Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Δυο Πηλιορείτες Άγιοι

      Οι δυο Πηλιορείτες Νεομάρτυρες (άγιος Απόστολος ο Νέος  & άγιος Σταμάτιος) που μαρτύρησαν την ίδια μέρα στις 16 Αυγούστου, θωρούνταν από τους συντοπίτες μας πως ήταν ο ίδιος ο άγιος Απόστολος ο Νέος, από τον Άγιο Λαυρέντη. Όμως ο Νέος αποκεφαλίστηκε το 1686 κι ο άγιος Σταμάτιος, από τον Άγιο Γεώργιο Νηλείας, αποκεφαλίστηκε το 1680.

Ας μάθουμε το βίο τους, μιας και γιορτάζουν τις επόμενες μέρες:

Άγιος Απόστολος ο Νέος 

Ο προστάτης άγιος του Αϊ -Λαυρέντη και των γύρω χωριών.

Πλήθος λαού ανέβαινε στο χωριό (παλιά οδοιπορώντας ή με ζώα) κι ανεβαίνει (σήμερα με αυτοκίνητα και λεωφορεία) για να προσκυνήσει και να γιορτάσει τον Άγιο, που θεωρεί θαυματουργό και είναι προστάτης του, την παραμονή και τη μέρα της γιορτής του, αλλά και της ανακομιδής της κάρας του.

Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντη το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ήταν ο Κώστας Σταματίου και η μητέρα του η Μέλλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σε μια ταβέρνα.
Στα τέσσερα χρόνια που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην πατρίδα του,  τον Άγιο Λαυρέντη: Οι κάτοικοι του χωριού και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, που όριζε τα χωριά. Πράγματι πέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά, αλλά έπιασε τους τρεις της επιτροπής κατοίκων, που είχαν πάει στην Κων-πολη, τους έδεσε και τους πήγε ο ίδιος στην Κων-πολη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι.

Όταν το έμαθαν αυτό οι Αγιολαυρεντίτες, στέλνουν αμέσως στην Κων-πολη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να τους ελευθερώσουν. Δεν γνώριζαν όμως πώς και πού θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά τα τουρκικά. Ο ίδιος πήρε την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου. Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις εισηγήσεις του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Απόστολος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του. Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως γέρος συμπατριώτης του Αποστόλου, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.

Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι.
Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς τόσο σκληρά; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος;»  Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο Ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να του γίνει περιτομή. Ο Άγιος Απόστολος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη». Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Μετά τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και σ’ άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη. Κι αυτός προσπάθησε με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις.
Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε: «Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλιά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται». Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του.
Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του. Στην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι Τούρκοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του. Μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε.
Ήταν μόνον δεκαεννέα ετών και 16 Αυγούστου 1686.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω του και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.

Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, το δε κεφάλι του το πήγαν στον βεζύρη σαν απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο πού. Την αγία κάρα ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.

Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρα, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ο παλιός ναός του Αγ. Αποστόλου στο Βόλο, πριν γκρεμιστεί. 
Ο Δοσίθεος ήταν τιτουλάριος επίσκοπος. Γνώριζε για το μαρτύριο του Νέου, καθότι συντοπίτης του. Όταν πληροφορήθηκε πως η αγία κάρα φυλαγόταν στο ναό του Αγ. Δημητρίου στα Ταταύλα, φρόντισε να μεταφερθεί στη γενέτειρά του με τον συγγενή του Σταμούλη Κέκια το 1800. Όταν έφτασε στο χωριό, τοποθετήθηκε αρχικά στο ναό του Αγ. Αθανασίου στο σταθμό, μέχρι το 1805 που έγινε ο πρώτος ναός, στη θέση που βρισκόταν το πατρικό σπίτι του Αγίου.

Ο  ναός του Αγίου σήμερα
Η Ανακομιδή της Κάρας
Η Ανακομιδή της ιερής Κάρας του Αγ. Νεομάρτυρα Αποστόλου του Νέου από την Κωνσταντινούπολη στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου έγινε το 1796, εκατό δέκα χρόνια μετά τον αποκεφαλισμό του. Γιορτάζεται στις 3 Νοεμβρίου.
Η κάρα του Αγίου 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Αλλά πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
 Ο Άγιος νεομάρτυρας Σταμάτιος

Ο νεομάρτυρας Σταμάτιος, καταγόταν από τον Αϊ-Γιώργη Νηλείας κι από την οικογένεια Σταματόπουλου.Ερείπια του πατρικού του σπιτιού και μια κρήνη που ονομάζεται «βρύση του Αϊ-Σταμάτη» η "βρύση τ' Σταματόπουλου". σώζονται μέχρι σήμερα στον Αϊ  Γιώργη.
Κάποτε ο αγάς της περιοχής για να συγκεντρώσει το χαράτσι, ήταν πολύ καταπιεστικός στο μάζεμα του φόρου, [στο όνομα της Βαλιδέ χανούμ Κιοσσέμ (=βασιλομήτορα) που είχε δοθεί η Μαγνησία] καταδυνάστευε και αδικούσε τους Χριστιανούς. Απελπισμένοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, μήπως και βρουν το δίκιο τους.
Αρχηγός της αντιπροσωπίας ήταν ο Σταμάτιος σε ηλικία σαράντα ετών περίπου. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στον βεζίρη και άρχισαν να του παραπονιούνται για τις αδικίες του αγά.

Ο βεζίρης – που ήταν φίλος με τον φοροεισπράκτορα- διέταξε να τους πετάξουν έξω σπρώχνοντάς τους και χτυπώντας τους. Ορισμένοι από την αντιπροσωπεία, μεταξύ αυτών και ο άγιος, διαμαρτύρονταν έντονα και φώναζαν για την αδικία που γινόταν.

Τότε κάποιοι Τούρκοι αξιωματούχοι, φίλοι του αγά, τον ξεχώρισαν -επειδή ο Σταμάτιος φώναζε περισσότερο από τους άλλους- και τον πήγαν στον βεζίρη ψευδομαρτυρώντας και συκοφαντώντας τον ότι είχε γίνει μουσουλμάνος και τώρα εμφανίζεται σαν χριστιανός. Ο άγιος φυσικά αρνήθηκε εντονότατα μπροστά στον βεζίρη την κατηγορία. Εκείνος όμως τον έστειλε στον αρμόδιο γι’ αυτές τις υποθέσεις κριτή, όπου ανακρινόμενος ο άγιος και πάλι αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο δικαστής τότε του λέει: «Κι αν δεν έγινες, γίνε τώρα». Ο άγιος Σταμάτιος με δυνατή φωνή του απάντησε: «Δε γίνεται να γίνω τόσο ανόητος και ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου! Καλύτερα να πεθάνω και να είμαι με τον μαζί Του, παρά να ζω σ’ αυτόν τον κόσμο με μύριες απολαύσεις και δόξες».

Ο δικαστής βλέποντας τη σταθερότητα του μάρτυρα τον έστειλε στον πίσω βεζίρη, ο οποίος προσπάθησε με πολλούς τρόπους, κολακείες, υποσχέσεις, τιμές και αξιώματα να τον μεταπείσει. Μέχρι και υπασπιστή του υποσχέθηκε να τον κάνει. Ο Σταμάτιος  για δεύτερη φορά με δυνατή φωνή σταθερά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό λέγοντας: «Εγώ πλούτο και δόξα και τιμή έχω τον Χριστό μου, που μου έχει κατοικία στους ουρανούς, δόξα και ζωή αιώνια. Οι δικές σου τιμές και δόξες είναι φθαρτές και μάταιες και γρήγορα χάνονται μαζί με εκείνους που τις επιδιώκουν».
Ο βεζίρης διέταξε να φυλακιστεί και να βασανιστεί. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να τον φέρουν πάλι μπροστά του, όπου ξανά προσπάθησε με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσει. Ο μάρτυς για τελευταία φορά του απάντησε: «Ακόμα και με μύριους θανάτους να με καταδικάσεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να βασανίζομαι για το όνομά Του σε όλη μου τη ζωή».Τότε ο βεζίρης οργισμένος τον παρέδωσε στον έπαρχο να τον θανατώσει. Τον αποκεφάλισαν στις 16 Αυγούστου 1680 μ.Χ. ημέρα Δευτέρα, μπροστά στο βασιλικό παλάτι, στην Αγία Σοφία, όπως μας πληροφορεί ο αυτόπτης μάρτυρας Ιωάννης Καρυοφύλλης, ο οποίος έγραψε το μαρτύριο του, που σώζεται σε χειρόγραφο του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας.
           Η μνήμη του τιμάται σύμφωνα με παλιούς Συναξαριστές, την 16η Αυγούστου και σύμφωνα με νεότερη απόφαση της Ι. Μ. Δημητριάδας, την πρώτη Κυριακή μετά την 16η Αυγούστου, για να μη συμπίπτει με την γιορτή του Αγ. Αποστόλου του Νέου. Την ημέρα του εορτασμού, μεταφέρεται, εν πομπή, στον πανηγυρίζοντα ναό το τμήμα του λειψάνου του.
Παρεκκλήσιά του υπάρχουν στο ναό Αγ. Γεωργίου Νηλείας, στη μονή Ταξιαρχών Πηλίου -όπου και φυλάσσεται το τεμάχιο του λειψάνου του και στο ναό της Παναγίας στους Βροντάδες Χίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄ 
Ὁ μάρτυς Σταμάτιος ἐν τῆ ἀθλήσει αὐτοῦ, ἡμᾶς συνεκάλεσε μέλψαι την μνήμην αὐτοῦ, την θείαν ἐν ἄσμασιν, οὗτος γάρ ὁ γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, ἤσχυνε τούς τῆς Ἄγαρ ἀσεβεῖς ἀποτόμως, διό καί διά ξίφους ἀπήλειφε.

                http://imd.gr/site/articles/0/0/65
                http://www.saint.gr/796/saint.aspx

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Ο Μέγα -Σωτήρας στα Κανάλια (1)

Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή «Μέγα Σωτήρα»

(στα Κανάλια Αγίου Γεωργίου Νηλείας)

Η μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή Μέγα Σωτήρα όπως ονομάζουν οι ντόπιοι αυτό το μοναστηράκι, βρίσκεται ανάμεσα στο χωριό Άγιος Γεώργιος Νηλείας και τον οικισμό της Άνω Γατζέας. Συγκεκριμένα  βρίσκεται στον οικισμό Κανάλια τα οποία βρίσκονται 2,5 χιλιόμετρα ανατολικά από τον Άγιο Βλάση και σε υψόμετρο περίπου 500μ. Επίσης ο δρόμος προς τον οικισμό Αγίας Τριάδας (Άνω Γατζέα), από το χωριό του Αγίου Γεωργίου, οδηγεί και στον Μέγα Σωτήρα. 
Τα Κανάλια είναι ένας οικισμός με λίγα διάσπαρτα «καλύβια» που στα παλιότερα χρόνια κατά τη χειμερινή κυρίως περίοδο, έσφυζε από ζωή, αφού στα καλύβια έμεναν οι αγιοργίτικες οικογένειες που ξεχειμώνιαζαν και μάζευαν τις ελιές από τα περιβόλια τους. Το μοναστηράκι τότε ήταν η ενορία τους. Σήμερα πια, δεν μένουν οι αγρότες στα καλύβια τους παρά τα χρησιμοποιούν ως αποθήκες.
Το φυσικό περιβάλλον που είναι χτισμένο το μοναστήρι είναι κατάφυτο από ελιές κυρίως αλλά κι από οπωροφόρα.
Η ημερομηνία ίδρυσης της μονής δεν είναι γνωστή. Χτίστηκε όμως πριν εκατοντάδες χρόνια.  Επίσης ξέρουμε πως κάηκε από τους Τούρκους. Γνωρίζουμε ακόμη ότι στη θέση που βρίσκεται τώρα, υπήρχε κτίσμα παλαιότερης εποχής. Κτήτορας ήταν ο αγιώτης Συμεών Φλαμουρίου (1518-1594), που ήρθε από το Αγιονόρος. Αρχικά έμενε στο ύπαιθρο κάτω από μια μηλιά με νηστεία και προσευχή. Οι αγρότες τον σέβονταν κι αυτός σαν ανταπόδοση της αγάπης τους έχτισε ναΐσκο και καλύβια. Έτσι δημιουργήθηκε ο οικισμός με κέντρο το μοναστηράκι. Είναι ένα απλό συγκρότημα αγροτικού μοναστηριού.

Μια πρώτη ανακαίνιση έγινε από τον αγιοργίτη Διαμαντή Χατζη-ευαγγελινό, που έδωσε αρκετά χρήματα το 1755, πέντε χρόνια πριν πεθάνει. Μετά το μοναστηράκι πέρασε στα χέρια της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου, όπως και ο Αϊ-Ταξιάρχης. 

Στο μοναστήρι υπάρχει επιγραφή μ’ έναν ισοσκελή σταυρό στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία ανακαίνισης (1841).  Το καθολικό είναι μια παραλλαγή σταυροειδούς με τρούλο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν λιγοστές τοιχογραφίες οι οποίες διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Στο εξωτερικό του Ναού εντοπίζεται μία μοναδική τοιχογραφία, η οποία έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Το σύνολο των τοιχογραφιών χρονολογούνται στο τέλος του 18ου – αρχές 19ου αιώνα. 

Η παράδοση λέει πως από το 1865 ως το 1882, η μονή ενοικιάστηκε και λειτουργούσε, από τον ηγούμενο του μοναστηριού των Ταξιαρχών (που οποία βρίσκεται σχετικά κοντά από το Μέγα Σωτήρα και στην ίδια κοινότητα). Όμως, μετά το θάνατο του ηγούμενου ήλθε κι η παρακμή του μοναστηριού. 

Η περιουσία του μοναστηριού είναι ένα ελαιοπερίβολο. 

Σήμερα το μοναστηράκι ανακαινίζεται σταδιακά κι είναι πάλι στη δικαιοδοσία της γυναικείας μονής Ταξιαρχών, αλλά δεν είναι ανοιχτό. Λειτουργεί και πανηγυρίζει μόνο την παραμονή της γιορτής του Σωτήρος στις 5 Αυγούστου.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Περιφέρεια Βόλου και Πήλιο το Μεσαίωνα

(Με αφορμή τη σπουδαία εκδήλωση του Λ.Ε.Β. για την Τοπική Ιστορία,
της 1ης Αυγούστου 2012 στο σπίτι Μπορλότου)
Καταλανικός πύργος στα Λεχώνια
(στ' αριστερά του Βρύχωνα στο δρόμο προς Άγ. Λαυρέντιο) 
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙ­ΦΕΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ 
ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ  (330 μ.Χ. - 1423 μ.Χ.)

