Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φ. Μιράνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φ. Μιράνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Πήλιο: Παράδεισος μοναχός !

Ένα όμορφο κείμενο του βολιώτη (ποιητή και πεζογράφου του μεσοπολέμου) Φάνι Μιράνα (ΕΔΩ) που εξυμνεί τις ομορφιές του Πηλίου...

ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΣ
Η μουσαφιρίτσα η Λαρισινή, που τόσην αγάπη τής έδειχναν όλες γύρα-γιατί και καλή είτανε και μικρή και όμορφη και χαριτωμένη κοπελίτσα- τις διηγότανε τις ομορφιές και τα κάλλη της Πορταριάς και του Κάραβου, της αστέρευτης και αθάνατης Μάνας. Τις μίλαγε για τα μέρη, που πρώτη φορά αφτή τα είδε, με μια λατρεία πού πρόδηλα γιγάντωνε μέσα της :
— Είναι κάτι μέρη, μα κάτι μέρη! Παράδεισος μοναχός ! Θαρρείς και βρίσκεσαι στον απόκοσμο, όταν είσαι εκεί. Πέφτουνε όλες οι ομορφιές μαζεμένες μπροστά στα μάτια που, έτσι όπως τα φαντάζεσαι στον απόκοσμο. Και, λες και γίνεσαι όλη μύρα και άνθια. Και μαζί με αυτό παθαίνεις και τον ωραιότερο θάνατο....Σε πνίγουν οι φυσικές μυρουδιές. Πεθαίνεις από τις ευωδιές επάνω σε ένα ταπέτο καταπράσινων φυλλωμάτων και πολύχρωμων λουλουδιών.... Και μετά πάλι, ξαναβρίσκεσαι ζωντανή μέσα στην πιο ωραία και ποθητή ζωή... Δε φαντάζεσαι τι είναι εκεί ψηλά. Δε μπορεί να το φανταστεί ο νους σου. Πεθαίνεις με τα πιο ωραία πράματα και με τους πιο ασύλληφτους οραματισμούς.... Διάβασα πολλά στο Αρσάκειο και στο σπίτι μου για όμορφα και μαγικά τοπεία, μα ποτές η φαντασία μου δεν συλλογίστηκε όμοια, με τα όσα είδα, μέρη...
Κάθισα δεκαπέντε μέρες. Εκεί μου φαινόταν πώς κάθισα μονάχα δεκαπέντε λεφτά της ώρας... Τόρα όμως, όσο μακραίνω από ‘κεί, αρχίζω να νομίζω πώς κάθισα δεκαπέντε ολάκερα χρόνια... Εμείς στη Λάρισα έχουμε ένα έρμο Αλκαζάρ και το λέμε παράδεισο. Δε βαριέσαι! Αν δεν είτανε ο Πηνειός δίπλα του και αν του λείπανε τα ψηλά δέντρα θα είτανε κόλαση, όπως είναι όλη η Λάρισα.... Λένε πως η Βενετία είναι ένα θείο, ένα παραδείσιο μέρος. Όμως για μένα που δεν την είδα, η Πορταριά στέκει πιο αψηλά από αυτήν, καώ ας μην έχει και θάλασσες και νησίδες. Εξάλλου εμένα μου είπε κάποιος κύριος, με πολύ oρθή κρίση, πως η Βενετία είναι μέρος πληχτικό.
-Στα Λεχώνια πήγες, Πολυτίμη ; της διέκοψε την αναπόληση και την ενατένιση το Βγενιό.
-Μμμ! όχι, δεν πήγα. Πρώτη μου φορά έρχομαι, καλέ, στο Βόλο, αποκρίθηκε εκείνη -συναφερμένη.
-Στις Μηλιές ;
-Ούτε.
-Στην Αγριά, στα Πλατανίδια;
- Μα πρώτη μου φορά, καημένη, έρχομαι εδώ...
- Αααά ; Μα εκεί να πας και να δεις μέρη, που μήτε τα 'νειρεύτηκες ποτέ σου.
-Αλήθεια, λένε όλοι πώς είναι καλά. Του χρόνου λέω να ξανάρθω για μπάνια και να πάω και αυτού τότες.
Τα κορίτσια- οι φιληνάδες της κόρης της κυρά Μαγδαληνής - ακούγανε το καθετί που λεγότανε στην παρέα τους. Το Βγενιό κατόπιν άρχισε να εξυμνάει την ελιόχαρη Αγριά με το μαγεμένο το ακρογιάλι της, πού απλώνεται έτσι σαν δίχρωμη μακριά κορδέλα έτσι σαν περιθώριο ζηλευτό γύρο στην ομορφούλα και χαμηλή πολιτεία, με τα χαριτωμένα σπιτάκια, που μοιάζανε σαν ξαπεταρούδια κοριτσάκια, που προβάλλουν το αγλαό προσωπάκι τους ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των ελιών και των λεμονιών. Και εδώ πρόστεσε:
