Μια ωραία διήγηση που εξιστορεί αληθινά γεγονότα της φυγής των συμπατριωτών μας, το "δύσκολο" Πάσχα του 1897 (λόγω της νέας εισβολής στη Θεσσαλία των Τούρκων στον λεγόμενο "ατυχή πόλεμο"), από τον Π. Ποτηρόπουλο- τραπεζικό του Βόλου.
Έχει τίτλο "Από τον πόλεμον του 1897 "
και υπότιτλο "Ένα πένθιμον και περιπετειώδες Πάσχα εντός ιστιοφόρου"
Είναι αντιγραφή από το "ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1927"
του δημοσιογράφου Θωμά Βινικίου-Παπακωνσταντίνου.
(Το κείμενο παρακάτω έχει "ελαφρώς" μεταγλωττιστεί στην καθομιλούμενη από την απλή καθαρεύουσα, για να διαβάζεται εύκολα)
"Εξακολουθούσε το Μέγα Σάββατο στους Ναούς η λειτουργία, όταν η εικόνα της Παναγίας του
Ναού του Αγίου Νικόλαου έπεσε επανειλημμένως
από το Εικονοστάσι. Αυτό χαρακτηρίστηκε από το λαό ως μέγα θαύμα, ως σημείο κακό. Ο κόσμος απέδιδε
μεγίστη σημασία στο γεγονός αυτό, επειδή εξακολουθούσε στα σύνορα ο πόλεμος κατά του Τούρκου. Να πέσει
η εικόνα χωρίς λόγο και αφορμή, ενώ ήταν τόσο καλά στηριγμένη στο εικονοστάσι;
Αυτό ήταν πολύ περίεργο.
Τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν δεξιά και αριστερά από το λαό,
οι γριές σταυροκοπιούνταν και φώναζαν και
έλεγαν:
-Δεν το βλέπετε ότι είναι θαύμα; Τί περιμένετε;
-Είναι ανάγκη να
γίνει λιτανεία, να πάρουμε την Αγία Εικόνα και να γυρίσουμε γύρω την πόλη. Μην
κάθεστε διόλου. Εμπρός κτυπάτε τις καμπάνες. Είναι οργή
Κυρίου, ο Θεός μας σιχάθηκε για τις
αμαρτίες μας. Πόλεμο έχουμε, τα παιδιά μας σκοτώνονται και εμείς πεντάρα δεν
δίνουμε!
Και ενώ λοιπόν οι
συζητήσεις και τα σχόλια δίνανε και παίρνανε, αίφνης μία τρομακτική είδηση διαδόθηκε: Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και οι Τούρκοι βαδίζουν προς τη Λάρισα.
Το τι έγινε τότε, δεν περιγράφεται. Παντού ανά την πόλη στα
πρόσωπα όλων διακρινόταν η απελπισία, η λύπη, και η απόγνωση.
Αν και ήταν παραμονή του Πάσχα και οι κάτοικοι σπεύδανε να
κάμουν τις προμήθειές τους για τη μεγάλη γιορτή, όλοι έτρεχαν δεξιά και αριστερά να ζητήσουν
πληροφορίες για την τρομακτική διάδοση. Όπως ο άνεμος ωθεί τα κύματα προς την
ξηρά, έτσι και ο λαός. Άλλοι μεν έτρεχαν
προς το Τηλεγραφείο , άλλοι προς το Σιδηρόδρομο.
Τα δύο αυτά τα κέντρα σε λίγο χρόνο πολιορκούνταν από χιλιάδες λαού.
Η αγωνία του κόσμου έφθασε στο κατακόρυφο, όταν σφυρίγματα ακούστηκαν
από την άλλη μεριά της γεφύρας του Σιδηροδρόμου. Ήταν σημείο της άφιξης του
τραίνου από τη Λάρισα. Από εκεί , θα μάθαινε ο κόσμος την αλήθεια, τα θλιβερά μαντάτα.