 του δικηγόρου, ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα κ. Απόστολου Παπαθανασίου.
Αντιγραφή από το δίγλωσσο βιβλίο
«Ο Βόλος και η περιοχή του στην ιστορική τους διαδρομή» 2004

Α. ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (330 μ.Χ. - 1204 μ.Χ.)
Κύρια χαρακτηριστικά της αρχής του Μεσαίωνα στον ελλαδικό χώρο, μέ­σα στον οποίο περιλαμβάνεται και ο Μαγνησιακός με τη Δnμnτριάδα, εί­ναι η διάδοση της χριστιανικής θρησκείας και οι επιδρομές βαρβαρικών (αλλοεθνών) λαών.
Απαρχές του Μεσαιωνικού βίου της Δημητριάδας.
Ειδικότερα, για την περιοχή και χώρα της Δnμnτριάδας, της οποίας διάδοχος είναι n ση­μερινή πόλη του Βόλου, θα πρέπει να σημειω­θεί ότι οι απαρχές της μεσαιωνικής της Ιστορί­ας ανάγονται σε πολύ προγενέστερους ακόμα χρόνους. Ανάγονται στην περίοδο της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία επιχειρείται μια εκ βάθρων διοικητική, στρατιωτική και πολιτική αναδιορ­γάνωση του ρωμαϊκού κράτους, στο οποίο υ­πάγονταν τότε και ο ελλαδικός ευρύτερος χώ­ρoς. Η αναδιοργάνωση αυτή των διοικητικών δομών του ρωμαϊκού κράτους την περίοδο ε­κείνη, είχε ως αναπότρεπτο αποτέλεσμα τη διάλυση του «Κοινού των Μαγνητών». Το«Κοινό των Μαγνητών» ήταν από τους παλαιοτέρους ακόμα χρόνους μια συμπολιτεία (Σύνδεσμος) των Μαγνητικών πόλεων με επικε­φαλής ένα Μαγνητάρχη. Το «Κοινό των Μαγνή­των» καταργήθηκε, για πρώτη φορά, το έτος 191 π.Χ. από τους Μακεδόνες βασιλείς και ανασυστήθηκε και πάλι στον Μαγνησιακό χώρο με έδρα τη Δημητριάδα το έτος 168 π.Χ., μετά την ήττα του Περσέα τον ίδιο χρόνο στην Πύδνα από τους Ρωμαίους και την κατεδάφιση των τειχών της Δημητριάδας (167 π.Χ.).
Με την πιο πάνω αναδιοργάνωση των δομών της διοικήσεως  του ρωμαϊκού κράτους των αρ­χών του Δ' μ.Χ. αιώνα, ολόκληρη η Θεσσαλία αποτελεί ρωμαϊκή επαρχία, διοικείται από ηγε­μόνα και υπάγεται στην κεντρική (πολιτική, στρατιωτική, φορολογική και εκκλησιαστική) διοίκηση του Ιλλυρικού. Η Μαγνησία, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η Δημητριάδα, ως μέρος της επαρχίας της Θεσσαλίας, υπάγεται και αυτή στη διοίκηση του Ιλλυρικού.
Στη διάρκεια των ετών 320-370 μ.Χ. η κε­ντρική διοίκηση του Ιλλυρικού διχοτομείται σε δυο διοικήσεις, της Δακίας και Μακεδονίας. Στην τελευταία, εντάσσεται και ο γαιοπολιτικός χώρος της Μαγνησίας με τη Δημητριάδα, που αποτελεί την πιο αξιόλογη πόλη της περιοχής.
Η Δημητριάδα στη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου (167 π.χ. - 330 μ.Χ.)
Η Δημητριάδα, στη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής, χάνει τη λαμπρότητα που είχε στην περί­οδο των Μακεδόνων βασιλέων (294-168 π.Χ.) και παρουσιάζει έκδηλα φαινόμενα παρακμής. Δεν παύει όμως στη διάρκεια των χρόνων που ακολουθούν να διατηρεί την εμπορικής αξία ως εμπορικό κέντρο και σταθμός εξαγωγικός για τα προϊόντα της θεσσαλικής ενδοχώρας (παρ' όλον ότι τον πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή έχει η πόλη των Φθιώτιδων Θηβών κατά την περίο­δο των Δ'-Ζ' μ.Χ. αιώνων), και τη στρατηγική της αξία ως λιμάνι επίκαιρης γαιοπολιτικής θέσεως. Για την αιτία αυτή ο γεωγράφος του Α' μ.Χ. αιώ­να, Στράβων, Χαρακτηριστικά για τη Δημητριάδα αναφέρει «... νυν δέ συνέσταλται, απασών δέ των λοιπών διαφέρει...».
 Η Δημητριάδα στη διάρκεια των παλαιοχρι­στιανικών χρόνων (Δ'-ΣΤ' αιώνες)
Η ρωμαϊκή περίοδος κράτησε για τη Δημη­τριάδα και την ευρύτερη περιοχή της από το 167 π..Χ. μέχρι το έτος 330 μ.Χ., οπότε αρχίζει η πρώιμη (παλαιοχριστιανική) βυζαντινή περίοδος για ολόκληρη την περιοχή του θεσσαλικού Μα­γνησιακού χώρου. Ειδικότερα για τη Δημητριά­δα της παλαιοχριστιανικής (πρώιμης βυζαντινής) περιόδου, έχουμε την πρώτη επίσημη από πηγές μαρτυρία το έτος 431, έτος κατά το οποίο ανα­φέρεται ως πρώτος γνωστός επίσκοπος Δημη­τριάδος, ο επίσκοπος Μάξιμος, που μνημονεύε­ται μεταξύ των επισκόπων οι οποίοι έλαβαν μέ­ρος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου.
Οι παλαιοχριστιανικοί αιώνες, για ολόκληρο το βυζαντινό ελλαδικό χώρο και μέχρι τον ΣΤ΄ αιώνα, σηματοδοτούνται από γεγονότα που υ­πήρξαν καθοριστικά για την παραπέρα εξέλιξη των Μαγνησιακών περιοχών και της Δημητριά­δος.
Οι Εκκλησίες στην παλαιοχριστιανική πόλη
   Κατά την περίοδο αυτή, από τις αρχές ακόμα του Δ' αιώνα και στη συνέχεια, αναπτύσσεται και στις ελλαδικές περιοχές ο ρυθμός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής εκκλησίας. Στην πόλη της Δημητριάδας, την ίδια περίοδο, ανεγείρονται δυο εκκλησίες του ρυθμού αυτού. Από τις εκ­κλησίες αυτές, η μια ήταν κτισμένη στο σημερινό λόφο του «Προφήτου Ηλιού» της σημερινής συνοικίας Νέων Παγασών του Βόλου, ενώ η άλλη, η μεγαλύτερη, στην καρδιά της χριστιανικής πό­λεως, όπου βρισκόταν η αγορά. Η δεύτερη εκ­κλησία κτίστηκε με δαπάνη μιας πλούσιας βυζα­ντινής αστής, της Δαμοκράτιας, της οποίας το ό­νομα ως κτήτορος ήταν φιλοτεχνημένο στο εξαι­ρετικής τέχνης μωσαϊκό δάπεδο της εκκλησίας μέσα σε περίγραμμα που έγραφε «ΔΑΜΟΚΡΑ­ΤΙΑ Η ΛΑΜΠΡΟΤΑΤΗ». Η εκκλησία της Δαμοκράτιας ήταν τότε μια από τις μεγαλύτερες του γνωστού βυζαντινού Χώρου της Θεσσαλίας, δια­στάσεων 29,80 μ. σε μήκος και 21,80 μ. σε πλά­τoς, εκτός από τον νάρθηκα. Είχε αίθριο, προ­σκτίσματα και βαπτιστήριο. Η Εκκλησία αυτή α­κολούθησε πέντε στο σύνολο οικοδομικές φά­σεις διευρύνσεων, από τον Δ' έως τα τέλη του ΣΤ΄' αιώνα, όπως αποδείχθηκε από τις ανασκα­φές. Αυτό αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι n πόλη αναπτύσσεται σταδιακά και στα τέλη α­κόμα του ΣΤ΄ αιώνα με αύξnσn των οικnτόρων της αλλά και της σπουδαιότητάς της συνάμα την περίοδο αυτή, ως σημαίνουσας βυζαντινής πό­λεως στην περιοχή με διαχρονική την παρουσία της στο Χώρο. Η μικρότερη εκκλησία στο Χώρο, του «Προφήτη Ηλία», θεωρείται μάλλον «κοι­μητηριακός» ναός. Το δάπεδο της εκκλησίας αυ­τής ήταν επίσης ψηφιδωτό και στο κέντρο, σε πε­ρίγραμμα, έφερε τα ονόματα πέντε χορηγών. Θεωρείται n εκκλησία αυτή ως n πιο παλαιά πα­λαιοχριστιανική εκκλησία ολόκλnρnς της Θεσσαλίας (Δ. Θεοχάρης).
­ Τα λιμάνια της παλαιοχριστιανικής Δημητριάδας
   Η πόλη της Δημητριάδας κατά την περίοδο αυτή, όπως και στη διάρκεια της μακεδονικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, έχει δυο λι­μάνια (αμφιλίμενοs). Το βόρειο (στη σημερινή θέση «Πευκάκια») και το νότιο λιμάνι (στη θέση «Αλυκές»). Το νότιο λιμάνι βρισκόταν κατά τη βυζαντινή περίοδο έξω από τα τείχη της χριστιανικής Δnμnτριάδαs, στους πρόποδες του λόφου «Προφήτης Ηλίας», όπου υπήρχε και μικρός τό­τε συνοικισμός. Στο σημείο αυτό πρέπει να ση­μειωθεί, ότι στη διάρκεια των ρωμαϊκών Χρόνων (168 π.Χ. - μάχη της Πύδνας και μέχρι το 330 μ.Χ. - κτίση Κων/λεως), n Δnμnτριάδα, όπως και οι λοιπές τότε ρωμαϊκές πόλεις, δεν ήταν τειχισμένη. Και τούτο, γιατί σ' όλη τη διάρκεια των πιο πάνω πέντε αιώνων, περίπου, ρωμαϊκής κυριαρχίας, επικρατούσε ηρεμία χάρη στην ισχύ της τότε κοσμοκράτειραs Ρώμης (ΡΑΧ ROMA­ΝΑ). Τα τείχη της Δnμnτριάδας την περίοδο αυ­τή, δεν ήταν μόνο κατεστραμμένα, αλλά και ά­χρηστα  για την πόλη. Γιατί η χριστιανική πόλη της Δnμnτριάδας ήταν μικρότερη σε έκταση και πληθυσμό κατά την παλαιοχριστιακή περίοδο από την πάλαι ποτέ ομώνυμη πόλη των Μακε­δόνων βασιλέων.
Οι πρώτες επιδρομές των βαρβάρων στη Μαγνησία
Οι πρώτες βαρβαρικές επιδρομές στον ελλα­δικό τότε χώρο της βυζαντινής κυριαρχίας αρχί­ζουν από τις αρχές ακόμα του Δ' αιώνα.
Πρώτοι επιδρομείς είναι το έτος 337 οι γερ­μανικοί λαοί των Γότθων. Ακολουθούν κατά σει­ρά, οι Βησιγότθοι (Αλάριχος) τα έτη 395-397, οι Ούννοι (Αττίλας) το έτος 447 και τέλος οι Οστρo­γότθοι (Θεοδώριχοs) το έτος 479.
Οι επιδρομές αυτές επέφεραν μεγάλες κατα­στροφές στο θεσσαλικό και σε επέκταση τον μα­γνησιακό χώρο. Μαρτυρία γι' αυτό έχουμε από τον ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάτοικοι του θεσσαλικού χώρου δεινοπαθού­σαν και υπέφεραν από τις   επιδρομές αυτές λόγω ελλείψεως οχυρωμάτων «επεί ουδαμή των χωρί­ων οχύρωμα ην όπη αν καταφυγόντες σωθήσο­νται...» (Προκόπιος «Περί Κτισμάτων», Δ, 3, 113).
Για την αιτία αυτή ο Ιουστινιανός (527-565) αναγκάζεται να τειχίσει τις πόλεις της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και τη Δημητριάδα. Μαζί με τη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs τειχίζεται, την ίδια περίοδο και n γειτονική οχυρή συνοικία (προάστιο τότε της Δnμnτριάδαs), που βρισκόταν στο λόφο της σημερινής συνοικίας των Αγίων Θεοδώρων του Βόλου. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και το γεγονός, ότι ο γεωγράφος - ιστορικός βυζαντινός του ΣΤ΄ αιώνα - Ιεροκλής (σύγχρονος του Προκοπίου) στο έργο του «Συ­νέκδημος», αναφέρει τη Δημητριάδα ως μια από τις 912 στο σύνολο σημαντικές πόλεις της βυζα­ντινής αυτοκρατορίας του ΣΤ΄ αιώνα (P.G. 113, 143-156).
Η Διοικητική διάρθρωση της Δημητριάδας κατά τη βυζαντινή περίοδο
   Συγκεκριμένα για τη Δημητριάδα του ΣΤ' αιώνα, ο Ιεροκλής αναφέρει ότι ανήκει ως πόλη στην επαρχία Θεσσαλίας και κατατάσσεται ως δεύτερη σε πληθυσμό πόλη, από τις 17 σε σύ­νολο θεσσαλικές τότε πόλεις, μετά τη Λάρισα. Ε­πί βασιλείας των lσαύρων του Βυζαντίου (717-­820), n Θεσσαλία μαζί με τη Δημητριάδα αvήκε στο θέμα της Ελλάδας, όπου παρέμεινε μέχρι το δεύτερο μισό του Ι' αιώνα. Στη συνέχεια n πόλη τns Δnμnτριάδαs, από το δεύτερο μισό του Ι' αιώνα και μέχρι τα μισά του ΙΒ' αιώνα (με την ε­παναφορά του θεσμού των θεμάτων) εντάσσεται και πάλι στο θέμα της Ελλάδας. Στα τέλη του ΙΒ' αιώνα, η πόλη και η περιοχή της  αποτελεί προσωπική γαιοκτησία της αυτοκράτειρας Ευφροσύ­vnς Δούκεναs, συζύγου του αυτοκράτορα Αλε­ξίου Γ Αγγέλου. Το έτος 1266 και στη συνέχεια Δημητριάδα, πόλη και περιοχή, αναφέρεται σε αργυρόβουλλο ως έδρα βυζαντινού θέματος (αργυρόβουλλο Νικηφόρου Α' Αγγέλου - Δού­κα - Κομνηνού της Ηπείρου έτους 1266)
