Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πήλιο ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πήλιο ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Φωνή εκ Πηλίου -1885

Τον Απρίλιο του 1885 έγιναν βουλευτικές εκλογές. 
Οι αντιπολιτευόμενοι (τον Τρικούπη) υποψήφιοι βουλευτές (με τον Θεοδ. Δηλιγιάννη) στο Βόλο και το Πήλιο ήταν οι: Ιωάννης Τζιώτης -πρ. πρέσβης της Ελλάδας στο Βόλο επί Τουρκοκρατίας και Έπαρχος μετά την προσάρτηση , Νικ. Σχινάς –Ταγματάρχης Μηχανικού, Ζήσιμος Μπασδέκης Μοίραρχος Χωροφυλακής, Γ. Ν. Φιλάρετος αξιωματικός Χωροφυλακής – ως ανεξάρτητος, Χρήστος Βαρλαμίδης, Ιωάννης Τσιακατούρης. 
Τέλος, υποψήφιος ήταν και ο Κων-νος Δ. Ζαμανούδης ή Παππακώστας γιατρός, από τον Άγιο Λαυρέντιο πληρεξούσιος και μέλος της Προσωρινής Κυβερνήσεως στην εξέγερση του 1878, που συνήλθε στην Πορταριά. 
Τότε επικράτησε ο Θ. Δηλιγιάννης και εκλέχτηκαν οι Ιωάν. Καρτάλης, Νικόλαος Αξελός, Ζήσης. Χατζηκυτιλής, Άγγελος. Αγγελίδης, Ευστάθιος Ιωαννίδης και Γεώργ. Ν. Φιλάρετος
Ο Κ. Ζαμανούδης ήρθε προτελευταίος με 2774 ψήφους.    
Αυτός έγραψε τότε και το παρακάτω «δημώδες ποίημα» που (αν εξαιρέσουμε τα «παρακάλια» στο βασιλιά) θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα. 
Τίποτα (εκτός από την εποχή-δυστυχώς)  δεν άλλαξε !
----------------------------------------------------------------------------------- 
«Το εξής δημώδες ποίημα(*), λίαν πιστώς εικονίζον την ελεεινήν και αξιοδάκρυτον του λαού κατάστασιν, την δημιουργηθείσαν παρά της εθνοκτόνου Κυβερνήσεως Τρικούπη, και αληθή πόνον ψυχής εκφράζον, εδόθη ημίν προς δημοσίευσιν :

ΦΩΝΗ  ΕΚ  ΤΟΥ  ΠΗΛΙΟΥ
Πρέπει να σκούζουν ‘ς τη Βουλή στ’ αυτιά του Βασιλιά μας
«Με αίματ’ αγοράσαμε ημείς τη λευθεριά μας
Την αγαπάμε το λοιπόν ίσια με τα παιδιά μας .
Κ’ όταν πληγώνουνε αυτήν, πληγώνετ’ η καρδιά μας».

Πληγώνουνε τη λευθεριά οι άνισοι οι φόροι
Που καταπνίγονται ’ς αυτούς παντός φτωχού οι πόροι.
Πληρόνω επιτήδευμα χωρίς να το ασκήσω,
Πληρόνω ’ς άλλους γεύματα χωρίς να γευματίσω.
Πληρόνω για το σπήτι μου, που σκέπει τα παιδιά μου, Πληρόνει η καλύβα μου, που κρύβω τα τσαπχιά μου.
Πληρόνουν τα χεράκια μου που πιάνουν το δικέλλι,
Πληρώνω για την κόπρον μου που φέρνω εις τ’ αμπέλι.
Πληρόνει και ο όνος μου που φέρνει τους καρπούς μου
Απ’ το όρος το τραχύ που σκάπτω τους αγρούς μου.
Πληρόνω εδώ, πληρόνω ’κει, πληρόνω κάθε ’μέρα
Αι πληρωμαί με καταντούν ’ς αν φύλλο στον αέρα
Και γίνομαι πεντάφτωχος, πεινάνε τα παιδιά μου
Και να χαρή την λευθεριά δεν ευκαιρεί η καρδιά μου.