-Αλήθεια, το ακρογιάλι της Αγριάς λένε πώς ούτε και η πανύμνητη Μυτιλήνη δεν τόχει.
Και ύστερα μιλούσε για τα Λεχώνια με τα πολυποίκιλλα φυλλώματα, για τα Κάτω Λεχώνια με τα άπειρα πωρικά, για τον ποταμό το Βρύχωνα, για τα Άνω Λεχώνια που είναι :
-Να, όπως είπες εσύ, Πολυτίμη, είναι κάτι πολύ από το απόκοσμο, είναι κάτι πολύ από την Παράδεισο, πραγματικά. Και τόχουνε πει αυτό και όλοι οι ξένοι που ήρθανε εδώ, Φαντάσου, παιδί μου, ώρες ολόκληρες περνάει ο σιδηρόδρομος ανάμεσα από γέφυρες λογίς-λογίς δέντρων πούναι καταφορτωμένα καρπούς. Κατόπι της μίλαγε για τη Γαντζέα με τους πλούσιους ελαιώνες της, για τις Μηλιές με τα νερά που εφραίνουνε εξαιρετικά όταν κατεβαίνουνε στο λαρύγκι και που είνε λαγαρά καί κρύα σαν της μυθικής Υπέρειας Κρήνης τα νερά, και που έχουνε όμορφες κοπέλες, όπως να είσανε μοσκαναθερμένες μέσα στο γιαλί· να της μιλάει για τη Βυζίτσα με τα σταφύλια της, που θα τα προτιμούσαν και οι Ολύμπιοι θεοί για τα συμπόσιά τους, για την Πρόπαν που βγάζει τις μοναδικές πλάκες, για την Αργαλαστή με τα φημισμένα σύκα, για Χόρτο, για το Νεοχώρι, για το Λαύκο, για το Προμύρι, που είναι εκεί δάση ολόκληρα, από λεϊμονιές και πορτοκαλιές που οι κορμοί τους είναι χωμένοι μέσα στη γης, είναι σκεπασμένοι με χώμα και πετράδια και άμμο από τις βροχές.
-Πού να πεις και για την πίσω την πλευρά;... Όλη η δύναμη του ήλιου, καθώς ανατέλνει μέσα από το νερό,  δύναμη αυτή γίνεται χλωρασιά και δέντρα και λουλούδια και καρποί και ομορφιές και μυρώματα σε κείνο το μέρος.
 Η Τσαγκαράδα είναι το θαύμα του Πηλίου. Έπειτα βάλε τη Ζαγορά με τη Βίγλα της, τον Κισσό, το Μούρεσι, το Πουρί, τον Αϊ Γιάννη, το Χορευτό και τράβα κορδέλα... Και να ξαίρεις είναι γιομάτα φασόλια  και κάστανα και κοκόσιες... Κι άλλα τόσα, πολλά και θαμαχτά πράματα είπε το Βγενιό.
 -Αμ, αυτού να πας να δεις Πήλιο, τέλειωσε.
-Γιατί; -υπόβαλλε απότομα η μητέρα της Ευτέρπης, η νοικοκυρά, κι ανασηκώθηκε λίγο από το σκαμνί της.
-Τα δικά μας τα μέρη λίγο σου είναι;
Σάστισέ το Βγενιό, που δεν καταλάβαινε για ποιον τόπο της μίλαγεν η κυρά Μαγδαληνή.
-Στη Λαμία, λέει; στην Αθήνα; στη Σαλονίκη; αναρωτήθηκε μέσα της. Το βλέμμα της τόχεν αφερεμένο αφιμένο απάνω στη νοικοκυρά που της μίλησε.
-Ποια μέρη; ρώτησε.
-Τι αδέξια την έχεις την Πορταριά; απάντησεν η κυρά Μαγδαληνή. Κι η Ευτέρπη αρώτησε μετά:
-Καλέ έχεις πάει στον Κάραβο να δεις;
-Χμ!  Στην Πορταριά εγώ δεν πήγα ποτές μου ως τα τόρα. Και τόχω μεράκι, να σας πω την αλήθεια, αυτό... Τόσο κοντά που είμαστε εδώ και να μην τα καταφέρω να πεταχτώ μια ματιά για μια δύο μέρες...
Και η κουβέντα ξακολούθησε να κυλάει όμοια, αποκάτου στο χαγιάτι που καθότανε η γυναίκεια συντροφιά, ενώ στης Πολυτίμης το νου γεννιότανε κάτι σαν αμφιβολία, σα δισταγμός, σα δυσπιστία.