Τα τείχη της βυζαντινής Δnμnτριάδας
   Το τείχος του Ιουστινιανού της βυζαντινής Δη­μητριάδας, άρχιζε από τη θάλασσα, νοτιοανατο­λικά της σημερινής «Μπουρμπουλήθρας», με κατεύθυνση νότια. Το βυζαντινό τείχος είχε συνε­χή δόμηση. Στη νότια πορεία του άφηνε εκτός της περιμέτρου του το σημερινό δρόμο Βόλου ­Αθηνών και τα «Δόντια» του ρωμαϊκού υδρα­γωγείου. Στη συνέχεια το τείχος άλλαζε κατεύθυνση, κάνοντας σύγκλιση προς την αγορά της ελληνιστικής- ρωμαϊκής πόλεως και με ελικοει­δή τροχιά τρεπόταν με κατεύθυνση βορειοανα­τoλική συνεχούς δομήσεως προς την παραλία, όπου βρισκόταν το νότιο λιμάνι της Δnμnτριάδας. Σημειώνουμε, επίσης, ότι τα διατηρούμενα μέχρι σήμερα λείψανα τειχών στο γειτονικό λόφο (προάστιο της Δnμnτριάδαs) των Αγίων Θεοδώ­ρων, περισσότερο εμφανή στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, ανήκουν στη βυζαντινή επο­χή, ενώ τα λείψανα του φρουρίου του λόφου εί­ναι παλιότερα και ανήκουν στην παλαιοχριστια­νική περίοδο, όπως και τα ερείπια της παλαιο­χριστιανικής εκκλησίας του λόφου.
Τα βυζαντινά φρούρια και οικισμοί στην ακτογραμμή του Πηλίου κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή
   Πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός από τη Δημη­τριάδα και από τη μέσα πλευρά του Παγασητικού Κόλπου υπήρξε αλυσίδα από φρούρια, που κτί­στηκαν στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής, πά­νω και κοντά σε περιοχές όπου παλιότερα υπήρχαν αρχαία φρούρια. Τα πιο πάνω φρούρια και οι γύ­ρω απ' αυτά οικισμοί ανήκουν μάλλον στην πρώ­ιμη βυζαντινή εποχή και η χρονολογία κατασκευ­ής τους παραμένει αδιευκρίνιστη ιστορικά.
   Από τη μέσα και άνω πλευρά του Παγασητι­κού και από την κατεύθυνση της Μηλίνας προς το Βόλο επισημάνθηκαν ερείπια των παρακάτω βυζαντινών φρουρίων και οικισμών, πέραν των λειψάνων παλαιοχριστιανικών εκκλησιών.
   Κατά μήκος της κατευθύνσεως Μηλίνας προς Βόλο, συναντούμε το «Χορτόκαστρο», που πρέ­πει να ταυτίζεται, κατά πάσα πιθανότητα, με τα αρχαία «Σπάλαθρα ». Πρόκειται για παλιοβυζαντινό φρούριο, κτισμένο σε έξαρση του εδάφους (λόφο), λίγο έξω από το σημερινό χωριό, Χόρτο.
   Στο λόφο διακρίνονται ερείπια τειχών που πε­ριέβαλλαν το φρούριο και τον τότε βυζαντινό οι­κισμό. Μεταξύ των σημερινών χωριών, Χόρτου και Αφήσου, υψούται το βυζαντινό φρούριο του«Λεφόκαστρου», πάνω σε μικρή λωρίδα γης που εισχωρεί στη θάλασσα (ακρωτήριο). Στην περιοχή σώζονται ερείπια πρώιμης βυζαντινής εποχής  και υπολείμματα παλαιοχριστιανικών να­ών, πράγμα που υποδηλώνει την ύπαρξη αξιό­λογης οικήσεως στην περιοχή αυτή. Ο Wace θε­ωρεί το Λεφόκαστρο ως περίοπτη τοποθεσία για την ύπαρξη του βυζαντινού αυτού φρουρίου.
   Μεταξύ Λεφόκαστρου και Καλών Νερών, πάνω επίσης σε λόφο, κοντά στη θάλασσα, σώ­ζονται τα υπολείμματα βυζαντινού φρουρίου που είναι γνωστό με το όνομα «Παλιόπυργος» ή «Κορακαίπυργοs». Ο F. HiId αναφέρει χαρακτη­ριστικά ότι το όνομα θυμίζει την αρχαία πόλη «Κορακαί», που πρέπει να αναζητηθεί κοντά στο σημερινό χωριό των «Καλών Νερών». Με­ταξύ Λεφόκαστρου και Καλών Νερών, πάνω σε ύψωμα, κοντά στη θέση «Ζερβόχια», ο F. Hild τοποθετεί το βυζαντινό φρούριο «Γενιτσαρόκα­στρο» από το οποίο σήμερα δεν σώζεται τίποτε.
   Η Α. Αβραμέα επισημαίνει επίσης την ύπαρξη αρχαίας οδού, της  οποίας βρέθηκαν ίχνη, που συνέδεε την εσωτερική  ακτογραμμή του Παγα­σητικού με τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Η ο­δική αυτή γραμμή, περνούσε δια μέσου του Νε­οχωρίου, της θέσεως Λάη (όπου υπήρχε πα­λαιοχριστιανικός οικισμός) και του Λεφόκα­στρου.
   Τέλος, μεταξύ Καλών Νερών και του σημερινού χωριού της Αγριάς, υπήρχε ισχυρό πόλισμα-φρούριο που δέσποζε της κοιλάδας των Λεχω­νίων στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο και το ο­ποίο, ταυτόχρονα, ήταν και ένας σημαντικός βυζαντινός οικισμός στη διάρκεια της βυζαντινής ε­ποχής μέχρι και την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Οι αλυκές της βυζαντινής Δημητριάδας
   Στην περιοχή της Δnμnτριάδαs είναι βέβαιο ότι λειτουργούσαν κατά τη βυζαντινή εποχή α­λυκές, από τις οποίες εξάγονταν αλάτι. Οι αλυκές αυτές, θα πρέπει να βρίσκονταν στον πλησιέ­στερα προς τον πόλη της Δnμnτριάδαs θαλάσ­σιο χώρο, τις Νέες Παγασές, στις ακτές της ομώ­νυμης συνοικίας του Βόλου. Τούτο εξάγεται από έγγραφα του αρχειακού υλικού που αναφέρο­νται τη γαιοκτησία του μοναστηριού της «Πανά­γνου θεομήτορος της Οξείας Επισκέψεως» της Μακρινίτσας και τα οποία ανάγονται στον ΙΓ΄ αιώ­να. Μεταξύ των πιο πάνω εγγράφων υπάρχει και ένα έγγραφο που αναφέρεται στην «αλυκή του Γόλου», όπως την αποκαλεί.
Η ύδρευση της βυζαντινής Δημητριάδας
Η βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs, όπως και κατά την περίοδο των ελληνιστικών και ρω­μαϊκών χρόνων, είχε έντονο το πρόβλημα της υδρεύσεως. Το πρόβλημα όμως αυτό το είχε λύ­σει χάρις στο θαυμαστό ρωμαϊκό υδραγωγείο, που υπήρχε στην πόλη και λειτουργούσε από τα ρωμαϊκά ακόμα χρόνια. Το υδραγωγείο αυτό έφερνε στην πόλη από το Πήλιο τα νερό που κα­ι έρεαν και αφθονούσαν στη χαράδρα που σχη­ματίζεται μεταξύ των χωριών Πορταριάς και Μα­κρινίτσας. Με ένα κεντρικό συλλεκτήρα, δια μέ­σου μιας υπόγειας κτιστής κατασκευής ενός στε­γανού αυλακιού (κτισμένου από επίπεδες πλά­κες και συνδετική ύλη από κουρασάνι), εγκι­βωτίζονταν τα νερά για να κατηφορίζουν με φυ­σική ροή στις  υπώρειες του Πηλίου και στη συ­νέχεια, μέσω Διμηνιού, να φθάσουν μέχρι τα«Δόντια», όπου βρισκόταν ο δεύτερος συλλεκτήρας (υδατοδεξαμενή) διανομής του νερού στη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs. Τα «Δό­ντια» στήριζαν καμάρες, δηλαδή τοξοειδείς κατασκευές, στην κορυφή των οποίων - στέψη – το απαγωγό των νερών κτιστό αυλάκι - υδραύλακα­ - οδηγούσε τα νερά στην υδατοδεξαμενή της πόλεως. Η υδροδότηση αυτή της Δημητριάδας από το Πήλιο συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο μέχρι και την ύστερη ακόμα βυζαντινή περίοδο του ιστορικού βίου της πόλεως.
Η Δημητριάδα κατά την περίοδο των ΣΤ΄-Ι' αιώνων
   Ο ΣΤ΄ και ο Ζ' αιώνες, είναι οι πιο κρίσιμοι αιώνες στην ιστορία του ελλαδικού βυζαντινού χώρου. Στη διάρκεια των αιώνων αυτών επήλθε μια πλήρης αναστάτωση του γεωργικού και α­στικού βίου, που παρουσίασαν έντονα τα φαινό­μενα της παρακμής και αποσυνθέσεως και επέ­τειναν συνάμα το έντονο δημογραφικό πρόβλη­μα του θεσσαλικού χώρου. Οι αιώνες αυτοί, γνωστοί στην ιστοριογραφία ως «Σκοτεινοί Αιώ­νες» (Siecles Obscures), αποτέλεσαν ένα γενικό­τερο φαινόμενο το οποίο επηρέασε δραματικά 115 περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου και ι­διαίτερα τις νότιες περιοχές της βυζαντινής Ελλά­δας, με κύρια χαρακτηριστικά, πλην των άλλων, τους φοβερούς σεισμούς, τους λοιμούς που ε­πακολούθησαν και την απρόσμενη μαζική κά­θοδο των σλαβικών λαών προς τη Βαλκανική και τον ελλαδικό χώρο.
Κατά τα η διάρκεια του ΣΤ΄ αιώνα, που θεωρεί­ται ως «ο αιώνας των σεισμών» και ιδιαίτερα στη διάρκεια των ετών 517-570, ολόκληρη n ανα­τολική λεκάνη της Μεσόγειας θάλασσας σείεται από τεκτονικούς καταστρεπτικούς σεισμούς που ισοπεδώνουν πόλεις, χωριά και οικισμούς.
   Είναι χαρακτηριστικό για την περίοδο εκείνη το γεγονός, ότι, μεταξύ των άλλων πόλεων, κα­ταστρέφονται n Ρόδος, η Κέρκυρα, το Δυρράχιο, n Αντιόχεια και n Χαιρώνεια. Η Πάτρα και n Ναύπακτος ισοπεδώνονται και εγκαταλείπονται από τους κατοίκους. Τεράστια σε μέγεθος παλιρ­ροϊκά κύματα κατακλύζουν τις παράλιες πόλεις και εισχωρούν πολλά χιλιόμετρα μέσα στην πε­δινή ενδοχώρα των ακτών και των νησιών, πνί­γοντας ανθρώπους και ζώα.
Οι καταστρεπτικοί σεισμοί του ΣΤ΄ αιώνα
   Στο Μαγνησιακό χώρο, εξαιτίας των φοβε­ρών αυτών σεισμών του Στ' αιώνα, μετατρέπο­νται σε ερείπια τείχη, πόλεις, χωριά, οικισμοί, οι­κοδομήματα και ό,τι άλλο κτίσμα υπήρχε πριν κατακλυσθούν οι περιοχές τους από τα νερά των παλιρροϊκών κυμάτων που ακολούθησαν στη συνέχεια τους καταστρεπτικούς σεισμούς. Την ίδια περίοδο καταστρέφονται, μαζί με τα άλλα κτίσματα και σχεδόν το σύνολο των παλαιοχρι­στιανικών τότε βασιλικών της Θεσσαλίας και ι­διαίτερα αυτές που υπήρχαν στις παράλιες ακτές του Παγασητικού Κόλπου, των Φθιώτιδων Θη­βών, της Δnμnτριάδαs και των οικισμών στις θέ­σεις Πλατανίδια, Μηλίνα, Τρίκερι κ.λ.π. Οι κάτοι­κοι των περιοχών που επλήγησαν από τους σεισμούς, όσοι κατόρθωσαν να επιζήσουν, εγκατέ­λειψαν αλλόφρονες τις πόλεις και τους οικισμούς και κατάφυγαν στα γύρω βουνά. Τα αγιο­λογικά κείμενα της εποχής μας δίνουν μια φοβε­ρή στο μέγεθος εικόνα της βιβλικής εκείνης κα­ταστροφής, αναφέροντας σχετικά «.. .Σεισμός υπερμεγέθης πεσών φόνον πάση τη Ελλάδι είργάσατο... ηνίκα δέ τα τη θαλάττη εις τα οικεία ξυνιέναι συνέπεσεν, ιχθύες εν τη γη απελείποντο ώνπερ ή όψις αήθης παντάπασι τοις τηδε ανθρώποις τερατώδης έδοξεν είναι...» (HERTSBERG, παρ. 665 και επ.).
   Τους καταστρεπτικούς αυτούς σεισμούς του ΣΤ' αιώνα, ακολούθησε αμέσως επιδημία λοι­μού, που καταταλαιπώρησε και αραίωσε τους ε­πιζώντες κατοίκους, όπως παραστατικά ιστορεί ο Ευάγριοs ο Σχολαστικός, (ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας του ΣΤ' αιώνα, σύγχρονος των γεγο­νότων της εποχής εκείνης) στο εξάτομο έργο του «Σύντομος Εκκλησιαστική Ιστορία».
