Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Νέον έτος

Καλή χρονιά !
...με ένα ποίημα από την πρώτη σελίδα του περιοδικού "ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ" του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη, του Ιανουαρίου 1898. 
Είναι γραμμένο στη γλώσσα της εποχής, αλλά το νόημά του είναι διαχρονικό. 
Αν γραφόταν σήμερα στη δημοτική, θα ταίριαζε απόλυτα στις τωρινές δύσκολες ημέρες. 





Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Ελιές Πηλίου (2)

Εργάτες κι εργατίνες στις ελιές στα κοινοτικά κισήμια .
Κανάλια Αγ. Γεωργίου , δίπλα στο παλιοκάλυβο,
δεκαετία '70
Αυτή η χρονική περίοδος συμπίπτει με το τέλος σχεδόν της συγκομιδής του μαξουλιού (=ελαιόκαρπου)  στο χωριό μας, αλλά και στ' άλλα χωριά του Πηλίου. 
Αλίευσα -και το παραθέτω- ένα σχετικό κείμενο από το σπουδαίο εκπ/κό, ιστοριοδίφη, ερευνητή, μελετητή, λαογράφο συγγραφέα Κώστα Λιάπη για τις ελιές στον διπλανό μας Αϊ-Γιώργη. Αν εξαιρέσουμε-απομονώσουμε τα ονόματα τοποθεσιών και ανθρώπων, καθώς και κάποια γεγονότα, θα μπορούσε να είναι γραμμένο για κάθε ελαιοπαραγωγικό πηλιορείτικο χωριό.

Ο ΕΛΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗ ΠΗΛΙΟΥ 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΞΟΥΛΙΑ ΤΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΠΗΣ

Αντιγραφή από «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» 
53ος ΤΟΜΟΣ - Σελ. 135-144 -ΛΑΡΙΣΑ 2008
Στην Ελλάδα, και ειδικά στο Πήλιο, είναι αρκετά χωριά που είναι κυριολεκτικά δεμένα με την ελιά, με την έννοια βέβαια της μονοκαλλιέργειας. Ένα από αυτά τα «ἐλαιοφόρα ἑλληνοχώρια» του Πηλίου (για να θυμηθώ τον Ιωάννη Λεονάρδο) (1) είναι και ο Αϊ-Γιώργης της Νηλείας, για τον οποίο ο καρπός της ελιάς είναι «τό πρῶτον καί ἔσχατον προϊόν», όπως θα έλεγε ο Νικόλαος Μάγνης. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως λείπουν και οι άλλες καλλιέργειες, όπως κυρίως η μηλοκαλλιέργεια στα ψηλώματα του χωριού, οι οποίες ωστόσο δευτερεύοντα μόνο ρόλο παίζουν στη διαμόρφωση της οικονομικής ζωής των, κατά βάση ασχολούμενων από παλιά με τη γεωργία, κατοίκων του.
Το πόσο σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της ελιάς στη διαμόρφωση της οικονομικής ζωής στον Αϊ-Γιώργη, τουλάχιστον για 200 χρόνια και κυρίως στο διάστημα από τα μέσα περίπου του 18ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, διαπιστώνεται από ένα πλήθος αδιάσειστων στοιχείων. Πιο κύρια, βέβαια, από τα οποία είναι τα αναρίθμητα παλιότερα οικιακά πατητήρια  των ελαιοπαραγωγών του Αϊ-Γιώργη, που σώζονται ακόμα σε πολλά καλύβια της Γατζέας, λείψανα της μακρινής εκείνης εποχής που όλο σχεδόν το μαξούλι (2) της ελιάς μετατρεπόταν σε λάδι, και βέβαια οι δεκάδες γαλιάγριες(3) που αντικατέστησαν, από τη δεκαετία του 1860, τα παλιά οικιακά πατητήρια. (4)
Πειστήρια, επίσης, της παλιάς πλούσιας παραγωγής σε λάδι τα αμέτρητα και κατά κανόνα μεγάλα (μερικά χωρητικότητας 500 οκάδων) οικιακά πιθάρια, αλλά και οι τεράστιες νεότερες ξύλινες κάδες, (5) για την αποθήκευση και διατήρηση στο γάρο των βρώσιμων ελιών, πολλές απ’ τις οποίες είχαν χωρητικότητα μέχρι και δέκα χιλιάδων οκάδων (12.820 κιλών).
Πόσο μακριά πάνε οι σχετικές πληροφορίες για την ύπαρξη τούτης της αφθονίας, που στα παλιότερα χρόνια αφορούσε μόνο το λάδι; Τουλάχιστον ως το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Μία σχετική παλιά προφορική μαρτυρία που άκουσα από αϊγιωργίτες γέροντες είναι, έστω και μέσα στην υπερβολή της, πολύ χαρακτηριστική. Γύρω στα 1780, λένε οι προφορικές αυτές πηγές, (6) οι κλέφτες πάτησαν τον Αϊ-Γιώργη κι έκαψαν, ανάμεσα στ’ άλλα χτίσματα, και τον παλιό κολυνδριναίικο πύργο, με αποτέλεσμα να σπάσουν από τη θερμοκρασία τα μεγάλα λαδοπίθαρα και το λάδι να κυλήσει μέσα από το κεντρικό ρέμα του Αϊ-Γιώργη έως το Μαλάκι.(7)
Πέρα, όμως, απ’ αυτά τα στοιχεία και τις παλιές προφορικές μαρτυρίες υπάρχουν και οι σχετικές γραφτές πληροφορίες. Και διαλέγω σαν χαρακτηριστικές δύο τέτοιες που απέχουν 120 χρόνια η μία από την άλλη. Η πρώτη ανήκει στον παλιό μηλιώτη λόγιο Αργύρη Φιλιππίδη που, στο βιβλίο του Μερική Γεωγραφία, γράφει στα 1815 πως «ὡσάν ἐτούτην τήν χώραν» (κι εννοεί βέβαια τον Αϊ-Γιώργη) «καμμία ἄλλη δέν κάνει τόσα λάδια». Για να συμπληρώσει αμέσως παρακάτω: «Οἱ ἐγκάτοικοι ζοῦν ἀπό τά ὑποστατικά τους, ἄλλοι μέ τό ἀλισβερίσι, ὅλοι ἔχουν ἐλιές».(8)
Κι η δεύτερη είναι του έγκριτου παλιού δημοσιογράφου Φαίδωνα Μακρή, ο οποίος, σε μια σειρά 4 άρθρων του για τον Αϊ-Γιώργη, στην εφημερίδα Η Θεσσαλία, τον Απρίλιο του 1937, βάζει ως τίτλο «Το πλουσιότερο χωριό του Πηλίου», και αναλύοντας τον ισχυρισμό του αναφέρει πως ο Αϊ-Γιώργης έχει την πλουσιότερη και καλύτερα αρδευόμενη κτηματική περιφέρεια, κυρίως από ελιές, και το μεγαλύτερο προϋπολογισμό (1.200.000 δραχμές), απ’ όλες τις κοινότητες του Πηλίου. Είναι δε, όπως αναφέρει, τόσα τα έσοδα του χωριού, αυτή τουλάχιστον την περίοδο (κυρίως βέβαια από τις ελιές και το λάδι), ώστε να υπάρχουν στον Αϊ-Γιώργη 200 εκατομμυριούχοι, δηλαδή διπλάσιοι κι από εκείνους που είχε τότε ο Βόλος! (9)
Και την αντανάκλαση βέβαια αυτής της ευμάρειας, όπως κι εκείνης των παλιότερων καιρών, που είχε τις ... ρίζες της στις ευλογημένες ελιές του τόπου, θα τη δούμε στις πολιτιστικές εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του Αϊ-Γιώργη και των χειμερινών οικισμών του και στα αντίστοιχα κοινωφελή έργα που θαυμάζει κανείς και σήμερα στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου, πολλά από τα οποία έχουν τη σφραγίδα της δωρεάς κάποιων από τους παλιούς εκείνους εκατομμυριούχους, στους οποίους αναφέρεται το συγκεκριμένο δημοσίευμα.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, με τις ραγδαίες αλλαγές στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο και την διαφοροποίηση των συνθηκών επαγγελματικής απασχόλησης και σ’ αυτά τα κατ’ εξοχήν γεωργικά, παλιότερα, χωριά του Πηλίου, σε συνάρτηση με την παρατεταμένη κρίση, που παρατηρείται στον οικονομικά εύρωστο, άλλοτε, χώρο της ελιάς και του λαδιού, τα πράγματα δεν είναι όπως παλιότερα. Κι ας έχουν βελτιωθεί σημαντικότατα οι καλλιεργητικές συνθήκες και ας έχει, κατά ποικίλους τρόπους, διευκολυνθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η όλη παραγωγική διαδικασία κι ας υπάρχουν οι τονωτικές ενέσεις των ποικίλων, επίσης, επιδοτήσεων για τις ελιές και το λάδι από τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Παρόλη, όμως, την κρίση που παρατηρείται στην απόδοση, από πλευράς οικονομίας του προϊόντος, η ελιά εξακολουθεί ν’ απασχολεί το συντριπτικά μεγαλύτερο από το γεωργικό δυναμικό όσων από τους κατοίκους του Αϊ-Γιώργη δεν τους μαγνήτισαν τα εκτυφλωτικά φώτα της πόλης και δεν τους σαγήνευσαν οι σύγχρονες επαγγελματικές σειρήνες. Κι αυτό φαίνεται από την αειθαλή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εικόνα του «θαυμαστού» κι «εκτεταμένου», για να θυμηθώ αντίστοιχα και τους Γρηγόριο Κωνσταντά (10) και Νικόλαο Γεωργιάδη (11) αϊγιωργίτικου ελαιώνα που, παρά τις απώλειες και την εγκατάλειψη κάποιων τμημάτων του, εξακολουθεί ν’ αποτελεί το γνώριμο ήμερο κι ελκυστικό τεφροπράσινο δάσος, που καλύπτει όλη σχεδόν την έκταση της αϊγιωργίτικης πλαγιάς που γέρνει προς τον Παγασιτικό, από την παραλία του κόλπου έως το υψόμετρο των 500 περίπου μέτρων. Μία έκταση 7.500 περίπου στρεμμάτων που αριθμεί κοντά στα 180.000 λιόδεντρα, με 350.000 περίπου λουτσέκια (12) φύλλο κι ένα μέσο μαξούλι, ανά διετία, γύρω στις έξι χιλιάδες τόνους καρπό, από τον οποίο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από βρώσιμες ελιές που πάνε στο εμπόριο.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες γραφτές πηγές, αλλά και τις διαιωνιζόμενες μαρτυρίες κι ενθυμήσεις των παλιότερων Αϊγιωργιτών, ο ελαιώνας αυτός θα πρέπει ν’ άρχισε να δημιουργείται και να επεκτείνεται συστηματικά γύρω στο τέλος του 17ου αιώνα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και δεν καλλιεργούνταν μέσα στον ίδιο χώρο ήμερες ελιές πιο πριν. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η πρώτη προσπάθεια για συστηματική καλλιέργεια στο Πήλιο ελιάς ανάγεται στα χρόνια της Ενετοκρατίας (δηλαδή στον 14ο αιώνα),(13) περίοδο από την οποία θα πρέπει να κρατούν στον κάμπο της Γατζέας κάποια από τα παλιότερα λιόδεντρα, παρά τα αλλεπάλληλα καψίματά τους από τους παγετούς. (14) Η επέκταση, πάντως, της συστηματικής καλλιέργειας της ελιάς, σε σημείο ώστε να καλύψει όλα, σχεδόν, τα πεδινά και ημιορεινά εδάφη που
ανήκουν στον Αϊ-Γιώργη, συμπληρώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οπότε ξεχερσώθηκαν, με τη βοήθεια Γκέκηδων από την Αλβανία και ικαριωτών εργατών, όλα σχεδόν τα ρουμάνια του τόπου που προσφέρονταν για γεωργική καλλιέργεια και μπολιάστηκαν οι υπάρχουσες εκεί αυτοφυείς αγριελιές  «απ’ το είδος της Προύσης», όπως μας πληροφορεί παλιός πηλιορείτης λόγιος, ή φυτεύτηκαν εκεί άγριες παραφυάδες από ήμερες ελιές με βρώσιμο προϊόν που, σαν «έπιασαν», μπολιάστηκαν κι αυτές αργότερα με τα ίδια ήμερα μπόλια. (15)
