφη βαρβάρων Σαρακηνών
πυκνά εκβράσας ο
γείτων Κόλπος
των ναυσιπόρων Παγασηνών
Βοράν προσήξεν εκεί ς’
τον βράχον
εις του Πηλίου τους αετούς.
Μοίραν δ’ ο βράχος
τοις ‘κείνων λείας
έσχεν την κλίσιν, τους
σκελετούς!
- 2 -
-Βλέπεις εκείνον εκεί
το βράχον
τον άνευ πόας, θάμνων
, δρυός;
-Τον βλέπω! είναι ο
πέλωρ γίγας
ο Τουρκοφάγος
Σαρακηνός!
Εκεί και τώρα, εις
χρόνον, όστις
του νυν παρόντος,
λίαν εγγύς
Ότε ως λύκοι εκείνων
γόνοι
ς’ τον βράχον ώρμουν
λίαν βαρείς,
ίνα αποστείλουν ς’ τον
μαύρον Άδην
δράκα προμάχων
ελευθεριάς
με χιλιάδα η δράξ πτωμάτων
βράχου φοινίσσουν τας
παρειάς!
- 3 -
-Βλέπεις εκείνον εκεί
το βράχον
τον άνευ πόας, θάμνων
, δρυός;
-Τον βλέπω! είναι ο
πέλωρ γίγας
ο Τουρκοφάγος
Σαρακηνός!
Εκεί τρις πέντε και
είς συν τούτοις
σκύμνοι γενναίων
Μακριντσιωτών
Στίφη βαρβάρων φονοπατούντες
θάνατον εύρον ηρωικόν!
Το άγιόν των πίνει ο βράχος
αίμα, κι εκφύει της ‘λευτεριάς
το θείον δένδρον, την
προσδοκίαν
εις χώρας δούλας Ελληνικάς!
- 4 -
-Βλέπεις εκείνον εκεί
το βράχον
τον άνευ πόας, θάμνων
, δρυός;
-Τον βλέπω! είναι ο
πέλωρ γίγας
ο Τουρκοφάγος
Σαρακηνός!
Σ’ εκείνην κάτω εκεί
την κρύπτην
υπό απίστων
σφαγιασθείς,
Πτώμα ακέφαλον
διεσύρθη
νέος πολύκλαυστος και
ευγενής!
Όγλ ήν ο νέος, Άγγλος
το γένος,
πλήν την καρδίαν
Έλλην πολύς!
Γύπες κατάρατοι όμως το
νήμα
τοιαύτης κόπτουν χρυσής
ζωής.
-5 –
Βράχε αθλήτα! Η φύσις
όχι!
Σύ, ναι! ηρνήθης μοίραν
‘π’ αυτήν
Φυτοποικίλτου της καλλονής
της
να λάβης, κρίνων σοι
περιττήν.
Άφθαρτον έχεις συ, Βράχε,
κάλλος
το να καλήσαι το
ιερόν,
της θειοτάτης
ελευθερίας
τέμενος μέγα και
γεραρόν!
Μ’ έκστασιν, Βράχε,
σε ατενίζω!
Τρέμον το γόνυ κλίνον
προς Σού
Χαίρε, πελώριε Γίγα! Ώ!
χαίρε
ελευθερίας Φάρε,
πυρσού!
Λεξιλόγιο:
σκύμνοι=λιονταράκια, κάλλος=ομορφιά, δράκα=ό,τι χωράει η χούφτα,
ομάδα, φοινίσσω= βάφω
κόκκινα,
παρειά=μάγουλο, εκφύει=φυτρώνει, πέλωρ=μεγάλος, γίγας,
γεραρόν= τιμημένο, δοξασμένο,
πολύκλαυστος=ο νεκρός που θρηνήθηκε πολύ, πυρσός=δάδα, το γόνυ κλίνον=το γόνατο λυγίζω, προσκυνώ.