Η εμφάνιση των Σλάβων στον ευρύτερο ελλαδικό βυζαντινό χώρο και τη Θεσσαλία
   Την ίδια περίοδο του ΣΤ΄ αιώνα, ξένα και πά­λι φυλετικά έθνη αρχίζουν να μετακινούνται από βορρά προς νότο. Στην αρχή οι μετακινήσεις αυ­τές εμφανίζονταν ως μικρές ομάδες που­ ακολουθούσαν στην κάθοδό τους τη ροή των ποτα­μών και των διαβάσεων (περάσματα βουνών), αργότερα δε ως πολυπληθέστερες συσσωματώ­σεις που κατέρχονται στα πεδινά και τις παράλιες περιοχές του ελλαδικού χώρου χωρίς καμιά α­πολύτως αντίσταση. Οι ξένοι αυτοί νομάδες, που προσφυέστατα έλαβαν το χαρακτηρισμό ως «άνθρωποι της αγροτικής καλύβας», δεν είχαν κεντρική οργάνωση, ούτε αρχηγό, αλλά ανήκαν σε γένη (φυλές) που υπάκουαν στον εκάστοτε αρχηγό της πατριάς. Οι ξένοι αυτοί επήλυδες, Ή­ταν οι φυλές των Σλάβων ή «Σλαβηνών», όπως τους αποκαλούσαν τότε οι βυζαντινοί. Οι χωρίς καμιά πολιτειακή οργάνωση πιο πάνω φυλές των Σλάβων, δεν γνώριζαν γραφή, μιλούσαν διαφορετικές μεταξύ τους γλώσσες (διαλέκτους) και η θρησκεία τους ήταν «παγανιστική», δηλα­δή λατρευτική θεοτήτων των ποταμών και λι­μνών.
   Οι Σλάβοι πρωτοεμφανίζονται στον ευρύτε­ρο βυζαντινό χώρο για πρώτη φορά μαζί με τους Αβάρους, στους οποίους αρχικά ήταν υπο­τελείς. Για την αιτία αυτή και οι σύγχρονες τότε πηγές, μεταξύ των οποίων, ο Ευάγριοs και το«Χρονικόν της Μονεμβασίας», τους αποκαλούν«Αβαροσλάβουs» .
Οι Βελεγεζήτεs Σλάβοι στον ευρύτερο μαγvη­σιακό περίγυρο της Δnμnτριάδαs (ΣΤ- Ζ΄ αι.)
   Στην περιοχή της ευρύτερης Μαγνησίας βρί­σκουμε στη διάρκεια του Ζ΄ αιώνα εγκαταστημέ­νους Σλάβους της φυλής των «Βελεγεζητών». Την πληροφορία αυτή την έχουμε από βάσιμη Ιστορική πηγή της περιόδου εκείνης, «Το Χρονι­κό των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου». Πρό­κειται για ένα χρονικό άγνωστου χρονικο­γράφου, που διηγείται την πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τις φυλές των Σλάβων και τη σωτη­ρία της πόλεως από τον άγιο Δημήτριο.
   Οι Bελεγεζήτες Σλάβοι, κατά μια εκδοχή, κα­τέλαβαν και κατέστρεψαν τη γειτονική προς τη Δημητριάδα και ακμάζουσα τότε πόλη των«Φθιώτιδων Θηβών», στην περιφέρεια της οποί­ας την ίδια περίοδο βρίσκονται εγκαταστημένοι. Η καταστροφή της πόλεως των Φθιώτιδων Θηβών­ από τους Σλάβους, πιθανολογείται σφόδρα, γιατί από τον ΣΤ΄ αιώνα και μετά παύει να αναφέρεται η πόλη από τις πηγές ως βυζαντινή πόλη.­
   Οι Bελεγεζήτες Σλάβοι δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την βυζαντινή πόλη της Δημητριά­δας εξαιτίας του ισχυρού τειχισμού της και γρήγορα, οι χωρίς πολιτειακή οργάνωση και φυλε­τικά αλλογενείς αυτοί νομάδες, εντάχθηκαν στο διοικητικό βυζαντινό κορμό και παρέμειναν φόρου­ υποτελείς στους Βυζαντινούς, που ασκούσαν πάνω σ' αυτούς κυριαρχική διοίκηση.
   Ειδικότερα, στην περίοδο που ακολουθεί τον Ζ΄ και μετά αιώνες, οι επήλυδες Σλάβοι (ποιμένες γεωργοί στο σύνολό τους), τόσο στο μαγνησιακό  ευρύτερο χώρο, όσο και στις λοιπές περιοχές του ελλαδικού χώρου (όπου εγκαταστάθηκαν στην περίοδο του Ζ΄ αιώνα) εντάχθηκαν στο βυζαντινό διοικητικό κορμό. Και μέσα στους αιώνες ακολούθησαν την ένταξη τους αυτή στο βυ­ζαντινό
σύστημα διοικήσεως, αφομοιώθηκαν σταδιακά, ως αλλοεθνείς νnσίδεs αγροτοποιμέ­νων και γεωργών, από τους γnγενείs (αυτόχθονες) πολυπλnθέστερουs ελληνικούς πληθυσμούς, κάτω από την ισχυρή επίδραση του βυζαντινού κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Δημητριάδα ως διοικητικό κέντρο «Goloz» , πέριξ σλαβικών φυλών στη διάρκεια ΣΤ΄ – Ζ΄ αιώνων
   Στο διάστημα της εγκαταστάσεως και παραμον­ής των Σλάβων εποίκων στις αγροτικές πεδινές και nμιορεινέs περιοχές της Δnμnτριάδαs και του Πηλίου, οι αγροτοποιμενικέs φυλές των Βελεζητών Σλάβων που εντάχθηκαν υποχρεωτικά ­στο πλέγμα της βυζαντινής διοικητικής εξάρτησ­ης, αποκαλούσαν τον ευρύτερο χώρο της Δημnτριάδαs, που . περιλάμβανε την τειχισμένη βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs και τη γειτονική προς αυτή τειχισμένη συνοικία (προάστιο) λόφου των Αγίων Θεοδώρων, με το όνομα Goloz». Το όνομα «Goloz» είναι σλάβικns ετυμολογίας, το οποίο, κατά την παλαιοσλαβική διάλεκτο, σημαίνει «έδρα διοικήσεως». Με τη λέξη Goloz τα αλλοεθνή φύλα των Βελεγε­ζητών Σλάβων, που σε κάποια περίοδο του Ζ;  αι. εγκατασταθήκαν στις περιοχές της Δημητριάδας και υποχρεωτικά εντάχθηκαν στο πλέγμα της βυζαντινής αυτής διοικητικής εξαρτήσεως, από την πρώτη στιγμή της εξαρτήσεως αυτής και στους χρόνους που ακολουθούν στη συνέχεια, χαρακτηρίζουν τη Δnμnτριάδα (η οποία είναι και n έδρα-πόλη της βυζαντινής διοικήσεως της ευ­ρύτερης περιοχής στην οποία είναι εγκατεστημέ­νοι), ως Goloz, που στη γλώσσα τους σημαίνει Κέντρο διοικήσεως
Η επικράτηση του ονόματος «Goloz» και η μεταλλαγή σε κυριώνυμο τοπωνύμιο «Γκόλοs» - Γόλοs (τέλη Η' αιώνα)
   Δηλαδή, με το όνομα «Goloz», οι επήλυδεs Σλάβοι, απέδιδαν στη γλώσσα τους την έννοια της έδρας της πολιτικής, στρατιωτικής, διοικητικής και εκκλησιαστικής βυζαντινής πάνω σ' αυτούς κυριαρχίας, της όποιας διοικητικό κέντρο ήταν n βυζαντινή πόλη της Δnμnτριάδαs. Η σλα­βική πιο πάνω λέξη «Goloz», με την προεκτεθεί­σα έννοια, είναι μια λέξη n οποία πρωτοεμφανί­ζεται στη διάρκεια του Ζ' αιώνα, ενός αιώνα που ανήκει στους «Σκοτεινούς Χρόνους» και σημα­τοδοτείται μεταξύ των άλλων και με την αλλαγή τοπωνυμίων και δημιουργία νέων σε πολλές πε­ριοχές του ελλαδικού τότε χώρου. Η λέξη, ως προσδιοριστικός όρος τόπου, παρέμεινε από τό­τε στο λεξιλόγιο και τη συνείδηση των κατοίκων ως κυριώνυμο τοπωνύμιο της πόλεως και της περιοχής. Το δηλωτικό αυτό κυριώνυμο τοπω­νύμιο, με την πάροδο του χρόνου, μετατράπηκε στα ελληνικά σε «Γόλοs» και με το όνομα αυτό μνημονεύεται n Δnμnτριάδα και μετά τη σταδια­κή εγκατάλειψη τη από τους κατοίκους της, n ο­ποία άρχισε βαθμιαία, όπως πιο κάτω ειδικότε­ρα, ιστορείται, από τα τέλη του ΙΓ΄- αρχές του ΙΔ' αιώνα, περίοδο κατά την οποία μαρτυρείται μια γενικότερη τάση φυγής των πληθυσμών προς ορεινές και ημιορεινές περιοχές σ' ολόκληρο τον ελλαδικό Χώρο.
   Για τους Βελεγεζήτες Σλάβους της Θεσσαλίας­ υπάρχουν δύο ιστορικές μαρτυρίες. Η μία α­ναφέρεται στον άρχοντά τους Ακάμπρο, που α­νήκε τότε στη βυζαντινή διοικητική ιεραρχία και η δεύτερη, στη σύμπραξη των Βελεγεζητών συνωμοσία με τους στρατηγούς του θεσσαλικού) χώρου κατά της αυτοκράτειρας Eιρήvης, το έτος 799. Η συνωμοσία αποσκοπούσε στην απελευ­θέρωση από τις φυλακές της ακροπόλεως των Αθηνών των έγκλειστων τότε σ’ αυτές αδελφών του εικονομάχου αυτοκράτορα, Κων/νου Ε' Ίσαυρου, που τελούσαν κάτω από τη φύλαξη του συγγενούς της Ειρήνης, φρούραρχου τότε Αθηνών, Σαραντάπηχου. Η συνωμοσία αυ­τή απέτυχε, με αποτέλεσμα την τύφλωση των ε­ξόριστων αδελφών του Κων/νου Ε' Ίσαυρου.
   Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι τί­ποτε δεν θυμίζει σήμερα το πέρασμα των Σλά­βων από τον βυζαντινό ελλαδικό χώρο, διότι δεν κατέλειπαν κανένα στοιχείο πολιτισμού, τέχνης­ ή λατρείας, εκτός από διάσπαρτα τοπωνύμια ­αγροτοποιμενικών περιοχών στην Ελλάδα.
Η Δημητριάδα στη διάρκεια Θ' - Ι' αι.
   Στη διάρκεια του Θ' αιώνα και συγκεκριμένα έτος 896, μετά από πολιορκία και σφοδρή τειχομαχία, n Δημητριάδα καταλαμβάνεται και λεηλατείται από τους Αγαρηνούς πειρατές του Δαμιανού της Τύρου. Την ίδια περίοδο η Δnμn­τριάδα, παρά τις δοκιμασίες της, εξακολουθεί να είναι μια από τις εξέχουσες πόλεις της Θεσσαλίας και πρώτη μετά τη Λάρισα επισκοπή της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστικά, ο βυζαντινός χρονικογράφος Κεκαυμένος του ΙΑ΄ αιώνα αναφέρει τη Δημητριάδα, ως «...πόλιν ισχυράν  βρίθουσαν παντός αγαθού» και ο Ι. Καμενιάτns (αναφερό­μενος στην άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 από­ τον Λέοντα Τρίπολίτη) περιγράφει την ίδια περίοδο τη Δημητριάδα ως «...πόλιν πολλώ πλή­θη των οικητόρων και τοις άλλοις οις μέγιστα καυχώνται πόλεις υπέραιρομένη...».
    Ο Ι' αιώνας σηματοδοτείται από τις επιδρομές των Βουλγάρων στον ελλαδικό βυζαντινό χώρο, την κατάληψη της Λάρισας από τον Σαμουήλ (985) και την καταστροφή του βουλγαρικού στρατού στις όχθες του Σπερχειού το έτος 996 α­πό τον Νικηφόρο Ουρανό.
Η Δημητριάδα στη διάρκεια των Ι'- ΙΑ' αι.
    Ο ιστορικός βίος της Δημητριάδας εξακολου­θεί αμείωτος στη διάρκεια των Ι' και ΙΑ' αιώνων, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την ανέγερση μονυ­δρίων, σκητών, μονών και εκκλησιών στο Πήλιο και στην πλησιόχωρη της Όσσαs περιοχή, με ε­γκαταστάσεις μοναχών, σε σημείο ώστε το Πήλιο να θεωρείται την περίοδο εκείνη ως ένα δεύτερο Άγιον Όρος της Ελλάδας, όπως πιο κάτω ειδικότε­ρα ιστορείται. Η άνθηση του μοναχισμού είναι ι­διαίτερα αισθητή και στη συνεχόμενη με το Πήλιο, Όσσα, στη διάρκεια των ΙΑ΄ και ΙΒ' αιώνων με χα­ρακτηριστικά τοπωνύμια που αποδίδουν αγιώνυμες ονομασίες (Αγιά, Αγιόκαμποs, Σκήτη, κ.λ.π.).
Η κατάληψη της Δnμnτριάδαs από τους Βούλγαρους το έτοs 1040 και τους Αγαρηνούς το 1070
   Στη διάρκεια του ΙΑ' αιώνα n Δημητριάδα κα­ταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους, το έτος 1040, επί ηγεμονίας του Πέτρου Δελεάνου (φρούραρχος ο Πέτρος Διαβολίτns) και το έτος 1070 καταλαμβάνεται πάλι, για δεύτερη φορά, α­πό τους Αγαρηνούς πειρατές, αιφνιδιαστικά, κατά την διάρκεια μιας καταιγίδας. Στη διάρκεια της τέταρτης δεκαετίας του ΙΑ' αιώνα, λίγο πριν την ει­σβολή των Βουλγάρων, τα τείχη της Δnμnτριάδαs είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από τον προηγηθέ­ντα σεισμό του έτους 1037, που κατατάραξε τον ελλαδικό τότε χώρο, γκρεμίζοντας, τείχη, φρούρια, οικοδομές και εκκλησίες.