[«Από τις ιστορίες του χθεσινού Πηλίου» - ΦΑΝΙΣ ΜΙΡΑΝΑΣ -1924 (Πιστή αντιγραφή σε μονοτονικό)]

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Φάνις Μιράνας

Φάνις  Ι. Μιράνας
Ανάμεσα στους Βολιώτες λογοτέχνες του μεσοπολέμου συγκαταλέγεται και ο σχετικά άγνωστος Θεοφάνης Ιωάννου Κατσόμαλος, που έγινε περισσότερο γνωστός από την ποίησή του.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βόλο. Ασχολήθηκε πολύ με τη δημοσιογραφία και περιόδευσε όλη την Ελλάδα ως δημοσιογράφος και ηθοποιός.
Ήταν ανθρωπος ανήσυχος, ενθουσιώδης, δραστήριος  και λάτρης της περιπέτειας. 
Ως συντάκτης  με το ψευδώνυμο Φάνις Μιράνας, έγραφε σε εφημερίδες της Αθήνας , του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και του Βόλου.  Ταξίδεψε στη Νότιο Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία. Μάλιστα για την Αργεντινή επιβιβάστηκε λαθραία από τη Θεσσαλονίκη σε φορτηγό πλοίο. Φτάνοντας τον ανακάλυψαν και τον απέλασαν αμέσως. Έτσι ήρθε αρχικά στην Αμβέρσα και μετά μέσω Παρισιού και Μασσαλίας, στον Πειραιά.
Εκεί και στην Αθήνα έμεινε για λίγους μήνες και μετά αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος να μονάσει.  Και από εκεί έστελνε ποιήματα στη βολιώτικη ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ -που από πριν συνεργαζόταν- επηρεασμένα από τη μοναστική του ζωή. 
Με νεωτερικούς(!) στίχους ερμηνεύει
την ασκητική ζωή που μάλλον δεν άντεξε!
Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ γιατί ήρθε σε ρήξη με τους άλλους μοναχούς και τον ηγούμενο της Σκήτης και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το ράσο και την καλογερική. Οι προστριβές με τους μοναχούς ήταν το αποτέλεσμα ψυχοπάθειας που έπαθε. Τότε στα 1934, κλείστηκε για λίγο σε ψυχιατρείο της Αθήνας. Μετά ξαναγύρισε στο Βόλο. 
Κάποια στιγμή όμως η κατάστασή του επιδεινώθηκε και οι δικοί του τον έβαλαν στο ατμόπλοιο «Λέων» που έκανε τον πλου για Πειραιά, για να πάει ξανά για νοσηλεία. Αυτός όμως ξεφεύγοντας της προσοχής τους, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε (αυτοκτόνησε).
Ήταν σε ηλικία μόλις 30 ετών και ήταν στις 11 Ιουλίου του 1934. 
Ακόμη ένας ποιητής έφυγε νωρίς!
 
Ασχολήθηκε με το χρονογράφημα, το διήγημα, έχοντας δε και ιδιαίτερη κλίση στην  ποίηση, δημοσίευσε αρκετά ποιήματα,  τα οποία αποκάλυπταν τον νεαρό ποιητή σαν ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο. Οι αναλύσεις του στα κείμενα, ήταν επίσης άριστες. Ήταν  παραγωγικότατος και υποστηρικτής ενθουσιώδης κάθε φιλολογικής  προσπάθειας. 

" Έρχεται η άνοιξη και πάλι. 
Στείρα δεν είναι πια η ζωή. Θα μιλήσουνε κρυφά μιαν αυγή τα προφαντά λουλούδια της αμυγδαλιάς, καθώς θα ανοίγουν τα μάτια τους μέσα από την απέραντη λευκότητα που θα τα περιβάλει. 