Έτσι ολοκληρώθηκε η επέκταση του πυκνού και ήμερου δάσους της ελιάς, το οποίο σήμερα σφιχταγκαλιάζει όλους τους αϊγιωργίτικους χειμερινούς οικισμούς, δηλαδή την Άνω και Κάτω Γατζέα, την Αγία Τριάδα, τα Δυορέματα, τα Κανάλια, την Μπιρ, τη Μαράθη και το Μαλάκι. Οικισμούς οι οποίοι δημιουργήθηκαν με τα χρόνια, καθώς ο κάθε ελαιοπαραγωγός, για να γλιτώσει τον καιρό του μαξουλιού από την ταλαιπωρία του καθημερινού ανέβα-κατέβα από το χωριό (έτσι είναι γνωστός στους ντόπιους ο Αϊ-Γιώργης) στον ελαιώνα και αντίστροφα, έχτισε μέσα στο μεγαλύτερο από τα περιβόλια του (έτσι είναι γνωστά για τους Αϊγιωργίτες τα λιοπερίβολα) το καλύβι του, που με τον καιρό εξελίχτηκε σ’ ένα σωστό σπίτι. Από αυτά τα καλύβια (αντίστοιχα των οποίων υπάρχουν και για τις Πινακάτες στον Ογλά και για τη Βυζίτσα στ’ Αργυρέικα) συγκροτήθηκαν οι αναφερόμενοι παραπάνω οικισμοί, στους οποίους η ομαδική κάθοδος των Αϊγιωργιτών επισημοποιήθηκε στα 1894, όταν τούτα ακριβώς τα Καλύβια έγιναν η χειμερινή έδρα της Κοινότητας του Αϊ-Γιώργη.(16)
Ωστόσο, ο ελαιώνας του Αϊ-Γιώργη, για να επανέλθουμε στο κυρίως θέμα μας, όπως δα κι οι άλλοι του Πηλίου, είχε τις περιπέτειές του σε όλα αυτά τα χρόνια της ιστορίας του, κυρίως από τον παγετό, που πολλές φορές τον «έκαψε». Αναφέρονται, μάλιστα, ως σημαντικότερες από τις παλιές παγοπληξίες εκείνες του 1782 και 1844, ενώ από τις πιο πρόσφατες ξεχωρίζουν του 1957 και 1987. Χαρακτηριστικό γεγονός, από μία τέτοια καταστροφή, αποτελεί, σύμφωνα με τις παλιές προφορικές πηγές, η ονομασία Κανάλια, της ελαιοβριθούς περιοχής που βρίσκεται στα ψηλώματα, λίγο νοτιότερα από τον Αϊ-Γιώργη. Που ονομάστηκε έτσι -ενώ πιο πριν λεγόταν Μέγα-Σωτήρα, από το ομώνυμο εκεί μοναστήρι- επειδή ύστερα από έναν τέτοιο καταστροφικό παγετό τα λιόδεντρα ξεράθηκαν σχεδόν ως τη ρίζα, με αποτέλεσμα από τις ξεραμένες φλούδες
τους οι ντόπιοι να φτιάχνουν κανάλια στα κατοπινά χρόνια, για να περνούν το ποτιστικό νερό.
Και μια κι ο λόγος για το ποτιστικό νερό, ευκαιρία είναι να σημειώσουμε εδώ πως ο ελαιώνας του Αϊ-Γιώργη είναι κατά 80% περίπου ποτιστικός, ποσοστό μοναδικό στο χώρο του Πηλίου -κι ίσως όχι μόνο. Κι αυτό, βέβαια, χάρη στις προσπάθειες γενεών καλλιεργητών, αλλά και της εκάστοτε κοινοτικής Αρχής, που στο διάβα των αιώνων αξιοποίησαν κάθε υδάτινο πόρο της περιοχής και κυρίως, βέβαια, τη μεγάλη πηγή της Κρομμύδας, αλλά και τις μικρότερες του Μισιακού, του Μαυρομάτη, του Καραχάλιου, της Βασιλικής, του Πόρου, της Μηλιάς, της Γκορτζιάς και της Άνω και Κάτω Ανάβρας, μαζί και τα νερά τριών γεωτρήσεων, και με τη βοήθεια πέντε υδατοδεξαμενών (από τις οποίες η μεγαλύτερη στη θέση Ουρανός έχει χωρητικότητα 4.000 κυβικών μέτρων νερού), κι ενός πυκνού αρδευτικού δικτύου, από τσιμενταύλακες μήκους 20 περίπου χιλιομέτρων, κατάφεραν να κάνουν αρδεύσιμα τα περισσότερα από τα λιοπερίβολα
της περιοχής, με άμεση και φυσική συνέπεια τη δημιουργία και την εξασφάλιση μεγαλύτερου και ποιοτικά καλύτερου όγκου παραγωγής.
Σήμερα ο αϊγιωργίτικος ελαιώνας περιλαμβάνει δύο, κυρίως, ειδών λιόδεντρα: αυτά που δίνουν τις ψευδολιές κι εκείνα που παράγουν τις χοντρολιές ή κονσερβολιές. Οι πρώτες, που στα παλιότερα χρόνια ήταν πολύ περισσότερες, αντέχουν πιο πολύ στον παγετό και βγάζουν καρπό μικρό και σκληρό, που προσφέρεται περισσότερο στην ελαιοποίηση. Οι άλλες, που είναι σήμερα οι συντριπτικά περισσότερες, έχουν καρπό χοντρό και σφιχτό και προσφέρονται για παραγωγή βρώσιμων καρπών. Φυσικά στα παλιότερα χρόνια, με την άγνοια που υπήρχε γύρω από τη σωστή καλλιέργεια της ελιάς και με δεδομένο ότι πολλά λιοπερίβολα ήταν ακόμα άνυδρα, οι αποδόσεις του αϊγιωργίτικου ελαιώνα ήταν μικρές και το καλό μαξούλι το περίμεναν οι Αϊγιωργίτες μία φορά στα 8 χρόνια. Με το πέρασμα, όμως, των χρόνων και την προοδευτική συστηματοποίηση των καλλιεργητικών όρων (σωστό κλάδεμα, πεζούλες (17) στα ρεβένια, γούρνες γύρω από τον κορμό, πότισμα, κόπρισμα, κλπ.) οι αϊγιωργίτες ελαιοκαλλιεργητές κατάφεραν -όταν βέβαια και οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές και τα λιόδεντρα δεν «έχαναν τη σειρά τους» από καμιά ανάγκ’ (18) -να έχουν ικανοποιητικό μαξούλι, χρονιά παρά χρονιά, αν και το μαξούλι αυτό σπάνια ήταν καθαρό από το δάκο.
Όλες, όμως, αυτές οι καλλιεργητικές βελτιώσεις εφαρμόστηκαν και γενικεύτηκαν σιγά-σιγά κι αφού, προηγουμένως, συνάντησαν καθολική, σχεδόν, την αντίδραση των από παράδοση επιφυλακτικών και συντηρητικών Αϊγιωργιτών. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, του κλίματος της δυσπιστίας που συνάντησαν οι καλλιεργητικοί νεωτερισμοί, που συνιστούσαν οι γεωπόνοι στους αϊγιωργίτες ελαιοπαραγωγούς, στα χρόνια του μεσοπολέμου, είναι και τα ακόλουθα δύο γουστόζικα περιστατικά. (19)
Όταν -λέει το πρώτο- στα 1924 οι γεωπόνοι έφεραν στον Αϊ-Γιώργη το πρώτο λίπασμα για τις ελιές, που ήταν το αμερικάνικο  αμοφός  και προσπαθούσαν να πείσουν τους κτηματίες να το χρησιμοποιήσουν, ο γνωστός στα χρόνια εκείνα και θυμόσοφος Αϊγιωργίτης Δημήτρης Κούτριας ή Μήτρος τ’ Μπότ’, όπως ήταν καλύτερα γνωστός, γύρισε κι είπε λογοπαίζοντας με το όνομα του λιπάσματος στους ελάχιστους «προοδευτικούς» συμπατριώτες του που είχαν ενδώσει στις συστάσεις των γεωπόνων:
- Άιντε, χαϊβάνια! Δεν πήρατε, θαρρώ, χαμπάρ’ πως στ’ς Αμερικάν’ θα πάει το ...φως κι σας θ’ απουμείν’ η ...άμμου!
Κι εννοούσε βέβαια πως οι Αμερικανοί θα έπαιρναν τα χρήματα και στους Αϊγιωργίτες θ’ απόμενε σαν κέρδος η άμμος του λιπάσματος, δηλαδή τίποτα.
Και το δεύτερο:
Όταν πάλι οι γεωπόνοι συνιστούσαν στους αϊγιωργίτες ελαιοπαραγωγούς να βάζουν το λίπασμα μακριά από τον κορμό και κάτω από τις ποδιές των λιόδεντρων, οι χωρικοί ήταν, όπως συμβαίνει συνήθως, επιφυλακτικοί. Κι ένας απ’ αυτούς, ο μακαρίτης κι επίσης δεικτικός και θυμόσοφος Μαργαρίτης Κιτηλής, είπε σ’ έναν από τους γεωπόνους που επέμεναν ιδιαίτερα σ’ αυτή τη σύσταση:
- Δε μ’ λες, παιδάκι μ’! Άμα σε δέσω εκεία (20) στον πλάτανο (κι έδειξε τον μεγάλο πλάτανο του αϊγιωργίτικου παζαριού) κι σ’ βάνω του π’νάκ’ (21) με το φαΐ εδώια(22) (κι έδειξε 3-4 μέτρα μακριά από τον πλάτανο) πώς θα μπορέσεις εσύ να φας;...
Παρά την όποια, όμως, αρχική επιφυλακτικότητα, με την οποία αντιμετώπισε ο έμφυτος και πατροπαράδοτος συντηρητισμός των Αϊγιωργιτών τις οδηγίες και τις συμβουλές των ειδικών γεωπόνων, ο εκσυγχρονισμός στην καλλιέργεια των λιοπερίβολων της περιοχής, τελικά, έγινε και τ’ αποτελέσματα υπήρξαν ιδιαίτερα ικανοποιητικά μέχρι θεαματικά στα χρόνια του μεσοπολέμου.
Εκείνο, όμως, που κυρίως έδωσε το χρώμα και τον τόνο της νέας εποχής, για την ελαιοπαραγωγή του Αϊ-Γιώργη και γενικότερα του Πηλίου, ήταν η έναρξη της εφαρμογής, με δαπάνες του κράτους, της καταπολέμησης του δάκου της ελιάς με αρσενικομελασούχα δολώματα και αντίστοιχους ψεκασμούς. Η κατά του μεγάλου αυτού εχθρού της ελιάς εκστρατεία, με την αναφερόμενη μέθοδο, πρωταρχίζει στον ελαιώνα του Αϊ-Γιώργη στις 20 Σεπτεμβρίου του 1920, με δύο συνεργεία εργατών που διευθύνονται από τον γεωπόνο Καββαδία κι έχουν ως πρώτους αρχιεργάτες τούς Διακουμή Χριστόπουλο και Νικόλαο Κωνσταντινόπουλο ή Πίτσιλα. (23)
Τα αποτελέσματα είναι θεαματικά και η Κοινότητα του Αϊ-Γιώργη εκφράζει, για λογαριασμό των ελαιοπαραγωγών, στις 15 Δεκεμβρίου θερμές ευχαριστίες στην τότε Κυβέρνηση για την από μέρους της εφορμογή τής σωτήριας τούτης μεθόδου προστασίας του ελαιόκαρπου.
Είναι η πρώτη φορά από τότε που δημιουργήθηκε ο ελαιώνας του Αϊ-Γιώργη που το μαξούλι της ελιάς αποδίδει καθαρό προϊόν. Ως τότε οι συλλεγόμενες κάθε χρόνο ελιές ήταν κατά κανόνα τόσο δακόπληκτες, ώστε να είναι προβληματική η διάθεση των βρώσιμων ελιών στο εμπόριο, ενώ και τα παραγόμενα στις γαλιάγριες του χωριού λάδια ήταν φορτωμένα με τόσα οξέα, ώστε μερικές χρονιές να μην τρώγονται, με αποτέλεσμα όλη, σχεδόν, η παραγωγή να διατίθεται για σαπουνοποίηση.
Και βέβαια τα θετικά αυτά αποτελέσματα, από την καταπολέμηση του δάκου, φάνηκαν αμέσως, όταν η σοδειά εκείνης της χρονιάς μοσχοπωλήθηκε στους ντόπιους εμπόρους των βρώσιμων ελιών, αλλά και στο νεοσύστατο Συνεταιρισμό Ελαιοπαραγωγών του Αϊ-Γιώργη, (24) γεγονός που επαναλήφτηκε και σε όλες τις επόμενες ελαιοπαραγωγικές χρονιές έως τα μέσα, περίπου, της δεκαετίας του 1930 και είχε άμεσο και ιδιαίτερα ευνοϊκό αντίκτυπο στην ανάκαμψη της αϊγιωργίτικης οικονομίας, που μετά τα δεινά των βαλκανικών πολέμων, του 1ου παγκόσμιου πολέμου και του Διχασμού, βρισκόταν σε δεινή κρίση.