Το τραίνο μόλις σταμάτησε, αμέσως
πολιορκήθηκε από τον κόσμο. Ήταν γεμάτο μέχρις ασφυξίας. Μεταξύ αυτών υπήρχαν
και πολλοί αξιωματικοί, καθώς και αντάρτες όλοι φυγάδες. Κάποιοι απ’ αυτούς τους
αξιωματικούς ήταν χωρίς ξίφη. Η θέα των
φυγάδων αυτών χειροτέρευσε τη χαώδη κατάσταση, και επέτειναν τον φόβο και την απελπισία στο λαό. Οι αξιωματικοί έσπευσαν ν' αναχωρήσουν από
το Βόλο, γινόμενοι άφαντοι. Οι δε
αντάρτες αποτελούμενοι από άτακτα στοιχεία διασκορπίστηκαν στην πόλη και τις
συνοικίες και επιδόθηκαν σε ουκ ολίγα πλιατσικολογήματα και φόνους.
Ήταν, αλίμονο! οι ελευθερωτές των υπόδουλων από τους οποίους
δυστυχώς παρασύρθηκε η τότε Κυβέρνηση και πήγε στον άμεσο και εξωφρενικό πόλεμο.
Είχε περάσει το μεσημέρι και η πόλη γινότανε πιο ανήσυχη, αλλά
και οι κάτοικοι αφήσανε κατά μέρος τις για το Πάσχα προμήθειές τους και λάβαιναν μέτρα ασφάλειας κατά του επερχόμενου κινδύνου
σπεύδοντας στα σπίτια τους και πρόχειρα
ετοιμάζοντας τα απαραιτήτως αναγκαία για αναχώρηση.
Θα ήταν 3 μ. μ. όταν μία τρομακτική είδηση που διαδόθηκε ακαριαία, αναστάτωσε τους κατοίκους: Το Τουρκικό ιππικό βαδίζει προς το Βόλο!
Αυτό επέτεινε τον πανικό και όλοι ζητούσαν να φύγουν μακριά από την πόλη. Όσο
βράδιαζε, τόσο η όψη της πόλης γινόταν πιο πένθιμη.
Με συντετριμμένη καρδιά παρακολουθούσα την κρίσιμη κατάσταση.
Έβλεπα τους κατοίκους τρέχοντας να εξαφανιστούν από την αγορά. Όλοι έντρομοι αποσύρονταν
στα σπίτια τους. Είχε βραδιάσει και άρχισε να σκοτεινιάζει, όταν και εγώ κίνησα για
το σπίτι μου. Στο δρόμο όπου πήγαινα δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρά φορτηγά κάρα και σούστες να
μεταφέρουν διάφορα έπιπλα, σκεύη μαγειρικά, μπαούλα, δέματα ρούχων, μπόγους κλπ.
Ρώταγα τους αμαξάδες:
- Για πού ρε παιδιά;
Και εκείνοι τρομαγμένοι μού έλεγαν:
-Για πού αλλού, για
το πανηγύρι, για δρόμο. Ο Αγάς πλάκωσε! Τι κάθεσαι, δεν του δίνεις, και εσύ;
Έως ότου να φτάσω στο σπίτι μου αδιάκοπα αυτό το πανηγύρι γινόταν. Όπου φύγει, φύγει.
Ήταν η ώρα 8 μ.μ. Είχε σουρουπώσει όταν έφθασα στο σπίτι
μου. Η γυναίκα μου και η υπηρέτριά μου με
περίμεναν στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Άμα με είδαν και οι δύο, μου λέει με
φουσκωμένα μάτια από τα κλάματα η γυναίκα μου:
- Μα τι έγινες; Κάθισες να υποδεχτείς τους
Τούρκους; Δεν βλέπεις τι κακό γίνεται στη γειτονιά; Όλοι φεύγουν εμείς τι καθόμαστε; Εμπρός να φύγουμε δεν έχουμε καιρό για ετοιμασίες,
άφησέ τα όλα και ρούχα και έπιπλα, το κεφάλι κοίταξε να σώσουμε! Ας τραβήξουμε κατά τη Σκιάθο, καΐκι θα βρούμε. Αν δεν είναι ο καπετάν
Μπαμλένης, θα είναι ο καπετάν Ζαχαρίας, προχθές ήταν εδώ. Λοιπόν
εμπρός, μόνον ένα καρβέλι ψωμί και τίποτε άλλο. Εμπρός, μη χασομεράς δεν
ξέρουμε τί γίνεται ως το πρωί, η νύχτα πολλά πράγματα περίεργα γεννά.