Θα γελάσουνε οι ήχοι των τραγουδιών που θα σκάσουν μέσα στη θαλπωρή του ατλαζένιου μεσημεριού. 

Και θα σκύψουν να αφουγκραστούν το σιγό μίλημα και το απαλό γέλιο, τα κλαριά των δένδρων, θα λυγούνε προς τα κάτου όπως να είσανε μεθυσμένα από μπρούσκα πιοτά.
Ένας γέρος με λευκό ρυτιδωμένο πρόσωπο, και με μαύρη περιβολή του παλιού καιρού, θα αργοβαδίζει στο χαμογέλασμα του απομεσήμερου σε ένα μακρινό στρατί, που θα τραβάει προς το βουνό.
Και ένας νεαρός κυρίως θα τον ακολουθεί με τα χέρια πίσω πιασμένα και με τα μάτια στυλωμένα στο κάθε τι που θα πρόκειται να πατήσει. Και ο σεβάσμιος άνθρωπος θα μεταδίδει τη σοφiα του και την πείραν του στο νεαρό βλαστό.
Οι ανοιξιάτικες ημέρες είναι πιο γόνιμες γι' αυτό το πράγμα. 
Κάποια παιδάκια πάλι θα τρέχουν στο φαρδύ, δρόμο της πολιτείας με το πρωτανάσασμα του πορτοκαλένιου δειλινού. Βαρυγκομισμένος ένας εργάτης θα γυρνά σε μια καλύβα. Και ένας άλλος εργάτης, μαυρισμένος από την τριβή , θα τραβά τώρα στο εργοστάσιο.
Ο ουρανός θα στέλνει παντού μεταξένια χαμόγελα. και το βραδάκι το φεγγάρι θα στέλνει φιλιά.
Και η Φύση στους κόλπους της θα κανακεύει την ωραία ζωή- τη ζωή που στείρα δεν θάναι πια…"

Εκτός των δημοσιευθέντων έργων του,  είχε έτοιμο ένα τρίπρακτο κοινωνικό πολεμικό δράμα «Το κτήνος». Επίσης ποιητικές συλλογές τις οποίες τιτλοφορούσε «Προς περισσότερο φως», «Θεσσαλικά αφιερώματα», «Ομιλίες προς τον Θεό και άλλα ποιήματα» καθώς και δύο τόμους διηγημάτων «Μετάσταση» και  «Ιστορίες τον χθεσινού Πηλίου» (ΕΔΩ) που ποτέ δε δημοσιεύτηκαν. 
ΠΗΓΕΣ:
-Πανθεσσαλικό Ημερολογιακό Λεύκωμα-Θωμά Βινικίου-Παπακωνσταντίνου, 1927
-Εφημερίδες
-Θεσσαλικά Χρονικά, τόμος επετειακός, 1961

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Πηλιορείτικο παραμύθι

Για την τεράστια, διαχρονική, παιδαγωγική αξία των παραμυθιών-αλλά και των δημοτικών τραγουδιών- δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση! Ο παλιός σπουδαίος τσαγκαραδιώτης δημοσιογράφος Γεώργιος Αδρακτάς γράφει γ' αυτό:
Να, ένα πηλιορείτικο διήγημα (παραμύθι) για τα παιδιά, τις γιαγιάδες και ...τους παππούδες, τώρα που είναι χειμώνας και γιορτές και τα τζάκια αναμμένα! 
Παρμένο από τις επιφυλλίδες της παλιάς βολιώτικης εφημερίδας ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ, είναι γραμμένο από το βολιώτη ποιητή, κριτικό και πεζογράφο Φάνι Μιράνα., από τη συλλόγή του "Ιστορίες του χθεσινού Πηλίου".