Δος προσοχήν, ω, Βασιλεύ, επί του υπουργού σου,
Κλαίει και τρέμει η καρδιά τού προσφιλούς λαού Σου.
Μη βλέπετε τον πλούσιον, μη βλέπετε τας πόλεις,
Ιδέ και ’μας εις τα χωριά και εις τας κωμοπόλεις.
Ασβέστην, ξύλα, κάρβουνα ’ς την πόλιν αγοράζω
Τους θάμνους μου, τα φρύγανα ποσώς δεν τα πειράζω...
Με καταγέλλ’ ο Δήμαρχος, ακούει ο Δασονόμος
Κι αμέσως εφαρμόζεται του Δράκοντος ο νόμος...
Δος προσοχήν, ω Βασιλεύ επί του υπουργού Σου
Και άλλαξε, για το Θεό, την τύχην του λαού Σου.

Εν Αγίω Λαυρεντίω, Ιανουάριος του 1885.
Π. ΚΩΣΤΑΣ ΙΑΤΡΟΥ.»

(*) Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Ο ΕΣΠΕΡΟΣ στις 28-1-1885. Το ίδιο ποίημα ανατυπώθηκε στο βολιώτικο ΕΘΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΕΙΟΝ στις 16-3-1885 για προεκλογικούς λόγους.
 (Αντιγραφή σε μονοτονικό)

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Προ της Ιωλκού

Στο πολυσέλιδο βιβλίο του Πατρινού ποιητή, συγγραφέα και δοκιμιογράφου Σπυρίδωνος Βασιλειάδου (ΕΔΩ) «ΑΤΤΙΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ - ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις ΦΕΞΗ -1900 και στη σελίδα 693, βρίσκουμε το ποίημα «Προ της Ιωλκού».
Πατριωτικό εξαιρετικό ποίημα (σχεδόν άγνωστο) που γράφτηκε μια δεκαετία πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και έχει αναφορές και στις ακτές του Παγασητικού!

                             Προ της Ιωλκού
                                        Α΄
                            Πώς, από της χώρας ταύτης
Οιωνός της Σαλαμίνος, ο Ιάσων αργοναύτης
Επεπήδησεν ευτόλμως με τους πρώτους των Ελλήνων
Εν τω μέσω των κυμάτων, εν τω μέσω των κινδύνων,
Τέκνον της ελευθερίας, λάτρις της καλής ελπίδος,
Προς το γέρας της Κολχίδος:
 Ναι, πιστεύω εις την πρώτην και μεγάθυμον σελίδα
Της λαμπράς σου ιστορίας, ώ Ελλάς μου, αφού είδα
Την ωραίαν αυτήν χώραν, εν τω μέσω των ορέων
Εσπαρμένην, ως μεγάλας φωλεάς αετιδέων!
Από των ορέων τούτων, εις τα πλάτη του αιθέρος
Ζώντες, βλέποντες πλησίον πως οι αετοί πετώσιν
Υπεράνω της θυέλλης αγερώχως κ’ ελευθέρως
Εις τον κόλπον τον ωραίον έπρεπε να καταβώσι,
Να πτερώσωσι εν σκάφος, αντί ν’ αναβώσιν ίππον
Και να δώσωσι τον πρώτον κατά των βαρβάρων κτύπον,
                                                    Της Αργούς οι επιβάται,
Με φωνήν εις τους αιώνας: «Τους ασιανούς χτυπάτε!»  

                                        Β΄
Πώς, και σήμερον εν μέσω τόσου κάλλους και μαγείας,
Βόσκετε δειλοί και δούλοι, άνδρες  σεις της Θεσσαλίας;
Σας μαγεύει, σας κοιμίζει η ωραία αύτη φύσις,
Ως γυνή τους θηλυδρίας; Ενώ έδει τας αλύσεις
Να συναθραύσητ’ υπέρ ταύτης εν πυρί και εν μαχαίρα
Σώζοντες από τον Τούρκον την χρυσήν αυτήν μητέρα,
Πώς, κ’ εν μέσω των ορέων, ωργισμένων αποτόμων
Αναβαίνετε ιδρούντες τον βαρύν των δούλων δρόμον,
Δίχως κάν επί τας άκρας να μην έχετε ποθήση,
Όταν φθάνετε και σπεύδη ο υιός να σας φιλήση,
Να μην έχετε ποθήση ν’ αναπνεύσετ’ ελευθέρως
Και το μύρον της ελάτης και το ρεύμα του αέρος;
Εις αυτάς τας κορυφάς σας, ο αήρ αυτός ο πνέων,
                                           Ο Βορράς της Θεσσαλίας,
Όλος δρόσος, αλκή όλος, ως το φρόνημα γενναίων,
Όταν ρίπτεται ως γίγας και πληροί τους πνεύμονάς σας,
Εις το στήθος παλμόν ένα, όνειρον ελευθερίας
                                          Εις τον νουν ουδέν εγείρει;
Και ο μιναρές εκείνος, έως εις τας κορυφάς σας
Τινασσόμενος ως ύβρις, ουδ’ έν δάκρυ προκαλεί
                                            Εις το όμμα, Θεσσαλοί;
Δούλοι, δούλοι, η μεγάλη αύτη φύσις σας οικτίρει…
Και τα δάκρυά της εις χρυσήν αυγήν θεάσθε,
Δρόσον λέγετε το δάκρυ, ησυχείτε και χασμάσθε.

