Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαγορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαγορά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ελληνομουσείο Ζαγοράς

Περί του Ελληνομουσείου της Ζαγοράς
Ένα κείμενο της αρχιτεκτόνισσας Ρέας Λεωνιδοπούλου-Στυλιανού δημοσιευμένο το 1975 στα ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος 6-7.
Ξεφυλλίστε, διαβάστε, κατεβάστε:

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά μνημεία

«Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά μνημεία»
είναι ένα (δυσεύρετο πια) βιβλίο που έγραψε ο ζαγοριανός λόγιος Απόστολος Γ. Κωνσταντινίδης (Πήλιος Ζάγρας) και εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (από το Τυπογραφείο του Εμπορίου) στα 1960. 
Αναφέρεται στα βυζαντινά μνημεία της Ζαγοράς.
Όμως υπήρξε και η σε συνέχειες δημοσίευσή του στο περιοδικό «Εκκλησιαστικός Φάρος» της Αλεξάνδρειας στα 1937 και μετά. 
Από την παρακάτω δ/νση μπορείτε να το ξεφυλλίσετε και να το διαβάσετε. Επίσης μπορείτε να το κατεβάσετε. 

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Ράσοβα

 Το Μοναστήρι της Ράσοβας 
Ανάμεσα στη Ζαγορά και το Πουρί υπάρχει το ερημωμένο μοναστήρι της Παναγίας Ράσοβας με καλλιτεχνικές τοιχογραφίες και τέμπλο. Χτίστηκε τον 13ο αιώνα. 
Ο καθηγητής Βαγγέλης Σκουβαράς που υπηρετούσε στη Ζαγορά το επισκέφτηκε κι έγραψε το παρακάτω κείμενο (μέρος του εδώ) με τίτλο «Η αποθέωση του γλεντιού» μεταφέροντάς μας τη σχέση ειδωλολατρικής και χριστιανικής θρησκείας στο θέμα του γλεντιού. Μας μεταφέρει μια γιορταστική εικόνα-τοιχογραφία όπου «εισχωρεί στον ορθόδοξο ναό το εύθυμο κοσμικό πνεύμα»
Πάντως είχαμε ξαναδεί (ΕΔΩ) και στον Αϊ-Νικόλα του Χορευτού παρόμοια εικόνα...  

[…]  Μιάμισυ ώρα περίπου έξω από το πηλιορείτικο τούτο κεφαλοχώρι, βρίσκεται κρυμμένο και πνιγμένο από τον κατακλυσμό της τριγυρινής χλωρίδας ένα παλιό μοναστηράκι, η Παναγιά Ράσοβα. Χτίστηκε -καθώς λένε- τον ΙΔ΄  αιώνα. Οι τοίχοι της μισής εκκλησιάς είναι στολισμένοι με τοιχογραφίες εξαίρετης βυζαντινής τέχνης, που αφανίζονται και ξεθωριάζουν απ’ τη διάβρωση του καιρού, την ανθρώπινη εγκατάλειψη και την αφροντισιά των αρμόδιων. Όλες οι ζωγραφικές παραστάσεις είναι παρμένες απ’ τον αγιογραφικό κύκλο της ορθόδοξης εικονογραφίας. Στη δυτική όμως βάση του ενός από τους δυο τρούλλους, βλέπει ο προσκυνητής ένα βαθύτατο. πρωτόφαντο και ξαφνιαστικό ρήγμα. Όχι ρήγμα οικοδομικό· αγιογραφικό ρήγμα.
Ο λαϊκός τεχνίτης που αγιογράφησε την εκκλησιά, ανάμεσα στις άλλες φιγούρες και συνθέσεις με καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο, έβαλε και μια πέρα για πέρα άσχετη με το δόγμα, εχτρική κι αντίμαχή του θάλεγα. Ζωγράφισε ένα λαϊκό γλέντι, το πανηγύρι ίσως της Ράσοβας που γινόταν κάθε χρόνο εκεί.
Κοράσια βεργολυγερά και παλληκάρια γεροδεμένα χερoπιασμένα σ’ ένα κυκλικό χορό, μ’ ιλαρή θωριά και βλέμμα, προσφέρουν λατρεία αμίμητα ειδυλλιακή στη λεβεντιά και τη νιότη. Παρέκει ο λυράρης γονατισμένος πάνω στο χλόινο ταπέτο, ρυθμίζει τις βηματιές και το κυμοσάλεμα του χορού με τις παθιάρικες δοξαριές του. Στη μέση ένας μποϊλής πηλιορείτης, βροντοχτυπάει με πρωτόγονο ορμέμφυτο το τύμπανο.  Στην άκρη - άκρη ένας ιερωμένος -παπάς ή καλόγερος - ενθουσιασμένος απ’ τη γιορταστική ατμόσφαιρα, κεντρίζει και παροτρύνει τους ξεφαντωτές με τεντωμένο χέρι. […]

(ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ-Πηλιορείτικα Α΄, Βαγγ. Σκουβαρά, 1981, σελ. 57-8. Αντιγραφή σε μονοτονικό)

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Το όνομα της Ζαγοράς

[  Περί της παραγωγής της λέξεως Ζ α γ ο ρ ά υπάρχουσι διάφοροι ερμηνείαι, κυριώτεραι των οποίων είναι:
α΄). Κατά τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Καλλίνικον Δ ΄, καταλιπόντα χειρόγραφον ιστορίαν των χωρίων του Πηλίου, απωλεσθείσαν δυστυχώς, η ονομασία Ζαγορά προέρχεται εκ του επιτατικού ζ α και α γ ο ρ ά , ήτοι μεγάλη αγορά. Είναι πράγματι γεγονός ότι η Ζαγορά ανέκαθεν διεκρίνετο και επρωτοστάτει ως  κ ε φ α λ ο χ ώ ρ ι  μεταξύ των λοιπών χωρίων του Πηλίου, τα οποία και Ζαγοροχώρια εκαλούντο, το δε όρος ως  Β ο υ ν ό ν  της  Ζ α γ ο ρ ά ς εμνημονεύετο. Καθ’ ο τοιαύτη η Ζαγορά θα εχρησίμευε και ως κέντρον ανεφοδιασμού των άλλων χωρίων, της ανατολικής ιδίως πλευράς, παρουσιάζετο άρα ως μεγάλη, πλουσία αγορά, εξ ου και Ζαγορά.
β΄). Η ως άνω ερμηνεία συγγενεύει κατά πολύ, αν όχι εις ό,τι αφορά το είδος εις την πράξιν τουλάχιστον, με εκείνην των ισχυριζομένων ότι η ονομασία προήλθεν εκ του  ζ ώ α  και  α γ ο ρ ά = ζωοαγορά = ζωαγορά = ζααγορά = Ζαγορά.
γ΄). Κατά τον Ζωσιμάν τον Εσφιγμενίτην, («Φήμη» Β΄, 1887, σελ. 160): «Τινές την λέξιν Ζαγορά παράγουσιν από της Σλαβικής γλώσσης, αλλ’ η τοπική παράδοσις λέγει ημίν ότι είναι Ελληνική, Πόθεν; Κατά τα τέλη του δεκάτου αιώνος μοναχοί τινες ελθόντες από των Ζαγώρων της Μικράς Ασίας εις το όρος Άθω (άγιον όρος) όπως ησυχάσωσι και μη ευρόντες ως επεθύμουν ησυχίαν διά την τότε επικρατούσαν μεγάλην ταραχήν ένεκα του Αγίου Αθανασίου του εν τω Άθω, κατέφυγον ενταύθα και ωκοδόμησαν μονύδριον επ’ ονόματι τον Τιμίου Προδρόμου, το οποιον και ωνόμασαν Ζάγωρα εκ τον ονόματος της πατρίδος των ως οι Ιβηρες ωνόμασαν το εν τω αγίω όρει μοναστήριον Μονήν των Ιβήρων. Προϊόντος δε του χρόνου το Ζάγωρον ετράπη εις Ζαγοράν. ( Ίσως τινες θα ερωτήσωσι που είναι το Ζαγώρα της Μικρας Ασίας. Ιδού: [ Αρρ. Περίπ. Ευξείνου Πόντου] «Σινωπείς Μιλησίων άποικοι από Σινώπης εις Κάρουσαν πεντήκοντα και εκατόν· σάλος ναυσίν ·ενθένδε εις Ζάγωρα, άλλοι αυ πεντήκοντα και εκατόν». Και [Μαρκιανού Ηρακλειώτου Περίπλους Πόντου]
«. . . από Καρούσης χωρίου εις Ζάγωρον χωρίον στάδια ρκ΄· από Ζαγώρου χωρίου εις Ζάληκον ποταμόν και κώμην αλίμενον στάδια ρκ΄ .) » .
δ΄). Ο εκ Μηλεών του Πηλίου σεβαστός καθηγητής κ. Ρήγας Καμηλάρης, συμφώνως φιλική προς ημάς επιστολή του, συμφωνεί ως προς την γραφήν Ζαγωρά με Ω, ην παράγει εκ τον νεοελληνικού αχωρίστου μορίού  ζ α  του αποκόμματος της νεοελληνικής, επιχωριαζούσης εν Προποντίδι, λέξεως  ζ ά β α λ ε  κατά σύμπτυξιν και αφομοίωσιν διάβολε , και α γ ώ ρ α  θηλυκόν του άγωρος και αγώρι. Κατά συνέπειαν  ξ α- α γ ώ ρ α =ξαγωρά=διαβολοκόριτσο. Επρόκειτο δε, κατά τον αυτόν κ. Καμηλάρην, αρχικώς περί του όλου όρους Πηλίου, ονομασία ήτις περιήλθεν εις το χωρίον το προ του 1700 μ. Χ. γνωστόν ως Σ ω τ ή ρ α.
ε ) . Οι πλείστοι των ασχολούμενων με την ιστορίαν του Πηλίου, την λέξιν Ζαγορά παραδέχονται ως προελεύσεως σλαυικής, ην και παράγουσιν εκ του  ζ ά ν τ= όπισθεν, και  γ κ ό ρ α= βουνόν. Ζαγορά όθεν σημαίνει το χωρίον το όπισθεν του βουνού.]

