Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Δανιήλ Φιλιππίδης & γλωσσικό

Αναθηματική πλάκα στις Μηλιές Πηλίου
ΔΑΝΙΗΛ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ*
[…] Μεταξύ των ανδρών εκείνων, οίτινες, λόγω τε και έργω», ειργάσθησαν, κατά τους χρόνους της δουλείας, υπέρ του έθνους ήτο και ο διάσημος κληρικός Δανιήλ Φιλιππίδης, περί ου γράφομεν εν ολίγοις.
Ο Δανιήλ Φιλιππίδης εγεννήθη εν Μηλέαις του Πηλίου τω 1758, ένθα διήκουσε και της στοιχειώδους παιδεύσεως εν τη τότε Σχολή. Λίαν ενωρίς εχειροτονήθη ιερεύς εκτελών τα ιερατικά του καθήκοντα μετά ζήλου και ενθουσιασμού. Αλλ’ είχεν άσβεστον δίψαν μαθήσεως, ην ήκιστα ηδύνατο να πλήρωσή εις τα υπάρχοντα τότε Σχολεία της πατρίδος του. Διά τούτο μετέβη εις το Αγιώνυμον Όρος χάριν κυρίως της μαθήσεως. Άλλ’ ενταύθα, διά πολλούς λόγους, δεν έβλεπε τον πόθον του εκπληρούμενον, και ούτω ήναγκάσθη να μεταβή εις την πολυπαθή και ένδοξον Χίον, ένθα υπήρχε Σχολή εν τη Ι. Μονή του Αγίου Μηνά. Εν τη Σχολή ταύτη εδίδασκε και μαθητής τις του αοιδίμου και σοφού Νικηφόρου Θεοτόκη, όστις δαψιλώς διέχεε τα νάματα της παιδείας και αληθούς σοφίας. Συμμαθητής τού Δ. Φιλιππίδου ήτο και ο Γρηγόριος, αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Σμύρνης Προκοπίου, ο κατόπιν ιερομάρτυς Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος Ε'.
Μετά την διάλυσιν της Σχολής τούτης της Χίου άαπήλθεν εις το Βουκουρέστιον, ένθα ηκροάσατο του σοφού Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου· μετά τον θάνατον δε τούτου διωρίσθη διδάσκαλος της εν Ιασίω Αυθεντικής λεγομένης Σχολής, ένθα επιτυχώς και μετά ικανότητος ου τυχούσης εδίδαξε επί δύο έτη τους Ελληνόπαιδας. Η σοφή και μεθοδική αυτού διδασκαλία ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την ηθικήν ανύψωσιν της Σχολής, αλλ’ είχεν άσβεστον πόθον περισοότέρας μαθήσεως.
Διά τούτο, αφήσας την επίζηλον άλλως θέσιν του διδασκάλου εν Ιασίω, μετεβη εις την Βιέννην, ένθα ήτο εφημέριος της Ελληνικής Ορθοδόξου κοινότητος ο συμπολίτης αυτού σοφός και φιλόπατρις κληρικός Άνθιμος Γαζής. Εν Βιέννη διέμεινε δύο έτη περίπου και εν Παρισίοις τρία· διήκουσε δε ανώτερα μαθήματα και δη Αστρονομίαν και Βοτανικήν και Ανατομίαν. Ούτω εν τη Δύσει φιλοπόνως επεδόθη ο φιλομαθής Δανιήλ εις την εκμάθησιν των επιστημών και των Ευρωπαϊκών γλωσσών, ων εγένετο εγκρατής και δη της Λατινικής, της Γαλλικής και της Γερμανικής. Διά της λαμπράς μελέτης των τε αρχαίων συγγραφέων και των νεωτέρων απέβη πολυμαθής και εν ταις αναστροφαίς αυτού λαλίστατος και, έστιν ότε, οχληρός. Φαίνεται δε, ό,τι ήτο ζωηρού χαρακτήρας και άστατου, ως αναφέρει ο Κ. Κούμας, και ως γίνεται δήλον εκ των ιδεών ας είτε περί του γλωσσικού ζητήματος και δη περί της εκάστοτε μεταβολής του τρόπου του γράφειν εν τω αυτώ ενίοτε βιβλίο. Κατά δε το «αργαλέον και ουλόμενον γήρας» εγένετο δύστροπος και παράξενος, ως αναφέρει ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ίσως δε εκ της κακής εκβάσεως των υποθέσεων αυτού. Πλην κατά την νεότητά του εγένετο ωφέλιμος εις το Έθνος διά τε της σοφής διδασκαλίας και των πολλών συγγραφών. Εφλέγετο υπό του ιερού πυρός της φιλοπατρίας και ωφελείας των ομογενών και διά τούτο έγραφεν εν τη απλή ή άλλως λεγομένη δημοτική γλώσση, ει και ήδύνατο, ως έπραττεν ενίοτε, να γράφη ως άριστα την αρχαίαν Ελληνικήν.