Είναι τα χρόνια της μεγάλης εμπορικής ακμής της Κάτω Γατζέας που, παρόμοια με την Αγριά, έχει από τα μέσα, περίπου, του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα μία πολύ καλή παράδοση στο ελαιοεμπόριο, καθώς ντόπιοι έμποροι, όπως ο Κων/νος Ιωαννίδης, οι αδελφοί Κωστής και Νικόλαος Κοντογιώργης και οι αδελφοί Γεωργούδη, έχουν οργανώσει στις εκεί μεγάλες αποθήκες τους συστηματικά τη συγκέντρωση, διαλογή, τυποποίηση και συσκευασία σε ξύλινα βαρέλια ή και σε μεταλλικές, αργότερα, κονσέρβες της βρώσιμης ελιάς του τόπου, την οποία κι εμπορεύονται μετά το 1920 σε 10 συνήθως ποιότητες, με πιο κύριες τις  γυαλερές, τα ξανθά και τις ζαρωμένες.
Τούτες μάλιστα οι τελευταίες, γνωστές κι ως παστουρμά ζεϊτούν από τους Τούρκους της Πόλης, ήταν περιζήτητες και παλιότερα από τους τελευταίους, που κατανάλωναν γύρω στις εξήντα έως ογδόντα χιλιάδες οκάδες απ’ αυτές κάθε χρόνο στην περίοδο της νηστείας του Ραμαζανιού τους. (25)
Μετά το 1920, με την αύξηση αλλά και τη βελτίωση της παραγωγής, είχαμε ανάλογη αύξηση και της εμπορίας των βρώσιμων ελιών, με τη δραστηριοποίηση και άλλων εμπόρων στη σκάλα της Κάτω Γατζέας, όπως λ.χ. ήταν ο Γρηγόρης Παπαπάντος, ο Γιώργος Ιωαννίδης (γιος του Κων/νου), ο Γιάννης Ζάγγας, οι λεχωνίτες αδελφοί Ορφανού, ο Χρήστος Χρήστου ή Στόικος, ο Γεώργιος Σαρρής ή Σαρραβέλας με το Γιώργο Βογιατζή, ο Σοφοκλής Σοφοκλέους με τον κουνιάδο του Κων/νο Κατώγια, ο Λεωνίδας Φαλούκας, ο Τάσος Παπούλιας και ο Νικόλαος Κουτσίκος. Συνολικά στην περίοδο 1920-1935, η οποία θεωρείται ως η χρυσή 15ετία της Κάτω Γατζέας, χρησιμοποιήθηκαν 12 μεγάλες και μικρές ελαιαποθήκες και 8 «σκάλες» στην παραλία, από τις οποίες φορτώθηκαν και διακινήθηκαν με τα καΐκια, είτε από τους ντόπιους εμπόρους είτε από τον τοπικό Συνεταιρισμό, 20.000 περίπου τόνοι βρώσιμες ελιές, (26) σε διάφορα λιμάνια του εσωτερικού και κυρίως των νησιών του Αιγαίου, αλλά και σε πολλά «πόρτα» του εξωτερικού όπως στην Οδησσό, στο Γαλάτσι, στην Κωνστάντζα, στον Πύργο της Βουλγαρίας, στην Πόλη, στη Σμύρνη,  στην Αλεξάνδρεια, στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες κλπ., όπου υπήρχαν οργανωμένα αντίστοιχα εμπορικά γραφεία και πρακτορεία, είτε από τους αϊγιωργίτες εμπόρους είτε από το Συνεταιρισμό των παραγωγών.
Όλη, όμως, τούτη η σπουδαία εμπορική έξαρση κράτησε έως το 1936, χρονιά κατά την οποία απαγορεύτηκε, με Βασιλικό Διάταγμα, η εισαγωγή στο Πήλιο και η εμπορία ελιών που προέρχονταν από άλλες ελαιοκομικές περιοχές της χώρας -μέτρο που ουσιαστικά πάρθηκε για την προστασία των εκλεκτών πηλιορείτικων ελιών από τον κίνδυνο πρόσμιξής τους με βρώσιμες ελιές άλλων περιοχών, αλλά που είχε αρνητικές συνέπειες για το πηλιορείτικο εμπόριο των βρώσιμων ελιών -για να σβήσει ολότελα στα χρόνια του 2ου παγκόσμιου πολέμου.
Φυσικά, στα μεταπολεμικά χρόνια το εμπόριο των βρώσιμων κι επιτραπέζιων ελιών ξαναβρήκε το δρόμο του στη Γατζέα, μέσα από στεριανούς πια δρόμους, ποτέ όμως δεν ανέκτησε την παλιότερη έκταση και άνθησή του.
Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε πως έγινε και με τα λάδια του τόπου. Αυτά μπορεί να μειώθηκαν σε ποσότητα τα χρόνια της αύξησης των εμπορεύσιμων επιτραπέζιων ελιών, αφού οι περισσότερες από τις έτσι κι αλλιώς βρώσιμες στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελιές έμπαιναν πια στο γάρο και στις κάδες, με προορισμό το εμπόριό τους, βελτιώθηκαν, όμως, σημαντικά, ύστερα από την αποτελεσματική καταπολέμηση του δάκου, και συναγωνίζονταν (όπως συναγωνίζονται και σήμερα) κι αυτά, αν και πιο παχιά, με ίσους όρους τα λάδια της Κρήτης και της Μυτιλήνης.
Για την έκθλιψη του ελαιόκαρπου και την παραγωγή του λαδιού, στα παλιότερα και πριν από το 1860 χρόνια, υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα καλύβια της Γατζέας (ακόμα καλύτερα, πριν γίνουν τούτα τα καλύβια, και σε πολλά σπίτια του Αϊ-Γιώργη) τα πρωτόγονα πατητήρια, για τα οποία έγινε ήδη παραπάνω λόγος. Η πρώτη γαλιάγρια, με ξύλινη πρέσα, κατασκευασμένη από μυτιληνιούς τεχνίτες, έγινε στη Γατζέα στη δεκαετία του 1860 από τον Νικολό Κοτρώνη, του οποίου το παράδειγμα ακολούθησαν αμέσως κι άλλοι, (27) ενώ η πρώτη μεταλλική πρέσα, με υδραυλικό πιεστήριο, μπήκε στη γαλιάγρα του Δημήτρη Δρόσου στο τέλος του 19ου αιώνα. Απ’ αυτές τις πρώτες γαλιάγρες, χρησιμοποιούσαν, στην αρχή τουλάχιστον, για τη λειτουργία τους μαγκάνι με άλογο οι γαλιάγρες του Δημήτρη Ν. Κιτηλή και του Γιώργου Φ. Κατώγια στον οικισμό Αγία Τριάδα, του Μήτρου Γ. Κοντογεώργη στην Άνω Γατζέα, του Δημήτρη Γ. Τζοβάρα στη Μαράθη και του Καρανικόλα στα Δυορέματα. Οι πιο πολλές, όμως, γαλιάγρες ήταν από την αρχή υδροκίνητες, κι αυτές ήταν του Γιώργου Βογιατζή, του Δημήτρη Βαϊνά, του Κωνσταντή Χούμα, του Παρίση Βεδούρη, του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας και του παπα-Γιάννη Κοτρώνη στην Αγία Τριάδα, του Ζήση Κιτηλή, του Νίκου Χατζηνικολάου, του Νικολού Κοτρώνη και του Δημήτρη Οικονομίδη στην Άνω Γατζέα, του Δημήτρη Φάλκου, του Γιώργου Καραπατή και του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου στα Δυορέματα, του μοναστηριού της Μεταμορφώσεως και του Γιώργου Κολυνδρίνη στα Κανάλια, του Γιάννη Λιάπη και του Γιώργου Παρίση στη Μπιρ και του μοναστηριού των Ταξιαρχών και του Γιάννη Γεωργούση στη Μαράθη. Πρώτη μηχανοκίνητη γαλιάγρα ήταν, από τη δεκαετία του 1930, του Κώστα Ζάγγα, στην Κάτω Γατζέα, κι ακολούθησαν του Δημήτρη Γεωργούδη, επίσης στην Κάτω Γατζέα, και η ηλεκτροκίνητη του Κώστα Φώτη στην Άνω Γατζέα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Από τα  χαβούζια, (28) τ’  αλώνια, (29) τα  τσαντήλια (30) και τα  μπαλσκιά (31), όλων αυτών των παραδοσιακών ελαιοποιητικών μονάδων, πέρασαν εδώ και 150 χρόνια γύρω στις 150.000 τόνοι ελαιοποιήσιμων ελιών κι από τους  λίμπους (32) τους βγήκαν και κουβαλήθηκαν στ’ αϊγιωργίτικα νοικοκυριά, είτε με τα τουλούμια είτε με κάθε άλλου είδους δοχεία, γύρω στις 30.000 τόνοι λάδι.
Αυτό το ευλογημένο προϊόν ήταν που έσωσε τους Αϊγιωργίτες αλλά και πολύ άλλον κόσμο σε καιρούς κρίσιμους. Και θυμίζω εδώ χαρακτηριστικά την περίπτωση της κατοχικής πείνας, όταν η πλούσια λαδιά του 1941 στάθηκε σωσίβιο σωτηρίας όχι μόνο για τους Αϊγιωργίτες αλλά και για τους αμέτρητους λιμοκτονούντες Βολιώτες και άλλους Θεσσαλούς. Και μια κι ο λόγος για Θεσσαλούς να μην ξεχνάμε πως το ίδιο αυτό λάδι τροφοδοτούσε, για χρόνια και χρόνια, τα νοικοκυριά των δυτικοθεσσαλών εργατών, που έφταναν συφάμελοι, παλιότερα, τον καιρό της σοδειάς στη Γατζέα, όπου και δούλευαν όλους τους μήνες του χειμώνα οι άντρες ως γκρεμιστάδες (33) και παραγιοί κι οι γυναίκες ως αργατίνες στο μάζεμα και στη διαλογή των ελιών, και που, κυρίως, αμείβονταν για την εργασία τους στον ελαιώνα με λάδι.
Φυσικά το ίδιο λάδι ήταν και παραμένει το βασικό διατροφικό αγαθό και στ’ αϊγιωργίτικα νοικοκυριά, από το τραπέζι των οποίων δεν λείπουν, επίσης, οι κατά ποικίλους τρόπους διατηρούμενες στην άλμη ή στο αλάτι επιτραπέζιες ελιές. Η βρώσιμη, λοιπόν, ελιά και το λάδι αποτέλεσαν τη βάση της διατροφής αλλά και στήριξαν και ...λάδωσαν τη μηχανή της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης στον Αϊ-Γιώργη, από τις αρχές περίπου του 18ου αιώνα έως τα μέσα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Εδώ, όμως, και μερικές δεκαετίες τα πράγματα δεν εξελίσσονται πια ευνοϊκά για την ελιά και το λάδι του Αϊ-Γιώργη, όπως δα κι όλου του Πηλίου. Τί φταίει; Τί άλλαξε; Πολλά. Να τα ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, εδώ με την ευκαιρία.