(«Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά μνημεία», Απ. Κωνσταντινίδης, Αλεξάνδρεια,1960)

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

1943: Η πυρπόληση Ζαγοράς και οι γυναίκες

Στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ της Αθήνας στα 1959 η δημοσιογράφος Καλλιόπη Πάντου έδωσε μια διάλεξη με θέμα« Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου». 
Αυτή η διάλεξη (όπως κι άλλες) τυπώθηκε στο φυλλάδιο που εικονίζεται δε 41 σελίδες την ίδια χρονιά. Είναι πράγματι μια εξαιρετική αναδρομή στη ζωή και την προσφορά των γυναικών του τόπου μας διαχρονικά. Εδώ θα δούμε μια σχετική ιστορία με την Κατοχή  στη Ζαγορά, που είναι τμήμα της ομιλίας:  
[...]  Στα σκοτεινά χρόνια της τελευταίας κατοχής έτυχε να γίνω αυτόπτης μάρτυς του ηρωισμού τών γυναικών τον Πηλίου. Τον χειμώνα του 1943, χειμώνα αλησμόνητο, ανελέητο, βαρύτατο και σκληρό έτυχε να βρίσκομαι στη Ζαγορά του Πηλίου. Κρύο, πείνα, σκλαβιά. Τα τρία αυτά δεινά της πατρίδας, όπως έλεγε κι ο παλιός ρωμαντικός ποιητής:
«έψαλλαν και τα τρία θανάτου μοιρολόγια
σε μια τονισμένα φρικώδη μουσική».
Στο Χορευτό της Ζαγοράς υπήρχε ένα Ιταλικό τάγμα και φύλαγε μην τυχόν κάνουν οι Άγγλοι απόβαση και πιάσουν τον αμαξιτό Χορευτού - Ζαγοράς - Βόλου.
Στις 25 του Γεννάρη του 1943 γινότανε ένας γάμος στην Περαχώρα της Ζαγοράς. Το χιόνι είχε σκεπάσει όλο το χωριό. Όλοι είχαν πάει στο γάμο, χόρευαν κι είχαν έλθει στο κέφι. Από μια ολότελα τυχαία κακότυχη σύμπτωση ένας Έλληνας ένοπλος, όχι Πηλιορείτης, σκότωσε ένα 'Ιταλό στρατιώτη. Ο ένοπλος Έλληνας συναντήθηκε τυχαία με τον Ιταλό στρατιώτη. Ο Ιταλός όταν είδε ξαφνικά μπροστά του τον ένοπλο αντάρτη σήκωσε το όπλο του να πυροβολήσει. Ο Έλληνας πρόφθασε και πυροβόλησε γρηγορώτερα και σκότωσε τον Ιταλό. Το χωριό δεν έφταιγε. Όταν είδε το νεκρό Ιταλό, οι κάτοικοι χάσανε την ψυχραιμία τους και προσπάθησαν να τον κρύψουν μέσα στο χιόνι. Αυτό είταν το πρώτο επεισόδιο, που έγινε στο Πήλιο. Αμέσως το τάγμα του Χορευτού και στρατός Ιταλικός απ’ το Βόλο με Ιταλό στρατηγό επί κεφαλής ήλθαν στη Ζαγορά.
Κάλεσαν όλον τον πληθυσμό, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου οι Ιταλοί για να τους μιλήσει τάχα ο στρατηγός. 'Ανύποπτος ό κόσμος γέμισε την πλατεία.
Τότε έκλεισαν όλους τους άνδρες από 20 - 60 χρονών στο σχολείο κάπου 400 άνδρες και έδιωξαν τις γυναίκες, λέγοντας να πάνε να φέρουν φαγητό για τους άνδρες τους.
Οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν αμέσως να λεηλατούν και να καινέ τα σπίτια της Περαχώρας.
Οι γυναίκες δεν τα έχασαν καθόλου. Με τις εμπρηστικές σκόνες, που έριχναν οι Ιταλοί έπαιρναν αμέσως φωτιά τα πελώρια αιωνόβια σπίτια της Ζαγοράς, γεμάτα λάδια, φουντούκια, καρύδια, αλεύρι, χόρτα για τα ζώα.
Οι γυναίκες όλες μαζί, μόλις έβλεπαν ένα σπίτι να παίρνει φωτιά έτρεχαν και το έσβηναν ρίχνοντας φτυαριές, φτυαριές το χιόνι πάνω στις φλόγες. Οι Ιταλοί τις έσπρωχναν, τις χτυπούσαν, τις έδιωχναν. Εκείνες, σαν θεριά, με τα μαλλιά τους σφικτά δεμένα με τα μαντήλια τους, για να μην πάρουν φωτιά υπερασπιζότανε τα σπίτια τους και τα νοικοκυρά τους. Οι δασκάλισσες τον χωριού και πολλές άλλες γυναίκες έπεσαν στα πόδια του Ιταλού στρατηγού και τον παρακαλούσαν να λυπηθεί το ανεύθυνο χωριό. Έτσι ό ηρωισμός και η αυτοθυσία των γυναικών έσωσε τη Ζαγορά και μόνο 80 σπίτια της Περαχώρας κάηκαν. Οι άμοιρες γυναίκες της Ζαγοράς, είδαν όλα τα μουλάρια τού χωριού να κουβαλούν στο Βόλο σαν πλιάτσικο τα κιλίμια τους, τα προικιά τους και τα ωραία υφαντά των Ζαγοριανών σπιτιών, που τα είχαν κάνει γενεές γυναικών με κόπο και δουλειά ασταμάτητη.
Οι 400 άνδρες ωδηγήθηκαν στις φυλακές τού Βόλου. Οκτώ από αυτούς τουφεκίσθηκαν, οι άλλοι απολύθηκαν ύστερα από μήνες.
Στο διάστημα αυτό οι γυναίκες της Ζαγοράς εργάσθηκαν ηρωικά στα κτήματα, για να θρέψουν τα παιδιά και τους φυλακισμένους άνδρες τους. Πεζοπορούσαν ώρες, να πάνε στο Βόλο, κουβαλώντας ψωμί και τρόφιμα στους φυλακισμένους. Νύχτα μέρα δούλευαν οι γυναίκες μόνες στα κτήματα. Πολλές φορές οι άμοιρες σκελετωμένες γυναίκες έπεφταν λιπόθυμες απ' την πείνα, γιατί το λίγο ψωμί πού εξοικονομούσαν προσπαθούσαν να το κρύψουν για τα παιδιά τους και για τούς φυλακισμένους άνδρες τους. Αυτής περνούσαν με λίγα χόρτα, λίγα χαμοκέρασα και λίγα τρυφερά βλαστάρια φτέρης, που τα τηγάνιζαν, για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Ηρωικές γυναικείες μορφές! Διερωτώμαι αλήθεια: Γιατί τα γυναικεία σωματεία της Ελλάδας δεν ύψωσαν κάποιο μνημείο εις μνήμην της σκελετωμένης και πεινασμένης Ελληνίδας γυναίκας, πού γύριζε στην κατοχή σ' όλους τούς δρόμους της Ελλάδας, για να εξοικονομήσει κάτι για το σπιτικό της, για τα παιδιά της, για τον άντρα της;
Μετά το κάψιμο τις Ζαγοράς, το Ιταλικό στρατηγείο διέταξε ν' αδειάσει όλο το χωριό.
Και οι Ζαγοριανοί σκόρπισαν όπου μπόρεσαν στα γειτονικά χωριά, κουβαλώντας μαζύ τους τρόφιμα, ρούχα, και ότι άλλο μπορούσαν.