Καλή ψυχή…
Ο Νικόλας ήταν τόσο μανιακός στα χαρτιά, μα και τόσο αδέξιος και άτυχος στο παίξιμό τους, ώστε μια μέρα έφτασε να πουλήσει και την τελευταία του περιουσία. Μια μέρα αποφάσισε να παίξει και το τελευταίο του ατού μ’ ένα μαγαζάκι που είχε νοικιασμένο σ’ ένα γέροντα. Και μόλις σηκώθηκε το πρωί, λέει της γυναίκας του:
-Βρε γ’ναίκα, θα πάου να παίξου κι σήμιρα χαρτιά κι ό,τι γι(έ)νει, γίνηκι(ε)! Τι να κάνουμι, αφού του θι(έ)λει έτσ’ ι Θιός κι η τύχ’!
-Κι πώς θα ζήσουμι(ε) μιτά βρε σκ’λί, τον ρώτησε άγρια εκείνη.
-Να  παρακαλάς του Θιό να μας δίν’ γεια. Κι άμα έχουμι(ε) γεια, δ’λεύουμε κι ζούμι(ε)…
Αποβραδίς είχε κάνει εκατό μετάνοιες μπρος στα εικονίσματα. Κι έκανε κι ένα μεγάλο τάμα. Έτσι:
-Αϊ, Θέ μου, βουήθα μι να κερδίσου στα χαρτιά κι ιγώ χρέους μ’ θα ι(έ)χου να σ’ φκιάσου ένα μιγάλου μάτ’ απού μάλαμα κι ασήμ’ κι διαμάντ’ για να του βάλ’νι(ε) απάν’ απ’ την Άγια  Πύλ’ στην ικκλησιά μας… Βόηθα μι, Θέ μ’, κι να μαζώνου κάθι μέρα  τ’ς φτωχοί κι τ’ς πεινασμένοι τ’ς χώρας, να τ’ς στρώνου πλούσιου τραπέζ’…
Έτσι έκαμε το τάμα του και το βραδάκι, ο καλός σου, ετοιμάστηκε και τράβηξε ίσια για το χαρτοπαίγνιο.
Λες κι από Θεού ήτανε να κερδίσει και να κερδίσει όχι λίγα μάλιστα. Και την άλλη το πρωί για να πραγματοποιήσει το τάμα, αγόρασε μισό αρνί και τόβαλε στο φούρνο. Έκανε λοιπόν, να βγει έξω από το σπίτι του να καλέσει τους φτωχούς και τους πεινασμένους. Και άμα βγήκε όξω συναντάει έναν αντρούκλα, αψηλό με μακριά χέρια, γερασμένο και καμπουριασμένο με μεγάλα άσπρα μαλλιά και γένια, ακατάστατα και άπλυτα. Τα χέρια του ήταν σαν λοβιασμένα. Κι αυτός φαινόταν πως πεινούσε.
-Έι παππού, τον φωνάζει ο Νικόλας, θέλι(ε)ς να σι βουηθήσου;
-Αμέ! Και ρωτάς αφέντη μου; του αποκρίθηκε εκείνος.
-Ε λοιπόν, να έρθ’ς του μισ’μέρ’ να φάμι(ε) μαζί στου σπίτι μ’. Έχου ένα ψ’τό πρώτ’ς! Μα κοίτα, αν δεν έρθ’ς δε θέλου να σι ματαϊδώ στα μάτχια μ’!
-Τι λες αφεντικό ! Είσαι τόσο καλός εσύ, αφέντη, είπε ο γέρος κι έκανε να φύγει.
-Άκου, τον σταμάτησε ο Νικόλας, άμα έχις κι τίπουτα γνωστοί, έτσ’ σαν κι ισένα, φέρτ’ τοιν και κείνοιν. Φαΐ θα ι(έ)χουμε. Ψουμάκι και κρασάκι δε θα μας λείψ’…
Ο γέρος έφυγε με κατεβασμένο κεφάλι απ’ τη δυστυχία όπως πάντα, αφήνοντας ένα:
-Ευχαριστώ αφέντη! Ενώ ο κυρ-Νικόλας έφυγε με το κεφάλι ψηλά από ικανοποίηση που θα εκπλήρωνε το τάμα του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Το μεσημέρι ο γέρος χτύπησε την πόρτα. Η κυρα-Νικόλαινα άνοιξε, μα αντί για έναν είδε ένα τσούρμο κακομοιριασμένους ανθρώπους. Άρχισε να μετράει: ένας, δυο, τρεις, τέσσερις …επτά …έντεκα, δώδεκα, δεκατρείς! Μπήκε αμέσως μέσα και ρωτά:
-Βρε Νικόλα, πόσοιν προυσκάλεσες να φάνι(ε);
