Ζωγραφική του Τάσσου (Αλεβίζου) [Εξώφυλλο από το Ημερολόγιο της ΑΓΕΤ -1986 ] |
Τρικεριώτισσες γυναίκες σε αποστολή(*) …
[...] Μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα.
Έτυχε έτσι και πάλι να βρεθώ αυτόπτης μάρτυς μιας άλλης ηρωικής θυσίας γυναικών, που αξίζει να την αναφέρω εδώ.
Είταν πια άνοιξη του 1943. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ότι έχαναν τον πόλεμο. Οι Ιταλοί είχαν κουρασθή. Οι Γερμανοί κυριολεκτικά είχαν λυσσάξει. Νύχτα μέρα οι καταδιώξεις τους, τα εξωπλισμένα ελληνικά καΐκια, που είχαν επιτάξει, γύριζαν παντού κι’ έπιαναν όποιο βαρκάκι και καϊκάκι έβλεπαν. Οι Άγγλοι τους κυνηγούσαν στη θάλασσα, στη στεριά, στον αέρα.
Οι Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κόψουν την επικοινωνία διά θαλάσσης με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και με το εν Ελλάδι αρχηγείον των αγωνιστών της Αντιστάσεως. Μια νύχτα ήρθε κρυφά στο Τρίκκερι απ’ την απέναντι στεριά της Φθιωτιδοφωκίδος μια μεγάλη ψαρόβαρκα. Μέσα στ’ αμπάρι της με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους είταν κρυμμένοι ένας Άγγλος αξιωματικός και δύο Έλληνες στρατιωτικοί. Στο Τρίκκερι δεν υπήρχε ούτε Ιταλική ούτε Γερμανική φρουρά, ούτε αντάρτες. Είταν πολύ απομονωμένο το χωριό.
Ο Άγγλος και οι δύο Έλληνες κάλεσαν τους κατοίκους όλους και είπαν, ότι είταν ανάγκη πάση θυσία να μεταφερθή μια διαταγή με μια βάρκα απ’ το Τρίκκερι στον μυχό του Παγασητικού, στο αντικρυνό λιμανάκι, στο Χόρτο, επίνειο της Αργαλαστής. Είταν μια επείγουσα εμπιστευτική διαταγή προς το αρχηγείο της Αντιστάσεως στον εκεί Άγγλο σύνδεσμο, που βρισκότανε κάπου στο Μαυροβούνι. Είχαν πληροφορίες, ότι μια Γερμανική νηοπομπή με εφόδια για το στρατό του Ρόμμελ θα περνούσε κοντά στο Ανατολικό Πήλιο. Είταν ανάγκη, οπωσδήποτε, να ειδοποιηθή το Αγγλικό ναυτικό. Η επικοινωνία με το Πήλιο-Μαυροβούνι είχε κοπή από την Στερεά Ελλάδα. Η Αγγλική αντικατασκοπεία δεν κατόρθωσε να συνδέσει την επικοινωνία. Πάση θυσία έπρεπε μια παληά ψαράδικη βάρκα να διασχίσει τον Παγασητικό 4 ώρες με κουπί ή με πανί και να πάει να παραδώσει την εμπιστευτική διαταγή σε κάποιον Έλληνα στο Χόρτο, που θα φρόντιζε να την στείλει στον Άγγλο σύνδεσμο. Το ταξείδι αυτό είταν κίνδυνος θάνατος. Οι εξαγριωμένοι Γερμανοί δεν άφηναν βαρκάκι να ξεμυτίσει χωρίς άδεια του Γερμανού λιμεναρχείου του Βόλου. Είταν τέτοιος ο εθνικός παλμός της εποχής εκείνης, ώστε προς τιμήν των Τρικκέρων λέγω, ότι πολλοί νέοι και μεσόκοποι άνδρες, θαλασσινοί δοκιμασμένοι δέχθηκαν να πάνε άφοβα τη διαταγή. Ξαφνικά δυο γρηές γυναίκες στα εβδομήντα τους χρόνια κι’ ένας γέρος απόμαχος καπετάνιος παρουσιάστηκαν στον Αγγλο καί στούς "Ελληνας στρατιωτικούς καί είπαν:
- Θα πάμε εμείς. Γιατί να χαθεί κανένας νέος; Είναι κρίμα. Εμείς το ψωμί μας το φάγαμε. Δεν είναι ζημιά να πεθάνουμε. Τιμή μας να πεθάνουμε για την πατρίδα. Άμα δούνε γρηές γυναίκες, δεν θα υποπτευθούν οι Γερμανοί.