Είναι, πρώτα-πρώτα, η επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας σε πολλές πεδινές περιοχές της χώρας και σ’ αυτή ακόμα τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο Πήλιο, λόγω αντίξοων εδαφολογικών και κλιματολογικών συνθηκών, το κόστος παραγωγής εκεί είναι χαμηλό, ενώ και το έδαφος προσφέρεται στους νέους αυτούς ελαιώνες για μηχανική καλλιέργεια. Είναι, ακόμα, η έλλειψη εργατικών χειρών, προερχομένων από το ίδιο οικογενειακό περιβάλλον του ελαιοκαλλιεργητή, καθώς τα νέα μέλη των αγροτικών οικογενειών και αισθητά λιγότερα είναι, λόγω της υπογεννητικότητας, που οξύνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, και αρνούνται πια ν’ απασχοληθούν κατά κύριο λόγο με το γεωργικό τους κλήρο, στρεφόμενα σε άλλες πιο πρόσφορες, πιο προσοδοφόρες και πιο εύκολες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Είναι, επίσης, και ο κατακερματισμός των καλλιεργειών του κάθε παραγωγού σε μικρά διάσπαρτα κτήματα, που από μόνος του κάνει ασύμφορη την εκμετάλλευσή του. Είναι, τέλος, και η γενικότερη κρίση που παρατηρείται στη διάθεση, με συμφέρουσες τιμές, του προϊόντος, καθώς πολλαπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, και σε ελληνικό και σε διεθνές επίπεδο, μέσα κι έξω από τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ανταγωνιστές διαθέτες.
Απ’ όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία, σε συνδυασμό με τις αυστηρές οδηγίες και προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά στην ακολουθητέα γενικότερη πολιτική στο χώρο της ελαιοκαλλιέργειας στη χώρα μας, γίνεται φανερό πως οι διαγραφόμενες προοπτικές για το μέλλον του αϊγιωργίτικου (και όχι, βέβαια, μόνο) ελαιώνα και της παραγωγής του είναι κάτι περισσότερο, ίσως, από ζοφερές.
Τι πρέπει να γίνει για ν’ αναστραφεί αυτή η αρνητική προοπτική, στον όποιο, βέβαια, βαθμό μπορεί αυτό να επιτευχθεί; Δύο κυρίως πράγματα, που για την πραγματοποίησή τους θα πρέπει να παλέψουν με ιδιαίτερη εμμονή οι ευρωβουλευτές μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα όργανα της Κομισιόν. Το πρώτο είναι ν’ αναθεωρηθεί η στάση των ευρωπαίων εταίρων μας έναντι της ελληνικής ελιάς, και μάλιστα της επιτραπέζιας του Πηλίου, που δεν έχει την όμοιά της μέσα κι έξω από τη χώρα μας. Και το δεύτερο, βέβαια, είναι να παρασχεθούν πρόσθετα οικονομικά και διαρθρωτικά κίνητρα στους πηλιορείτες ελαιοκαλλιεργητές. Κίνητρα και για ν’ αποδεχτούν τούτοι την πραγματοποίηση του περισσσότερο από άλλοτε αναγκαίου αναδασμού των κτημάτων τους και για να προχωρήσουν οι ίδιοι στον επίσης αναγκαίο εκσυγχρονισμό, όσο βέβαια αυτός είναι εφικτός, των καλλιεργειών τους.
Μόνο μ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα υπάρξει δυνατότητα και να σωθεί ο αϊγιωργίτικος, αλλά και γενικότερα ο πηλιορείτικος, ελαιώνας και να συνεχίσει να αποτελεί αυτός, όπως στο παρελθόν, παράγοντα οικονομικής αλλά και πολιτιστικής ανάπτυξης κι ευρωστίας για τον τόπο μας.
_____________________
1. Βλ. Ιω. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, εκδόσεις «Θετταλός», Λάρισα 1992, (α΄ έκδοση, Πέστη 1836).
2. Μαξούλι<τουρ. mahsul (προϊόν)· η σοδειά της ελιάς στο Πήλιο.
3. Γαλιάγρα<αρχ. γαλεάγρα (είδος παγίδας)· το ελαιοτριβείο για τους Πηλιορείτες.
4. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης του Πηλίου, Βόλος 1994, 352.
5. Κάδες· μεγάλες βαρέλες από ξύλο καστανιάς, ζωσμένες με χοντρά σιδερένια τσέρκια. Τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες απ’ αυτές τις ξύλινες κάδες αντικαταστάθηκαν με καινούργιες πλαστικές.
6. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο μεγάλος Αϊ-Γιώργης..., σ. 64.
7. Μαλάκι· τοποθεσία στην παραλία του Παγασητικού, με δύο οικισμούς. Ο ανατολικός ανήκει στον Αϊ-Γιώργη και ο δυτικός στο γειτονικό τού Αϊ-Γιώργη χωριό Αϊ-Βλάσης.
8. Βλ. Θεοδόσης Κ. Σπεράντσας, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη. Μερική Γεωγραφία-Βιβλίον Ηθικόν, επιμέλεια Φιλ. Βιτάλη, Αθήναι 1978, 161.
9. Βλ. Η Θεσσαλία, Βόλος 6-9 Απριλίου 1937· Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 183.
10. Βλ. Γιώργος Θωμάς, Η ανέκδοτη Χωρογραφία της Ανατ. Θεσσαλίας από το Γρηγόριο Κωνσταντά, Βόλος 1991, 39.
11. Βλ. Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, εν Βόλω 1894,117.
12. Λουτσέκι<τουρ. olcek· μονάδα με την οποία οι Αϊγιωργίτες μετρούν τον όγκο του φυλλώματος στα λιόδεντρα. Ένα λουτσέκι φύλλωμα μπορεί ν’ αποδώσει μέχρι 20 οκάδες (26 περίπου κιλά) καρπό το χρόνο.
13. Βλ. το κείμενο σχετικής διάλεξης του γεωπόνου Μαντζώρου, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Η Θεσσαλία, Βόλος 20.12.1937.
14. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 254.
15. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 254· Ο ίδιος, «Ο ελιώνας τ’ Αϊ-Γιώργη και τα μαξούλια του», Η Θεσσαλία, Βόλος 17.2.1985.
16. Η μεταφορά, από τον Αϊ-Γιώργη στα Καλύβια, της έδρας της Κοινότητας και μαζί τής εκκλησίας και των σχολείων, καθιερώθηκε τότε να γίνεται στις αρχές Νοεμβρίου και η άνοδος στον Αϊ-Γιώργη τις μέρες του Πάσχα (αργότερα στις 10 Μαΐου).
17. Πεζούλες· οι τοίχοι αντιστήριξης στα επικλινή εδάφη.
18. Ανάγκη· οι αρρώστιες κυρίως των φυτών για τους παλιότερους Αϊγιωργίτες και γενικά για τους Πηλιορείτες.
19. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 158-159· Ο ίδιος, «Ο ελιώνας τ’ Αϊ-
Γιώργη...», ό.π.
20. Εκεία· εκεί δα.
21. Π’νάκ’· πινάκι<πινάκιο· πιάτο.
22. Εδώια· εδώ δα.
23. Βλ. σχετικά πρακτικά του Κοινοτικού Συμβουλίου.
24. Ιδρύθηκε στα 1918 κι αριθμούσε 40 μέλη. Ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός στην ιστορία του Αϊ-Γιώργη κι είναι χαρακτηριστικό πως στη δημιουργία του πρωτοστάτησαν οι δύο υπηρετούντες τότε στον Αϊ-Γιώργη ντόπιοι γιατροί Νικόλαος Καραπατής και Ιωάννης Χατζηνικολάου. Απ’ αυτούς ο πρώτος υπήρξε και πρώτος πρόεδρος του Συνεταιρισμού, στην τετραετία 1918-1922, για να τον διαδεχτεί ο δεύτερος που παρέμεινε πρόεδρος και ψυχή του Συνεταιρισμού έως τη χρονιά που έπαψε αυτός να υπάρχει, καταπολεμημένος από τους ελαιεμπόρους (1932).
25. Βλ. Βαγγέλης Σκουβαράς, Από το λειμώνα της παράδοσης. Πηλιορείτικα Β΄, Αθήνα 1983, 107.
26. Μόνο από τον Συνεταιρισμό υπολογίζονται οι διακινούμενες, με τα καράβια, ελιές σε 700.000-800.000 οκάδες (897.400-1.025.600 κιλά) ανά διετία. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «Μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 163.
27. Είναι γουστόζικο το πώς έκλεψαν οι αϊγιωργίτες μαραγκοί την τέχνη να φτιάχνουν τα εξαρτήματα της ξύλινης πρέσας απ’ τους μυτιληνιούς συναδέλφους τους. Η σχετική μαρτυρία λέει τα εξής: Σαν ήρθαν στη Γατζέα, καλεσμένοι από το Νικολό Κοτρώνη, οι μυτιληνιοί τεχνίτες κλείστηκαν σ’ ένα καμαράκι κι εκεί δούλευαν μυστικά για να φτιάξουν τις πρέσες και τις βίδες τους. Ήταν φανερό πως δεν ήθελαν να μαθευτεί η τέχνη τους. Αυτό, όμως, πικάρισε τους ντόπιους μαραγκούς και τότε, δύο απ’ αυτούς, ο Δημήτρης Κουλοχέρης και ο Νικολός Μητρόπουλος, συννενοήθηκαν κι αποφάσισαν να κατασκοπεύσουν τους ξένους τεχνίτες.
Κρύφτηκαν, λοιπόν, στο απάνω πλάτωμα του καλυβιού, όπου δούλευαν οι Μυτιληνιοί, κι από δύο μικρές τρύπες που άνοιξαν στο πάτωμα παρακολούθησαν και είδαν όλη την τεχνική διαδικασία της κατασκευής του ξύλινου κοχλιωτού πιεστηρίου και του τρόπου λειτουργίας του. Έτσι κατάφεραν να κλέψουν τα μυστικά της τέχνης από τους ξενομερίτες ξυλουργούς και να φτιάξουν κι αυτοί τα δύσκολα τούτα εξαρτήματα από τις βιδωτές πρέσες για τις άλλες γαλιάγρες του χωριού. Βλ. Κώστας Λιάπης, Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης..., σ. 352-353.
28. Χαβούζια· μικροί κτιστοί και ανοιχτοί από πάνω αποθηκευτικοί χώροι (σαν μικρές δεξαμενές) στον περίβολο των παλιών ελαιοτριβείων, όπου άδειαζε από τα τσουβάλια του ο κάθε παραγωγός τις ελιές που είχε για πάτημα.
29. Αλώνια· κλειστοί κυκλικοί χώροι όπου πολτοποιούνταν, από τις μυλόπετρες, οι ελιές στις παλιές γαλιάγρες του Πηλίου.
30. Τσαντήλια·  τραγομαλλίτικα σακιά (γνωστά και ως γαλιαγροσάκια) στις παλιές γαλιάγρες, όπου οι εργάτες έβαζαν τον πολτό, από τις λιωμένες στο αλώνι ελιές, για να τον πατήσουν στην πρέσα.
31. Μπαλσκιά· οι πρέσες στις παλιές γαλιάγρες.
32. Λίμποι· οι δεξαμενές στις παλιές γαλιάγρες όπου συγκεντρώνονταν το λάδι καθώς έτρεχε από τα πιεσμένα στα μπλασκιά τσαντήλια.
33. Στον Αϊ-Γιώργη και γενικά στο Πήλιο οι ελιές γκρεμίζονται από τα δέντρα, τον καιρό της σοδειάς, από τους γκρεμιστάδες, που χρησιμοποιούν γι’ αυτή τη δουλειά ειδικά μακριά ραβδιά, τους λεγόμενους λούρους ή λούρια.