-Έναν γι(έ)ρο, δε σ’ είπα;
-Βρε, αυτός μπήκι(ε) πρώτους κι απού πίσου άλλοι δώδικα σ’μμαζώχτ’καν! Τι θα τ’ς κάνουμι(ε) τόσοιν;
-Δεν π’ράζει! Δεν π’ράζει! Έχει ι Θιός!
Είπε ο Νικόλας και πετάχτηκε όξω να δεχτεί τους καλεσμένους:
-Καλώς τα πιδιά! Καθίστι(ε) ούλοι. Φαΐ έχουμι(ε), θα φάμι. Κρασί έχουμι(ε), θα πιούμι. Δόξα του Θιώ. Καθίστι(ε) ούλοι!
-Καλοσύνη σου, άρχοντα, έκανε ο αψηλός γέρος που ήτανε –ας πούμε- ο αρχηγός των άλλων.
Κι έπειτα κάθισαν όλοι μέσα στην κάμα κι άλλοι καταγής. Η νοικοκυρά τους πρόσφερε τσίπουρο ντόπιο.
Το μεσημέρι στρώθηκε πλούσιο τραπέζι με δεκαπέντε καρέκλες. Και όλοι γιοματίσανε καλά και περίσσεψε και για τις γάτες φαΐ.
Μεγάλες ευχαριστίες για τον Πανάγαθο ακούγονταν απ’ τα στόματα ολωνών την ώρα που τρώγανε. Κι όταν το φαγοπότι τελείωσε, ο αψηλός γέρος λέει του κυρ-Νικόλα:
-Και τώρα, άρχοντά μου, τι ευχή θέλεις νάχεις απ’ το Θεό για το καλό που μας έκανες; 
-Ούλες τ’ς ηυχές τ’ς θέλου! απάντησε χαρούμενος ο Νικόλας.
-Ναι, μα τι ακριβώς θέλεις απ’ το Θεό; Εγώ πρέπει να ξέρεις, έχω τη δύναμη να τον παρακαλέσω να σου κάμει το θέλημά σου! Τι θέλεις, λοιπόν;
-Καλή ψυχή πες, άρχοντα, του είπανε οι άλλοι δώδεκα φτωχοί του Νικόλα.
Αυτός μ’ ένα γελοίο ύφος τους λέει:
-Καλήν ψ’χή κι κουλουκύθια τούμπανα! Δεν ξι(έ)ρου ιγώ απού τέτχοια πράματα!
Και γυρνώντας στο γέρο του είπε:
-Ιγώ, κουμπάρι μ’, θέλου να μι βουηθάει ι Θιός να κιρδίζου κάθι μέρα στα χαρτιά κι να στρώνου τραπέζ’ τ’ς φτουχοί!
-Ε, αυτή τη χάρη θα την έχεις πάντα απ’ το Θεό.
Του είπε ο γέρος και μετά πρόσθεσε:
-Τώρα τι άλλο θέλεις; 
-Καλή ψυχή πες, του συνέστησαν πάλι οι άλλοι δώδεκα.
-Ουφ! Αφήστι(ε) την καλήν ψ’χή κι ιγώ γέρουντά μ’ θέλου να πχιάνιτι(ε) ι λόγους μ’ παντού κι πάντα!
-Καλά κι αυτό θα τόχεις απ’ το Θεό!
Του είπε ο γέρος και πρόσθεσε:
-Και τι άλλο ακόμα θέλεις;
-Καλή ψυχή πες, του ξανάπανε πάλι οι άλλοι δώδεκα.
Ο Νικόλας έκανε να σκεφτεί κι έσκυψε το κεφάλι του. Εκείνη τη στιγμή ένα φωτοστέφανο περικύκλωσε το κεφάλι του γέρου κι έγινε αμέσως ένας νέος ψηλός άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια!
Η Νικόλαινα ζαλίστηκε και δεν έβλεπε πια. Κι ο Νικόλας χωρίς να αντιληφτεί τίποτα απ’ όλα αυτά, μέσα στη σιγαλιά μουρμούρισε:
-Ε, κι καλήν ψ’χή, θέλου γέρουντά μ’!
Κι όπως σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει το γέροντα, Τον αντίκρισε και τον αναγνώρισε!
-Την έχεις κι αυτήν τη χάρη απ’ τον πατέρα των πάντων, παιδί μου, του απάντησε ο Χριστός  κι αμέσως χάθηκε μαζί με τους δώδεκα μαθητές Του…
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Οι μέρες περνούσαν και τα χρόνια φεύγανε. Όμως οι προσευχές και οι μετάνοιες ήταν πάντα στο στόμα του κυρ-Νικόλα και της οικογένειάς του. Ο Νικόλας σε λίγον καιρό έγινε εκατομμυριούχος και πάμπλουτος απ’ τα χαρτιά. Η τύχη του παρέστεκε πάντα και τον αποχωριζόταν!