Πρώτη επιδρομή των Νορμανδών στο θεσσα­λικό χώρο το 1083
   Τον ίδιο αιώνα, το έτος 1083, Νορμανδοί πολιορκούν τη Λάρισα (Βοημούνδος) και n Άννα η Κομνηνή   περιγράφοντας την εκστρατεία του πα­τέρα της στη Θεσσαλία, αυτοκράτορα Αλεξίου Α' , Νορμανδών, στην «Αλεξιάδα» αναφέ­ρει ότι ο Αλέξιος στην κάθοδό του προς την πε­διάδα της Λάρισας «...διήλθε δια του βουνού των Κελλίων την δημοσίαν οδό δεξιόθεν καταλιπών…» ­
Τον όρο «Βουνό των Κελλίων» προσδιο­ρίζεται η κάθοδος του Αλεξίου Α' διά μέσου του Πηλίου- Όσσαs, αιφνιδιάζοvτας τους Νορμαν­δούς πολιορκούσαν τότε τη Λάρισα. Οι Νορμανδοί­ την περίοδο εκείνη, δεν προσέβαλαν τη Δημητριάδα, ούτε υπάρχει ιστορική μαρτυρία, πως ο στόλος τους εισήλθε εντός του Παγασητικού Κόλπου.
Αναφορές ξένων περιηγητών για τη Δημητριάδα του ΙΒ' αι.
   Τον επόμενο αιώνα τη βυζαντινή πόλη της Δημητριάδας επισκέπτονται δύο ξένοι περιηγητές. Ο Άραβας γεωγράφος Edrissi, που το έτος 1154­ περιγράφει τη Δημητριάδα στο «Οδοιπορικό του, ως «... πόλη μικρά αλλά καλά κα­τοικημένη...». Ο άλλος, είναι ο Ισπανοεβραίοs ραβίνος Βενιαμίν, από την Τουδέλλα της Ισπανίας­. Αυτός στην έκθεσή  του για τις τότε υπάρχουσες τότε Συναγωγές των Εβραίων στις πόλεις του ελλαδικού χώρου αναφέρει τη Δημητριάδα ως βυ­ζαντινή πόλη  στην οποία ζουν αρκετοί Εβραίοι το έτος 1162.
Δεύτερη επιδρομή των Νορμανδών στον ελλαδικό χώρο το έτοs 1185 (κατάληψη της  Θεσσαλονίκης)
Οι Νορμανδοί, για δεύτερη φορά, στα τέλη του ΙΒ΄ αι. επανέρχονται στον ελλαδικό βυζαντινό χώρο και το έτος 1185 πολιορκούν και καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, αλλά και πάλι δεν στρέφονται κα­τά της Δnμnτριάδαs n οποία διαφεύγει και πάλι το Νορμανδικό κίνδυνο. Στη Συνθήκη του έτους 1198 (μεταξύ Ενετών και Βυζαντινών), που επικυρώθηκε με χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, μεταξύ των βυζαντινών πόλεων - λιμένων που επιτρέπονταν στους Ενετούς η εμπορία, ήταν και n Δημητριάδα. Η ιστορική αυτή μαρτυρία υπο­δηλώνει ότι n βυζαντινή πόλη της Δημητριάδας ή­ταν ακόμα και στο τέλος του ΙΒ' αιώνα μια αξιόλο­γη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η Δημητριάδα ως «επίσκεψις» (προικώο φέουδο) της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης, συζύγου Αλεξίου Γ΄ (τέλος 18' αι.)
Στο τέλος του ΙΒ' αιώνα η Δημητριάδα με την ευρύτερη περιοχή της αναφέρεται ως προικώο φέ­ουδο της Ευφροσύνης Δούκεναs, συζύγου του αυ­τοκράτορα του Βυζαντίου, Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου και περί τα τέλη του 1204 - αρχές του 1205 καταλαμ­βάνεται από τους  Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας (Βονιφάτιος του Μομφερρά) και η πόλη με την πε­ριοχή της εντάσσεται στη χωρική επικράτεια του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης.
Η αστική οικονομία και n ζωή στη Δημητριάδα κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο
Στο σημείο αυτό, αναφερόμενοι στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλεως Δημητριάδας κατά τη μεσαιωνική περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας, θα πρέπει να πούμε ότι ήταν ίδιες οι συνθήκες  της ζωής με τη ζωή των κατοίκων των άλ­λων βυζαντινών πόλεων της ίδιας περιόδου. Τού­το άλλωστε προκύπτει και από τους συγγραφείς ­χρονικογράφους και τα αγιολογικά κείμενα της εποχής  εκείνης. Σημειώνουμε ότι την περίοδο εκεί­νη η παιδεία, γενικά, ήταν ιδιωτική και προνόμιο των εύπορων τάξεων. Η αστική οικονομία χαρα­κτηρίζεται τότε αγροτοποιμενική αλλά και χειρω­νακτική κατά βάση μέχρι τον Ι' αιώνα.
Η ανάπτυξη της αστικής οικονομίας εμφανίζε­ται κατά κύριο λόγο στη διάρκεια του ΙΑ' αιώνα, περίοδο κατά την οποία σημειώνεται μια ανα­πτυσσόμενη θέση του μέσου βυζαντινού αστού, ως αυτόνομης οικονομικής μονάδας με την τάση δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής τάξεως ανάμε­σα στην τάξη των γαιοκτημόνων (των «δυνατών», όπως τότε αποκαλούνταν) και των κρατικών υ­παλλήλων (φορέων κρατικής εξουσίας).
Η άνοδος αυτή της αστικής τάξεως παρατηρείται, κατά κύριο λόγο, στις πόλεις, όπως ήταν και n Δημητριάδα. Στις πόλεις αυτές παρα­τηρούνται επίσns και οι πρώτες επενδύσεις στο ε­μπόριο, όπως στη μεταλλοτεχνία, μεταξουργία, υφαντουργία, δημιουργία εργαστηρίων στις πόλεις, ­οργάνωση επιχειρήσεων διακινήσεως και εμπορίας αγροτικών προϊόντων, κ.λ.π.
Το φαινόμενο αυτό, της αναπτύξεως της αστικής οικονομίας στη διάρκεια του ΙΑ΄ αιώνα σ' όλο το φάσμα των τότε παράλιων πόλεων του Βυζαντίου (όπως και στο Μαγνησιακό χώρο των πόλεων της Δημητριάδας και των δύο Αλμυρών)­, επηρέασε ως ένα σημείο και αυτή ακόμα την πολιτική ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την εκλογή - σε περιόδους κρίσεων - και αστών­ σε ανώτατες θέσεις της βυζαντινής ιεραρχίας­ περιορίζοντας τα μέχρι τότε προνόμια της τάξεως των «δυνατών», κ.λ.π. αξιωματούχων του στρατού και της Εκκλησίας.
Τα ερείπια των κατάλοιπων κοσμικών και εκκλησιαστικών κτισμάτων στο μαγνησιακό περίγραμμα της Δημητριάδας κατά την πρώιμη μέση Βυζ. Περίοδο (Δ΄ - ΙΒ' αι.)
Στο  σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί, ως γενική παρατήρηση, το γεγονός ότι, στην περιο­χή της  Δημητριάδας, αλλά και σ' ολόκληρη τη Μαγνησία, δεν διασώθηκε μέχρι σήμερα κανένα κοσμικό ή εκκλησιαστικό ακέραιο κτίσμα (οικοδόμ­ημα), που να ανήκει, χωρίs επεμβάσεις στην αρχική του αρχιτεκτονική μορφή, στην περίοδο της πρώιμης ή μέσης βυζαντινής εποχής (Δ΄ -ΙΒ΄ αι.). Μόνο αποσπασματικά υπολείμματα τοιχοδομίας, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων και γλυπτών­ παλαιοχριστιανικών χρόνων, τεμάχια δια­κοσμητικών πλίνθων, γεισώματα τόξων παρα­στάδων, θωράκια και κιονόκρανα ναών κ.λ.π. διακοσμητικών ψηφίδων, διασώθηκαν για να θυμίζουν την έντονη και συνεχή παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' όλη τη διάρκεια της διαχρονικής πορείας του βυζαντινού βίου στην ευρύτερη περιοχή του Μαγνησιακού χώρου, της Δnμnτριάδαs και του Πnλίου. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για την ύστερη βυζαντινή περίοδο στον ίδιο χώρο (1204-1423), περίοδο για την οποία υπάρχουν (διασώθηκαν) κτίσματα, κατά κύριο λόγο εκκλησιαστικά, που επιτρέπουν τη μελέτη και τη δυνατότητα εξαγωγής μερικών συμπερασμάτων για τη ναοδομία των εκκλησιαστικών κτισμάτων της περιόδου αυτής.
Βλέπουμε λοιπόν ότι κατά την ύστερη βυζα­vτινή  περίοδο, n αρχιτεκτονική των εκκλησιών του ευρύτερου Μαγνησιακού χώρου, μέσα στον οποίο περιλαμβάνεται και το Πήλιο, ακολουθεί τη ναοδομία της βόρειας Ελλάδας (Μακεδονίας- ­Ηπείρου), ενώ μέχρι την περίοδο αυτή n περιοχή αυτή δεχόταν τις επιρροές της αρχιτεκτονικής των ναών της νότιας Ελλάδας.
Η γαιοκτησία στο Πήλιο στη διάρκεια της μέσης Βυζ. περιόδου
Σημειώνουμε, ακόμα, ότι το Πήλιο, ειδικότερα των πρωτoβυζαvτινών χρόνων και μέχρι το τέλος του Ι' - αρχές του ΙΑ΄ αιώνα είναι σχεδόν άοικο και υπάρχουν σ' αυτό ελάχιστες εποικήσεις δουλοπά­ροικων γεωργών, που δούλευαν ως πάροικοι ή προσκαθήμενοι καλλιεργητές στις μικρές ή μεγάλες επιχώριες ιδιοκτησίες βυζαντινών επιφανών οικογενειών, που ήταν γνωστές στη διάρκεια του ΙΑ΄ αιώνα, ως «πρόνοιες», «επισκέψεις», «στάσεις», «υποστάσεις» και «ζευγολατεία». Ιδιαίτερα, το Πήλιο, με τη σημερινή του ονομασία, ήταν σε κείνους τους  χρόνους άγνωστο.
Το όνομα του Πηλίου στη μεσαιωνική περίοδο του θεσσαλικού χώρου
Οι ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες πηγών της ε­ποχής εκείνης, που διασώθηκαν μέχρι σήμερα, το αναφέρουν με τις ονομασίες «βουνό του Δρόγ­γου», «Βουνό των Κελλίων» (την «Αλεξιάδα» της Άννας  Κομνηνής του ΙΑ΄ αιώνα και την «Υπο­τύπωσn» του Οσίου Λουκά της Πάτμου του έτους 1081, κ.λ.π.) ή με το όνομα «Ζαγκόρα», ή «Πέ­τρα» (στη «Βίβλο Ιστορική» του ΙΒ' αιώνα, του I. Τζέτζn, όπως και στη «Συλλογή εγγράφων της Μακρινίτσας» του ΙΓ΄ αιώνα).
Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια έξαρση της θρησκευτικότητας των κατοίκων σ' όλο το περί­γραμμα του ελλαδικού τότε χώρου της βυζαντινής­ επικράτειας. Η έξαρση αυτή είναι ιδιαίτερα  εμφανής στο Πήλιο στη διάρκεια του Ι' και μετά αιώνων, με την εκδήλωση του «μοναχισμού», που αναπτύσσεται στο Πήλιο και συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι και το τέλος του ΙΔ' αιώνα.
Η ίδρυση μονών και n έξαρση του μοναχισμού στο Πήλιο στη διάρκεια των Ι' - ΙΑ' - ΙΒ' - ΙΓ ­αιώνων και οι πέριξ των μονών συσσωματώσεις  κατοίκων
Η ίδρυση μικρών και μεγάλων μονών, όπως και η ανέγερση πλήθους ναϋδρίων, ναών και σκητών στην ιστορουμένη περίοδο (Ι' - ΙΔ' αιώνες)­ υπήρξε τόσο έvτoνη και εμφανής στο Πήλιο, όπως και στον πλησιόχωρο προς το Πήλιο χώρο του Μαυροβουνίου και των υπωρειών της Όσσας, ώστε το Πήλιο να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ως μο­ναστικό όρος, προσδίδοντας  σ' αυτό, όπως προα­ναφέρθηκε, τη μορφή, αλλά και την ονομασία, ως δεύτερου Αγίου Όρους της Ελλάδας».
Οι πιο πάνω μονές του Πηλίου και οι γύρω απ' αυτές συσσωματώσεις γεωργών και παροίκων καλλιεργητών στους μεταγενεστέρους χρόνους, αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες δημιουργίας σημερινών χωριών του Πηλίου. Μερικές από τις μονές και τα μονύδρια, που ιδρυθήκαν στο τέ­λος της ύστερης βυζαντινής εποχής και διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα, διασώζουν, με πολλές παρεμβάσεις, στοιχεία από την αρχική αρχιτεκτονική­ μορφή της ναοδομίας τους.