Έτσι μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα [...]
(Αντιγραφή σε μονοτονικό από τις σελ. 33-35)

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Ζαγορά-Καλοκαιρινός

Από το ιστολόγιο του φίλτατου Αντώνη Ζ.
(http://volosmagnisia.wordpress.com/)
Ο καθηγητής και λογοτέχνης Κων-νος Χρηστομάνος (Αθήνα 1867-1911) επισκέφτηκε κι αυτός -όπως κι άλλοι πολλοί- το Πήλιο στις αρχές του 20ου αιώνα. Στη λογοτεχνία εμφανιζόταν και με το ψευδώνυμο Κάλχας
Έφτασε ως το ζαγοριανό ποτάμι τον «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ» απ' όπου κι οι εντυπώσεις του. 
Απολαύστε τον!

ΖΑΓΟΡΑ  «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ» 
Κάλχα, κύττα τον κισσό πώς σκαρφαλωμένος στον κορμό της πανύψηλης αυτής καστανιάς, προσπαθεί να την αγκαλιάσει λες κι είναι ερωτευμένος; …..
Έτσι εξεδήλωνε ό,τι αισθάνονταν τη στιγμή εκείνη, μια δεσποινίς από την παρέα μας, σαν φθάσαμε στον «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ» που απέχει από τη Ζαγορά μόλις 3/4 της ώρας.
Βυθισμένος όπως ήμουνα σε σκέψεις απορροφημένος από την μαγευτική εκείνη τοποθεσία δεν απήντησα στη δεσποινίδα καίτοι ένιωσα καλά τα λόγια της ....
Αυτός λοιπόν είναι ο Καλοκαιρινός; Ω! μα είναι να μη θαυμάση κανείς μια τέτοια τοποθεσία, είναι να μη την απολαύση και να μη γονατίση μπροστά στο μεγάλο ζωγράφο μιας τέτοιας φαντασμαγορικής εικόνας, και να μη ψάλλη ύμνους ευχαριστίας, και αιωνίας ευγνωμοσύνης.
Ξεφωνητά διαπεραστικά, της ευχάριστης συντροφιάς την οποίαν αποτελούσαν Μαργαρίτα, Σμαράγδα, Άννα, Νίτσα, Λούλα, και ο υποφαινόμενος, με αποσπούν από τον ρεμβασμό, στον οποίον άθελα έπεσα και με επιβάλουν ν’ ακούσω το τραγούδι των τσιτζιριών.
Γατζωμένοι στα θεόρατα πλατάνια στις πανύψηλες γέρικες καστανιές και στις λιγερές κορφές τον ασημένιων οξυών, οι τροβαδούροι αυτοί, εξακολουθούν να τραγουδούν τα θαύματα της δημιουργίας. Ένα αλαφρό αγεράκι τής απόκρυμνης εκείνης ρεματιάς πολύ δροσερό λούζει τα ιδρωμένα σχεδόν πρόσωπά μας και μια ανταύγεια των μαρμαριγών νερών που κυλούν σιγοτραγοδούντα, μας γίνηται ο καλλίτερος καθρέφτης για την τουαλέτα μας.
Πάνω από το βράχο, τα δεσποινάρια στεκόνταν στα νύχια, σαν αχνόασπρες πεταλούδες, βύθιζαν τ’ αχόρταγο μάτι τους στο διάφανο αυτόν καθρέφτη και με περισσή λαχτάρα (λες κ’ ήταν δεύτερες Αφροδίτες) χτενίζονταν και φρεσκαρίζονταν για να γίνουν πιο δροσερές κι από αυτή τη φτέρη που λίγιζε απαλά και χάριζε με την δροφαντάδα της περίσια όμορφιά.
Βαθύς ίσκιος απλωνόταν παντού. Πουθενά δεν βλέπαμε ουρανό. Το χρυσό δίχτι των ακτίδων του ήλιου φάνταζε περήφανα επάνω από τα πυκνά φυλλώματα του δάσους και που και πού άφηνε μερικές αχτίδες να χώνωνται κρυφά ανάμεσα στα πράσινα φύλλα, για ν’ αγκαλιάζουν λίγο τον κισσό για να φιλούν την περήφανη φτέρη και να χαϊδεύουν απαλά τα βρύα που σκέπαζαν το γερο-βράχο και τα οποία έμοιαζαν με ολοπράσινο βελούδινο χαλί στους επισκέπτας.