Σε κάμποσα χρόνια έφτιαξε και μια εκκλησία που ήθελε να την ονομάσει «Ναός της καλοσύνης του Θεού». Οι παπάδες όμως τον ερμήνευσαν να την ονομάσει «Ναός της Παναγίας». Έτσι κι έγινε. Μέσα στο ναό και πάνω απ’ την Ωραία Πύλη καρφώθηκε και το χρυσό μάτι του Θεού…
Δε λησμονούσε  όμως ο κυρ-Νικόλας να στρώνει κάθε τόσο τραπέζια στο αρχοντικό του για τα παιδιά και τους φτωχούς που πεινούσανε.
Όμως όλα κι όλα, τα «χαρτάκια» δεν τα’ άφηνε απ’ τα χέρια του. Περπατούσε, καθόταν, έτρωγε κοιμόταν με την τράπουλα πάντα στα χέρια ή στην κωλοτσέπη του! Του άρεζε να την κρατά και να χαϊδεύει τα χαρτιά. Ήταν  η μεγαλύτερη ηδονή κι ευχαρίστηση γι’ αυτόν να χαζεύει κρατώντας τα «χαρτάκια τ’»!
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Τα χρόνια του Νικόλα περνούσαν με καλή ζωή και …καλή ψυχή. Μα κάποτε ήρθε ο καιρός του, η ώρα του. Ο Θεός διέταξε έναν άγγελο να κατέβει στη γη να πάρει την ψυχή του. Ο άγγελος μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και πήγε στο σπίτι του κυρ-Νικόλα, που ήτανε πια πολύ γέρος. Η κυρα-Νικόλαινα του έστρωσε τραπέζι αμέσως να φάει. Μα εκείνος αρνήθηκε.
-Ε, τότι(ε) φεύγα! Όσοιν έρχουντι ιδώ μέσα, τρώνι(ε) κι πίν’νι(ε) κι φεύγ’νι(ε) χουρτάτοιν! Όσοιν έρχουντι ιδώ δεν κάθουντι μι τα χέργια σταυρουμένα! Ούτι έρχουντι για να κουβιντιάσ’νι(ε) πράματα πουλιτικά!
Τότε ο ξένος τράβηξε παραέξω το Νικόλα και του λέει:
-Εγώ δεν ήρθα εδώ ούτε για να φάω ούτε για να κάτσω. Είμαι άγγελος και με στέλνει ο Κύριος να σε πάρω, γιατί οι μέρες σου σωθήκανε…
Χωρίς να ταραχτεί ο Νικόλας είπε:
-Καλά πιδίμ’! άμα του λέει ι Κύριους τι μπουρούμι να πούμι ιμείς τα πλάσματα τ’! Αλλά, άγγιλέ μ,’ κάτσι να φάμι, να χιριτίσου κι ιγώ τα ιπήγεια κι μιτά πααίνουμι…
Ο ξένος συμφώνησε. Έκατσαν, έφαγαν καλά -καλύτερα από κάθε άλλη φορά- κι άμα τελειώσανε με το φαΐ βγήκαν έξω. Ο Νικόλας άρχισε να χαιρετά τα ζωντανά του. Τις κότες του, την κατσίκα, τα κουνελάκια του, το σκύλο, τις γάτες, τα λαχανικά του και τον …παπαγάλο του. Γιατί είχε και τέτοιον ο άρχοντας Νικόλας!
Περπάτησαν κι ως παραέξω στο μεγάλο κήπο που ήταν γεμάτος με πάμπολλα δέντρα. Κι εκεί, η ψυχή του αγγέλου πόθησε από μιαν όμορφη κι εξαιρετική μηλιά, να κόψει ένα μήλο. Ο Νικόλας τον προέτρεψε:
-Κι δεν ανιβαίνεις απάν’, άγγιλέ μ’, να τα κόψεις ούλα, να δώκ’ς και στ’ς αγιούς;
Κι ο άγγελος ανέβηκε. Μα το δέντρο ήταν γεμάτο ξώβεργες για να κολλούν πάνω τους τα πουλιά. Ο άγγελος κόλλησε πάνω στις ξώβεργες και φώναξε το Νικόλα να τον βοηθήσει να ξεκολλήσει. Αυτός με το νου του τραγουδούσε:
Κι μι τα τόσα βάσανα
πάλε η ζωή γλυκιά ’ναι.
κι όπχοιους τουν θάνατου ζητά
τριλός πρέπ' για ’νάνι!
Όταν άκουσε τον άγγελο να ζητάει βοήθεια καλώντας τον, απάντησε γελώντας:
-Άι, σι κρατώ τώρα, αγγιλέ μ’! Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ ζουή ισύ κι ιγώ θα σι κατιβάσου κάτ’. Γιατ’ αυτήν τ’ν στιγμή καταλαβαίνου πως η ζουή έχ’ πουλλήν γλύκα, όσην γλύκα ισύ δεν μπουρείς να καταλάβ’σ’ κι ισύ ακόμα απ’ είσι(ε) κι άνθρουπους τ’ Παντουδύναμου. Θα μ’ χαρίσ’ς τ’ν ζουή μ’ κι ιγώ θα χρουστάου του καλό στουν Ύψιστου!
Με τα πολλά ο άγγελος του χάρισε πενήντα χρόνια. Έτσι ο Νικόλας τον ξεκόλλησε απ’ τα ξώβεργα της μηλιάς και τον κατέβασε κάτω φορτωμένο μήλα για τους αγίους και το Θεό!
Τη νύχτα ο άγγελος ανέβηκε στον ουρανό κι Θεός τον ρώτησε:
-Πού είναι η ψυχή του Νικόλα, που σου παράγγειλα να φέρεις;
Ο άγγελος διηγήθηκε τα καθέκαστα στο Θεό, στο Χριστό και στους υπόλοιπους του Ουρανού κι αυτοί …λύθηκαν στα γέλια!
-Δεν πειράζει, είναι καλής ψυχής άνθρωπος! είπε τότε ο Χριστός.
-Και πόσα του χάρισες;
-Πενήντα!
- Εντάξει. Έχει κι άλλα πενήντα από Μας. Συνολικά εκατό! Να δούμε δε θα βαρεθεί τη ζωή του;
- - - - - - - - - - - - - - - - -
Κάποτε τα εκατό χρόνια που του χάρισε ο Χριστός πέρασαν κι ήρθε η ώρα που θα παρέδινε την ψυχή του. Μόλις έφεξε ο θεός τη μέρα παρουσιάστηκε πάλι ο άγγελος μεταμορφωμένος όπως και την άλλη φορά.
-Καλημέρα γερο-Νικόλα, πώς πάνε τα κέφια;
- Δόξα του Θιώ, καλά!
-Θα φάμε μαζί σήμερα; ρώτησε ο άγγελος.
-Κι θα πχιούμι! πρόσθεσε ο Νικόλας.
-Και το βράδυ μόλις νυχτώσει, φεύγουμε για το μεγάλο ταξίδι! είπε ο άγγελος.
- Θιού θέλ’μα, ανθρώπ’ πίστ’! άγι(ε) μ’ άγγιλε!
Η γυναίκα και το παιδί του Νικόλα είχαν πεθάνει από χρόνια-ούτε ο ίδιος δε θυμόταν-. Αυτός ήταν ο τελευταίος της οικογένειας. Πήρε ένα χαρτί κι έγραψε προς την Κοινότητα του χωριού του τη διαθήκη του:
«Άφηνου βασιέτ(=διαθήκη) ούλα τα υπάρχουντά μ’ στ’ς φτουχοί κι τ’ς  απόκληροιν, μι τ’ συμβουλή μ’ να δουξάζ’νι(ε) πάντουτι του Θιό»!
Ύστερα κλείστηκαν μες στο σπίτι με τον άγγελο και περίμεναν να νυχτώσει. Σαν νύχτωσε πέσανε να κοιμηθούν. Κατά τα μεσάνυχτα ο άγγελος με την ψυχή του Νικόλα, ξεκινούν να φύγουν. Και τότε η ψυχή λέει:
-Στάσ’, στάσ’ να πάρου κι τα «χαρτάκια» μαζί μ’!


Υ.Γ. Η αφορμή για τη δημοσίευση του παραπάνω παραμυθιού δόθηκε, από την αρχαιότατη συνήθεια του ανθρώπου, αλλά και του Έλληνα να «δοκιμάζει» την τύχη του παίζοντας ή τζογάροντας, αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου! Αν αυτό μετά γίνει συνήθεια, τότε θα βρεθεί στην αρχική δύσκολη θέση του ήρωα … με σίγουρα άσχημο τέλος. Γιατί τα υπόλοιπα, απλά, συμβαίνουν μόνον στα ...παραμύθια!

Καλή Πρωτοχρονιά!