Β. ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1204-1423)
Μετά την κατάκτηση της Κων/λεωs από τους (Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204 και τη συνθήκη διανομής που επακολούθησε­, ολόκληρος ο ελλαδικός χώρος μέχρι την Πελοπόννησο περιήλθε στη χωρική επικράτεια του νεοσυσταθέντος λατινικού βασιλείου της Θεσ­σαλονίκης με πρώτο βασιλιά τον Βονιφάτιο, μαρ­κήσιο του Μομφερρά (Βονιφάτιοs ο Μομφερ­ρατικόs).
 Η Μαγνησία, n Δημητριάδα και το Πήλιο στην εδαφική επικράτεια του λατινικού βασιλείου τns Θεσ-κης (1204-1422)
Ο Βονιφάτιοs στη συνέχεια, κατέλαβε χωρίs α­ντίσταση κατά τη διάρκεια του έτους 1205 τις ανήκουσες στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης περιοχές του ελλαδικού χώρου, μεταξύ των οποίων και τη Θεσσαλία με τη Δημητριάδα.
Η δημιουργία φεουδαλικών ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο της επικράτειας του λατινικού βασιλείου της Θεσ-κης (1204-1222)
Στη διάρκεια της λατινοκρατίας, από το έτος 1205 και μέχρι την κατάλυση της το έτος 1218, ο­λόκληρος ο θεσσαλικός χώρος της ανατολικής Θεσσαλίας και n Στερεά είχαν διανεμηθεί σε μικρότερες φεουδαλικές επικράτειες (Φέουδα), που τα διοικούσαν Λατίνοι ευγενείς - φεουδάρχες, υ­ποτελείς (Lisii) στο λατινικό βασίλειο της Θεσσα­λονίκης. Οι πηγές της εποχής εκείνης διέσωσαν πολλά ονόματα Λατίνων τιμαριούχων, που έδρα­σαν κατά την περίοδο της λατινοκρατίας στον ευ­ρύτερο θεσσαλικό χώρο και τη Στερεά, με πολλά όμως κενά. Και ενώ γνωρίζουμε ότι τη Λάρισα τη διαφέντευε ο βαρόνος Γουλιέλμος, το Βελεστίνο ο βαρόνος Βερτόλδος Κατσινελεμπόγκεν, τις Φθιώτιδεs Θήβες οι αδελφοί Αλμπερτίνο και Ρο­λανδίνο Κανόσα, τον Πλαταμώνα ο Ρολάνδοs Πί­σκια, δεν γνωρίζουμε ποιος Λατίνος τιτλούχος διαφέντευε την περίοδο εκείνη τη Δημητριάδα με την περιοχή της.
Η λατινοκρατία, στο χώρο της Μαγνησίας και της ευρύτερης Θεσσαλίας, κράτησε μόλις 18 χρό­νια, με μόνη εξαίρεση τη γειτονική προς τη Δημητριάδα τότε πόλη των «Δυο Αλμυρών», που είχε εναλλασσόμενη την ελληνική (κράτος Ηπείρου) και λατινική κυριαρχία για χρονικό διάστημα 45 περίπου χρόνων (1204-1246).
Κατάλυση  του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης (1222)
Το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης κατα­λύθηκε το έτος 1222 από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, αρχηγό του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους  της Ηπείρου. Η κατάληψη της Θεσσαλο­νίκης από τους  Έλληνες, υπήρξε καθοριστική για τον παραπέρα ιστορικό βίο της Mαγνησιακής Δημητριάδας και της ευρύτερης περιοχής της (Πήλιο), την οποία απερίσπαστος πια διαφεντεύει ο βυζαντινός αρχοντικός οίκος των Βρυένιων Με­λισσηvών (1207-1340) και στους μετέπειτα χρό­νους ο ελλnνοκαταλανικόs οίκος των Μελισσηνών- Novel (1340-1423), για μια περίοδο διακο­σίων και πλέον στο σύνολό τους ετών (1207­-1423).
Εγκαθίδρυση του Βυζ. οίκου των Μελισσηνών τοπαρχών της Δnμnτριάδας και της ευρύτε­ρης περιοχής (1207-1423)
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι βυζαντινές πηγές, για την περίοδο αυτή του ύστε­ρου μεσαίωνα, είναι ελάχιστες, εάν εξαιρέσουμε ιστορικές αναφορές των βυζαντινών συγγρα­φέων Γ. Παχυμέρη και Γ. Γρηγορά. Πληροφορίες τη Δημητριάδα, για την περίοδο αυτή του ιστορικού της βίου, αντλούμε από ξένους (Λατί­νους) χρονικογράφους, σύγχρονους και μεταγενέ­στερους των γεγονότων, από ξένα αρχεία (του Πανόρμου», του «Στέμματος της Αραγώνοs», κ.λ.π.) και κατά βάση κυρίως από τη μνημειώδη έκδοση του έργου της μεσαιωνικής γραμματείας, με τίτλο «Acta et Diplomata Greca Medii Aevi Sacra et Profana», που εκδόθπκε από τους F.Miclosich και J.Muller - Βιέννη, 1860 - 1890, τόμος Δ', 331-430, γνωστού ως «Συλλογή Εγ­γράφων της Μακρινίτσας».
Γενεαλογία του οίκου των Μελισσηνών της Δnμnτριάδαs
Ο οίκος των Μελισσηνών - τοπαρχών της Δημητριάδας είναι ένας από τους  επιφανέστερους οίκους του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Μέλη άλλου κλάδου της οικογένειας αυ­τής (των Μελισσηνών - Στρατηγοπούλων) δια­κρίθηκαν και σε άλλες περιοχές της μεσαιωνικής Ελλάδας, όπως στην Πελοπόννησο, Κρήτη, νησιά, ακόμα δε και εκτός του ελλαδικού χώρου (Ισπανία, Ιταλία, κ.λ.π.). Ο οίκος των Μελισση­νών συγγένευε με τους αυτοκρατορικούς οίκους, των Κομνηνών, Δουκών, Αγγέλων και Παλαιο­λόγων. Για την αιτία αυτή οι Μελισσηνοί έφεραν στο οικόσημο του οίκου τους τον δικέφαλο αε­τό και στα επίσημα αυτοκρατορικά βυζαντινά έγ­γραφα αποκαλούνται ωs «οικείοι τη βασι­λεία».
Αρχηγέτης του οίκου των Μελισσηνών (Βρυ­ένιων Μελισσηνών) της Δnμnτριάδαs είναι ο Κωνσταντίνος Μελισσnνός.
Η αρχή του Κων/νου Μελισσηνού (1207-1255)
Το έτος 1207 n Δημητριάδα με την ευρύτε­ρη περιοχή της και το Πήλιο δόθηκαν ως φέου­δο (τοπαρχία) στον Κων. Μελισσηνό, από τον Μιχαήλ Άγγελο Δούκα Κομνηνό, μετά την κατά­ληψη απ' αυτόν της Άρτας  και την εγκαθίδρυση της Αρχής των Αγγέλων στην Ήπειρο.
Ο Κων. Μελισσηνός, ήταν φίλος και συμπο­λεμιστής του Μιχαήλ Α΄ στους αγώνες του τε­λευταίου κατά των Λατίνων του λατινικού βασι­λείου της Θεσσαλονίκης.
Η βυζαντινή πόλη της Δημητριάδας μέχρι το 1204 (πριν από την κατάληψη της από τους Λατίνους) διοικητικά ανήκε, όπως προαναφέρθηκε, στο βυζαντινό θέμα της Ελλάδας και μετά την  ανακατάληψη της περιοχής από τα στρατεύματα της Ηπείρου τέθηκε κάτω από την επικυριαρχία του Μιχαήλ Α' ως υποτελές σ' αυτόν φέουδο. Και για την αιτία αυτή ο Κων. Μελισσnνός  ακο­λουθoύσε, ως υποτελής τοπάρχης, τον Μιχαήλ Α' σ' όλες τις επιχειρήσεις κατά των Λατίνων φε­ουδαρχών της Θεσσαλίας που είχαν εξάρτηση από το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών ο Κων. Μελισσηνός βρισκόταν μακριά από τη Δημη­τριάδα. Επανήλθε μόνιμα σ' αυτήν μετά το θάνα­το του Mιχαήλ Α' όταν ο διάδοχος αυτού, Θεόδωρος Α' της Ηπείρου, κατέλυσε οριστικά το βα­σίλειο της Θεσσαλονίκης.
Διοικητική οργάνωση της τοπαρχίας Δημητριάδας
Ο Κων. Μελισσηνός, οργάνωσε το φέουδο Δημητριάδας κατά το πρότυπο του κράτους της Ηπείρου. Ασφάλισε τη Δημητριάδα, τόσο , στον παράλιο χώρο των ακτών της, που την πε­ρίοδο εκείνη λυμαίνονταν οι πειρατές, όσο και στο χερσαίο χώρο της μαγνησιακής ενδοχώρας και του Πηλίου, κτίζοντας πύργους επισκοπήσεως ως ­και ερύματα, δημιουργώντας φρουρές και καταλύματα ενόπλων για την προστασία του πληθυσμού, ιδιαίτερα των γεωργών και των χω­ρικών.
Οι διακρίσεις των καλλιεργητών της γης
Σημειώνουμε ότι κατά την περίοδο εκείνη η καλλιέργεια της γης γινόταν σύμφωνα με το σύστημα­ της δουλοπαροικίας, με τη διάκριση των καλλιεργητών γης σε «παροίκους και προσκαθήμενους». Την ίδια περίοδο υπήρχαν και οι «ελεύ­θεροι χωρίτεs» (ελεύθεροι καλλιεργητές γης), που αναλάμβαναν την καλλιέργεια με ποσοστά επί της μέλλουσας παραγωγής (επίμορτη αγροληψί­α). Τους ελεύθερους χωρίτες τότε τους απο­καλούσαν «έποικουs». Οι έποικοι διέμεναν στο Πήλιο σε μικρούς οικισμούς και υποτυπώδεις καταυλισμούς που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν χωριά με τη σημερινή έννοια της λέξεως.
Γνωστές από τις πηγές συσσωματώσεις κατοίκων και οικισμοί στο Πήλιο και μαγνnσιακό χώρο τον ΙΓ αι.
Τέτοια υποτυπώδη χωριά την περίοδο εκείνη μνημονεύονται στο Πήλιο, n Άνω και n Κάτω Δρυανούβαινα (σημερινή Πορταριά και Κατηχώ­ρι). Οι έποικοι, μαζί με πάροικους και εναπόγρα­φους, διέμεναν και σε μικρούς οικισμούς γύρω από μονές και μοναστηρόπουλα στο Πήλιο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Ζαγοράς, όπου υπήρχε το «αγρίδιο» (οικισμός) της «Κυράς Kαλής» του Ζερβού. Την ίδια περίοδο μνημονεύονται οι συνοικισμοί «Άγιος Πύργιος» και «Lada», τις θέσεις των οποίων δεν γν­ωρίζουμε. Μνημονεύο­νται επίσης την περίοδο εκείνη, ως μεγαλύτεροι της Mαγνησιακής Δημητριάδας­) όνομα «Μεγάλη ή Μεγίστη» (ιδιόκτητος των Μελισσηνών), οι οικισμοί «Κριπού ή Χριπού» και «Κάπραινα» (η σημερινή Κάπουρνα) όπως και διάφορα καταλύματα (καταυλισμοί) της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Ζωριάνων­ στο Πήλιο κ.λ.π., επιχώ­ριων μεγάλων γαιοκτητών (Κατακαλών, Κεκαυμένων, Αρχοντίτζη, Ζερβών, κ.λ.π.).
Την περίοδο της τοπαρχίας του Κων. Μελισ­σηνού, το ισχυρότερο και  καλλίτερα οχυρωμένο πόλισμα ήταν του «Παλιόκαστρου», στην περιοχή των Λεχωνίων, γνωστού και­ ως «Καστρί». Σ' αυτό το πόλισμα, λόγω της φυσικής οχυρώσεως του λόφου, πρέπει να τοποθετηθεί και n κατοικί­α του Κων. Μελισσηνού και των απογόνων του.
Ανάπτυξη της οικοτεχνίας και βιοτεχνίας
Το 1236 ο Κων. Μελισσηνός παντρεύεται τη Μαρία Αγγελίνα, αδελφή του Μιχαήλ Β' της  Η­πείρου, που είναι γνωστή στη Δημητριάδα ως Μαρία Αγγελίνα Δούκενα η Μελισσηνή. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μετέπειτα τοπάρχης της Μαγνησίας, Νικόλαος Μελισσηνός. Την ίδια περίοδο σημειώνεται στην περιοχή της Δημητριά­δας σημαντική αύξηση της οικιακής οικοτεχνίας και βιοτεχνίας (μεταλλοτεχνία, υφαντική, μεταξοτεχνία) ­και η ύπαρξη  εργαστηρίων.
Η Scala των Liconia -Λεχωνίων
Την ίδια περίοδο, στην περιοχή των Liconia (Λεχωνίων) μαρτυρείται η ύπαρξη παράλιου ε­μπορικού σταθμού (Scala) με εγκαταστάσεις κτηρίων και προσκτισμάτων, όπως και η συστηματική­ καλλιέργεια της αμπέ­λου και μουριάς.
Η ανέγερση της Μοvής της Οξείας Επισκέψεως της Πανάγνου θεομήτορος στην περιοχή της Μακρινίτσας από τον Κων. Μελισσηνό (1214-1216)
Ο Κων. Μελισσnνόs, ήταν φύσει θεοσεβής και είχε κλίση προς τον μοναχισμό. Το έτος 1214 άρχισε να κατασκευάζει στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (της σημερινής Μακρινίτσας) έ­να τεράστιο μοναστήρι, που το αφιέρωσε στο ό­νομα της Παναγίας, το Μοναστήρι της «Οξείας Επι­σκέψεως της Πανάγνου Θεομήτορος», όπως το ονόμασε, το οποίο, στους χρόνους που ακολού­θησαν, κατέστη μοναστικό κέντρο για όλη την περιοχή του Πηλίου.
Το μοναστήρι αυτό φρόντισε ο Κων. Μελισ­σηνός, από την αρχή της ιδρύσεως ως, να χαρα­κτηρισθεί ως «Σταυροπηγιακό», για να αποφύγει την εξάρτηση του στο διηνεκές από την επισκοπή Δημητριάδας. Ταυτόχρονα το προίκισε και με τεράστια για την περίοδο εκείνη έγγεια 1­διοκτπσία. Προκειμένου δε να αποφύγει αμφι­σβητήσεις στο μέλλον και για να διασφαλίσει την έγγεια πιο πάνω γαιοκτησία της μονής, φρό­ντισε ο Κων. Μελισσηνός να προκαλέσει και την έκδοση σειράς επισήμων εγγράφων αυτοκρατόρων και πατριαρχών (Χρυσόβουλων, αργυρο­βούλλων, σιγγιλίων, υπομνημάτων, κ.λ.π.). με τα οποία επέτυχε το «ακαταζήτητov» της μονής, δηλαδή το αφορολόγητο αυτής στο μέλλον και από αυτό ακόμα το βυζαντινό «ακρόστιχον» που ήταν φόρος έγγειας ιδιοκτησίας.
Παραίτηση - αποδοχή του μοναχικού σχήμα­τος και θάνατος του Κων. Μελισσηνού (1255)