Επιπλέον για το λάδι 
Ένα πολύ κατατοπιστικό βιβλιαράκι του ΚΠΕ Μακρινίτσας για το ελαιόλαδο γενικά, τις γαλιάγριες, την ποιότητα κλπ.
 δείτε (ΕΔΩ) 

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα!

Καλά Χριστούγεννα ! 
...με μια εικόνα της Φάτνης, ζωγραφισμένη για τη "ΘΕΣΣΑΛΙΑ"  της 25ης Δεκεμβρίου 1935.
 (Τσαγκαράδα,  ΜΙΜ.ΑΘ. ΓΕΝΤΕΚΟΣ)


Δημήτρης (Μίμης) Γεντέκος
Μεγάλος θεσσαλός γλύπτης, ζωγράφος και καθηγητής Καλών Τεχνών Δημήτρης (Μίμης) Γεντέκος.
Γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα, αλλά θεωρούσε ιδιαίτερή του πατρίδα τη Θεσσαλία, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια του. Ιδιαίτερα την Αγριά, στην οποία εγκαταστάθηκε μόνιμα μετά το 1985 φιλοτεχνώντας τα έργα του, μέχρι το τέλος της ζωής του. 
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Ροϊλό, Θωμόπουλο, Μαθιόπουλο, Δημητριάδη.
Δούλεψε από το 1935 ως καθηγητής σ’ όλη τη Θεσσαλία. Μετά δίδαξε στη Μαράσλειο.
Πέθανε το 1998 στα ενενήντα τρία του.
Έργα του Μίμη Γεντέκου βρίσκονται σε δημοτικές Πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Γνωστά γλυπτά του είναι το «μνημείο του αγρότη» στο Κιλελέρ, «Η Γυναίκα της Πίνδου» στη Σαμαρίνα, το Ηρώο Πεσόντων στο Ψάρι Μεσσηνίας, οι ανδριάντες των Κολοκοτρώνη και Νικηταρά στο Λεοντάρι Αρκαδίας κ.ά.


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Τα χωριά του Πηλίου το 1830

Ο περιηγητής  David Urguhart το 1830 για τα χωριά του Πηλίου
(...) στα βράχια του Πηλίου, τα σκεπασμένα από τις φυλλωσιές, βρίσκονται φωλιασμένα τα 24  χωριά της Μαγνησίας, τα οποία χωρίζονται σε δυο ομάδες: 14 χωριά ονομάζονται βακούφια και 10 χάσια. Η Μακρινίτσα είναι η έδρα του διοικητή και του μποσταντζή από την Κωνσταντινούπολη. Όλα τα γειτονικά χωριά έχουν να που πολλά για το αυταρχικό πνεύμα του. Η άλλη ομάδα των χωριών, τα Χάσια, είναι υπολείμματα των “ζυγοκέφαλων (=Η φορολογική μονάδα στο πρώιμο Βυζάντιο ήταν το ζυγόν ή ζευγάρι για τις αγροτικές εκτάσεις, και η κεφαλή για τους ανθρώπους και τα ζώα. Το άθροισμα των δύο αυτών φόρων λεγόταν ζυγοκέφαλα), που καθιέρωσε ο Ιουστινιανός και διατήρησε η τουρκική διοίκηση. Μολονότι δεν απαρτίζουν ένα σώμα, όπως τα βακούφια, προστατεύονται απ' αυτάκι έχουν αφομοιωθεί από κάθε άποψη. Σε κάθε χωριό οι προεστοί έχουν έναν Τούρκο που ενεργεί ως κλητήρας. Πληρώνουν ανάλογα με το φόρο που τους καταλογίζουν αντί για χαράτσι. Όσον αφορά την πολιτική διοίκηση, νόμος είναι τα έθιμα και δεν απαιτούν τίποτα παραπάνω καθώς οι προεστοί τους θα έπρεπε και συνήθως εκλέγονται ελεύθερα.(...) Δεν υπάρχουν δυσκολίες προερχόμενες από τα η δικαστική διαδικασία μια και οι προεστοί είναι και δικαστές. (...) Η περιοχή της Μαγνησίας σίγουρα δεν έχει συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη πριν επτά χρόνια (=Εξαιτίας της επαναστατικής δραστηριότητας του 1821-2, που επέφερε την εκδίκηση των Οθωμανών)..Υπάρχουν ακόμα ερείπια και ακατοίκητα σπίτια. Πάντως επικρατούσε μια ατμόσφαιρα καλοπέρασης, χαράς και ευκολίας. Τα όμορφα πέτρινα σπίτια φαίνονταν πολύ πλούσια και άνετα σε σύγκριση με τα πλίνθινα της πεδιάδας. Οι κάτοικοι ήταν όλοι καλοντυμένοι και φαίνονταν μια θαυμάσια και υγιής φυλή.
Η Μακρινίτσα έχει μερικές συνοικίες και 1300 σπίτια, ο Βόλος (όχι το κάστρο) στους πρόποδες του λόφου 700 και η Πορταριά, το κυριότερο χωριό των Χασίων, που απέχει 3 μόνο μίλια από τη Μακρινίτσα 600. Τα σπουδαιότερα από τα υπόλοιπα χωριά είναι: η Δράκεια, με 600 σπίτια, ο Άγιος Λαυρέντιος με 400, οι Μηλιές με 300, η Αργαλαστή με 400, η Τσαγκαράδα με 400 και στην άκρη του ακρωτηρίου που περικλείει τον κόλπο, το Τρίκερι με 550 σπίτια. 
Τα σημαντικότερα εξαγόμενα προϊόντα είναι: λάδι, μετάξι, αποξηραμένα φρούτα,  θαυμάσια  κεράσια και εύγευστο μέλι (...) χάρη στο ποικίλο υψόμετρο έχουν φρούτα και λαχανικά πρώιμα και όψιμα περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή. Εκτός από τα παραπάνω  προϊόντα εξάγουν  κυρίως μεταποιημένα προϊόντα: κάπες, ζώνες, μεταξωτό κορδόνι, δαντέλες και θαλασσιά βαμβακερά μαντήλια. Τα πιο επιτυχημένα χρώματά τους είναι το μαύρο για τα μάλλινα, τα θαλασσί για τα βαμβακερά και το βυσσινί για τα μεταξωτά. Εξάγουν ετησίως 30.000 οκάδες βαμμένο  και ακατέργαστο  μετάξι και  επίσης παράγουν 500 φορτία μουλαριού 595 κατεργασμένου μεταξιού. 
Νοτιότερα η  Αργαλαστή παράγει βούτυρο και τυρί και εκτρέφει βοοειδή. (...) Στα παράλια του κόλπου υπάρχει αφθονία ψαριών. Το βουνό είναι γεμάτο ελάφια, αγριόγιδες, κυνήγι και αγριοπούλια. Το Τρίκερι φημίζεται για το εμπορικό του δαιμόνιο και στέλνει τους σφουγγαράδες του να βουτήξουν σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Στην κατοχή τους βρίσκονται αρκετές σκούνες που φτάνουν ως την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.”
(David Urguhart:Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, πέμπτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η., σσ. 252-4)  
Ο περιηγητής David Urguhart (1805-1877)
Το 1827 ο Βρετανός D. Urguhart, ήλθε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στην Επανάσταση των Ελλήνων. Από το 1830 άρχισε τις περιηγήσεις έξω από τα τότε ελληνοτουρκικά σύνορα. Επισκέφθηκε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τμήματα της Μακεδονίας. Το οδοιπορικό του είναι αρκετά ενδιαφέρον, γιατί γνώριζε την ελληνική γλώσσα, οπότε μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ντόπιους, και γιατί γράφει προσωπικά του σχόλια για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Αργότερα εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα, υπηρετώντας στην πρεσβεία της Αγγλίας στην Κων/λη και τέλος ασχολήθηκε με την πολιτική (βουλευτής της Βουλής των Κοινοτήτων). Το ταξιδιωτικό του έργο (The spirit of the East ), μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Νίκη Ντεσλή και παρουσιάστηκε, σε έξι μέρη, στο σημαντικότερο ιστορικό περιοδικό της περιφέρειας, το Θεσσαλικό Ημερολόγιο.

Αντιγραφή από:
Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία  - τόμος Δ΄– Κων-νος Οικονόμου –Λάρισα 2007

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Αϊ – Γιώργης Νηλείας

"Η πηλιώτις κώμη"


Διαβάστε:

"Ο «μεγάλος» Αϊ-Γιώργης του Πηλίου" σε  έκδοση (πρώην) Κοινότητας Αγίου Γεωργίου Νηλείας, 
Βόλος 1994, του Κώστα Λιάπη 


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Δράκεια: μαρτυρικό χωριό


Δράκεια : ένα πηλιορείτικο μαρτυρικό χωριό
(θύμηση  επετειακή)

Το μνημείο,
δωρεά του βολιώτη βουλευτή και υπουργού
Ανδρέα Αποστολίδη
Η Δράκεια υπήρξε και αυτή ένα από τα πολύπαθα εκείνα χωριά που δοκιμάσθηκαν άσχημα και πλήρωσαν ακριβά σε φόρο αίματος την αντιστασιακή δράση των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στο Πήλιο την περίοδο της κατοχής. Την πλήρωσε με κατακρεούργηση από τις γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, 118 αθώων ανδρών της, που είχαν την ατυχία να βρίσκονται στον τόπο αυτόν στις δύσκολες εκείνες μέρες.

Η τραγική ιστορία ξεκίνησε την αποφράδα εκείνη μέρα της 17ης Δεκεμβρίου 1943, όταν μία ομάδα ανταρτών της ανεξάρτητης διμοιρίας του Θωμά Καψάλη, σε ενέδρα κάπου κοντά στην Αλικόπετρα, (περιοχή κοντά στο χωριό) σε μία ασήμαντης έκτασης ανταλλαγή πυρών με μία μικρή ομάδα Γερμανών μοτοσικλετιστών, που κατευθυνόταν προς τον Βόλο, σκότωσε δύο Γερμανούς στρατιώτες και τραυμάτισε ένα τρίτο, ο οποίος διέφυγε προς την Πορταριά, όπου έδρευε κάποια γερμανική μονάδα και ανάφερε για το επεισόδιο.