                                       Γ΄
Και να κύπτωσιν ως δούλοι μέτωπον ομού και γόνυ
Οι υιοί του Νικοτσάρα, οι υιοί του Κατσαντώνη !
Και να είνε κύριός των και αγρίως να δεσπόζη
Πλαδαρός τις Μουσουλμάνος, με ωχρόν αρρώστου χρώμα,
Όστις σήπεται ως τέλμα, όστις ως νεκρός απόζει,
Τούρκος στρέφων ηλιθίως το θολόν βλακώδες όμμα,
Και να λησμονώσιν ίσως ότι Θεσσαλός εκείνος,
Όστις πρώτος την Ελλάδα εις ανάστασιν εκάλει,
Και να μην νοώσιν ίσως αν του Ρήγα ήν ο θρήνος,
Όταν άνεμος εις ράχεις βρυχηθμούς πενθίμους βάλλη!
Μνήματα περιπατούντα, μνήματα ψυχρών μαρμάρων,
Όπου γέγραπται επάνω χρυσή λέξις μία: «Έλλην»,
Μνήματα ερήμου μέσω, όπως μέσω των βαρβάρων,
Των Ελλήνων βλέπω ταύτην την θεσσαλικήν αγέλην !
                                       Δ΄
Όμως , όπως η ωραία και καμπύλη παραλία,
Ευσεβή τα γονατά μου ιδού έρχομαι και κλίνω,
                                         Ω του Πίνδου Θεσσαλία,
Και φιλώ τα χώματά σου και θερμόν έν δάκρυ χύνω !
Σπένδω δάκρυα εις μνήμην των μαρτύρων και ηρώων
Κ’ εις το φάσμα του Βλαχάβα κόσμον λησμονώ αθρόον…

(Εκ του ατμοπλοίου «Εύξεινος» της Εταιρείας «Fraissinet»)

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Πήλιο

Στο ποίημα του Άγγ. Σικελιανού «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ» (Θεσσαλία) το τρίτο μέρος αναφέρεται στο Πήλιο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ στις 14 & 15 Νοεμβρίου 1912. Μετά στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ, τεύχος 499, τόμος 11 (1913)

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Πήλιο

Το Πήλιο παρέα με την Άνοιξη, το τέλος του Μάρτη  και την αλλαγή της ώρας...
"Χωριό Πηλίου" - Αγήνωρ Αστεριάδης
ΠΗΛΙΟ
(του Μιχάλη Μπάστα)

Εκεί που η φύση πλάθει τ’ όνειρο
από την πράσινη πλαγιά,
ως το βαθύ γαλάζιο·
εκεί που ηχούν ακόμα πέλματα Κενταύρων
σε μονοπάτια φιδωτά,
που τραγουδούν την άνοιξη·
εκεί που οι διαθλάσεις του ήλιου
μέσ’ από φυλλωσιές
χαϊδεύουν την ψυχή σου
και τα ρυάκια τα κρυφά
ύμνους παλιούς αχολογάνε·
στον τόπο αυτόν που αναβλύζει η χαρά
 μέσ’ απ’ τα σωθικά σου,
καθώς σέρνεις το βήμα σου
σε μονοπάτια σκιερά
και χάνεσαι στο σύμπαν·
εκεί πρωτοαντίκρισα μέσα στην άφατη ομορφιά
το απόλυτο του πράσινου,
κρυφό παλμό της φύσης.
Κι έμεινε πάντα μέσα μου
το σφιχταγκάλιασμά του
με τη γαλάζια θάλασσα,
στεφανωμένη από αφρούς
αγέρωχους γκρίζους βράχους.
Σαν πέπλο νύφης κεντητό,
 που καταστάλαξε βαθιά
μέχρι την άκρη της ψυχής
την ονειρώδη χάρη του,
δώρο Θεού μοναδικό,
 Πήλιο ξακουσμένο.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Πήλιο

Δυτικό Πήλιο: Άνω Λεχώνια, Αϊ-Βλάσης, Αϊ-Γιώργης
Χάνια, ΕΡΤ
Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ
Νότιο Πήλιο: Τζάστενη
Ανατολικό Πήλιο: Μυλοπόταμος

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Πηλίου Ωδή



Απρίλης με τα λούλουδα...Καλό μήνα με ένα ποίημα!