Εν έτει 1791 ο αοίδιμος Δ. Φιλιππίδης μετά του Γρηγορίου Κωνσταντά  εξέδοτο Γεωγραφίαν (σελ. 648). «Γεωγραφία Νεωτερική ερανισθείσα από διαφόροις συγγραφείς παρά Δανιήλ ιερομονάχου και Γρηγορίου ιεροδιακόνου των Δημητριεων» τομ. Α . ΄
Το βιβλίον τούτο είνε μοναδικόν εν τη νεωτέρα Ελληνική φιλολογία, εν ω το πρώτον λόγιοι Έλληνες διέγραψαν τα αληθή της Ελλάδος όρια και παρέστησαν το πρώτον μετά θάρρους, ως λέγει και ο Γερβίνος, την πολιτικήν αυτής κατάστασιν υπό την δουλείαν και την κακοδιοίκησιν. Το πόνημα αφιερούται προς τον Ρώσσον στρατηγόν Ποτέμκιν ον εγνώρισαν εν Βουκουρεστίω διατρίβοντες και εθεώρουν ως μέλλοντα λυτρωτήν του Ελληνικού Γένους. Διά τούτο την αφιέρωσιν προσφωνούσιν ουχί αυτοί, αλλ’ η Ελλάς, υπομιμνήσκουσα τα δεινά της.
Η Νεωτερική Γεωγραφία, πλην της άφιερώσεως και του προοιμίου, είνε γεγραμμένη εις γλώσσαν δημώδη, διότι εφρόνουν ότι αυτή, καλλιεργούμενη, θα υπερτέρει πάσας τας Ευρωπαϊκάς γλώσσας, σφοδρώς δ’ επετίθεντο κατά των αντιφρονούντων. Ανά πάσαν σελίδα η γραφίς των καταλείπει όπισθεν το στυγνόν χρώμα της οδύνης. Εν τη αφιεριώσει ονομάζουσι την Ελλάδα «οικτράν και τραγωδίας υπόθεσιν, λείψανον της βιαίας καταιγίδος, πανάθλιον και δύστηνον Ελλάδα». Μετά βαθείας δε παρατηρητικότητας λέγουσι περί των Ελλήνων : «Διά τα ήθη τους με τι να πη τινάς διά τα ήθη αυτών οπού είναι υπόζυγοι, υστερημένοι από Σχολεία, από βιβλία, από ανατροφή, από παιδεία. Μόλον τούτο το Ελληνικόν εκείνο πνεύμα, όπου εμψύχονε  τους προπάτορας τους, ένας πολυχρόνιος ζυγός, όπου ζωόνει όλα και τα νεκρώνει, δεν ημπόρεσε να το σβύση·  δεν προσμένει παρά ένα αίσιo άνεμο να πνεύση διά να ανάψη πάλιν εις το θέατρο του κόσμου».
Καθορίζονται δε τα όρια της Ελλάδος, όπερ ουδείς προ αυτών έπραξεν. «Η Ελλάδα τώρα διαιρείται εις Ευρωπαϊκή Ελλάδα και Ασιατική. Η Ευρωπαϊκή Ελλάδα περιέχει αρχίζοντας από τα νότια 1) την Πελοπόννησο, 2) την καθ’ αυτό Ελλάδα, 3) την Θεσσαλία, 4) την Ήπειρο, 5) την Αρβανία, 6) την Μακεδονία, 7) την Θράκη, 8) την Κρήτη, 9) τα λοιπά νησιά του Αιγαίου Πελάγους όπου ανήκουν εις την Ευρώπη, 10) τα νησιά του Ιονίου Πελάγους…» Περί της Ασιατικής Ελλάδος δεν ποιούνται λόγον εν τω Α΄ τόμω, ένθα μόνον περί της Ευρώπης γίνεται λόγος. Πάντως θα εγίνετο λόγος εν τω Β΄ τόμω, όστις δεν εξεδόθη και του οποίου το χειρόγραφον εγένετο παρανάλωμα του πυρός εν Κωνσταντινουπόλει.
Ο Δ. Φιλιππίδης όστις, ως φαίνεται, είνε κυρίως ο συντάκτης της Νεωτερικής Γεωγραφίας, δείκνυται λίαν φιλελεύθερος. Κατακρίνει πολλάς καταχρήσεις εν τη Εκκλησία, ως την περιοδείαν των Μοναχών προς αργυρολογίαν. « Έργο όπου δεν είναι, όχι μόνον καλογερικό, αλλά μήτε χριστιανικό, μήτε ανθρώπινο» . Ήκιστα δε λαμβάνει υπ’ όψιv ότι δυνατόν οι δεισιδαίμονες και υποκριταί να θεωρήσωσιν αυτόν ως αίρετικόν διότι «ο φωτισμένος και αληθινός χριστιανός δεν θα στοχασθή τοιαύτα». Ως βαθύς ερευνητής και από εθνικής απόψεως εξετάζει περί των Ι. Μονών, το πλήθος των οποίων καταδικάζει αυστηρότατα τόσω μάλλον, όσω εις τας Ι. Μονάς «επήγαιναν οι δεισιδαίμονες, οι πλανεμένοι, λέγω, ευλαβείς, ή επήγαιναν οι πονηροί και ακαμάται και η συνήθεια ήταν ολέθρια στον τόπο».**