Η ανοικοδόμηση του μοναστηριού της «Οξεί­ας Επισκέψεως της Πανάγνου Θεομήτορος» συ­ντελέστηκε στο μικρό διάστημα των δύο ετών, μεταξύ των ετών 1214-1215. Στα τελευταία χρό­νια της ζωής του ο Κων. Μελισσηνός παραιτήθη­κε από την τοπαρχία της Δημητριάδας υπέρ του γιου του Νικολάου Μελισσηνού. Ασπάσθηκε το μοναχισμό, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποσύρ­θηκε στο μοναστήρι της «Οξείας Επισκέψεως της Πάναγνου Θεομήτορος», όπου και εγκαταβίωσε, φορώντας το απέριττο μοναχικό «τριβώνιον», με το όνομα «Κωνστάντιος». Ο Κων. Μελισσηνός, με το όνομα αυτό, πέθανε το έτος 1255 και εντα­φιάστηκε στο χώρο της μονής της «Οξείας Επι­σκέψεως», που ο ίδιος είχε ιδρύσει.
Το επίσημο και δημώδες δίκαιο στη διάρκεια της Βυζ. εποχής
στο θεσσαλικό ευρύτερο χώρο
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ιστορούμενη περίοδο και σ' όλη τη διάρκεια της ύστερης βυζ. επoxής ίσχυαν στον ευρύτερο μαγνησιακό χώρο και τη Θεσσαλία οι ρυθμίσεις του επίσημου βυζαντινού δικαίου, όπως το είχαν διαμορ­φώσει οι πολυχρόνιες εφαρμογές τοπικών εθί­μων και συνηθειών, οι οποίες είχαν επικρατήσει  με την πάροδο των χρόνων είχαν δημιουργήσει συνείδηση δικαίου και ένα νέο καθεστώς δικαίου. Αργότερα, από τις αρχές του ΙΔ' αιώνα και μετά, άρχισαν να συγγράφονται κωδικοποιήσεις για εύκολη χρήση από νομομαθείς, όπως n Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου (1320-1380) και οι άλλοι κώδικες νόμων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι οποίες περιείχαν διατάξεις επίσημου βυζ. Δικαίου και δημώδους δικαίου. Το δημώδες αυτό δίκαιο, ήταν κατά βά­ση ελληνικό δίκαιο, που οι ρίζες του ανάγονταν στα αρχαία ελλαδικά χρόνια.
Νικόλαος Μελισσηνός (1255-1274)
Η ανάληψη της αρχής στην τοπαρχία της Δημητριάδας από τον Νικόλαο Μελισσηνό, συμπίπτ­ει με μια περίοδο της θεσσαλικής ιστορίας που σηματοδοτείται από τις ανταγωνιστικές έριδες του κράτους της Ηπείρου, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την εμπλοκή σ' αυτές των Φράγκων χωροδεσποτών της νότιας Ελλάδας και Πελοποννήσου n οποία κατέληξε στη μάχη της Πελα­γωνίας (1259).
Τα Λεχώνια προικώα κτήση του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίvου (1258)
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, η περιοχή των Λεχωνίων περιέρχεται ως προικώα κτήση στον Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο της Πελοποννήσου π­ου, που παντρεύτηκε την κόρη του Μιχαήλ Β' της Ηπείρου, την πανέμορφη Ανιές (Άννα). Από την προικώα κτήση του Γ. Bιλλαρδουίνου εξαιρέθηκε η Δημητριάδα και τα φρούρια των Λεχωνίω­ν, τα οποία εξακολουθούσε να διαφεντεύει ο Νικόλαος Μελισσηνός.
Μετά τη μάχη της Πελαγωνίας, παρατηρείται μια πολιτική στροφή των Μελισσηνών της Δημητριάδας­ προς το άρμα των Παλαιολόγων της Κων/λεως και τήρηση αυστηρής ουδετερότητας στη συνεχή διαμάχη των κρατών, της Ηπείρου, των Νέων Παγασών (Υπάτης) και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και στη συνέχεια της Κων/λεως, στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο.
Η Δημητριάδα έδρα βυζαντινού θέματος (1266)
Από αργυρόβουλλο του έτους 1266 του Νι­κηφόρου Α', αρχηγού του κράτους της Ηπείρου, έχουμε την πληροφορία ότι n Δημητριάδα την περίοδο εκείνη ήταν έδρα θέματος. Αυτό σημαί­νει ότι n πόλη της Δημητριάδας εξακολουθεί να είναι πολυάνθρωπη έδρα - πρωτεύουσα - διοι­κητικής περιφέρειας μείζονος σημασίας γαιοπολιτικού χώρου και έδρα «Κατεπάνω» (στρατη­γού), με αντίστοιχες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες.
Ανέγερση από τον Νικόλαο Μελισσηνό της Μονής του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας» στην Πορταριά
Ο Νικόλαος Μελισσηνός νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα Παλαιολογίνα, ανεψιά του αυ­τοκράτορα της Κων/λεως, Μιχαήλ Η' Παλαιολό­γου. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ένας υιός, ο Ιωάννης Μελισσηνός. Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n Άννα Παλαιολογίνα, στην περίοδο 1270­-1273 ανοικοδόμησαν στην περιοχή της Άνω Δρυανούβαινας (σημερινής Πορταριάς) ένα τε­ράστιο σταυροπηγιακό μοναστήρι με πολλά προσκτίσματα, το οποίο αφιέρωσαν στη μνήμη του «Προφήτου Προδρόμου» και από τότε πα­ρέμεινε γνωστό στο θεσσαλικό χώρο ως Μονή του «Προφήτου Προδρόμου Νέας Πέτρας». Ο Νικόλαος Μελισσηνός παραχώρησε στη Μονι'Ίτου Προφήτου Προδρόμου τεράστια έγγεια ιδιο­κτησία και εξασφάλισε το αφορολόγητο της Μο­vής με σειρά επίσημων εγγράφων, όπως προκύ­πτει από τα έγγραφα της Συλλογής των F. MikIosich - J. MulIer «Acta et DipIomata Greca Medii Aevi» (Βιέννη 1860-1890, τ.Δ', σελ. 331-336,345-349).
Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n σύζυγός του Άννα ασπάζονται το μοναχισμό
Ο Νικόλαος Μελισσηνός και n σύζυγός του Άννα, μόλις τέλειωσε n ανοικοδόμηση της μο­νής του «Προφήτου Προδρόμου» (1274),
εγκα­τέλειψαν τα εγκόσμια, ασπάστηκαν τον μοναχισμ­ό και εγκαταβίωσαν ως μοναχοί, ο μεν Νικό­λαoς, ως μοναχός «Ιωάσαφ» και «Νείλος» (με­γαλόσχημος) στη Μονή της Οξείας Επlσκέψεωs ; Μακρινίτσας, η δε Άννα, ως μοναχή «Ανθο­ύσα», στη Μονή του Προφήτου Προδρόμου που αρχικά λειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι­. Και οι δύο τους παρέμειναν στα ίδια μοναστήρια μέχρι το θάνατό τους και στους χώρους των μονών αυτών ενταφιάστηκαν.
 Ιωάννης Μελισσηνός (1274-1285;)
Ο Ιωάννης Μελισσηνός ανέλαβε τη διοίκηση της τοπαρχίας της Δημητριάδας στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας της περιοχής. Διότι η πόλη της Δημητριάδας στις αρχές του 1275 και στην περίοδο των ετών 1283-1284 αποτέλεσε το θέ­ατρο πολεμικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα­, την πρώτη φορά, στη θαλάσσια ευρύτερη περιοχή που εκτείνονταν μπροστά στο νότιο λιμάνι της (1275) και τη δεύτερη στο θαλάσσιο χερσαίο χώρο των τειχών της (1283).
Ναυμαχία Βυζαντινών και Φράγκων στο θαλάσσιο χώρο της Δnμnτριάδαs (1275)
Τον Οκτώβριο του 1275, στο θαλάσσιο χώ­ρο της Δημητριάδας, στο τρίγωνο της θαλάσσιας περιοχής του κόλπου του σημερινού Βόλου, με­ταξύ των σημερινών θέσεων Αγριάς - νησίδας Άγιος Νικόλαος (Αγκίστρι) και φάρου Πευκάκια, έλαβε χώρα μια ιστορική ναυμαχία ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Φράγκους. Επικεφαλής του βυζαντινού στόλου ήταν τότε ο ναύαρχος Αλέ­ξιος Φιλανθρωπινός και του στόλου των Λατίνων­, ο γιος του βάιλου της Χαλκίδας.
Η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και τη στιγμή που ο στόλος των βυζαντινών άρχισε να κάμπτε­ται εμφανίστηκε στις ακτές της Δnμnτριάδαs ο στρατηγός Ιωάννης Παλαιολόγος, ο οποίος έλαβε ενεργό μέρος στη ναυμαχία, εμψυχώνοντας τα βυζαντινά πληρώματα και ενισχύοντας τον αγώνα­ με τους άντρες του, τους οποίους επιβίβασε σε όσα πλοιάρια βρέθηκαν στην ακτή της Δημητριάδας και τους έστειλε να βοηθήσουν τα κατα­πονημένα πληρώματα των βυζαντινών δρομώ­νων. Τελικά, η ναυμαχία απέληξε σε πλήρη κα­ταστροφή του λατινικού στόλου. Ένα μόνο πλοί­ο διασώθηκε που ανήγγειλε την καταστροφή στο βάιλο της Χαλκίδας.
Πολιορκία της Δημητριάδας το έτος 1283
Το έτος 1283, ο βυζαντινός ναύαρχος Μιχα­ήλ Ταρχανιώτης πολιορκεί επίσns την πόλη της Δημητριάδας από ξηρά και θάλασσα. Την πόλη υπερασπίζονται οι δυνάμεις του αρχηγού του κράτους των Νέων Πατρών (Δουκάτου), Ιωάννη του Α. Για την πολιορκία αυτή γράφει ο ιστορικός Γ. Παχυμέρης ότι ο Ταρχανιώτης κατασκεύασε 24 ξύλινους πολιορκητικούς πύργους ενώ, ταυτόχρονα, περιέβαλε την πόλη με διπλές τάφρους, τις οποίες γέμισε με θαλασσινό νερό, α­ποκλείοντας έτσι εντελώς την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Τελικά n εκπόρθηση της Δnμnτριάδαs απέτυχε, γιατί εκδηλώθηκε λοιμική επιδημία α­πό την οποία πέθανε και ο Ταρχανιώτns.
Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για την περίοδο που διαφέντευε τη Δημητριάδα ο Ιωάν­vης Μελισσηνός, γιατί n περίοδος εκείνη ήταv α­πό τις πιο ταραγμένες της βυζαντινής περιόδου, με συνεχείς ανακατατάξεις στον ευρύτερο θεσ­σαλικό χώρο. Ο Ιωάννης Μελισσηνός πρέπει να παραιτήθηκε ή να πέθανε γύρω στο έτος 1285 και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Γαβριήλ.
Γαβριήλ  Μελισσηvός  (1285-1310;)
Ο Γαβριήλ Μελισσηνός είναι ο τέταρτος στη σειρά διαδοχής τοπάρχης της Δημητριάδας. Στη διάρκεια της αρχής του κατάφερε να διατηρήσει και αυτός την αυστηρή ουδετερότητα του πατέ­ρα του σ' όλη την περίοδο των εμφύλιων διενέ­ξεων του οίκου των Αγγέλων της Ηπείρου, των Αγγέλων των Νέων Πατρών και των Παλαιολό­γων της Κων/λεως και στη συνέχεια του Γουίδω­να De La Roche των Αθηνών και της Άvvας της Ηπείρου.
Στην περίοδο αυτή ο Γαβριηλ Μελισσηνός κατάφερε να επεκτείνει τις κτήσεις του και πέρα από τη Δημητριάδα και το Πήλιο και στα τέλη του ΙΓ΄ αιώνα - αρχές του ΙΔ' είχε αποκτήσει τη φήμη του πιο ισχυρού άρχοντα της μεσαιωνικής Θεσσαλίας.
Εμφάνιση των Καταλανών στη Θεσσαλία
Η αρχή του Γαβριήλ συμπίπτει με την εμφάνιση­ των Καταλανών στις περιοχές του βυζαντινού κράτους. Οι Καταλανοί, γύρω στο έτος 1209, ε­γκαθίστανται στις θεσσαλικές περιοχές και με ορ­μητήρια την Όσσα και τον Όλυμπο ενεργούν κα­ταδρομές στις πεδινές περιοχές. Ο Γαβριήλ Με­λισσηνός, κρατώντας αυστηρή ουδετερότητα και έχοντας  φιλικές σχέσεις με τους Καταλανούς, κα­τάφερε να αποφύγει επιδρομές των τελευταίων στα εδάφη της επικράτειάς του στο θεσσαλικό χώρο και Μαγνησία. Γύρω στα 1310 πεθαίνει ο Γαβριήλ και στην τοπαρχία της Δημητριάδας και της ευρύτερης Θεσσαλίας τον διαδέχεται ο γιος του Στέφανος, γνωστός ως Στέφανος Μελισσηνός - Γα­βριηλόπουλος (γιος του Γα­βριήλ).
Στέφανος Μελισσηνός­ Γαβριηλόπουλος (1310-1331)
Ο Στέφανοs Μελισσηνός - Γα­βριηλόπουλος είναι ο πέμπτοs κληρονομικός άρχοντας της Δημητριάδας. Η αρχή του Στεφάνου συμπίπτει με την πλήρη επι­κράτηση των Καταλανών, μετά την κατάλυσηn απ' αυ­τούς του φράγκικου (βουρ­γουνδικού) δουκάτου των De La Roche των Αθηνών, ύστερα από τηv περήφανη νίκη τους στον θεσσαλικό Αλμυρό (15-3-1311).
Γάμος της αδελφής του Στέφανου, Άννας με τον πρωτοστράτορα των Καταλανών Οttο De Novel
Ο Στέφανος Μελισσηνός διείδε τον κίνδυνο των Καταλανών και σύνηψε σχέσεις ιδιαίτερης φιλίας μ' αυτούς, παντρεύοντας μάλιστα και την αδελφή του Άννα Μελισσηνή - Γαβριηλοπουλί­να με ων πρωτοστράτορα (αρχιστράτηγο) των Καταλανών, Οttο de Novel, στον οποίο έδωσε προίκα ολόκληρη την τοπαρχία της Δημητριάδας, στην οποία περιλαμβάνονταν το Πήλιο και τα πολίσματα των Λεχωνίων και του Καστρίου (Castrum Del Castri Et De Liconia).
Ο γάμος αυτός πρέπει να έγινε μεταξύ των ε­τών 1316-1320. Με το Στέφανο Μελισσηνό - Γαβριηλόπουλο έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές και το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεσσαλικό μεσαίωνα των αρχών του ΙΔ' αιώνα.
Δημιουργία του ελληνοκαταλανικού οίκου των Μελισσηνών - Νοβέλ
Από το γάμο του Otto De Novel και της Άν­vας γεννήθηκε ένας γιος, ο Armegolίo Μελισσηνός­ - Νοβέλ, που κληρονόμησε τις κτίσεις του πατέρα του στο κληρονομικό φέουδο των Με­λισσηνών στη Δημητριάδα και την ευρύτερη πε­ριοχή της.
Armegolio Μελισσnvόs - Νόβελ (1340-1365)
Πρώτος ελλnνοκαταλανός άρχοντας της Δημητριάδας και έκτος στη σειρά διαδοχής του οί­κου των Μελισσηνών τοπαρχών της Δημητριά­δας. Υπήρξε ο επιφανέστερος Καταλανός άρχο­vτας στην εποχή του, που ποτέ δεν ξέχασε τη βυ­ζαντινή αριστοκρατική καταγωγή του, αν και καθολικός στο δόγμα.
Προστάτευσε τους ελληνικούς ορθοδόξους πλnθυσμούs και εκτός τοπαρχίας Δημητριάδας, τιμώντας έτσι τη βυζαντινή (από τον κλάδο της μητέρας του) καταγωγή του. Από τα αρχεία του Αραγωνικού Στέμματος έχουμε την ιστορική μαρτυρία ότι ο Armegolio Μελισσηνός - Νόβελ, εκτός από την τοπαρχία της Δημητριάδας (Κομη­τεία), ήταν κύριος του Σιδεροκάστρου (Καστρί των Δελφών), του Λυκοστόμου και του Estaniol (παραλίμνιου κάστρου). Διατηρούσε δε μέχρι το θάνατό του (1365) και το αξίωμα - κληρονομικό από τον πατέρα του - του αρχιστράτηγου της καταλανικής εταιρείας. Την ίδια περίοδο n θεσ­σαλική ενδοχώρα κατακλύζεται από Αλβανούς και Σέρβους έποικους, οι οποίοι δημιουργούν πολλά προβλήματα στους γnγενείs ελληνικούς πληθυσμούς. Την ίδια περίοδο ακμάζει ιδιαίτερα και ο μοναχισμός στην περιοχή των Μετεώρων.
Στις αρχές του 1364 ο Armegolio Μελισση­νός - Νοβέλ ήρθε σε ρήξη με το γενικό «βικά­ριο» του καταλανικού Δουκάτου των Αθηνών- ­Θηβών, Ματθαίο De Moncada, n οποία τελικά τον οδήγησε και σε σύγκρουση με τον επικυρί­αρχο του καταλανικού δουκάτου, βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Γ΄. Ο Armegolio πέθανε γύ­ρω στα 1365.
Misili ή Messilino De Novel
   Τελευταίος ελλnνοκαταλανόs άρχοντας Δημητριάδας στην περίοδο της καταλανοκρατίαs στηv Ελλάδα (1311-1390). Τα κατάστιχα (Regιstres) των καταλανικών αρχείων αναφέρουν τον Misili ή Messilini De Novel ωs κόμηn De Mitra (Δημητριάδας) Et De Liconia (Λεχωνίων). Tην iδια περίοδο έχουμε πληροφορίες ότι τα Λεχώνια ήταν n έδρα Καταλανού βαρόνου που υπάγονταν στον κόμη της Δnμnτριάδαs ως λίζιος ( lisios- υποτελής).
Ανέγερση το έτος 1378 της ορθόδοξης Μονής του Αγίου Λαυρεντίου στο Πήλιο
Η περίοδος των ετών 1365-1381 σηματοδοτείται από την ανοικτή έριδα του Misili ή Messilini De Novel lns Δημητριάδας και Καταλανού ( άρχοντα Andrea De Bernardo Caval, που θέλησε χωρίs επιτυχία, να διεκδικήσει δικαιώματα στο φέουδο της Δημητριάδας. Στην περίοδο αυτή την ανοχή του ελλnνοκαταλανικού οίκου Μελισσηνών - Νοβέλ της Δημητριάδας, ο αγιορείτης μοναχός (από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας) Λαυρέντιος, ανοικοδομεί γύρω στα 1378 μεγάλο ορθόδοξο Μοναστήρι στο όνομα του Αγίου Λαυρεντίου, στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα και το ομώνυμο χωριό. Το μοναστήρι αυτό κτίστηκε, από τον Όσιο Λαυρέντιο πάνω στα ερείπια ενός παλιότερου λατινικού μοναστηριού, που είχε κτιστεί από Βενεδικτίνους  μοναχούς και τιμώνταν στο όνομα του Αγίου Ανδρέα.
 Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός, ότι την περίοδο εκείνη ο ελλnνοκαταλανόs άρχοντας της Δημητριάδας, που ήταν γνωστή ως Mitra και ο ελλnνοκαταλανόs φεουδάρχης  της ως Conte De Mitra, στηv ιεραρχία των ευγενών του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών- Θηβών κατείχε το δεύτερο φεουδαλικό αξίωμα μετά τον καταλανό κόμητα των Σαλώνων, λογιζόταν ο πρώτος κατά φεουδαλική τάξη άρχοvτας μεταξύ των ευγενών τιτλούχων του καταλανικού δουκάτου.
Την ίδια περίοδο ο ελλnνοκαταλανόs τελευταίος κόμητας της Δημητριάδας λογιζόταν και ισχυρότερος ευγενής του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών - Θηβών. Οι πηγές της περιόδου ε­κείνης αναφέρουν ότι, περί το τέλος του ΙΔ' αιώ­να ο Conte MessiIi De Novel είχε στρατολογήσει από το εσωτερικό της Θεσσαλίας ολόκληρο σώ­μα Αλβανών ιππέων, που ο αριθμός τους α­νερχόταν στον τεράστιο, για τα δεδομένα της επο­χής εκείνης, αριθμό των 1500 έφιππων μαχητών.
Συμμετοχή του Misili De Novel στην απόκρου­ση της επιδρομής των Ναβαρραίων το έτος 1380 στη Στερεά Ελλάδα
Η πιο πάνω στρατιωτική δύναμη του ελλη­νοκαταλανού άρχοντα της Δημητριάδας, υπήρξε αποφασιστική για την απόκρουση της επιδρομής των Ναβαρραίων, που, την ίδια περίοδο (1380), είχαν προσπαθήσει να καταλύσουν την αρχή του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών - Θηβών πριν στραφούν προς την Πελοπόννησο. Και για τη μεγάλη αυτή συνδρομή του ελληνοκαταλανού κόμητα της Δημητριάδας στην απόκρουση της ε­πιδρομής των Ναβαρραίων, ο τότε επικυρίαρχος του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών - Θη­βών, βασιλιάς Πέτρος Δ' της Αραγωνίας (1377­1387), απένειμε το έτος 1381 στον Messili De Novel το τιμητικό προνόμιο και αξίωμα να κρατάει τη μεγάλη βασιλική σημαία του στέμματος της Αραγωνίαs. Τα αρχεία του στέμματος της Α­ραγωνίαs, αναφέρουν (αναγράφουν) την τιμητική αυτή διάκριση για τον ελληνοκαταλανό κόμη της Δημητριάδας του έτους 1381, ως εξής: «... Le comte de Mitra qui pot haver md homens a cabal albane se e aquest porta la bandere de la nostra reyal magestal perque es natural vassal...».
Κατάλυση του καταλανικού δουκάτου των Αθηνών από τον Νέριο Ατσαγιόλι
     Μετά την κατάλυση του καταλανικού δουκά­του των Αθηνών - Θηβών από τον Φλωρεντινό Νέριο Ατσαγιόλι και την κατάληψη και του τελευ­ταίου φρουρίου των Νέων Πατρών (1390), δεν υπάρχει ιστορική πληροφορία για τους Καταλα­νούs στην Ελλάδα. Η σιωπή των πηγών για τoυς Καταλανούs επισφραγίζεται με την εμφάνιση των Τούρκων και τη μεγάλη αναταραχή που  προκλήθηκε στο θεσσαλικό χώρο στην περίοδο των ετών 1390-1423 (οριστική κατάκτηση Θεσσαλίας) Η σιωπή αυτή των πηγών δεν μας επιτρέπει εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για την τύχη των τελευταίων ελληνοκαταλανών αρχόντων της Δημητριάδας στα τελευταία χρόνια που προηγήθηκαν της τουρκικής κατακτήσεως της Θεσσαλίας. Δεν γνωρίζουμε συνεπώς εάν παρέμειναν και μετά το 1390 στο φέουδο της Δημητριάδας. Θεωρούμε όμως πιθανή την εκδοχή ο οίκος vα κρατήθηκε στο φέουδο μέχρι το 1397 ή ίσωs ακόμα και μέχρι το 1423, περίοδο που ο Μουράτ Β΄ καταλάμβανε οριστικά τη Θεσσαλία.
Δημιουργία των πρώτων πυρήνων χωριών του Πηλίου (ΙΔ'- ΙΕ' αι.)
Την ίδια περίοδο, περί το τέλος του ΙΔ΄ αρχίζουν να πυκνώνουν και οι παλιές συσσωματώσεις των γεωργοκτηνοτρόφων γύρω από υπάρχουσες μονές και να εμφανίζονται οι οικιστικοί πυρήνες με συγκροτημένη οργάνωση που αργότερα σχηματοποιούνται στα χωριά του Πηλίου στις θέσεις που βρίσκονται σήμερα.
Σταδιακή ερήμωση της Δημητριάδας στη διάρκεια των ΙΔ' - ΙΕ' αι.
    Τίποτε μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό από πηγές για την ιστορία της Δημητριάδας πριν από την οριστική κατάκτηση της περιοχής από του Τούρκους. Καμιά ιστορική πληροφορία δεν έχουμε για  καταστροφή της πόλεως από βίαιο συμβάν (σεισμούς, πλημμύρες, εχθρική επιδρομή, κ.λ.π.) πριν το 1423, ούτε, ακόμα, για το έτος 1397 που οι Τούρκοι κατέλαβαν προσωρινά το χώρο. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι η Δημητριάδα άρχισε, σιγά σιγά (σταδιακά) να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της σε μια χρονική διαδρομή αιώνων, από το τέλος του ΙΓ΄ αιώνα - αρχές του ΙΔ΄ και με ταχύτερο ρυθμό στη διάρκεια των ΙΔ' και ΙΕ΄ αιώνων. Τη περίοδο αυτή, παρατηρείται ένα γενικότερο φαινόμενο εγκαταλείψεως, στον ελλαδικό μείζονα χώρο, πόλεων και οικισμών παράλιων και πεδινών περιοχών από τους κατοίκους τους, οι οποίοι τρέπονται προς γειτονικές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, για λόγους ασφά­λειας. Η εγκατάλειψη της Δημητριάδας ολο­κληρώνεται με την κατάληψη του κάστρου των Αγίων Θεοδώρων από τους Τούρκους, που διώχνουν τους κατοίκους από την τειχισμένη αυτή τότε συνοικία της Δnμnτριάδαs (1423). Οι τελευταίοι κάτοικοι εγκαταλείπουν τις προγονι­κές τους εστίες και τρέπονται προς άλλες περιο­χές και ιδιαίτερα προς τις κοντινές nμιορεινέs και ορεινές περιοχές του Πnλίου. Στον ορεινό και ημιορεινό όγκο του Πήλίου κτίζουν τις καινούργιες κατοικίες τους, πυκνώνοντας έτσι τις υ­πάρχουσες γύρω από τα μοναστήρια παλιές συσσωματώσεις, δημιουργώντας ένα νέο οικι­στικό περίγραμμα στο Πήλιo, προστατευόμενοι από τον ορεινό όγκο του βουνού.
Πολλοί από τους κατοίκους προτίμησαν να μείνουν κάπου κοντά στην εγκαταλειμμένη πό­λη της Δημητριάδας, στα κράσπεδα του Πήλί­ου, πλαισιώνοντας το χώρο του λόφου της Επι­σκοπής, για να βρίσκονται κοντά στον επίσκοπό τους, δημιουργώντας την Νέα Δημητριάδα. Γι' αυτό, την περίοδο εκείνη, ο επίσκοπος Ιωά­σαφ ο Α', που έμενε τότε στο λόφο της Επισκο­πής (του σημερινού Άνω Βόλου) επιγράφονταν ως «Ιωάσαφ Α΄ Δημητριάδων». Η προτίμηση αυτή των κατοίκων της Δημητριάδας στην επιλογή κατοικίας στο γειτονικό χώρο της Επισκοπής υπαγορευόταν και από τη δυνατότητα να αποκομίζουν εύκολα οικοδομικά υλικά από την εγκαταλειμμένη πόλη. Ακόμα και να ζουν με τις αναμνήσεις των προγονικών καταβολών τους στον απόηχο της ποτέ περίλαμπρης πόλης της Δημητριάδας διατήρησε την ιστορική της παρουσία στο χώρο για μια περίοδο 18 αιώνων συνεχούς μαγνησιακής ιστορίας (294 πΧ - 1423 μΧ).
Τη Δημητριάδα της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής, Παλαιοχριστιανικής και Βυζαντινής εποχής, διαδέχθηκε στο διαχρονικό της ιστορικό βίο στη συνέχεια η πόλη του Βόλου, κτισμένη στην ίδια οικιστική περιφέρεια, μετατοπισμένη στο γειτονικό παράλιο χώρο, ακριβώς κατέναντι του βόρειου μυχού του κόλπου της βυζαντινής πόλεως. Η διάδοχη της Δημητριάδας - πόλη του Βόλου κτίστηκε από τα οικοδομικά λείψανα των οικοδομών της βυζαντινής πόλεως. Πολλοί από τους κατοίκους των χωριών του Πήλίου και του Βόλου έλκουν την προγονική τους καταβολή από προγόνους που κάποτε κατοικούσαν στον περίγυρο των τειχών της βυζαντινής Δημητριάδας.
Η νέα πόλη, κράτησε το όνομα της παλιάς Επισκοπής και τη βυζαντινή παράδοση του χώρου, που μετά την κατάληψη της περιοχής Τούρκους μεταλαμπαδεύτηκε στο Πήλιο. Με την παράδοση αυτή γαλουχήθηκαν οι πρώτοι Πηλιορείτες και στη συνέχεια οι απόγονοί τους υπήρξαν μεταξύ των πρώτων οικιστών, που, επιστρέφοντες στις ρίζες τους, θεμελίωσαν στα κατοπινά χρόνια τη σημερινή διάδοχο της Δημητριάδας πόλη, την πανέμορφη νύμφη του Παγασητικού, την πόλη του Βόλου.