- Μα, μπορείτε να τραβάτε κουπί τόσες ώρες; είπε ο ένας Έλληνας στρατιωτικός. Είναι τέσσερις ώρες.
- Θα τραβήξω εγώ πρώτα, είπε ο γέρος, κι ύστερα κι οι γυναίκες. Η Ασημώ είχε άντρα ψαρά και ξέρει. Κι η Γαρουφαλιά το ίδιο.
- Αν σάς πιάσουν οι Γερμανοί;
- Θάχουμε πέτρα δεμένη μέσα σ’ ένα κουτί με τη διαταγή και θα τη φουντάρουμε να μην τη βρούνε. Εμάς !... Αϊ !... έκανε ό γέρος. Καλή ψυχή, αν μας πιάσουν. Θα πάρουμε μαζί μας κεριά, λάδι, λιβάνι, λειτουργιά και θα πούμε πώς θα πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο μοναστήρι της Πρασούδας. Πρασούδα είναι ένα μικρό ερημονήσι στο μυχό του Παγασητικού, που έχει ένα πανάρχαιο Βυζαντινό μοναστήρι 700 χρονών.
Ο Άγγλος παρακολουθούσε τη ζωηρή συζήτηση των γέρων και ρώτησε τι θέλουν οι δυο γρηές χωρικές με τα γραφικά Τρικκεριώτικα φουστάνια τους. Ο Έλληνας του εξήγησε, ότι θέλουν να πάνε τη διαταγή. Ο Αγγλος τάχασε, όταν μάλιστα ο γέρος είπε αποφασιστικά:
- Φέρτε τη διαταγή, να φεύγουμε, να μην αργούμε. Θα πάμε εμείς ! Όταν την πήρε, την έδωσε στη μια γρηά κι’ εκείνη την έκρυψε βαθειά στη φόδρα της φαρδειάς της φούστας. Υστέρα ετοιμάσθηκαν οι τρεις γέροι, μεταλάβανε πανηγυρικά στην εκκλησία του χωριού, γιατί πήγαιναν ίσως στο θάνατο κι’ έφυγαν περήφανοι και στητοί με τη φλόγα της θυσίας στα γέρικα μάτια τους. Ο Άγγλος όταν τούς αποχαιρέτησε, στάθηκε προσοχή στητός, με το χέρι στο γείσο του πηληκίου του, σαν να χαιρετούσε σημαία. Ένοιωσε τη μεγάλη θυσία των τριών γέρων, για τη λευθεριά. Πολλές φορές και στην Κύπρο θα αισθάνθηκαν την ανάγκη οι Άγγλοι να σταθούν προσοχή μπροστά στον ηρωισμό των γυναικών της Κύπρου.
Κι’ έτσι στάθηκε προσοχή ο Άγγλος ως τη στιγμή, που κατηφόρισαν για το λιμανάκι του χωριού οι τρεις γέροι. Το χωριό ολόκληρο με τον παπά τους ξεπροβόδισαν και χωρίς κανείς να διατάξει, χωρίς κανείς να πει τίποτε, όλοι μαζύ άρχισαν να τραγουδούν σε στάση προσοχής:
Έτυχε έτσι και πάλι να βρεθώ αυτόπτης μάρτυς μιας άλλης ηρωικής θυσίας γυναικών, που αξίζει να την αναφέρω εδώ.
Είταν πια άνοιξη του 1943. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ότι έχαναν τον πόλεμο. Οι Ιταλοί είχαν κουρασθή. Οι Γερμανοί κυριολεκτικά είχαν λυσσάξει. Νύχτα μέρα οι καταδιώξεις τους, τα εξωπλισμένα ελληνικά καΐκια, που είχαν επιτάξει, γύριζαν παντού κι’ έπιαναν όποιο βαρκάκι και καϊκάκι έβλεπαν. Οι Άγγλοι τους κυνηγούσαν στη θάλασσα, στη στεριά, στον αέρα.
Οι Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κόψουν την επικοινωνία διά θαλάσσης με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και με το εν Ελλάδι αρχηγείον των αγωνιστών της Αντιστάσεως. Μια νύχτα ήρθε κρυφά στο Τρίκκερι απ’ την απέναντι στεριά της Φθιωτιδοφωκίδος μια μεγάλη ψαρόβαρκα. Μέσα στ’ αμπάρι της με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους είταν κρυμμένοι ένας Άγγλος αξιωματικός και δύο Έλληνες στρατιωτικοί. Στο Τρίκκερι δεν υπήρχε ούτε Ιταλική ούτε Γερμανική φρουρά, ούτε αντάρτες. Είταν πολύ απομονωμένο το χωριό.
Ο Άγγλος και οι δύο Έλληνες κάλεσαν τους κατοίκους όλους και είπαν, ότι είταν ανάγκη πάση θυσία να μεταφερθή μια διαταγή με μια βάρκα απ’ το Τρίκκερι στον μυχό του Παγασητικού, στο αντικρυνό λιμανάκι, στο Χόρτο, επίνειο της Αργαλαστής. Είταν μια επείγουσα εμπιστευτική διαταγή προς το αρχηγείο της Αντιστάσεως στον εκεί Άγγλο σύνδεσμο, που βρισκότανε κάπου στο Μαυροβούνι. Είχαν πληροφορίες, ότι μια Γερμανική νηοπομπή με εφόδια για το στρατό του Ρόμμελ θα περνούσε κοντά στο Ανατολικό Πήλιο. Είταν ανάγκη, οπωσδήποτε, να ειδοποιηθή το Αγγλικό ναυτικό. Η επικοινωνία με το Πήλιο-Μαυροβούνι είχε κοπή από την Στερεά Ελλάδα. Η Αγγλική αντικατασκοπεία δεν κατόρθωσε να συνδέσει την επικοινωνία. Πάση θυσία έπρεπε μια παληά ψαράδικη βάρκα να διασχίσει τον Παγασητικό 4 ώρες με κουπί ή με πανί και να πάει να παραδώσει την εμπιστευτική διαταγή σε κάποιον Έλληνα στο Χόρτο, που θα φρόντιζε να την στείλει στον Άγγλο σύνδεσμο. Το ταξείδι αυτό είταν κίνδυνος θάνατος. Οι εξαγριωμένοι Γερμανοί δεν άφηναν βαρκάκι να ξεμυτίσει χωρίς άδεια του Γερμανού λιμεναρχείου του Βόλου. Είταν τέτοιος ο εθνικός παλμός της εποχής εκείνης, ώστε προς τιμήν των Τρικκέρων λέγω, ότι πολλοί νέοι και μεσόκοποι άνδρες, θαλασσινοί δοκιμασμένοι δέχθηκαν να πάνε άφοβα τη διαταγή. Ξαφνικά δυο γρηές γυναίκες στα εβδομήντα τους χρόνια κι’ ένας γέρος απόμαχος καπετάνιος παρουσιάστηκαν στον Αγγλο καί στούς "Ελληνας στρατιωτικούς καί είπαν:
- Θα πάμε εμείς. Γιατί να χαθεί κανένας νέος; Είναι κρίμα. Εμείς το ψωμί μας το φάγαμε. Δεν είναι ζημιά να πεθάνουμε. Τιμή μας να πεθάνουμε για την πατρίδα. Άμα δούνε γρηές γυναίκες, δεν θα υποπτευθούν οι Γερμανοί.
- Μα, μπορείτε να τραβάτε κουπί τόσες ώρες; είπε ο ένας Έλληνας στρατιωτικός. Είναι τέσσερις ώρες.
- Θα τραβήξω εγώ πρώτα, είπε ο γέρος, κι ύστερα κι οι γυναίκες. Η Ασημώ είχε άντρα ψαρά και ξέρει. Κι η Γαρουφαλιά το ίδιο.
- Αν σάς πιάσουν οι Γερμανοί;
- Θάχουμε πέτρα δεμένη μέσα σ’ ένα κουτί με τη διαταγή και θα τη φουντάρουμε να μην τη βρούνε. Εμάς !... Αϊ !... έκανε ό γέρος. Καλή ψυχή, αν μας πιάσουν. Θα πάρουμε μαζί μας κεριά, λάδι, λιβάνι, λειτουργιά και θα πούμε πώς θα πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο μοναστήρι της Πρασούδας. Πρασούδα είναι ένα μικρό ερημονήσι στο μυχό του Παγασητικού, που έχει ένα πανάρχαιο Βυζαντινό μοναστήρι 700 χρονών.
Ο Άγγλος παρακολουθούσε τη ζωηρή συζήτηση των γέρων και ρώτησε τι θέλουν οι δυο γρηές χωρικές με τα γραφικά Τρικκεριώτικα φουστάνια τους. Ο Έλληνας του εξήγησε, ότι θέλουν να πάνε τη διαταγή. Ο Αγγλος τάχασε, όταν μάλιστα ο γέρος είπε αποφασιστικά:
- Φέρτε τη διαταγή, να φεύγουμε, να μην αργούμε. Θα πάμε εμείς ! Όταν την πήρε, την έδωσε στη μια γρηά κι’ εκείνη την έκρυψε βαθειά στη φόδρα της φαρδειάς της φούστας. Υστέρα ετοιμάσθηκαν οι τρεις γέροι, μεταλάβανε πανηγυρικά στην εκκλησία του χωριού, γιατί πήγαιναν ίσως στο θάνατο κι’ έφυγαν περήφανοι και στητοί με τη φλόγα της θυσίας στα γέρικα μάτια τους. Ο Άγγλος όταν τούς αποχαιρέτησε, στάθηκε προσοχή στητός, με το χέρι στο γείσο του πηληκίου του, σαν να χαιρετούσε σημαία. Ένοιωσε τη μεγάλη θυσία των τριών γέρων, για τη λευθεριά. Πολλές φορές και στην Κύπρο θα αισθάνθηκαν την ανάγκη οι Άγγλοι να σταθούν προσοχή μπροστά στον ηρωισμό των γυναικών της Κύπρου.
Κι’ έτσι στάθηκε προσοχή ο Άγγλος ως τη στιγμή, που κατηφόρισαν για το λιμανάκι του χωριού οι τρεις γέροι. Το χωριό ολόκληρο με τον παπά τους ξεπροβόδισαν και χωρίς κανείς να διατάξει, χωρίς κανείς να πει τίποτε, όλοι μαζύ άρχισαν να τραγουδούν σε στάση προσοχής:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά.»
Κι’ ο Άγγλος πάντα στεκότανε προσοχή, όσο, που χάθηκε στο μονοπάτι η ηρωική τριάς.Οι γέροι τελείωσαν ηρωϊκώτατα την αποστολή τους. Σε λίγες μέρες οι Άγγλοι τορπίλλισαν κοντά στο Πουρί της Ζαγοράς ένα πλοίο Γερμανικό 9.000 τόνων γεμάτο στρατιωτικά εφόδια. Απ’ αυτό το ναυαγισμένο πλοίο άρπαξαν σχεδόν τα πάντα οι γύρω Έλληνες ψαράδες και θαλασσινοί. Ένα άλλο πλοίο γεμάτο βαρέλια μαζούτ ο Γερμανός πλοίαρχος τώριξε στην αμμουδιά του Χορευτού, για να γλυτώσει τον τορπιλλισμό. Ένα άλλο μεγάλο καράβι τσακίστηκε και σκόρπισε στης Αρχόντως το βράχο. Και γέμισαν τα χωριά μεταξωτά αλεξίπτωτα και μπότες γερμανικές και ένα σωρό άλλα πράγματα, που όλοι έπαιρναν γελώντας, απ’ τα ναυαγισμένα καράβια.
Οι δυο ηρωικές γρηές γυρίσανε και πιάσανε τη ρόκα τους ταπεινές και σεμνές και διηγιόντουσαν απλά το μεγάλο τους κατόρθωμα, σαν νάτανε κάτι απλό.
Τώρα κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο κάτω απ’ την ελεύθερη ελληνική γη και τους ταιριάζει το δοξασμένο επιτάφιο επίγραμμα με μια προσθήκη, που ασφαλώς οι μεγάλοι μας πρόγονοι θα μου επέτρεπαν να προσθέσω:
«Ανδρών και γυναικών
επιφανών, πάσα γη, τάφος»]
------------------------------------------------(*) Απόσπασμα από τη διάλεξη της Καλλιόπης Πάντου με θέμα «Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου» στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ- Αθήνα 1959.
(Αντιγραφή σε μονοτονικό. Σελ. 35-37).