 Επάνω στο βράχο αυτόν, που ποιος ξέρει πόσοι να τον ύμνησαν, ξαπλωμένοι και μεις τρώγαμε με πρωτοφανή όρεξι τις νηστείσιμες προμηθείες μας (Εληές κρεμμίδι, ντομάτες και ένα καρβέλι ψωμί ). Οι  οποίες σε πέντε λεπτά εξηφανίστηκαν από προσώπου του βράχου. Τι ανορεξιά αλήθεια! ύστερα τραγουδήσαμε, είπαμε όσες ανοησίες μπορούσαμε να ειπούμε, γελάσαμε περισσότερο ν’ από όσο επιθυμεί ο ποιητής Γκαίτε κι’ αυτά όλα γιατί είμαστε στην έξοχή, γιατί ζούσαμε στα δροσιά στο μαγικό εκείνο άλσος του «Καλοκαιρινού» και ολοπράσινο φόντο του που μας αγκάλιασε τρεις ώρες σχεδόν και του οποίου το τραγούδι νιώσαμε βαθειά, γιατί τραγουδούσε αυτό την εσωτερική μιλιά.
Ω, πόσο ώμορφα θα ζούσε ο άνθρωπος αν μπορούσε η αν ήθελε να περνά τις ώρες της αναπαύσεώς του ανάμεσα στα δροσερά κλαριά των δένδρων, δίπλα σε ρεματιές από τις όποιες αναβρίζαν «τα της χάριτος ρείθρα» κάτω από παχύσκια πλατάνια και άγριες βαλανιδιές, από πελώριες καστανιές και τσακπίνικες οξυές από έλατα και λεβεντόκορμα πεύκα, αναπνέοντας το άσωτο οξυγόνο και ρουφώντας το άρωμα το θειο που σκορπιέται στον αιθέρα του φυσικού αυτού βασιλείου! Πλούσιο, πλουσιώτατο !
Πότε λοιπόν θα μεθάει από τον ενθουσιασμό του πίνοντας μόνο το γάργαρο νερό των αστείρευτων πηγών και αρωματιζόμενος με μυρα των πεύκων και των ελάτων;....
--------------------
Ο ήλιος είχε μεσουρανίσει, τα γέλοια μας και τραγούδια μας συνεχίζονταν αβίαστα. Απέναντί μας είχαμε Ένα βράχο που φάνταζε περήφανος σαν παραμυθένιος Δράκοντας. Ποιος ξέρει πόσα να είδε και πόσα ν’ άκουσε κι’ αυτός. Αμίλητος όμως, βουβός έκαμνε την ηλιοθεραπεία του την οποία πολλοί θα ζήλευαν.
Δίπλα μας ο κάναλος που μετέφερε το νερό στο μύλο: φαινότανε σαν νάκλαιε γιατί του κόψανε σήμερα το νερό. Περίλυπος και με το στόμα ανοιχτό έχασκε χωρίς μιλιά. Η αχτίδες του ήλιου σκορπιόντουσαν σαν αναμένες σπίθες πάνω στο φαντασμογορικό ταμπλώ και τα φύλλα των δένδρων δείχνανε πως ήθελαν να γείρουν. Μερικά αγριολούλουδα έκλειναν απαλά τα πέταλά τους σα βλέφαρα κουρασμένα και δείχνανε την επιθυμίαν να ξαναγυρίσουν στον εαυτό τους για ν’ ανακτήσουν τη δύναμι που σπατάλησαν στο φως και στη ζωή.
----------------
Από σεβασμό προς την ησυχίαν τους και για να μη ταράξουμε το μεσημεριάτικο ύπνο τους φύγαμε. Μόνο τσιτζίρια εξακολουθούσαν την αδιάκριτή τους φλυαρία. Με μια περίπου ώρα ευρισκόμαστε πάλι στη Ζαγορά. 
----------------
Μεσ’ την ψυχή μας όμως μπήκε σαν από αντιφεγγιά του μέρους εκείνου, ένα συγκλονιστικό αίσθημα λύπης και χαράς μαζύ, μια πνοή κάποιου αιθέριου πράγματος που άνοιξε τα φτερά του πάνω μας κ' ύστερα έσβυσε…
----------------
« Μήπως δεν είναι άρπες και τα πεύκα που βουίζουν όταν ο αγέρας με το μάνητα του θεϊκού του πόθου τα σφίγγει στην αγκαλιά του και όλο το δάσος κ’ η θάλασσα κάτω μαγεμένα από ηδονή συγκρατούν τον ανασασμό τους; Γιατί μόνον ημείς ακοή νάχωμε και να μην ακούμε;»