Ο αοίδιμος Δανιήλ Φιλιππίδης μετέφρασεν εις την Ελληνικήν την Λογικήν του Κονδυλιάκ (1801) εκδοθείσαν εν Βενετία επιμελεία του σοφού Ανθίμου Γαζή, ως και την Αστρονομίαν του Λαλάδου (1808). Εν τη μεταφράσει της Λογικής μεταχειρίζεται την δημώδη γλώσσαν, άλλα παραδόξως εν τω αυτώ συγγράμματι εδημοσίευσε διατριβάς εν αρχαΐζοντι ίδιώματι, ως η προς τον Αλαμβέριον απάντησις του Κονδυλιάκ και το περί διδασκαλείων, περί ων λέγει: «των επ’ ωφελεία του κοινού ιδρυμάτων ουδείς έστιν ο αμφιβάλλων ότι τα αξιολογώτερα, τα κοινωφελέστερα πάντων, μάλλον δ’ ειπείν τ’ αναγκαιότερα και επομένως, οις πρώτως προσήκει τα φιλάνθρωπα ηγεμόνων και απλώς των προυχόντων όμματα τρέπεσθαι, τυγχάνουσιν εκείνα, άπερ επί τη των νέων παιδεία αφώρισται»
Εν τω αυτώ δε αρχαΐζοντι ιδιώμα συνέγραψε μετά δεκαπενταετίαν και την τετράτομον Ιστορίαν και Γεωγραφίαν της Ρουμανίας, εν η δι’ αοριστολογιών εν επιλεγομένοις έπετέθη κατά πάντων των διδασκάλων και ιδία των συντακτών του Λογίου Ερμού χωρίς
να δικαιολογήσω καθαρώς την καινοτομίαν αυτού περί την γλώσσαν. Εν έτει 1817 μετέφρασε τα Φιλιππικά του Τρόγου εις την Αιολοδωρικήν διάλεκτον και εν τοις επιλεγόμενοις έγραψε τινα εις υπεράσπισιν της υπό του Αθ. Χριστοπούλου ούτως ονομασθείσης απλής διαλέκτου.
Εις τα επιλεγόμενα εξήνεγκε παραδόξους τινάς ιδέας περί εκπαιδεύσεως, τας οποίας διά μακρών ανέπτυξεν εν ιδία πραγματεία δημοσιευθείση ταυτοχρόνως εν Λειψία (1817) υπό τον όλως παράδοξον τίτλον «Απόπειρα Αναλύσεως του Νοούμενου. Εταιρείας παρά
τας νυν, νυν πρώτον εκπονηθείσα και εκδοθείσα παρά του απειρογράφου της Ρουμανίας. Η «Απόπειρα Αναλύσεως του Νοούμενου» είνε αυτή η γλώσσα, ήτις «εδόθη υπό του δημιουργού κατά πρώτον και έσχατον λόγον εις εξαγγελίαν και έξήγησιν των εν τω νω».
Το βιβλίον τούτο εγράφη εις αρχαΐζουσαν γλώσσαν και έχει παραδόξους ιδέας.
Η όλη πραγματεία (σελ. 252) ούσα ακατάληπτος, επισκοτίζει μάλλον ή εξηγεί τα πράγματα. Αυτός ο συγγραφεύς αναγνωρίζει ότι θίγει παράδοξα τινα και άρχεται ούτι : «τοις αναγνωσομένοις»· «ξενίζειν πάντως δόξω τισί, τοις το ξένον, ου παρά την αλήθειαν, άλλα παρά την συνήθειαν υπάρχειν οιομένοις, και το καλόν απλώς τω του χρόνου μέτρω, όποιο ποτ’ αν η, μετρείν προαιρούμενοις και ειωθόσιν».
Οι χρόνοι, καθ’ ους έζησε και έδρασεν ο αοίδιμος Φιλιππίδης, ήσαν χρόνοι μεγάλης και θαυμαστής πνευματικής κινήσεως του δουλευοντος Έθνους. Το ιερόν παρ της μαθησεως ανέφλεγε τας ψυχάς κληρικών τε και λαϊκών, οίτινες ηγωνίζοντο γενναίως όπως επιφανή πολυπόθητον «φάος μέγα και λευκόν ήμαρ νυκτός εκ μελαγχίμου».
 Άλλα μεταξύ των λογίων των χρόνων εκείνωv υπήρξεν, ως μη ώφελε, σπουδαιότατη και σφοδρά έρις περί της γλώσσης, εις ποιον δηλαδή ιδίωμα έδει να γράφωσι. Περί τούτου εγράψαμεν άλλοτε συντόμως αλλαχού, νυν δε θα εκθέσωμεν ώδε τας γνώμας και τας σκέψεις του διάσημου κληρικού.
Ο Δ. Φιλιππίδης ήτο, εις τις και άλλος, θερμός θιασώτης της καλουμένης γλώσσης και υπέρ ταύτης πολλαχού των συγγραφών και μεταφραστικών έργων έγραψεν εκτενώς. Εφρόνει δε ότι όλα μεταβάλλουν εις αυτόν τον κόσμον, θέλεις τον φυσικό είπε, θέλεις τον ηθικό· επειδή και οι δύο έχουν μεγάλη σχέσι αναμεταξύ τους· μεταβάλλεται λοιπόν και η γλώσσα και πρέπει να υποκείμασθε εις αυτή την μεταβολή και να μη ισχυρογνωμούμεν, επειδή κοντά όπου του κάκου εναντιονόμασθε εις τη φύσι, φαινόμασθε καί παράξενοι. Αρχίσατε λοιπόν, ω απόγονοι των παλαιών εκείνων και περίφημων Ελλήνων, να τους μιμηθήτε καλλιεργώντας τη γλώσσα σας και τότε θέλετε μαθαίνη και Ελληνικά καλλίτερα. Τότε να είσθε βέβαιοι πως γυρίζει και η φιλοσοφία εις την πρώτη της φωλιά· επειδή αυτή αγαπά να ομιλή με ζωντανούς ανθρώπους και όχι μ’ απεθαμένων κόκκαλα».