Πηλίου Ωδή
(του Γιάννη Π. Τζήκα)

Ο ήλιος ο πηλιορείτης
Αφειδής και απαστράπτων
Η όλβιος των βράχων ακινησία
Η ψυχή της σμιλεμένης πέτρας
Η μελίρρυτος αδολεσχία των υδάτων
Ο ασπασμός  του Αιγαίου
Το εύθαλες του δάσους
Η δροσοσταλίδα στη ρίνα των φύλλων
Στης αυγής το ράγισμα
Των λιόδεντρων ο ακήρατος χυμός
Η έκλυτος ευωδία των ανθέων
Των εντόμων ο σάλαγος
Το λίκνισμα των μίσχων
Στ’ απάχικο του πρωιού αγέρι
Των χρωμάτων η ανάσταση
Η φωταψία της άνοιξης.

Τα πάντα εν πάσι
Πήλιον το περιλάλητον.

Του Χείρωνος η σοφία
Των Κενταύρων η ρώμη
Η Αργώ στο γλαυκό του πελάγους
Ο Ιάσων λυσίκομος στην πρώρα
Ανατείνων το χρυσόμαλλο δέρας
Ο πυριφλεγής Βελεστινλής
Ο λόγιος Άνθιμος έμπλεος επανάστασης
Ο χρωστήρας του Θεόφιλου.

Τα πάντα εν πάσι
Πήλιον το ευκλεές
Των εντοπίων το αγλάισμα!

(από Μαγνησία - ΕΚΠΟΛ - τχ 4 - Μάιος 2006)

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Πήλιο



Πήλιο

Ο πλαστουργός σαν τέλειωσε τον κόσμο τον γνωστό,
είδε σαν κάτι να ΄λειπε που θάταν θαυμαστό.
Θα ζωγραφίσω σκέφθηκε, θέμα γεμάτο χάρη,
ένα πανέμορφο βουνό, ένα βουνό καμάρι.
Εδώ θα βάλω πράσινο, μια ρεματιά πιο κάτω,
δαντελωτές ακρογιαλιές στης θάλασσας το πιάτο .
Εδώ θα βάλω καστανιές, πηγούλες όλο δρόσο,
μυρτιές, λουλούδια και ελιές, έχω πολλά να δώσω .
Να μην ξεχάσω τις μηλιές, κούμαρα , κερασούλες,
τις ανθισμένες μυγδαλιές, του Γεναριού νυφούλες.
Κι αφού καλά τελείωσε, κάλεσε τους ανθρώπους,
για σας, τους είπε, το ’φτιαξα, και για τους στρατοκόπους .
Γλυκό νερό να πίνετε, στα δάση ,  στα πλατάνια,
κι οι ανοιχτές σας αγκαλιές, ν’ αγγίζουν τα ουράνια.
Εγώ εδώ τελείωσα, μα θα ’ρχομαι συχνά,
στου Πήλιου τ’ ακρογιάλια, τα δάση τα πυκνά.
Με μοναστήρια κι εκκλησιές, δώστε και μένα κάτι,
γιατί πολλά σας χάρισα και κάνω σαν ...παιδάκι.
Κι ένα μικρούλι , φτωχικό, λιτό προσκυνητάρι,
μ’ ένα καντήλι και κερί, φωνής προσκυνητάρι,
Είναι για μένα αρκετό, ευγνωμοσύνη θέλω
και στις ψυχές ανάπαυση, γαλήνη θα προσφέρω.

Ποίηση:Λευτέρης Μπέκιος – Ιούνιος 2012

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Ύμνος στο Πήλιο

Ένα πολύ παλιό ποίημα που μάθαιναν όλα τα τότε παιδιά στα σχολεία του Πηλίου. Επίσης το τραγουδούσαν στις σχολικές εκδρομές κι εκδηλώσεις. 
ΠΗΛΙΟ
Εμπρός παιδιά να ψάλουμε
του Πήλιου τις ‘μορφιές
πως τέτοια κάλλη αφάνταστα
αγνίζουν τις καρδιές.
Κι ο ύμνος μας ας ακουστεί
στα πέρατα της γης
και προς το Θείο εξυψούν
τα μάτια της ψυχής

Πήλιο, Πήλιο σε υμνώ,
σ’ αγαπώ, σε ποθώ,
κι όπου πάω κι όπου βρεθώ
το όνομά σου θα υμνώ.

Η γαλανή σου η θάλασσα
που γρήγορα ξεσπά,
με αφρισμένα κύματα
σε βράχους, σ’ αμμουδιά
και ο γαλάζιος ουρανός
που αγγίζει τα νερά,
κάνουν διπλά τα κάλλη σου,
διπλή την ομορφιά.

Πήλιο, Πήλιο σε υμνώ,
σ’ αγαπώ, σε ποθώ,
κι όπου πάω κι όπου βρεθώ
το όνομά σου θα υμνώ.
Οι κατασκηνωτές της ΧΑΝ στον Αϊ Γιάννη το συμπλήρωσαν με την παρακάτω σχετική με την κατασκήνωση στροφή:
Μέσα στη μάγια φύση σου
ερχόμαστε μικροί
για να γενούμε γίγαντες
στο σώμα στην ψυχή.
Κι όταν με χρόνια θα ‘μαστε
 μακριά σου και τρανοί
θα λαχταρούμε σαν παιδιά
του Πήλιου τη ζωή

Πήλιο, Πήλιο σε υμνώ,
σ’ αγαπώ, σε ποθώ,
κι όπου πάω κι όπου βρεθώ
το όνομά σου θα υμνώ.
...και το τραγουδούν με το ύφος των κατασκηνωτών:

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Ύμνος του Πηλίου


Γεώργιος Δροσίνης
ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ 
(ποιητικὴ συλλογὴ "Γαλήνη" -1902)

Η Πλάση, η παντοδύναμη κι απόνετη μητέρα 
Για σένα δεν εστάθηκε καθόλου ακριβοχέρα. 
Αν έδωσε σ’ άλλο βουνό ψήλος και περηφάνεια 
Κι άλλο βουνό αν το σκέπασε με λόγγους και ρουμάνια, 
Κι άλλο βουνό αν το πύργωσε σε βράχους και κοτρώνια, 
Κι άλλο βουνό αν στεφάνωσεν ολοχρονίς με χιόνια, 
Μάζεψε απ’ όλα τα βουνά τη μοιρασμένη χάρη, .. 
Την έσμιξε και σ’ έπλασε, Βουνό - βουνών, καμάρι !


Του ανθρώπου η πολυμήχανη και φωτισμένη γνώση 
Ακόμα δεν κατώρθωσε και σένα να ημερώση. 
Αδάμαστο, ανυπόταχτο στυλώνεις το κεφάλι 
Κ’ έχεις κρυφές τις ομορφιές, παρθενικά τα κάλλη. 
Όταν ο πόνος μυστικά τα σπλάχνα σου σπαράζει., 
Του πόνου αχνάδα η καταχνιά την όψη σου σκεπάζει, 
Κι όταν παλεύης με στοιχειά κι από θυμό ξανάφτης, 
Θεριεύεις, ανταριάζεσαι, σειέσαι, βροντάς, αστράφτεις 
Πανώριο στη νεροποντή και στην ανεμοζάλη, 
Πανώριο και στην ξαστεριά, που σε φωτίζει πάλι.


Κι όταν ατόφυο και βαρύ και παγωμένο χιόνι 
Από τα πόδια ως την κορφή πέφτει και σε πλακώνη, 
Μαρμαρωμένο φαίνεσαι, καθώς στα παραμύθια ... 
Μα έχεις κρυμμένη τη ζωή στα παγωμένα στήθια, 
Κι άμα προβάλη ολόφεγγος ο ήλιος απ’ αγνάντια, 
Το μάρμαρο σπα και γεννά σμαράγδια και διαμάντια: 
Σμαράγδια τα ρουμάνια σου, διαμάντια τα νερά σου, 
Απλώνονται, ,σκορπίζονται, χύνονται ολόγυρά σου 
Χαρίσματα ανεκτίμητα και δώρα ευλογημένα 
Στα Εικοσιτέσσερα Χωριά, που κρέμονται από σένα,
Και δίνεις στις ζωές ζωή, φέρνεις στις χάρες χάρη, 
Περήφανο και σπλαχνικό Βουνό - βουνών καμάρι.