Ήταν αδύνατο να καθησυχάσω
τη γυναίκα μου, αν και της είπα χίλιες ψευτιές να την πείσω να μη φύγουμε,
στάθηκε αδύνατον. Ήταν και αυτή η τόσο αγαθή και αφοσιωμένη στα Θεία, δυστυχώς,
θύμα του πανικού, ενός πανικού που
ρίχτηκε στη μέση από τους εχθρούς του
Ελληνισμού. Ποιοι ήταν αυτοί; Άγνωστο.
Πολλοί όμως, λέγονταν.
Τότε είπα κι εγώ:
-Εμπρός λοιπόν πάρτε ένα καλάθι, βάλτε μερικά τρόφιμα
και μπρος κατά το Κεφαλόσκαλο.
Αφήσαμε λοιπόν σπίτι και νοικοκυριό, το αρνί κρεμασμένο μες στην κουζίνα, σκυλί, γάτες, κότες, μόνον πήραμε
ένα καλάθι, βάλαμε δύο ψωμιά και μερικά αυγά και ένα πάπλωμα και τραβήξαμε κατά το Κεφαλόσκαλο.
Στο δρόμο που πηγαίναμε η ίδια πένθιμη φυγή, ήταν μια έξοδος
από την πόλη θλιβερή, μία εικόνα τρομακτική. Να αφήνεις την Πατρίδα σου, ποιος
ήξερε προσωρινά ή για πάντα.
Η γυναίκα μου έκλαιγε σαν μωρό παιδί. , Έκλαιγε, αναστέναζε,
βογκούσε.
-Αχ σπιτάκι μου, ρουχαλάκια
μου, καλό μου σκυλάκι, κοτίτσες μου! Αχ τα σκυλιά τι μας κάνανε! Απ’ το Θεό να το
βρούνε! Πόλεμο θέλανε οι κακούργοι, με τρία και ρούπι! Κακό χρόνο να έχουν τα τέρατα!
Όταν φθάσαμε στο Κεφαλόσκαλο είχε νυχτώσει για καλά! Ερημιά παντού. Τα καΐκια είχαν τραβηχτεί μέσα στο πέλαγος, γιατί ομάδες οπλοφόρων
πληροφορήθηκαν ότι πολλοί πλούσιοι ναυλώσανε πλοία να φύγουν, τους έπαιρναν τα
τιμόνια για να τους εκβιάσουν, τους παίρνανε χρήματα και πολλούς είχαν ληστέψει.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Ήταν και αυτοί πατριώτες και ζητούσαν να
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δηλ. τη ρεμούλα και το πλιάτσικο-πώς θα δείχνανε τον
πατριωτισμό τους!!!
-Μήπως όποιος σκοτώνεται για την αγάπη της Πατρίδος είναι
πατριώτης; Εκείνος που μάχεται για την τσέπη
του τι είναι;
Εκεί που καθόμασταν στη σκάλα του Κεφαλόσκαλού βλέπουμε τον καπετάν Ζαχαρία
να μπαίνει σε μια βάρκα -ήταν η βάρκα του καϊκιού του- και να τραβά κατά το
καΐκι του. Μόλις τον είδα του φώναξα:
- Καπετάν Ζαχαρία στάσου, μας παίρνεις και μας για τη
Σκίαθο; Ήταν πατριώτης της γυναίκας μου και
είχαν και μια μικροσυγγένεια. Ο καημένος πολύ πρόθυμος μας είπε:
-Πηδήξ’ τε μέσα γρήγορα να μη μας δουν οι οπλοφόροι, γιατί μας
παίρνουν τα τιμόνια εκβιάζουν τον κόσμο για λεφτά, γι’ αυτό και το τράβηξα πάρα
μέσα το καΐκι.
Έως ότου φτάσουμε στο καΐκι,
μας έλεγε ότι τόχει ναυλώσει σε κάτι εμπόρους
Εβραίους, μαζί μ' ένα Χριστιανό που είναι μέσα στο αμπάρι με την αδελφή
του. Δεν ήξερε πώς λέγεται. Οι Εβραίοι
δεν ήρθαν ακόμη, γιατί φοβούνται.
Άμα διπλάρωσε η βάρκα
και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου, παρατηρήσαμε από μακριά και είδαμε να
γυρίζουν δύο βάρκες γεμάτες από ενόπλους που έρχονταν καταπάνω μας. Τότε ο καπετάν Ζαχαρίας μάς
είπε:
- Κατεβείτε γρήγορα, κάτω στο αμπάρι!
Μας βοήθησε και
κατεβήκαμε κάτω. Ο καπετάν Ζαχαρίας ένα
τίμιο και γερό παλικάρι είπε σε δύο νέους, που είχε ναύτες πατριώτες του:
-Παιδιά πάρτε τους
γκράδες και να είστε έτοιμοι! Και
πήγε και αυτός να οπλισθεί.
Και άμα πηγαίνανε να
βγάλουν το τιμόνι είχε αποφασίσει να τούς χτυπήσει. Θα πουλούσε –όπως μας έλεγε-
πολύ ακριβά το τομάρι του, γιατί δεν τους
χώνευε τους ρεζίληδες όπως τους ονόμαζε. Ευτυχώς περάσανε χωρίς να
ανέβουν στο καΐκι, μόνον ακούσαμε κάτι αγριοφωνάρες να λένε:
-Ρε πλοίαρχε, μήπως έχεις τίποτε άρχοντες μέσα;
-Δεν έχω κανένα είπε ο καπετάν Ζαχαρίας, και έφυγαν.
Ήταν οι φρουροί της
τάξεως της απωλείας και της ρεμούλας!
Κάτω στο αμπάρι
Άμα κατεβήκαμε κάτω στ’ αμπάρι ήταν πίσσα, σκοτάδι. Το καΐκι δεν ήταν
φορτωμένο και ήταν με τη σαβούρα του, είχε άμμο και βότσαλα, κι επάνω από τα
βότσαλα ήταν σωριασμένα, ένας άνδρας και μία γυναίκα και ακούγαμε ένα κλάμα και
ένα μουγκρητό όπου μας έπιασε τρομάρα.
Η γυναίκα μου και η υπηρέτριά μου άρχισαν να κάνουν το σταυρό τους και να τρέμουν από το φόβο τους. Σκοτάδι παντού στο αμπάρι, για το φόβο
των ένοπλων που περιτριγύριζαν.
Τότε σιγανά σιγανά φώναξα τον καπετάν Ζαχαρία. Ήλθε στο
στόμιο του αμπαριού και του λέω:
-Καπετάν Ζαχαρία αμάν
ένα φως, ακούω, κλάματα και μουγκρητά ποιοι είν' αυτοί;
Μου λέει:
-Είναι αδελφός και
αδελφή είναι έμπορος, είχε πιάσει το καΐκι μαζί με εβραίους έμπορους και αυτούς
κι εγώ περιμένω να έρθουν να φύγουμε και
δε φανήκαν. Αυτόν τον έχει κόψει τρομάρα από το φόβο του. Είναι όμως καλοί άνθρωποι, δερματέμποροι..
Του είπα:
-Αν έχεις κανένα φως φέρε μας, γιατ' είναι σκοτάδι.
-Τώρα σε λίγο θα σας φέρω, μας είπε.
Μας έφερε ένα φανάρι, μας έδωσε κι ένα κουτί σπίρτα και μας
είπε να το ανάψουμε.
Το μουγκρητό εξακολουθούσε. Ανάψαμε το φανάρι και ω! του
παραδόξου θαύματος, βρεθήκαμε προ
γνωστού και φιλικού προσώπου τόσο σ' εμένα,
όσον και της γυναίκας μου. Ήταν ο
λεβεντάνθρωπος Κώστας .... δερματέμπορος με την αδελφή του, ξαπλωμένοι επάνω στη σαβούρα του καϊκιού και
μόνη προμήθεια που είχανε ήταν εκείνα τα ρούχα όπου φορούσαν κι οι δύο, και
τίποτε άλλο, μα απολύτως τίποτε.