Η γλώσσα είνε, ως λέγει, «όργανον μόνον θαυμασίως ευκολυντικόν μαθήσεως και όχι καθ’ εαυτό μάθησις».
Είνε δε η γλώσσα, ην ομιλεί ο Ελληνικός λαός, ουχί ξένη τις και βάρβαρος, άλλα «έχει μια συγγένεια με την Ελληνική μεγάλη και η μπορεί δικαίως να ονομασθή πέμπτη διάλεκτος της Ελληνικής· μία όμως διάλεκτος οπού υποδιαιρείται εις άλλας διαλέκτους».
Διά τούτο εφρόνει, ότι η τοιαύτη γλώσσα «κοντά εις τα άλλα προτερήματα όπου έχει, 
είναι και πολλά αρμονική και ποιητική και όλα τα ξένα έθνη το ομολογούν».
Όσον δ’ αφορά την εκπαίδευσιν της νεολαίας επετίθετο δριμύτατα κατά της τότε μεθόδου της εκμαθήσεως της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, διότι οι διδάσκαλοι ηγωνίζοντο να διδάσκωσι την αρχαίαν πριν ή γνωρίσωσιν ούτοι την μητρικήν των γλώσσαν. «Το πρώτο και φυσικό μάθημα των νέων, λέγει, πρέπει να είναι η σπουδή της μητρικής τους γλώσσας, υστέρα η γεωγραφία και η ιστορία... κάθε άλλη μέθοδος είναι ολέθρια εις τους αρχαρίους, μάλιστα το να τους βάνουν εις μία παλαιά γλώσσα πρώτο μάθημα· απ’ εδώ λοιπόν προέρχεται όπου διαβάζουν και δεν μαθαίνουν τίποτες και το χειρότερο είναι όπου με αυτόν το ολέθριο τρόπο της σπουδής εξαμβλύνεται και ο νους τους, καθώς μία καλή μέθοδο οξύνεται και τελειοποιείται».
Ο αοίδιμος Δ. Φιλιππίδης εν τω πολυθρυλήτω και τότε γλωσσικώ ζητήματι εφθασεν εις τ’ άκρα έγραφε δηλ. την γλώσσαν, ως ωμιλείτο υπό των χυδαίων και αμορφώτων. Διό πολλοί εξεμυκτήρισαν ταύτην ως γλώσσαν των  π α κ ά λ ι δ ω ν  τ η ς  Ζ α γ ο ρ ά ς.  Και αυτός δε, συν τω χρόνω προϊόντι, έγραφεν εις καθαρώτερον ύφος, ως φαίνεται εκ της μεταφράσεως εκ του Λατινικού της Επιτομής των Ρωμαϊκών του Φλόρου εις τον Αιολοδωρικήν διάλεκτον (1818). Πολλαχού δε εξήνεγκε την γνώμην περί της ανάγκης της καλλιεργείας της γλώσσης υπό σοφών, ότε «ημπορεί να γένη ακόμη η ευκολώτερη ίσως της Ευρώπης και διά τούτο και η καλλίτερη και θα τιμάται από όλα τα σοφά
έθνη».
Ο δε Γρηγόριος Κωνσταντάς εις τα προλεγόμενα των «Στοιχείων της Φιλοσοφίας» Φραγκίσκου του Σοαβίου (1804) προέτεινε (σελ. 17-23) την συγκρότησιν Συνόδου προς λύσιν του ζητήματος και την ίδρυσιν Ακαδημίας προς ρυθμισιν της νεοελληνικής γλώσσης
και της εκπαιδευσεως, διότι η καλλιέργεια της γλώσσης ενός έθνους καλλιεργεί και πλουτίζει το πνεύμα τού Έθνους... το Έθνος όπου αμελεί την γλώσσαν του, δεν έχει γλώσσαν, είναι αυτόχρημα βουβόν».
Αληθώς πολλαί γνώμαι του αοιδίμου Δ. Φιλιππίδου είνε όρθαί, ας κατά κόρον επαναλαμβάνουσιν οι οπαδοί και θιασώται της δημοτικής, πλην οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι έφθασε κατ’ αρχάς εις τα άκρα. Η μέση οδός είνε πάντοτε και πανταχού η ορθοτέρα.
Συνελόντι ειπείν, ο αοίδιμος πολυμαθής κληρικός Δανιήλ Φιλιππίδης ειργάσθη σπουδαίως «από καθαράς πληΐδος φρενών» υπέρ του δουλεύοντος Έθνους.
Μετήλλαξε δε τον βίον τη 9 Νοεμβρίου 1832 εν Πωάλταις της Βασσαραβίας, ένθα τελευταίον διέτριβεν έχων δικαστικάς υποθέσεις προς τινας αχάριστους.
Αντί δε πάσης άλλης κρίσεως αναγράφομεν την του Γρηγορίου Κωνσταντά : «Είθε να είχε το Έθνος και άλλους τοιούτους αλλοκότους μεν εν γήρα, κοινωφελείς δε εν νεότητι άνδρας, οι όποιοι εκλείπουσι καθ’ ημέραν ένας ένας και γυμνούται το Έθνος τοιούτων ανδρών».
------------------------------------------------------

 *ΥΠΟ ΑΡΧΙΜ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ. Άρθρο στο Θεολογικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΔΑΧΗ», τόμος Γ΄, Αθήναι 1920. (Αντιγραφή σε μονοτονικό) 

**Αδελφός του σοφού και φιλοπόνου Δανιήλ ήτο ο Αργύρης Φιλιππίδης. Τούτου υπάρχει χειρόγραφον (σελ. 500) βιβλίον καλούμενον  Γ ε ω γ ρ α φ ί α  Μ ε ρ ι κ ή. Καίτοι ούτος δεν είχε την πολυμερή μάθησιν του αδελφού του, όμως είνε παρατηρητικός και συναισθάνεται βαθέως την κακοδαιμονίαν του Έθνους και δη της ιδίας πατρίδος του, της Θεσσαλίας. Περιέχει δε πολυτίμους γνώσεις περί των τόπων, ους είδεν.

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Μια «μάχη» για την άρδευση

Στα παλιότερα χρόνια στα χωριά του Πηλίου υπήρχαν πολλά προβλήματα με την κατανομή και διανομή των αρδευτικών νερών κατά τους θερινούς μήνες. 
Η κατανομή ανάμεσα στους κτηματίες-χρήστες κανονίστηκε (μέσα στα χρόνια) με τους «μπεκτσήδες»(*), μεταξύ των ενδιαφερόμενων αγροτών. Βγήκαν λοιπον, ωράρια κατοχής του νερού ανάλογα με τα δέντρα (ελαιόδεντρα) ή τα στρέμματα και τότε τα πράγματα σχεδόν ηρέμησαν.
Γιατί πάντα υπήρχαν έριδες και παράπονα (ειδικά σε περιόδους έλλειψης και ξηρασίας), αλλά ο «μπεκτσής» ήταν ο άρχων και σ' αυτόν υπάκουγαν όλοι ή σχεδόν όλοι!
Έχουμε για παράδειγμα την καταχώρηση παραπόνων των Λεχωνιτών για εκβίαση των υδρονομέων:
Η διαμάχη όμως για την διανομή των πηγών μεταξύ των χωριών, αλλά και μεταξύ των αρδευόμενων περιοχών του ίδιου χωριού κράτησε πολύν καιρό. Οι συγκρούσεις και οι φασαρίες ήταν συχνές και πολλάκις ...αιματηρές. 
Παρακάτω μια διαμάχη των κατοίκων Δράκιας και Αγ. Λαυρεντίου, όπως είναι γραμμένη στη βολιώτικη εφημερίδα Ο ΒΩΛΟΣ, στα 1890:

[ Αληθής μάχη διαρκέσασα μίαν περίπου ημέραν 2 ισταμένου (σ.σ. Ιουλίου 1890) μεταξύ των κατοίκων των δύο κωμοπόλεων Αγίου Λαυρεντίου και Δρακείας, εις θέσιν «Μάνα Νερού», κείμενον εις τα όρια των ειρημένων κωμοπόλεων, ένεκα του ευρισκομένου εκεί ύδατος, ζητούντων να λάβωσιν υπέρ αυτών το ύδωρ.  Τα διαμαχόμενα μέρη ευρίσκοντο αντιμέτωπα, έχοντα ως κύριον όπλον επιθέσεως και αμύνης τους λίθους, προς δε και τινές των Δρακιωτών  ων τα ονόματα δεν εγνώσθησαν εισέτι, έφερον όπλα, δι’ ων αδιακόπως επυροβόλουν, σημαίας και εγχώριον μουσικήν εκ νταουλίων κατηρτισμένην προς ενθάρρυνσιν και εγκαρδίωσιν των διαπληκτιζομένων.
Η μάχη ήρξατο περί τα χαράγματα  και διήρκεσε μετ’ επιτάσεως μέχρι της 9 π.μ. ότε εφάνη ο δημαρχεύων πάρεδρος κ. Δημ. Παππαδόπουλος μετά της χωροφυλακής και κατέλαβον την επίδικον αύλακα· μετά μίαν περίπου ώραν αφίκετο και ο Ειρηνοδίκης κ. Μάνθος Δημητρίου, όστις αψηφήσας τον κίνδυνον μετέβη επί τόπου αυτοπροσώπως προς καθησύχασιν των διαπληκτιζομένων, αλλ’ όμως και ενώπιον των αρχών τούτων εξηκολούθουν οι γενναίοι ηρωικώς τον πόλεμον κατ’ ουδέν φοβηθέντες.
Την 5 μ.μ. μετέβησαν επί τόπου οι δικηγόροι κ.κ. Κωνσταντίνος Παπαθανασίου, Δημ. Γεωργιάδης, ο Ειρηνοδίκης, ο υπομοίραρχος μετά στρατιωτικής δυνάμεως εξ 25 περίπου στρατιωτών,   ο δημαρχεύων πάρεδρος κ. Δημ. Παππαδόπουλος, ως και εκ μέρους των Δρακιωτών πολλοί, εν οις και ο Νικ. Παππαϊωάννου ως πληρεξούσιος αυτών και συνεζήτησαν αγωγήν περί προσωρινών μέτρων.
Τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν τόσο δυσάρεστα, και τούτο οφείλεται αφ’ ενός μεν εις την επέμβασιν της στρατιωτικής δυνάμεως και εις την φρόνησιν του Ειρηνοδίκου και αφ’ ετέρου εις την σύνεσιν των Αγιολαυρεντιωτών, οίτινες δεν εθεώρησαν καλόν να φέρωσιν όπλα, διότι άλλως η μανία ήτις είχε καταλάβει  τους ερίζοντας ήθελε παρασύρει και τούτους· μέλας δε πέπλος θα εκάλυπτε πολλούς οίκους· πληγαί δε μόνον τινές κατηνέχθησαν εις διάφορα μέρη των σωμάτων αυτών, οι φέροντες αυτάς εξ αμφοτέρων των μερών ανέρχονται εις 30 περίπου.
Δυστυχώς δεν έπρεπε να συμβαίνωσιν αυτά εν τοιαύταις Κωμοπόλεσιν, ένθα η ανάπτυξις και ο πολιτισμός αρκούντως εισίν προοδευμέναι.]
Εφημερίδα Ο ΒΩΛΟΣ, Βόλος, Τετάρτη 4-7-1890
 ----------------------------------------------------------
[ Σπουδαία έρις ή μάλλον αληθής μάχη συνήφθη μεταξύ των κατοίκων των κωμοπόλεων Δρακείας και Αγίου Λαυρεντίου επί του όρου, ης αφορμή ήτο η εκεί υπάρχουσα πηγή ύδατος. Τούτο διά νέου αύλακος η Κοινότης Αγίου Λαυρεντίου διοχετεύει εις τας γαίας της περιφερείας αυτής προς άρδευσιν, ενώ οι κάτοικοι της Δρακείας ισχυρίζονται, ότι ανήκει αυτοίς η πηγή. […]
Ο Ειρηνοδίκης Αγίου Λαυρεντίου κληθείς επεδίκασε προσωρινώς την χρήσιν του ρέοντος ύδατος εις την κοινότητα Αγίου Λαυρεντίου, ούτως επεσοβήθη επί του παρόντος ο κίνδυνος μεγαλειτέρων συγκρούσεων. […]
Εφημερίδα Ο ΒΩΛΟΣ, Βόλος, Σάββατο 7-7-1890

(*) Ο υδρονομέας ή νεροκράτης ή «μπι(ε)κτσής» -στο πηλιορείτικο γλωσσικό ιδίωμα, λέξη τουρκικής προέλευσης- ήταν ένα πρόσωπο του χωριού, που όλοι υπάκουαν και δεν έφερναν ποτέ αντίρρηση στις ενέργειές του, για λόγους τάξης. 
Οι υδρονομείς εργάζονταν  και εργάζονται, συνεχίζοντας ως σήμερα, σ’ όλα τα χωριά του Πηλίου. Κύριο μέλημά τους ήταν κι είναι να «μοιράζουν» στους καλλιεργητές το νερό της άρδευσης των ελαιοπερίβολων, οπωρώνων-μπαχτσέδων και κήπων τους.
Έβαζαν και βάζουν το νερό «στ’ αυλάκια»,  «στ’ν αράδα»(= σειρά)  απ’ τον Απρίλη ως και τον Οκτώβριο, «κανουνίζοντας» το πότε θα «ποτίσ’» ο καθένας και θα «κόψ’» το νερό απ’ «τ’ν ζάπκα» ή  «τ’ν κόφτρα» (=σημείο αλλαγής κατεύθυνσης νερού στον υδραύλακα). Τα αυλάκια (υδραύλακες) τα κεντρικά, ήταν παλιά πέτρινα και με πλάκες και τα περιφερειακά χωμάτινα. Σήμερα όλα είναι τσιμεντένια. Το «δικαίουμα»(=σειρά και ωράριο) είναι διαχρονικά σταθερό και καταγραμμένο. 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

«Τα άγουρα βερίκοκα»

Μια ποιητική συλλογή του δημοσιογράφου & ποιητή  Ανδρέα Αρνάκη

Τα Λεχώνια πάντα ήταν ένας μαγνήτης, που τραβούσαν στα εύφορα και φιλόξενα χώματά τους πολλούς ανθρώπους από τα γύρω χωριά, από τη θεσσαλική ενδοχώρα κι απ’ αλλού. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους «πολλούς» (που απασχολούνταν κι απασχολούνται σ’ όλων των ειδών τις εργασίες) υπάρχουν και αρκετοί άνθρωποι του πνεύματος, των επιστημών και της τέχνης.
Ένας απ’ αυτούς είναι και ο βραβευμένος παλαίμαχος δημοσιογράφος Ανδρέας Αρνάκης, που από χρόνια επιστρέφοντας απ’ τα ξένα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του εδώ, στον τόπο καταγωγής της συμβίας του και  ασχολείται με το γράψιμο και την ποίηση.
Πριν πέντε χρόνια κυκλοφόρησε μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα άγουρα βερίκοκα». Είναι ένα όμορφο –έξω και μέσα- βιβλίο κι όπως είπε και ο Κ. Λιάπης στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της 12-5-2013, που παρουσίασε τη συλλογή περιέχει «μια ώριμη ποίηση».
[…] Ένα βιβλίο μεστό, απλό, μα τόσο καλαίσθητο που και η όψη του σε συγκινεί, έτσι απέριττα διακοσμημένο με σχέδια σα σκιές του Γιάννη Πούλιου, και με περιεχόμενο αυστηρά επιλεγμένο από πακτωλό υλικού. Μια ποιητική συλλογή με παρόν, παρελθόν και μέλλον, έτσι που είναι καταταγμένο χρονολογικά ανάποδα, ακολουθώντας τη ροή της μνήμης: 2009-1998, 1997-1991, 1990-1981, 1980-1973. Ένα αγνό βιβλίο του ύψους και του βάθους. […] γράφει η  Νίκη Eideneier παρουσιάζοντάς το στο diastixo.gr
Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο ποίημα «Τα άγουρα βερίκοκα» της σελίδας 119 κι ας ωρίμασαν κι αυτά όπως τα αγόρια της αδελφικής παρέας που μεγάλωσαν, μέστωσαν και πήρε ο καθένας το δρόμο του στη ζωή…
Εμείς, ας απολαύσουμε «τα άγουρα βερίκοκα» που σίγουρα… ωριμάζουν!
Στη συλλογή επίσης υπάρχουν τρία ποιήματα που αναφέρονται στο Πήλιο:
1.   Είδα το Γέροντα Χριστό

Το Πήλιο αχιόνιστο
Και το κεφαλοχώρι στο πλατύσκαλό του
Δείχνει απρόσφορο για τη γιορτή της περισυλλογής.

Κάτω απ’ τον πλάτανο της άβολης πλατείας
Λάμπουν απορημένα φεγγαράκια,
Τα μάτια του μωρού που έμεινε μονάχο.

Το ‘χε ξεχάσει, αχρείαστο στολίδι,
Η εν συγχύσει μάνα του, την ώρα
Που έδινε τη μάχη για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Είδα τον Γέροντα Χριστό να το χαϊδεύει.
Μικρέ μου φίλε, του ‘λεγε, μην κλαις,
Χριστούγεννα είναι, θα περάσουν.
Μεθαύριο ο κόσμος θα είναι ο παλιός.

 2. Το φύλλο της Αφήσσου
Το φύλλο που έστεκε κορώνα
Στο νεαρό πλατάνι της Αφήσσου
Κόπηκε ξαφνικά απ' το κλαδί
Καθώς το χάιδευε η θλιμμένη μου ψυχή.

Δεν άντεχα να βλέπω με τι τρόμο κι αγωνία
Πάσχιζε στον αέρα ν' αποφύγει το μοιραίο.
Το κοίταξα όταν πια όλα είχαν τελειώσει.

Στα βρώμικα νερά της καλοκαιρινής βροχής
Κείτονταν ήσυχα πνιγμένο,
Ωσάν ποτέ να μην υπήρξε.

Το νεαρό πλατάνι της Αφήσσου
Είχε για πάντα πάρει θλίψη
Απ' το φθινόπωρο του πρόωρου χωρισμού.

3. Βροχερό απόγευμα
Βρέχει και πάλι στη Φραγκφούρτη.
Μου λείπει το Πήλιο παντού.
Ας ήταν δυο σταγόνες,
Τούτο το βροχερό απόγευμα,
Να με έβρισκαν στα μάτια 
Σίγουρα θα το ένοιωθα 
Πως μου τις έστειλες εσύ.

Αν πάλι δεν συμβεί το θαύμα,
Ας γίνει κάτι, στον έρωτα φυσιολογικό.

Στρέψε το βλέμμα σου όταν θα είσαι μόνη
Στα δυο αστέρια που σου χάρισα στο Χορευτό.
Οι δυο σταγόνες που θα βρέξουνε τα μάτια,
Μη φανταστείς ούτε λεπτό
Πως είναι από το κύμα του Αιγαίου.

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

1823: Η σφαγή του Προμυρίου

Στις 8 Μαΐου 1823 έγινε η πυρπόληση και η σφαγή από τους Τούρκους του Προμυρίου. Ο προμυριώτης βουλευτής Βόλου Γεώργιος Νικ. Φιλάρετος έγραψε στα 1895 τα γεγονότα στο περιοδικό ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, που μετά ανατυπώθηκε στο παρακάτω φυλλάδιο. 
Διαβάστε το ιστορικό εδώ:

http://data.axmag.com/data/201609/20160903/U134322_F398627/FLASH/index.html?page=1 

ή κατεβάστε το από εδώ:

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Το όνομα της Ζαγοράς

[  Περί της παραγωγής της λέξεως Ζ α γ ο ρ ά υπάρχουσι διάφοροι ερμηνείαι, κυριώτεραι των οποίων είναι:
α΄). Κατά τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Καλλίνικον Δ ΄, καταλιπόντα χειρόγραφον ιστορίαν των χωρίων του Πηλίου, απωλεσθείσαν δυστυχώς, η ονομασία Ζαγορά προέρχεται εκ του επιτατικού ζ α και α γ ο ρ ά , ήτοι μεγάλη αγορά. Είναι πράγματι γεγονός ότι η Ζαγορά ανέκαθεν διεκρίνετο και επρωτοστάτει ως  κ ε φ α λ ο χ ώ ρ ι  μεταξύ των λοιπών χωρίων του Πηλίου, τα οποία και Ζαγοροχώρια εκαλούντο, το δε όρος ως  Β ο υ ν ό ν  της  Ζ α γ ο ρ ά ς εμνημονεύετο. Καθ’ ο τοιαύτη η Ζαγορά θα εχρησίμευε και ως κέντρον ανεφοδιασμού των άλλων χωρίων, της ανατολικής ιδίως πλευράς, παρουσιάζετο άρα ως μεγάλη, πλουσία αγορά, εξ ου και Ζαγορά.
β΄). Η ως άνω ερμηνεία συγγενεύει κατά πολύ, αν όχι εις ό,τι αφορά το είδος εις την πράξιν τουλάχιστον, με εκείνην των ισχυριζομένων ότι η ονομασία προήλθεν εκ του  ζ ώ α  και  α γ ο ρ ά = ζωοαγορά = ζωαγορά = ζααγορά = Ζαγορά.
γ΄). Κατά τον Ζωσιμάν τον Εσφιγμενίτην, («Φήμη» Β΄, 1887, σελ. 160): «Τινές την λέξιν Ζαγορά παράγουσιν από της Σλαβικής γλώσσης, αλλ’ η τοπική παράδοσις λέγει ημίν ότι είναι Ελληνική, Πόθεν; Κατά τα τέλη του δεκάτου αιώνος μοναχοί τινες ελθόντες από των Ζαγώρων της Μικράς Ασίας εις το όρος Άθω (άγιον όρος) όπως ησυχάσωσι και μη ευρόντες ως επεθύμουν ησυχίαν διά την τότε επικρατούσαν μεγάλην ταραχήν ένεκα του Αγίου Αθανασίου του εν τω Άθω, κατέφυγον ενταύθα και ωκοδόμησαν μονύδριον επ’ ονόματι τον Τιμίου Προδρόμου, το οποιον και ωνόμασαν Ζάγωρα εκ τον ονόματος της πατρίδος των ως οι Ιβηρες ωνόμασαν το εν τω αγίω όρει μοναστήριον Μονήν των Ιβήρων. Προϊόντος δε του χρόνου το Ζάγωρον ετράπη εις Ζαγοράν. ( Ίσως τινες θα ερωτήσωσι που είναι το Ζαγώρα της Μικρας Ασίας. Ιδού: [ Αρρ. Περίπ. Ευξείνου Πόντου] «Σινωπείς Μιλησίων άποικοι από Σινώπης εις Κάρουσαν πεντήκοντα και εκατόν· σάλος ναυσίν ·ενθένδε εις Ζάγωρα, άλλοι αυ πεντήκοντα και εκατόν». Και [Μαρκιανού Ηρακλειώτου Περίπλους Πόντου]
«. . . από Καρούσης χωρίου εις Ζάγωρον χωρίον στάδια ρκ΄· από Ζαγώρου χωρίου εις Ζάληκον ποταμόν και κώμην αλίμενον στάδια ρκ΄ .) » .
δ΄). Ο εκ Μηλεών του Πηλίου σεβαστός καθηγητής κ. Ρήγας Καμηλάρης, συμφώνως φιλική προς ημάς επιστολή του, συμφωνεί ως προς την γραφήν Ζαγωρά με Ω, ην παράγει εκ τον νεοελληνικού αχωρίστου μορίού  ζ α  του αποκόμματος της νεοελληνικής, επιχωριαζούσης εν Προποντίδι, λέξεως  ζ ά β α λ ε  κατά σύμπτυξιν και αφομοίωσιν διάβολε , και α γ ώ ρ α  θηλυκόν του άγωρος και αγώρι. Κατά συνέπειαν  ξ α- α γ ώ ρ α =ξαγωρά=διαβολοκόριτσο. Επρόκειτο δε, κατά τον αυτόν κ. Καμηλάρην, αρχικώς περί του όλου όρους Πηλίου, ονομασία ήτις περιήλθεν εις το χωρίον το προ του 1700 μ. Χ. γνωστόν ως Σ ω τ ή ρ α.
ε ) . Οι πλείστοι των ασχολούμενων με την ιστορίαν του Πηλίου, την λέξιν Ζαγορά παραδέχονται ως προελεύσεως σλαυικής, ην και παράγουσιν εκ του  ζ ά ν τ= όπισθεν, και  γ κ ό ρ α= βουνόν. Ζαγορά όθεν σημαίνει το χωρίον το όπισθεν του βουνού.]

(«Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά μνημεία», Απ. Κωνσταντινίδης, Αλεξάνδρεια,1960)