Ας δούμε όμως τα γεγονότα με όσο καθαρότερη ματιά γίνεται, όπως αυτά παρουσιάζονται κυρίως μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων που τα έζησαν. Ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Χρήστος Βαβύλης, σε σχετική έρευνα που έκανε χρόνια αργότερα γράφει: «Εγώ θυμάμαι ότι στο καφενείο του χωριού μου την παραμονή, στις 16 Δεκεμβρίου 1943, ήταν τρεις αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και έλεγαν μεταξύ τους να ανέβουν κατά την Αλυκόπετρα να πιάσουν ή να σκοτώσουν Γερμανούς για να τους πάρουν τις αρβύλες. Έτσι και έκανα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1943 αυτοί οι τρεις ανέβηκαν στην περιοχή της Αλυκόπετρας και έστησαν ενέδρα σε Γερμανούς μοτοσικλετιστές που κατέβαιναν από το Πλιασίδι στο Βόλο. Στην ενέδρα αυτή σκοτώθηκε ένας Γερμανός (ακόμα είναι σε αμφισβήτηση αν οι νεκροί Γερμανοί ήταν ένας ή δύο) και τραυματίστηκε ένας άλλος. Οι τρεις αντάρτες αφού πήραν τις «μπότες» του σκοτωμένου έφυγαν από την περιοχή της Αλυκόπετρας για το μοναστήρι της «Παναγίας Μεγαλογέννητης».
Ο τραυματισμένος Γερμανός ανέβηκε στη μοτοσικλέτα του και έφτασε στην Πορταριά από όπου ειδοποίησε τους Γερμανούς στο Βόλο για τη συμπλοκή στην Αλυκόπετρα». Και από εδώ και πέρα αρχίζει το δράμα του χωριού της Δράκειας.
Οι Γερμανοί το απόγευμα της 17ης Δεκεμβρίου αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το ανοσιούργημά τους. Για να προσπελάσουν το χωριό ακολούθησαν δρόμους και μονοπάτια δύσβατα. Κατέβηκαν από την Αλυκόπετρα και έφτασαν στο χωριό τις απογευματινές ώρες από σημεία αφύλακτα, από εκεί που δεν τους περίμενε κανείς. Οι υπεύθυνοι των οργανώσεων (Ε.Α.Μ., Εφεδρικός Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν.) επειδή το απόγευμα είχαν ακουστεί πυροβολισμοί ψηλά στα Χάνια καθησύχασαν τους κατοίκους λέγοντας τους πως γινόταν κάποιου είδους γυμνάσια των Γερμανών και δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν παρέλειψαν όμως να τοποθετήσουν σκοπούς στις εισόδους του χωριού για κάθε ενδεχόμενο.

Εδώ ας δώσουμε τον λόγο σε έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, το Γιώργο Θεοδώρου, που ξέφυγε κυριολεκτικά από του χάρου τα δόντια και την αφήγησή του αποθησαύρισε ο Χρήστος Βαβύλης στην έρευνά του. Διηγείται λοιπόν ο Γ. Θεοδώρου: «παραμονή του Αγίου Μοδέστου, 17 Δεκεμβρίου 1943, από το πρωί ακούγαμε εις τη θέση Αλυκόπετρα και τον αμαξιτό δρόμο πολλούς πυροβολισμούς χωρίς να μάθουμε και για ποιον λόγο γίνονταν οι πυροβολισμοί αυτοί. Όσους από του υπευθύνους των οργανώσεων ρωτούσαμε, μας έλεγαν ότι οι Γερμανοί που βρίσκονταν στα Χάνια και το Πλιασίδι, έκαναν γυμνάσια. Η μέρα πέρασε χωρίς να μάθουμε τίποτα περισσότερο. Το κοινοτικό καφενείο στην πλατεία το είχα εγώ με τον αδελφό μου. Επί πλέον είχα και το τσαγκάρικο στο οποίο δούλευα. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα ήρθε στο τσαγκάρικο ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Νικόλαος Μιλιόρδος να πάρει τα παπούτσια του. Πριν φύγει από το μαγαζί τον ρώτησα να μου πει τι έμαθε για τους πυροβολισμούς, που συνεχίζονταν ακόμη, μου είπε ότι οι Γερμανοί έκαναν γυμνάσια? και ο πρόεδρος έφυγε. Κατά τις 5 μου παράγγειλε ο αδελφός μου από το καφενείο να κλείσω το τσαγκάρικο και να πάω στο καφενείο γιατί αυτόν τον είχαν ορίσει σκοπό στον Άθωνα. Έκλεισα το τσαγκάρικο και πήγα στο καφενείο. Ήταν μόνο δύο πελάτες. Είχα κλείσει τα ρολά του καφενείου, ετοιμαζόμουνα να κλειδώσω τις πόρτες και να φύγω για το σπίτι, αφού δεν είχαμε κόσμο και έκανε τσουχτερό κρύο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το καφενείο, αν είχα προλάβει λίγο νωρίτερα ίσως δε θα γινόταν το «μακελειό», και μπήκε μέσα ένας Γερμανός με το αυτόματο και με ακινητοποίησε. Την ίδια ώρα, ήταν περίπου μετά τις πέντε το απόγευμα, φέρανε στο δικό μου καφενείο καμιά εξηνταριά άτομα από το άλλο καφενείο, γιατί στην κάτω πλατεία υπήρχανε δύο καφενεία τότε. Μας έβαλαν και καθίσαμε. Στο μεταξύ πήραν τέσσερα τραπέζια και έβαλαν πάνω ένα πολυβόλο στραμμένο πάνω μας. Ένας Γερμανός ρώτησε ποιος είναι ο «κουμάντ». Του είπα εγώ είμαι. Από εκείνη την ώρα έκανα καφέδες και τσάγια. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα βγάλανε μια παρτίδα για σωματική ανάγκη, τότε βρήκε την ευκαιρία ο Γιώργος Σαραβάνης και τους έφυγε. Την ώρα εκείνη έγινε κακό μεγάλο. Μπήκε μέσα στο καφενείο ένας Γερμανός και μας είπε : «αυτόν που επιχείρησε να φύγει τον σκότωσαν!» εμείς παγώσαμε γιατί ο Γιώργος ήταν αγαπητός σε όλους μας.
Οι Γερμανοί έφερναν συνέχεια κόσμο από τα σπίτια, φτάσαμε 126 άτομα. Η αγωνία μας όσο περνούσαν οι ώρες, κορυφώνονταν. Εμένα με έβαλαν και κάθισα μπροστά-μπροστά. Δίπλα μου καθόταν ο Χρήστος Μιχόπουλος ο οποίος μιλούσε γερμανικά, του είπα να ρωτήσει γιατί μας μάζεψαν εδώ. Ο Γερμανός του είπε πως οι αντάρτες σκότωσαν δύο Γερμανούς και τραυμάτισαν άλλους τέσσερις. Με άλλους Δρακιώτες δεν είχα επαφή, διότι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω μέσα στο καφενείο μετά το «φευγιό» του Σαραβάνη. Όταν έφεξε φέρανε στο καφενείο και μερικούς άντρες από το Σέσκλο. Αυτοί είχαν έλθει στο χωριό να κάνουν ανταλλαγή σιτάρι με λάδι και για δυστυχία τους πέσανε στην ώρα της εκτελέσεως.
Έφεξε για καλά το πρωί, 18 Δεκεμβρίου 1943, ανήμερα του Αγίου Μοδέστου. Οι Γερμανοί έδειξαν μια κινητικότητα και μια νευρικότητα. Στο μεταξύ, πριν από την εκτέλεση ήρθε φαίνεται διαταγή να αφήσουν τα παιδιά που ήταν κάτω από 15 χρονών. Την ώρα που άρχιζε η εκτέλεση, είχε βγει για τα καλά ο ήλιος. Μπήκε μέσα στο καφενείο ένας Γερμανός και για να μας παραπλανήσει μας είπε ότι θα βγάζουν πέντε άνδρες, θα ελέγχουν τις ταυτότητες και αν δεν ευθύνονται θα πάνε σπίτια τους. Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια ήλθε η διαταγή της εκτέλεσης. Η πρώτη «παρτίδα» ήταν οι Σεσκλιώτες. Τους συνόδευαν οι Γερμανοί με αυτόματα. Εμείς περιμέναμε με αγωνία να δούμε αν είναι αλήθεια αυτά που μας είπε πιο μπροστά ο Γερμανός. Σε δέκα λεπτά, από την ώρα που έβγαλαν έξω τους πέντε Σεσκλιώτες, ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων. Καταλάβαμε πλέον ότι γινόταν η εκτέλεση. Δεύτερη παρτίδα ήταν Δρακειώτες. Η ίδια διαδικασία, οι ίδιοι πυροβολισμοί. Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία, η εκτέλεση γινόταν κανονικά. Τρίτη παρτίδα ήταν η δική μου. Εγώ προφασίστηκα να πάω να πιω νερό. Ήρθε ο Γερμανός που μας συνόδευε με άρπαξε από το πέτο του σακακιού μου και με έβγαλε έξω μαζί με τους άλλους. Εκείνη την ώρα θόλωσε το μυαλό μου. Αυτό ήτανε. Με 6-7 «σάλτους» βρέθηκα στα σκαλιά της πλατείας. Τα πολυβόλα που ήτανε εκεί μου ρίξανε, δεν ξέρω πόσους πυροβολισμούς, χωρίς ευτυχώς να με τραυματίσουν. Όταν πήδηξα τη σκάλα ένας Γερμανός που ήταν εκεί, μόλις άκουσε τον βηματισμό μου ξεκρέμασε το αυτόματο και μου έριξε καμιά δεκαριά σφαίρες και πάλι ευτυχώς δεν με τραυμάτισε. Φεύγοντας στο καλντερίμι μου έριξε πάλι πολλές ριπές που δεν με πέτυχαν. Έφυγα τρέχοντας και έφτασα σ' έναν μπαξέ, έφυγα όμως από εκεί γιατί φοβόμουν να μην με βρουν οι Γερμανοί και κατέβηκα στο ρέμα. Ως το βράδυ κρυβόμουν στα κτήματα και ξενύχτησα σ' ένα καλύβι.
Το πρωινό της επόμενης μέρας έφτασα σπίτι μου και έμαθα τα θλιβερά γεγονότα». Πριν αρχίσει η εκτέλεση, το πρωί οι Γερμανοί άφησαν τα ανήλικα παιδιά να φύγουν, ήταν έξι. Η διαδικασία της εκτελέσεως των Δρακιωτών, όπως αυτή περιγράφεται από όσους επέζησαν τα τραγικά εκείνα γεγονότα, είναι πραγματικά συγκλονιστική, όταν την μνημονεύει κανείς ακόμη και σήμερα, ύστερα από 60 ολόκληρα χρόνια. Οι μελλοθάνατοι οδηγούνταν σε πεντάδες ή τριάδες στην πεζούλα στο ρέμα, εκεί που τότε βρισκόταν ένα χάνι. Εκεί ήταν το σφαγείο των ανδρών του χωριού. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Στη θέση αυτή χτίσθηκε το κενοτάφιο μνημείο με τα ονόματα των 118 εκτελεσθέντων πατριωτών. Τους ανέβαζαν στην πεζούλα που υπήρχε εκεί και με το πρόσωπο προς το ρέμα τους εκτελούσαν σχεδόν εξ επαφής από το πίσω μέρος του κεφαλιού του θύματος. Κάθε προσπάθεια διαφυγής ήταν αδύνατη, καθώς παντού υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες πάνοπλοι να ρίξουν σε όποιον επιχειρούσε κάτι τέτοιο.