Μόλις τους είδαμε τους χαιρετίσαμε και του είπα:
- Μα γιατί κάνεις
έτσι κυρ-Κωστή; Μη φοβάσαι δεν είναι τίποτε!
Αυτός τρέμοντας φώναζε:
-Καπετάνιε, φύγε για το όνομα του Θεού, φύγε, τι κάθεσαι;
Χρυσό στο κάνω το πλοίο σου, φύγε!
Το μόνον έπιπλο όπου είχαμε ήταν το πάπλωμα όπου πήραμε το στρώσαμε και καθίσαμε όλοι επάνω. Η
συντροφιά πολύ συντέλεσε στο να συνέρθει βαθμηδόν και λίγο λίγο ο κυρ-Κωστής.
Θα ήταν 12 η ώρα το μεσονύκτιο όταν το πλοίο άρχισε να
κινείται, γιατί και ο πλοίαρχος ήθελε να βγει από την επικίνδυνη ζώνη του λιμανιού των Τούρκων και των ανταρτών.
Παρατήρησα ένα γύρω στην πόλη. Δεν ακούγαμε τίποτε. Μία
νευρική ησυχία βασίλευε. Κάπου-κάπου από το απέναντι έρημο μέρος ακούγαμε τη
μελαγχολική φωνή του κουκου να λαλεί. Και πόσα δεν έλεγε η ασυνείδητη εκείνη
λαλιά!
Μεγάλη γαλήνη και στη θάλασσα. Τα καΐκια με τα πανιά απλωμένα
περίμεναν. Από στιγμή σε στιγμή να φυσήσει το ευεργετικό αεράκι. Ο καπετάν
Ζαχαρίας είπε στους ναύτες και μπήκανε στη βάρκα και ρυμουλκήσανε το καΐκι, έως
ότου το βγάλανε έξω από το λιμάνι.
Κοντοζύγωνε να ξημερώσει οπότε άρχισε να μας παίρνει ο ύπνος πάνω από τη σαβούρα.
Ο κυρ Κωστής δεν έκλεισε μάτι, όσο βρισκόταν στον Παγασητικό Κόλπο το πλοίο.
Τέλος ήταν πάνω-κάτω 8 η ώρα το πρωί που ξυπνήσαμε και βρισκόμαστε
στο μέσο του Παγασητικού κόλπου. Μόλις ανεβήκαμε στο κατάστρωμα βρεθήκαμε σε θέαμα περίεργο. Ενώ νομίζαμε, ότι εμείς μόνοι κατορθώσαμε να φύγουμε πρώτοι, βλέπουμε
το πέλαγο γεμάτο από πλοία κάθε χωρητικότητας και γεμάτα κόσμο.
Θα ήταν μεσημέρι όταν κοντοζυγώναμε στο Τρίκερι. Έπρεπε να
κάμουμε κι εμείς Πάσχα. Αλλά τι Πάσχα;
Πάσχα γιομάτο όχι από χαρά, αλλά γιομάτο πίκρες και δάκρυα. Με όλην τη λύπη που όλοι είχαμε, το στομάχι έπρεπε να ικανοποιηθεί.
Ζητούσε το φαγητό του.
Ο πλοίαρχος δεν είχε τίποτε προμήθεια, δε πρόφτασε, ούτε ο
κυρ-Κωστής. Φέραμε το καλάθι με το ψωμί και τα αυγά. Ήμασταν οχτώ άνθρωποι που τα
ξετινάξαμε!
Άρχισε να βραδιάζει και το πλοίο μόλις κινιόταν. Ήταν μία μπουνάτσα πρωτοφανής.
Όταν σουρούπωσε άραξε
ό πλοίαρχος κοντό στο Τρίκερι όπου βρήκαμε πολλά πλοία αραγμένα γιομάτα
πρόσφυγες Βολιώτες. Άλλοι πηγαίνανε στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο κι άλλοι στους Ωρεούς
και τη Χαλκίδα.
Κοντά στα χαράματα βγήκαμε από το Τρικέρι. Ήταν μια μπουνάτσα
διαβολεμένη. Διακρίνονταν οι ακτές του
Ξηροχωριού. Το πέλαγος ήταν γεμάτο ιστιοφόρα. Ένα θέαμα φαντασμαγορικό. Ο
πλοίαρχος έστρωσε το τιμόνι κατά τους Ωρεούς.
-Είναι αδύνατο να πάμε στη Σκιάθο, είμαι άδειος, έλεγε, ενώ στους
Ωρεούς θα βρω να φορτώσω κάτι τι.
Το πλοίο δεν κουνιόταν, μια ζέστη τρομερή, αέρας πουθενά, σάμπως να ήμαστε
σε καμίνι.
Κοντοζύγωνε μεσημέρι, η κοιλιά μας άρχισε να διαμαρτύρεται,
ψωμί πουθενά, ούτε ψίχαλο. Τότε ο πλοίαρχος διέταξε τούς δύο ναύτες μπήκανε στη
βάρκα και πήγαν σε ένα άλλο καΐκι και γύρεψαν.
Έπειτα από κάμποση ώρα επέστρεψαν και έφεραν δύο διπλά καρβέλια, μερικά αυγά και
περίπου μισή οκά τυρί και έτσι φάγαμε καλά!
Αλλά το καΐκι στη θέση του. Αέρας, πουθενά.
Ο κυρ Κωστής ο δερματέμπορος, τον όποιο είχα ξεγράψει, γιατί
ασφαλώς πίστευα ότι ο πολύς φόβος που τον
είχε καταλάβει, θα του έδινε πασαπόρτι για τον άλλον κόσμο, πήρε θάρρος κι άρχισε να τραγουδά. Αφού τέλειωσε καλά,
είπε:
-Μωρέ παιδιά κάναμε μία παράλειψη. Δεν είπαμε το Χριστός
Ανέστη!
Και άρχισε να το ψέλνει. Επάνω όμως που το έψελνε ακούσαμε
ένα πράγμα που ποτέ μας, μα ποτέ δε θα ξεχάσουμε. Ένα τίναγμα του καϊκιού, που όλοι πέσαμε
κάτω. Νομίσαμε πως ήταν σεισμός ή ότι έπεσε σε ύφαλο. Δεν συνέβαινε όμως ούτε το
ένα, ούτε το άλλο. Αλλά, ήταν ψάρι μεγάλο, σκυλόψαρο, το οποίο είχε δαγκώσει την
καρίνα τον πλοίου και τίναξε να το βυθίσει. Φοβερό, και όμως αληθινό! Αυτό μας το
βεβαίωσε ο καπετάνιος ο οποίος το έβγαλε να το παλαμίσει, επειδή έμπαζε νερά και
είδα τα δόντια του τα όποια έμπηξε μες στην
καρίνα, σάμπως να είχαν μπηχτεί καρφιά μεγάλων διαστάσεων, και πάνω στην
καρίνα σε αρκετό βάθος βρέθηκε ένα κόκαλο,
μακρουλό δόντι, σπασμένο μέσα.
Τέλος την επομένη κατά τις 10 π. μ φθάσαμε στους Ωρεούς επίνειο
του Ξηροχωρίου, ένα χωριό ρομαντικότατο, πλην όμως εστία πυρετών, από τα νοσογόνα έλη που το πλημυρίζουν.
Γνωστόν ακόμη είναι,
ότι είχε την τιμή το μέρος αυτό - οι
Ωρεοί- να καταστεί μέχρι της εκκένωσης της
Θεσσαλίας το Μπρίντιζι της Ελλάδος.
Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες Θεσσαλούς είχαν καταφύγει στο Ξηροχώρι και στους Ωρεούς οι
κάτοικοι των οποίων κυριολεκτικά πλούτισαν από την πρωτοφανή κίνηση που είχαν.
Με τη Θεία Χάρη επανήλθαμε
στο Βόλο μετά την πάροδο ενός έτους, με άδεια τα βαλάντια και γεμάτοι και πλούσιοι
σε ελώδεις πυρετούς.
Τα έθνη ευτυχούν, άμα τυχαίνει να έχουν τέτοιους πολιτικούς,
όπως και το 1897!! "
ΒΟΛΟΣ, Οκτώβριος 1926