Η σφαγή ολοκληρώθηκε πριν από το μεσημέρι και οι θύτες αποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους έναν σωρό από 118 πτώματα που είχε βάψει κόκκινο το νερό του ποταμιού καθώς έρεε προς την εκβολή του όταν αυτό πια «ξεστόμωσε» από το σωρό των πτωμάτων. Η περιγραφή των επόμενων ωρών, καθώς έφταναν στον τόπο της συμφοράς, οι γυναίκες και τα παιδιά του χωριού που έψαχναν για τους δικούς τους, ξεφεύγει ίσως και από την πένα του πιο ικανού δραματογράφου. Λίγοι ήταν εκείνοι που γλίτωσαν από τη σφαγή. Σχεδόν όλος ο γυναικείος και παιδικός κόσμος του χωριού είχε μαζευτεί τη μέρα εκείνη εκεί ψάχνοντας καθένας για κάποιον δικό του. Όλοι λίγο πολύ ήταν συγγενείς, φίλοι, γείτονες και γνωστοί. Οι γυναίκες με κλάματα στα μάτια και κατάρες για τους δολοφόνους-κατακτητές, προσπαθούσαν να σύρουν έξω από τον ανθρώπινο σωρό των σκοτωμένων κάποιο δικό τους. Στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου υπήρχαν τα ερείπια του παλιού παρθεναγωγείου του χωριού. Εκεί σύρθηκαν όπως- όπως τα πτώματα προκειμένου να ταφούν. Καθώς ο χώρος ήταν στενός 7χ12 μέτρα, τα πτώματα τοποθετούνταν σε τρεις σειρές, τη μία πάνω στην άλλη.

Μετά από αυτό το γεγονός το χωριό σχεδόν ερημώθηκε. Πολλοί ήταν εκείνοι που κυριευμένοι από το φόβο, έφυγαν και σκόρπισαν στα γύρω καλύβια, στην Αγριά, τον Βόλο ή και πιο μακριά. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αρχίσουν δειλά-δειλά να ξαναγυρίζουν στις εστίες τους όσοι επέζησαν. Οι χήρες, καθώς τα κτήματα χρειάζονταν επιτακτικά καλλιέργεια και φροντίδα, έπρεπε να ξαναπαντρευτούν, οι ντόπιοι όμως άντρες ήταν θαμμένοι στο προαύλιο του Άγιου Νικολάου. Τότε αναγκαστικά ήλθαν και παντρεύτηκαν στη Δράκεια άνδρες από τα γύρω χωριά και το χωριό ξανάρχισε να αποκτά μια νέα ζωή.

Τα ονόματα των εκτελεσθέντων  

Αδάμος Αριστείδης- Αναστασίου Κωνσταντίνος- Αναστασίου Αναστάσιος- Αποστολίδης Φανούριος- Αραβίδης Γεώργιος- Αποστολόπουλος Νικηφόρος- Αρέθας Δημήτριος-Βούλγαρης Ιωάννης- Βούκουρας Γεώργιος- Βολιώτης Δημήτριος- Βελετζάκος Δημήτριος- Βόγδανος Κωνσταντίνος- Γεωργατζής Δημήτριος- Γιαννόπουλος Νικόλαος- Γκαραγκούνης Κωνσταντίνος- Δούκας Κωνσταντίνος- Ευαγγελίδης Κωνσταντίνος- Ευσταθίου Νικόλαος- Ευσταθίου Χριστόφορος- Ζάμπαλος Ιωάννης- Ζάμπαλος Αθανάσιος- Ζαμπαρδίκος Ιωάννης- Ζαμπαρδίκος Κωνσταντίνος- Ζαμπαρδίκος Γεώργιος- Ζαμπάς Χαράλαμπος- Ζαμπάς Γεώργιος- Ζαμπαρδίκος Ιωάννης- Ζαμπαρδίκος Νικόλαος- Θλιβερός Κωνσταντίνος- Θεοδώρου Αθανάσιος- Θεοδώρου Αντώνιος-  Καλλίνικος Κωνσταντίνος- Κεφαλάς Δημήτριος- Κεφαλάς Χαράλαμπος- Κεφαλάς Κωνσταντίνος- Κεφαλάς Σπυρίδων- Κεφαλάς Νικόλαος- Κάβουρας Δημήτριος- Κλειδωνάρης Απόστολος- Κολιμήτρος Βασίλειος -Κολιμήτρος Δημήτριος-Κωστής Νικόλαος- Κουτσομήτρος Νικόλαος- Κουτσομήτρος Κωνσταντίνος -Κουτσομήτρος Σπυρίδων- Κουτσομήτρος Σταύρος- Κουτσομήτρος Αθανάσιος- Κατσούδας Κωνσταντίνος- Κασσαβέτης Παντελής- Καμπάς Παντελής- Κουμούτσης Δημήτριος- Καραβέλης Κωνσταντίνος- Κάπηλας Κωνσταντίνος- Καρατζιόλης Στέφανος- Κοτσινάρης Απόστολος- Λιάτσικας Δημήτριος-Λιάτσικας Αναστάσιος- Μουστάκας Έξαρχος- Μαστρονικολάου Σπυρίδων- Μαυρόπουλος Λυκούργος- Μούτος Γεώργιος- Μιτζέλος Θωμάς- Μιχόπουλος Χρήστος- Μαστροκώστας Κωνσταντίνος- Μπέας Γεώργιος- Μπέκος Αθανάσιος- Μάρας Νικόλαος- Μάρας Χρήστος- Μάγγος Κωνσταντίνος- Μάγγος Δημήτριος- Μαρκάς Δημήτριος- Μαρκάς Ιωάννης- Μαρκάς Χαρίτων-Μακρυγιάννης Γεώργιος- Μακρυγιάννης Σπυρίδων- Μιτζέλος Πρωτεσίλαος- Μουστάκας Κωνσταντίνος- Μπαλντούμης Ανέστης- Πανταζάκης Ιωάννης- Πανταζάκης Σπυρίδων- Πεταλάς Νικόλαος- Πατρώνης Γεώργιος- Πατρώνης Νικόλαος- Παπαποστόλου Κωνσταντίνος- Παπαγεωργίου Γεώργιος- Παπαγεωργίου Κωνσταντίνος- Παπουτσής Δημήτριος- Παππάς Αναστάστιος- Παππάς Γεώργιος- Ρεντινιώτης Γεώργιος- Ρεντινιώτης Θεοφάνης- Ραχούλης Αντώνιος -Σεϊτάνης Ελευθέριος - Στάμος Ζήσης- Σφύρας Δημήτριος- Σταμάτης Γεώργιος- Σαρηγιάννης Θεοφάνης- Στεργίου Κωνσταντίνος- Ταγάρας Χαράλαμπος- Ταγάρας Νικόλαος-  Τράντος Νικόλαος -Τσολάκης Αργύριος -Τσαμήτας Χρήστος- Τσοποτός Ορέστης- Τζαμτζής Σπυρίδων- Τζαμτζής Νικόλαος- Τσιάρας Χαράλαμπος- Τσιάρας Κωνσταντίνος- Τσιάρας Βασίλειος- Φασάκας Αθανάσιος- Χαλκιάς Δημήτριος- Χαλκιάς Αναστάσιος- Χαλκιάς Θεόδωρος- Χατζηγρηγορίου Σπυρίδων.
(Αντιγραφή από τη σελίδα του ΕΠΑΛ Αγριάς -epal-agrias.mag.sch.gr)
Ένα από τα τότε παιδιά που σωθήκανε ο κ. Ζερμπίνος, αναπολεί διηγούμενος την τραγική ημέρα: